Άρθρο του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ Κουκιάδη για την εφημερίδα "Καθημερινή"

Ημερομηνία δημοσίευσης: 7/01/2001

Τίτλος άρθρου: "Η Ευρώπη για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις"

Στον ούριο άνεμο που φαίνεται να πνέει τελευταία στα όργανα της ΕΕ με την επανεμφάνιση των προτεραιοτήτων για κοινωνικούς στόχους, για φραγμούς στην παντοδυναμία της οικονομικής εξουσίας με τα μέτρα για την κοινωνική ατζέντα, για ποιότητα ζωής με προώθηση νέου τύπου υπηρεσιών και για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με την οριοθέτηση ενός χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων, αναπόφευκτο κομμάτι αποτελεί η καταπολέμηση των διακρίσεων και του αποκλεισμού. Το εγχείρημα είναι μεγάλης εμβέλειας γιατί δεν απευθύνεται μόνο στον νομοθέτη αλλά φιλοδοξεί να προσεταιριστεί το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Με βάση τις φιλοδοξίες αυτές, η ΕΕ προχώρησε σε ένα μίγμα νομοθετικών παρεμβάσεων και προγράμματος δράσης. Στο πεδίο των νομοθετικών παρεμβάσεων έχουμε ήδη δύο βασικές οδηγίες, μία γενική περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής και μια ειδικότερη που αναφέρεται στην ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η πρώτη έχει ήδη ολοκληρωθεί (οδ. αριθμ 2000/43) Η δεύτερη εγκρίθηκε από το Kοινοβούλιο και βρίσκεται σε τελικό στάδιο επεξεργασίας από το Συμβούλιο. Το πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων περιέχεται σε ειδική απόφαση του Συμβουλίου, που αφορά την περίοδο 2001-2006.

Η πρωτοβουλία αποτελεί ίσως μια από τις πιο ελπιδοφόρες δράσεις για μια νέα ποιότητα στις κοινωνικές σχέσεις, γιατί καλύπτει όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και δεν περιορίζεται μόνο στην καταπολέμηση των διακρίσεων στην αγορά εργασίας. Αποτελεί συγχρόνως και ένα αριστοτεχνικό πρότυπο για τον εσωτερικό νομοθέτη και την εθνική μας διακυβέρνηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οργανώνονται οι παρεμβάσεις στα κοινωνικά θέματα για να έχουμε ολοκληρωμένα αποτελέσματα.

Οι τρεις κύριοι στόχοι που αναφέρονται στο πρόγραμμα δράσης και που είναι η παροχή συνδρομής για την ανάλυση του βαθμού και της φύσης των διακρίσεων , η παροχή βοήθειας στην ανάπτυξη της ικανότητας των φορέων που παίζουν ενεργό ρόλο στην καταπολέμηση ων διακρίσεων και η προώθηση και διάδοση αξιών και πρακτικών στους επαγγελματίες και στα άτομα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη αποκαλύπτουν την πρόθεση για μια σφαιρική αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν οι χρηματοδοτήσεις που συνδέονται με το πρόγραμμα αυτό αξιοποιηθούν σωστά από τους ελληνικούς φορείς , πολλά από τα διλήμματα που προβληματίζουν την ελληνική κοινωνία θα μπορέσουν να διασκεδαστούν.

Η γενική οδηγία προσδιορίζει μια σειρά από δικαιώματα, υποχρεώσεις, διαδικασίες που δίδουν τη δυνατότητα στον κάθε πολίτη που είναι αντικείμενο αυθαίρετης διάκρισης να προστατευθεί αποτελεσματικά από αυτές. Η δεύτερη οδηγία που αναφέρεται στην απαγόρευση των διακρίσεων στην εργασία , επεκτείνει την απαγόρευση των διακρίσεων πέραν από τους λόγους φυλής και εθνικής καταγωγής και στους υπόλοιπους λόγους που χρησιμοποιούνται ως αφετηρία διακρίσεων και αναφέρονται στο άρθρο 13 της ΣΕΚ και οι οποίοι είναι η θρησκεία, οι πεποιθήσεις, η αναπηρία, η ηλικία και ο γενετήσιος προσανατολισμός. Οι ανατροπές θα είναι αρκετές. Περιορίζομαι να αναφέρω τα διάφορα όρια ηλικίας για πρόσληψη και άλλες διακρίσεις με βάση την ηλικία, τους περιορισμούς πρόσληψης και άλλους αποκλεισμούς των διαφόρων κατηγοριών αναπήρων, που όλα πρέπει να αναθεωρηθούν από μηδενική βάση. Η συγκεκριμένη οδηγία καλύπτει κατά τα λοιπά το σύνολο της απασχόλησης, μισθωτής και ανεξάρτητης εργασίας, και επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των δράσεων που συνδέονται με αυτή όπως είναι η πρόσβαση στην εργασία, η εξέλιξη, οι όροι εργασίας και ακόμη η επαγγελματική κατάρτιση και η συμμετοχή σε οργανώσεις και στα διοικητικά τους συμβούλια.

Αυτοί οι προσανατολισμοί καταδεικνύουν τη δεδηλωμένη βούληση της ΕΕ να εγγυηθεί μια ανοικτή κοινωνία, απαλλαγμένη από προκαθορισμένες κατηγοριοποιήσεις και κυρίως από το στίγμα του ρατσισμού, που έχει βαθιές τις ρίζες στη ευρωπαϊκή ιστορία. Την απαγόρευση των διακρίσεων την προσδιορίζουν με τον πλέον καθολικό τρόπο ενώ παράλληλα αξιοποιούν όλες τις εμπειρίες από το παρελθόν και υιοθετούν τα διάφορα δυνατά μέσα για την αποτελεσματική εφαρμογή της απαγόρευσης. Όλα γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνουν καμία αμφιβολία για την πραγματοποίηση του αποτελέσματος. Για αυτό δεν παραλείπουν και δράσεις που θα βοηθήσουν στην κατανόηση του φαινομένου των αυθαίρετων διακρίσεων με την προσδοκία να αντιμετωπιστεί το θέμα στη ρίζα του που είναι ο καλυμμένος ρατσισμός. Αυτός ίσως αποτελεί και το μεγάλο πρόβλημα. Προέρχεται εν μέρει από τις φοβίες και εν μέρει από μια εδραιωμένη παράδοση που δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί μια από τις αρνητικές πλευρές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και στη χώρα μας παρόλο ότι δεν έχει πάρει επίσημε έκφραση η τάση των συμπολιτών μας να αξιοποιούν διάφορες διακρίσεις και να αυθαιρετούν με αυτές, εκφράζεται με ποικίλες παραλλαγές και δικαιολογίες.

Με τη νέα της αυτή πολιτική η ΕΕ φέρεται να κλείνει οριστικά ένα μεγάλο κεφάλαιο στη μακρόχρονη ιστορία της Ευρώπης και για αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί σταθμό για το μέλλον της Ευρώπης. Μπορεί οι διακρίσεις να αποτέλεσαν μέρος των παραδόσεων όλων των κοινωνιών, ο ρατσισμός όμως, ως έκφραση συγκεκριμένης πολιτικής, που βρήκε τη θεμελίωση της και σε συγκεκριμένη επιστημονική θεώρηση, έχει βαθιές τις ρίζες του στην ευρωπαϊκή παράδοση που ανατρέχουν στους χρόνους συγκρότησης των εθνικών κρατών, όπου είναι γνωστές οι διαμάχες Φράγκων και Γαλατών, Βρετανών και Αγγλοσαξώνων. Κυρίως όμως εκτράφηκε κατά την ανακάλυψη των νέων χωρών, όταν το βασικό ερώτημα που απασχόλησε τους ευρωπαίους ήταν το αν οι ιθαγενείς ανήκουν στο ανθρώπινο γένος, και βρήκε την αποθέωση του κατά τους χρόνους της αποικιοκρατίας. Ακόμη και ο Διαφωτισμός, όπως σωστά παρατηρήθηκε, αξιοποίησε τον ορθολογισμό για να δικαιολογήσει ρατσιστικές διακρίσεις. Η αφομοίωση των νέων προσεγγίσεων από τα κράτη -μέλη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα πρέπει να ακολουθήσει μια σημαντική σε βάθος ανάλυση και επιδιωχθεί δημόσια συζήτηση από τους πολιτικούς φορείς, τους κοινωνικούς εταίρους τους εκκλησιαστικούς παράγοντες και πρωτίστως από τις τοπικές κοινωνίες για να διαμορφώσουμε μια άλλα αντίληψη ζωής.

Τις πρωτοβουλίες αυτές ορισμένοι τις βλέπουν με καχυποψία. Τις θεωρούν ως προάγγελο της αποεθνικοποίησης των κρατών, ως μέσο για την αλλοίωση της ταυτότητας των σχηματισμένων κοινωνιών και ακόμη ως μέρος σκοτεινών σχεδίων της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας. Σκόπιμα αποσιωπούν ότι η πολιτική κατά των διακρίσεων δεν περιορίζεται στα κριτήρια φύλου ή θρησκείας αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αυθαίρετων διακρίσεων οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν τα εσωτερικά πράγματα των κοινωνιών. Η πολιτική κατά των διακρίσεων είναι μια νέα προχωρημένη αντίληψη για την ισότητα. Αλλά και αν ακόμη ορισμένοι συνειρμοί αυτού του είδους μπορούν να δικαιολογηθούν, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα μετατρέψουμε τις κοινωνίες σε θέατρα σύγχρονων θρησκευτικών ή φυλετικών πολέμων ή θα εμπεδώσουμε την συνύπαρξη με αμοιβαίο σεβασμό για να σφυρηλατήσουμε τους δεσμούς ειρήνης. Ήδη στα Βαλκάνια έχουμε εμπειρία και από τα δύο αυτά μοντέλα πορείας και όλοι μας και ειδικότερα οι νεότερες γενεές μπορούν μετά λόγου γνώσεως να κάνουν τις επιλογές τους.

ΠΙΣΩ