24/5/1999
Ο δεύτερος τομέας περιλαμβάνει τα θεσμικά θέματα με τις πολύπλευρες νομικοπολιτικές πτυχές που θέτει. Το σημερινό δράμα που εκτυλίσσεται στην Γιουγκοσλαβία θα είχε αποφευχθεί ή πάντως θα το διαχειριζόταν η Ευρώπη ως πρωτίστως δικό της πρόβλημα και με κύρια δική της ευθύνη, αν είχε προχωρήσει η θεσμική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και άμυνας, που θα επέτρεπε καλύτερο συντονισμό στην εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η Ευρώπη ξαναβρέθηκε δυστυχώς στην προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εποχή και ξανακαλεί ως επιδιαιτητή τις ΗΠΑ.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της οι κόποι της την οδηγούν σε μία ολοκληρωμένη επιτυχία, γιατί η ένταξη αυτή την αποσπά από χώρα της περιφέρειας και την καθιστά, έστω και συμβολικά, χώρα του κέντρου με μείζονα οικονομική και πολιτική δύναμη. Όποιος σκεφθεί με νηφαλιότητα την επιτυχία αυτή που είναι επί θύραις, μακριά από κομματικές σκοπιμότητες, χωρίς δυσκολία θα κατανοήσει ότι δεν πρέπει το επίτευγμα αυτό να τεθεί σε κίνδυνο με πειράματα. Ο κόσμος της εργασίας χωρίς αυτή την ένταξη ήταν καταδικασμένος σε μιζέρια. Ο λόγος είναι προφανής. Η απασχόληση, η βελτίωση του εισοδήματός του, εξαρτώνται πρωτίστως σήμερα από την εμπιστοσύνη του διεθνούς κεφαλαίου και από την εισροή κεφαλαίων στην Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα η ένταξη αποτελεί λαϊκή επιτυχία, μία παράμετρος που συνήθως υποβαθμίζεται στην όλη συζήτηση για την ένταξη ή μη ένταξη στην ΟΝΕ.
Γίνεται πολλές φορές το λάθος, και από εκεί αρχίζουν τα εύλογα παράπονα, να ταυτίζεται η ιδέα του κοινωνικού κράτους με παρεμβάσεις συγκεκριμένου είδους που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Αυτή η αντίληψη ουσιαστικά υπονομεύει εκ των ένδον το κράτος προνοίας. Η μάχη που δίδουν οι προοδευτικές δυνάμεις, η οποία πολλές φορές αποτελεί αντικείμενο δυσφήμησης, είναι η μάχη για την βιωσιμότητα του κράτους προνοίας με τα σημερινά δεδομένα. Αν χαθεί αυτή η μάχη δεν πρόκειται να έχουμε περισσότερο κράτος προνοίας, αλλά θα έχουμε το τέλος του.
Όσον αφορά τη διαμόρφωση ενός μίνιμουμ κοινής κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει να πούμε ότι αυτή είναι αναπόφευκτη γι’αυτούς που οραματίζονται μία Ευρώπη με κοινωνικό πρόσωπο.
Συμπέρασμα : Η Ευρώπη ακολουθεί τον δικό της δρόμο που δεν στηρίζεται αποκλειστικά στους νόμους της αγορά αλλά πιστεύει και στον σύγχρονο παρεμβατικό ρόλο του κράτους. Τα μέτρα που λαμβάνονται μπορεί να μην πέτυχαν υψηλό ποσοστό απασχόλησης, απέτρεψαν όμως την χειροτέρευση χωρίς να ανατρέψουν την προστασία των ήδη απασχολουμένων, ενώ παράλληλα ανοίγουν προοπτικές για σημαντικές βελτιώσεις στο μέλλον. Αυτή την πολιτική πρέπει να την στηρίξουμε με κάθε τρόπο, διαφορετικά θα ακολουθήσουμε τον δρόμο ή των τρίτων χωρών ή των ΗΠΑ. Ήδη οι κυβερνήσεις των περισσοτέρων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταστήσει την καταπολέμηση της ανεργίας θέμα πρώτης προτεραιότητας.
Αποτελεί για εμένα πρόσκληση-πρόκληση πολιτική, κοινωνική και προσωπική για νέους αγώνες. Πρέπει όλοι εμείς που ζούμε σε αυτή την πόλη να συνειδητοποιήσουμε πως στο πλαίσιο της εθνικής μας στρατηγικής και ειδικότερα στην ευρωπαϊκή της διάσταση, τα αιτήματα των συμπολιτών μας της Βόρειας Ελλάδας για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα ευκαιριών στην παιδεία, στην εργασία, στην επιμόρφωση, στην κοινωνική, πνευματική και πολιτισμική καταξίωση, δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αιτήματα φτωχού συγγενή.
Και σε αυτούς λοιπόν τους τομείς πιστεύω ότι η φωνή μας τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό κέντρο θα είναι στεντόρεια και ειλικρινή και ο πολιτικός μας λόγος αρθρωμένος πάντα με στόχο το γρήγορο αποτέλεσμα.
Γιατί, πώς να το κάνουμε, δεν μπορείς να μιλάς στην Θεσσαλονίκη για επιτυχία της ευρωπαϊκής συνδρομής στον τομές π.χ. της εργασίας, επιμόρφωσης και επαγγελματικής κατάρτισης όταν η ανεργία έχει φτάσει στο 18%.
Πρέπει κάτι όλοι να κάνουμε μακριά από μικροκομματικές τοποθετήσεις και εκμεταλλεύσεις. Η ανακατανομή των πόρων στον τομέα αυτό πρέπει να είναι εκ των ουκ άνευ. Αυτό φυσικά έχει γίνει εν μέρει κατανοητό και η επιτυχής μάχη που έδωσε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός για το τρίτο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης θα πρέπει με την βοήθεια όλων μας, κυβέρνησης και ευρωπαίων αξιωματούχων να αποβεί προς όφελος ολόκληρης της Ελλάδας.
Η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη με όλους τους κατοίκους της είτε πρόκειται για αγρότη, εργάτη, επιστήμονα, ελεύθερο επαγγελματία, έμπορο, βιομήχανο, γυναίκα, νέο ή νέα θα αποτελούν συνεχές «σημείο αναφοράς» για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία, οικονομική, πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Όσον αφορά τώρα στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης αυτό πιστεύω πως πρέπει να διασυνδεθεί τόσο με την ευρύτερη αναπτυξιακή μας πολιτική, με τις υποδομές και τα νέα έργα, την επιτυχή μέχρι τώρα πορεία της οικονομίας μας, καθώς και με τους στρατηγικούς μας στόχους στην Βαλκανική και ευρύτερη ευρωπαϊκή του διάσταση.
Ειδικότερα στο θέμα των επιπτώσεων στην Βόρεια Ελλάδα από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας χρειάζονται γενναία μέτρα και διάθεση πόρων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συμμετοχή μας και μόνο σε οποιοδήποτε σχέδιο «Μάρσαλ» δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Χρειάζεται κινητοποίηση όλων των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών φορέων και εταίρων της περιοχής για να ενταχθεί η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα πρωτίστως σε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ανασυγκρότησης της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου αν θέλετε διαδραματίζει εκ των πραγμάτων πρωταγωνιστικό ρόλο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Το μέλλον
των
εργασιακών
σχέσεων και
της
απασχόλησης
στην Ελλάδα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
11 Αυγούστου 1999
Ερώτημα: Το μέλλον των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης στην Ελλάδα μέσα από το πρίσμα της προσεχούς ένταξης της στη ζώνη του ΕΥΡΩ.
Απάντηση:
1. Το ερώτημα
όπως τίθεται
επιδέχεται
πολλές
απαντήσεις.
Μία πρώτη
απάντηση θα
ήταν αυτή που
συνδέει το
μέλλον των
εργασιακών
σχέσεων
ανάλογα με το
αν η Ελλάδα θα
ήταν ή όχι στη
ζώνη του ΕΥΡΩ.
Η
απάντηση μου
στο σημείο
αυτό είναι ότι
το μέλλον των
ελληνικών
εργασιακών
σχέσεων θα
είναι πολύ
καλύτερο από
ότι θα ήταν αν
δεν είχε
ενταχθεί η
Ελλάδα στη
ζώνη ΕΥΡΩ. Και
αυτό γιατί αν
παρέμενε
εκτός της
ζώνης ΕΥΡΩ, δεν
θα απέφευγε
καμία από τις
εξελίξεις που
η ένταξη στη
ζώνη ΕΥΡΩ
φέρεται ότι
επιβάλλει για
τις
εργασιακές
σχέσεις ενώ
παράλληλα θα
στερούνταν τα
ωφελήματα που
προκύπτουν
από τη
συντονισμένη,
συμφωνημένη
από όλους και
χρηματοδοτούμενη
κοινωνική
πολιτική. Αυτό
έχει
ιδιαίτερη
σημασία για
την
αντιμετώπιση
της ανεργίας
με τη λήψη των
διαφόρων
μέτρων για
αυτή. Άλλωστε
και η εμπειρία
του
παρελθόντος
έδειξε ότι οι
ελληνικές
εργασιακές
σχέσεις
ακολουθούσαν
έστω με
απόσταση τις
εξελίξεις που
πραγματοποιούνταν
στον
ευρωπαϊκό
χώρο.
2.
Μία δεύτερη
απάντηση
είναι αυτή που
συνδέεται με
τις
μελλοντικές
πολιτικές
εξελίξεις
στον
ευρωπαϊκό
χώρο.
Διαφορετικό
θα είναι το
μέλλον τους αν
παραμείνουν
στην εξουσία
οι
σοδιαλδημοκρατικές
κυβερνήσεις
και αν, πιο
συγκεκριμένα,
δεν αποστούν
αυτές από τις
βασικές αρχές
του
κοινωνικού
κράτους και
διαφορετικό
θα είναι αν
επικρατήσουν
πλήρως οι
φιλελεύθερες
αντιλήψεις ως
προέκταση του
Αμερικανικού
τρόπου
οργάνωσης των
εργασιακών
σχέσεων. Η
διαμάχη αυτή
ανάμεσα στις
δύο αυτές
σχολές ή στους
δύο αυτούς
διαφορετικούς
τρόπους
προσέγγισης
συνιστά την
κατεξοχήν
σύγχρονη βάση
της πολιτικής
αντιπαράθεσης
στην Ευρώπη
χωρίς ακόμη η
έκβαση της να
έχει
ξεκαθαρίσει.
Βέβαια ακόμα
και αν
επικρατήσει η
φιλελεύθερη
αντίληψη αυτή
δύσκολα θα
μπορέσει να
εφαρμοστεί
αμιγώς κατά το
Αμερικανικό
πρότυπο, διότι
οι δομές του
Ευρωπαϊκού
παραγωγικού
συστήματος, οι
παραδόσεις
και η
κουλτούρα δεν
επιτρέπουν
την πλήρη
Αμερικανοποίηση
των
εργασιακών
σχέσεων. Η
Ευρώπη σε όλο
τον 20ο αιώνα
υπήρξε πεδίο
συνεχών
κοινωνικών
συγκρούσεων
που
μετατράπηκαν
σε
εμφυλιωτικές
ή και σε
πολεμικές και δεν
μπορεί εύκολα
να ανατρέψει
χωρίς
κινδύνους την
ισορροπία που
απέκτησε.
Από
εκεί και πέρα, η
απάντηση στο
ερώτημα σας θα
πρέπει να
στηριχτεί σε
πιθανολογούμενες
εξελίξεις με
συνεκτίμηση
των σημερινών
δεδομένων. Με
βάση αυτήν την
υπόθεση το
πρώτο
στοιχείο που
πρέπει να
συνεκτιμήσουμε
είναι ότι
οποιοδήποτε
μέλλον των
εργασιακών
σχέσεων δεν
μπορεί να
νοηθεί σε
αντίθεση με το
μακροοικονομικό
περιβάλλον
που έχει ήδη
χαραχθεί. Η
πολιτική για
τις
εργασιακές
σχέσεις θα
έχει έναν
κοινό
περιορισμό
που είναι ο
σεβασμός της νομισματικής
σταθερότητας.
Υπάρχουν όμως
και άλλα προς
συνεκτίμηση
στοιχεία.
Ο
ενιαίος
οικονομικός
χώρος στην
πλήρη
ολοκλήρωση
του, με την
απόλυτη
ευελιξία και
κινητικότητα
κεφαλαίου και
εργασίας θα
μεταβάλει
πλήρως τους
όρους
συλλογικής
αντιπαράθεσης
κεφαλαίου και
εργασίας. Αυτό
που μερικώς
συμβαίνει
σήμερα και που
σε
περισσότερη
έκταση
διακηρύσσεται
και πολλές
φορές δεν
γίνεται
αντιληπτό θα
αποκτήσει
πλήρη
εφαρμογή. Η
ζώνη ΕΥΡΩ, με
την
οικονομική
και
νομισματική
ένωση που
προϋποθέτει,
αποτελεί στην
πραγματικότητα
μία πτυχή της
παγκοσμιοποιημένης
οικονομικής
εξουσίας στο
χώρο της
Ευρώπης.
Η
χωρίς όρια
ανταγωνιστικότητα
που θα
προκύψει θα
εξελιχτεί σε
ανοιχτό αγώνα
δρόμου για
συνεχή
βελτίωση της
ποιότητας
όλων των
μεγεθών της
παραγωγής,
είτε
πρόκειται για
αγαθά είτε
πρόκειται για
υπηρεσίες
είτε
πρόκειται για
σχέσεις με
πελάτες είτε
για
εργασιακές
σχέσεις. Από τα
πράγματα θα
οδηγηθούμε σε
εργασιακές
σχέσεις δύο
ταχυτήτων. Στο
σημείο αυτό
αξίζει κατά τη
γνώμη μου να
επικεντρώσουμε
την συζήτηση
με ιδιαίτερη
προσοχή. Η
προώθηση της
ανταγωνιστικότητας
ως χρυσού
κανόνα των
νέων
παραγωγικών
σχέσεων
θεωρείται ως
επιβολή των
συμφερόντων
του κεφαλαίου
γιατί με αυτόν
τον τρόπο
απλώς αυξάνει
τα κέρδη του σε
βάρος της
εργασίας
γιατί
επιβάλει
τρόπους και
ρυθμούς
εργασίας
υποταγμένους
στην
εξυπηρέτηση
αποκλειστικά
εργοδοτικών
συμφερόντων.
Όμως
από την άλλη
μεριά,
ανταγωνιστικότητα
της
επιχείρησης
σημαίνει
συνεχή άνοδο
της ποιότητας
του
παραγόμενου
προϊόντος με
άμεση ωφέλεια
του χρήστη
με
επενέργεια
στην ποιότητα
ζωής που σε μία
καταναλωτική
κοινωνία
διαχέεται σε
ευρέα
στρώματα του
λαού. Συνήθως ο
καταναλωτισμός
συνδέεται με
αρνητικές
αξιολογήσεις.
Παροράται
όμως ότι αυτός
αποτέλεσε μια
από τις
δημοκρατικότερες
κατακτήσεις
στο κοινωνικό
πεδίο. Η
οποιαδήποτε
πρόοδος
βιοτικού,
πολιτισμικού
ή άλλου
επιπέδου
περνάει μέσα
από την
ανάπτυξη της
ανταγωνιστικότητας.
Ο ίδιος ο
εργαζόμενος
στο νέο αυτό
σύστημα
παραγωγικών
σχέσεων που
βασίζεται
πλέον και στη γνώση
έχει να
ωφεληθεί
γιατί θα του
δοθεί η
δυνατότητα
ανάπτυξης των
δημιουργικών
του
δυνατοτήτων.
Βέβαια
, ένα μέρος από
αυτούς θα
στερηθεί τον
εφησυχασμό με
τον οποίο είχε
εξοικειωθεί
κατά την
επαγγελματική
του
σταδιοδρομία
με κυρίαρχα
χαρακτηριστικά
τη
σταθερότητα
των
εργασιακών
σχέσεων και τη
βεβαιότητα
της
επαγγελματικής
εξέλιξης. Αυτό
το μοντέλο που
εξέθρεψε
γενιές δεν
φαίνεται να
μπορεί να
επιβιώσει με
τους ρυθμούς
και τους
τρόπους που
λειτουργούσε.
Όμως ο έλληνας
εργαζόμενος
δεν έχει να
φοβηθεί σε
τίποτε τον
ευρωπαίο
συνάδελφο του
όχι μόνο γιατί
ο ίδιος είναι
φορέας ενός
πολιτισμού
που
στηρίχθηκε
στην
ανταγωνιστικότητα
των ανθρώπων
και την
ποιότητα
παραγομένων
αγαθών και
υπηρεσιών
αλλά και γιατί
όσες φορές
κλήθηκε να
εργασθεί με
όρους
ανταγωνιστικούς,
κατόρθωσε να
κυριαρχήσει.
Το
ερώτημα
βέβαια που
παραμένει
ανοιχτό είναι
ποιοι θα
διαπραγματευθούν
τους νέους
όρους
εργασίας και
πώς θα
διασφαλιστεί
ο εργαζόμενος
από το να μη
μετατραπεί η
ανταγωνιστικότητα
σε νέα πηγή
κινδύνων για
την υγεία του και σε
νέο τρόπο
απορρύθμισης
του ιδιωτικού
του βίου. Αυτά
είναι
ζητήματα που
θα
αποτελέσουν
το νέο
περιεχόμενο
των
συλλογικών
διαπραγματεύσεων
πρωτίστως σε
ευρωπαϊκό
επίπεδο. Γι’
αυτό και το
μέλλον των
ελληνικών
εργασιακών
σχέσεων όπως
και των άλλων
ευρωπαϊκών
χωρών
εξαρτάται
κατά μέγα
μέρος από την
ισχυροποίηση
του
ευρωπαϊκού
κοινωνικού
διαλόγου, την
επέκταση των
ευρωπαϊκών
συλλογικών
συμβάσεων
πράγμα που με
τη σειρά του
προϋποθέτει
συσπείρωση
των
εργασιακών
δυνάμεων σε
ευρωπαϊκό
επίπεδο. Οι
εργαζόμενοι
πρέπει το
ταχύτερο
δυνατόν να
κατανοήσουν
ότι δεν έχουν
την
πολυτέλεια
της
πολυδιάσπασης
και της αποχής.
Ένα ερώτημα
που δεν έχει
τεθεί σε όση
έκταση θα
έπρεπε να
είναι, είναι
πώς συμβαίνει
τη στιγμή που
το κεφάλαιο
ομαδοποιείται
και αξιοποιεί
τη δύναμη της
συλλογικής
δράσης και των
συλλογικών
δικαιωμάτων,
οι κατεξοχήν
θεμελιωτές
των
δικαιωμάτων
αυτών
παρασύρονται
σε
ατομικιστικές
δράσεις που
είναι ότι
χειρότερο για
το μέλλον των
εργασιακών
σχέσεων.
Τέλος,
μία άλλη
παράμετρος
που πρέπει να
συνεκτιμηθεί
είναι και η
αναμενόμενη
επιτάχυνση
της εναρμόνισης
της
οικονομικής
νομοθεσίας.
Η διαδικασία
εναρμόνισης
της
κοινοτικής
νομοθεσίας θα
πρέπει να
αποκτήσει νέα
ώθηση με τα
θετικά
στοιχεία της
που είναι η
επέκταση των
ρυθμίσεων που
παρέχουν
βελτιωμένη
προστασία σε
όλο τον
Ευρωπαϊκό
χώρο. Αν γίνει
μία αναδρομή
για την
εξέλιξη των
ελληνικών
εργασιακών
σχέσεων την
τελευταία
δεκαπενταετία
θα
παρατηρήσει
κανείς ότι η
οποιαδήποτε
βελτίωση
προήλθε από
την εισαγωγή
κοινοτικού
δικαίου.
Βέβαια,
το κοινοτικό
δίκαιο όπως
και τα δίκαια
των άλλων
ευρωπαϊκών
χωρών υπό την
επήρεια των
αρχών της
ευελιξίας
εισάγουν
ρυθμίσεις που
τροποποιούν
τους κανόνες
της
παραδοσιακής
προστασίας
της εργασίας.
Όμως η
επιχειρούμενη
ευελιξία στις
εργασιακές
σχέσεις από
μόνη της δεν
είναι
αρνητικό
στοιχείο.
Αρνητικό
στοιχείο
είναι η
χρησιμοποίηση
της ευελιξίας
ως μέσο
ανατροπής της
αρχής της
προστασίας
της εργασίας.
Άλλο θέμα
είναι η
ανατροπή της
προστασίας
και άλλο θέμα
είναι η
θεμελίωση της
προστασίας σε
νέα δεδομένα.
Για το ποια
τάση θα
επικρατήσει
θα εξαρτηθεί
από την έκβαση
της πολιτικής
διαμάχης στην
οποία
αναφερθήκαμε
παραπάνω και
από το βαθμό
ανάκτησης της
επιρροής από
τα συνδικάτα.
Θα
ήθελα να
κλείσω την
απάντηση στο
ερώτημα σας με
μία
γενικότερη
παρατήρηση.
Δεν ξέρω τι
ακριβώς
είχατε υπόψη
όταν θέτατε το
ερώτημα για το
μέλλον των
ελληνικών
εργασιακών
σχέσεων .
Εκείνο όμως
που θέλω να
επισημάνω
είναι ότι η
σημασία του
ερωτήματος
ξεπερνά κατά
πολύ τα στενά
ενδιαφέροντα
εργαζομένων
και εργοδοτών
και το πεδίο
της
αντίστοιχης
κοινωνικής
πολιτικής. Οι
μετενέργειες
από την πορεία
των
εργασιακών
σχέσεων θα
μετακυληθούν
σε όλη την
κοινωνία και
θα καλύψουν το
μεγαλύτερο
μέρος του
ενεργού
πληθυσμού,
όπως την
προσφορά
εργασίας με
σύμβαση
ανεξαρτήτων
υπηρεσιών, με
σύμβαση έργου
καθώς και τους
συνδεόμενους
με
δημοσιοϋπαλληλική
σχέση. Αυτές
μάλιστα δεν
περιορίζονται
μόνο στα
εργασιακά
θέματα αλλά
επεκτείνονται
και στον κύκλο
των
ασφαλιστικών
ζητημάτων. Δεν
θα πρέπει να
αισθάνεται
κανένας
κλάδος τόσο
ισχυρός ώστε
να νομίζει ότι
θα μπορέσει να
ακολουθήσει
τον δικό του
δρόμο. Από το
μέλλον των
εργασιακών
σχέσεων
εξαρτάται και
το μέλλον της
κοινωνικής
προστασίας
στην
καθολικότητα
της
Άρθρο
του
Ευρωβουλευτή
του ΠΑΣΟΚ
καθηγητή
Ιωάννη
Κουκιάδη με την
ευκαιρία των
εγκαινίων του
Ευρωπαϊκού
Κέντρου για την
ανάπτυξη της
επαγγελματικής
κατάρτισης.
Θεσσαλονίκη 18
Νοεμβρίου 1999
Τη Δευτέρα 22
Νοεμβρίου
εγκαινιάζονται
οι νέες
εγκαταστάσεις
τον Ευρωπαiκού
Κέντρου για
την ανάπτυξη
της
επαγγελματικής
κατάρτισης
γνωστό ως Cedefop. Δεν
ξέρω πόσοι
θεσσαλονικείς
γνωρίζουν τη
λειτουργία τον,
ξέρω όμως να πω
ότι .
Το
ίδιο δεν
εiναι κέντρο
επαγγελματικής
κατάρτισης
αλλά κέντρο
για
τεκμηρίωση,
ανάλυση
δεδομένων,
αξιοποίηση και
διάχυση
πληροφοριών
κατ για
συντονισμό
της έρευνας.
Με αυτή την
έννοια
αποτελεί
βασικό
μηχανισμό
προώθησης της
επαγγελματικής
κατάρτισης
με πολλαπλές
επενέργειες
στους διάφορους
τομεiς της
οικονομίας.
Ιδιαίτερα
σήμερα
που η
επαγγελματική
κατάρτιση
αποτελεί
βασική
σταθερά κάθε
πολιτικής
για την
απασχόληση,
φυσιολογικά
θα πρέπει να
αποτελέσει
μέσο πρώτης
προτεραιότητας
για την Ευρωπαϊκή
'Ένωση. Είναι
ενθαρρυντικό
ότι το
CEDEFOP προγραμματίζει
να αναπτύξει
μεσοπρόθεσμα
τις
δραστηριότητες
του πάνω σε 4
άξονες όπως
είναι η
απόκτηση
επαγγελματικών
ικανοτήτων
μέσω της δια
βίου εκπαίδευσης,
η αναζήτηση
νέων τρόπων
μάθησης, η
υποστήριξη της
απασχόλησης
και της
ανταγωνιστικότητας
και η ακριβέστερη
περιγραφή
των απονεμομένων
επαγγελματικών
τiτλων. 'Έτσι θα καλύψει
όλο το
κύκλωμα προώ0ησης
της
επαγγελματικής
κατάρτισης. .
Η αναβάθμιση
του όμως δεν
μπορεί να
προκύψει
μόνο από
τα κείμενα.
Αυτή εξαρrάται
κυρίως από
την ενεργότερη
συμμετοχή των
κοινωνικών
εταίρων και
λοιπών φορέων
που εμπλέκονταt
με την
επαγγελματική
κατάρτιση,
και κατά το
μέρος που η
ευθύνη
αναλογεί
σε εμάς θα
πρέπει να
επιδειχθεί
αυξημένο
ενδιαφέρον από
τους εθνικούς
και τοπικούς
παράγοντες
για την επίτευξη
των στόχων του.
Δεν πρέπει να
αποσιωπάται
ότι ενώ είναι ο
μοναδικός
οργανισμός
της Ε.Ε, με έδρα
την Ελλάδα και
έχουμε για
αυτό κάθε
συμφέρον για
την κατά το
δυνατόν
μεγαλύτερη
επιτυχία των
σκοπών τον, για
διάφορους
λόγους τους
οποίους
δεν θέλω σε
αυτή τη
φάση να αναπτύξω,
εμφιλοχωρούν
κίνδυνοι για
την ενδεχόμενη
περιθωριοποίηση
του
Το περίεργο
είναι άτι αυτά
συμβαίνουν σε
μια εποχή που
υπάρχει
αυξημένο
ενδιαφέρον για
την υποβοήθηση
και των χωρών
της
νοτιοανατολικής
Ευρώπης στην
προσπάθειά
τους για ένταξη στην
Ε.Ε. Είναι
ευκολότερο να
καταλάβει
κανείς άτι από
τη στιγμή που
η χώρα μας
θέλει να
παίξει ένα
πρωτεύοντα
ρόλο στην
ευρωπαϊκή
πολιτική
για τη
σταθερότητα
στην περιοχή
αυτή, το κέντρο
μπορεί να
καταστεί ένα
σημαντικό
πολιτικό
εργαλείο
εφόσον
αξιοποιηθούν
πλήρως οι
δυνατότητες
που οι
υπηρεσίες του μπορούν να
προσφέρουν.
Θα πρέπει
το συντομότερο
δυνατό σε
συνεργασία με
το Υπουργείο
Εξωτερικών
αλλά και
Εργασίας και
με τη βοήθεια
των άλλων
ευρωβουλευτών,
να εξετάσουμε
τις
μεσοπρόθεσμες
και
μακροπρόθεσμες
προοπτικές τον
σε συνδυασμό με
τα θέματα
συνεργασίας με το
συγγενές
αλλά μη
ταυτιζόμενο
Ευρωπαϊκό
'Ίδρυμα
Επαγγελματικής
Εκπαίδευσης
που εδρεύει
στην Ιταλία.
ΑΡΘΡΟ του
Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή
Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Μακεδονία»
Τίτλος
άρθρου : «Η πρώτη απόφαση του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου για τη Νέα Ευρώπη
με βάση την έκθεση Δημητρακοπούλου – Leinen»
Από την άλλη
μεριά, η εκπεφρασμένη βούληση για μια κοινή
εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας
αποτελεί θετικό στοιχείο στο μέτρο που η
Ευρώπη θα πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα
ενιαίας φωνής στις σχέσεις της με τρίτες
χώρες και αξιοπιστία ως δύναμης ικανής να
στηρίξει από μόνη της την πολιτική της. Όμως
θα πρέπει να υπάρχουν ορισμένες
ασφαλιστικές δικλείδες και σαν τέτοιες
είναι η διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ανάγκη για
δυνατότητα από κάθε κράτος της έντασης του
αμέσως θιγόμενου κράτους. Αυτά τα θέματα
έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας και
το ευχάριστο είναι ότι με την ιδιαίτερη
δυναμική συμβολή του κ. Δ. Τσάτσου, γίνονται
αποδεκτά στο ψήφισμα.
ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
28/11/1999
Σε
ένα μήνα αρχίζει στο Σιάτλ και συγκεκριμένα
από τις 30 Νοεμβρίου ως τις 3 Δεκεμβρίου η
πολυσυζητημένη διάσκεψη της χιλιετίας στο
πλαίσιο τον Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου
(ΠΟΕ), που επίσημα φέρεται ως υπουργική
διάσκεψη του ΠΟΕ. Αυτή Θα αποτελέσει την
αφετηρία για τον περαιτέρω γύρο
απελευθέρωσης της αγοράς το έτος 2000, με δύο
άξονες, με πρώτο την δραματική μείωση τον
προστατευτισμού και δεύτερο τη συμπερίληψη
στη συμφωνία απελευθέρωσης όλων των
προϊόντων της παραγωγής. Βιομηχανικά
προϊόντα, αγροτικά προϊόντα και υπηρεσίες
χωρίς διάκριση θα μπουν στο τραπέζι της
διάσκεψης. Το τι σημαίνουν όλα αυτά για τις
εθνικές οικονομίες και για τις δεσμεύσεις
για τις εθνικές πολιτικές σε θέματα κυρίως
πολιτιστικά και παιδείας, τα οποία
παραδοσιακά στην Ευρώπη συνιστούν
πρωτίστως δημόσια αγαθά, δεν έχουν ακόμα
απασχολήσει την ευρύτερη κοινή γνώμη. Αργά
ή γρήγορα θα πρέπει να ανοίξει ένας
ευρύτερος διάλογος δεδομένου ότι οι
διαπραγματεύσεις θα κρατήσουν πλέον
των 3
ετών και
τα αποτελέσματα
θα συνοδεύσουν
τις εξελίξεις
στην παγκοσμιοποίηση για πολλά χρόνια.
Σκόπιμα
ή όχι η έννοια κλειδί
«προστατευτισμός» παρουσιάζεται
αρκετά αμφίσημη έτσι που
να την κατανοούν οι χώρες ανάλογα με τα
συμφέροντά τους με
διαφορετικό τρόπο. 'Ένα
βασικό ερώτημα
που τίθεται
σε σχέση
με την
επιδιωκόμενη άρση
τον προτεσταντισμού
είναι το ερώτημα
μέχρι ποίου σημείο
αυτή η
πολιτική είναι
απαγορευτική στην εθνική πολιτική για την
λήψη μέτρων ανάπτυξης εθνικών στόχων. Όπως
ακόμα δεν έχει γίνει κατανοητό, γιατί η
παγκοσμιοποίηση θα πρέπει ιδεολογικά να
ταυτιστεί με
τη φιλελευθεροποίηση
και κατ'
αποτέλεσμα με
την πλήρη
εμπορευματοποίηση των πάντων, χωρίς
αναφορές στην προστασία τον περιβάλλοντος,
στην κοινωνική προστασία.
Περιοριζόμαστε
σήμερα να παρατηρήσουμε, γιατί το θέμα μας
είναι άλλο, ότι με βάση τα
μηνύματα από
τις διάφορες
χώρες, αναπτυγμένες
και αναπτυσσόμενες
για διαφορετικούς ίσως λόγους, η
οποιαδήποτε εμμονή στην πολιτική
προστατευτισμού ως
μέσον υποστήριξης παραγωγής και
εισοδημάτων, όπως
αυτή τουλάχιστο
νοείται παραδοσιακά, έχει κλείσει τον κύκλο
της. Αυτό θα έχει τις μεγαλύτερες συνέπειες
για την αγροτική πολιτική, δεδομένου ότι
για τα βιομηχανικά προϊόντα είχαμε από πολύ
νωρίτερα εξοικειωθεί με την πολιτική της
απελευθέρωσης.
Για
τον ίδιο λόγο θεωρείται
πλέον ως βέβαιο ότι και η οποιαδήποτε
προσπάθεια για
αποτροπή της κατάργησης της σημερινής
προστατευτικής πολιτικής
έχει λάθος στόχο. Μπορεί να
επιβραδυνθεί η κατάργηση της, μπορεί ακόμα
να βρεθούν έμμεσοι τρόποι αντικατάστασης
ορισμένων συνεπειών αλλά
δεν πρόκειται να αποτρέψει την μεταβολή
της σημερινής φιλοσοφίας των στόχων της
ΚΑΠ. Αυτή η προοπτική δεν πρέπει
απαραιτήτως να ερμηνεύεται ως μια πολιτική
αντίθετη στα συμφέροντα των αγροτών, όπως
με ευκολία συνήθως παρουσιάζεται , αλλά
ως αφετηρία χάραξης μια βιώσιμης και
αποτελεσματικής πολιτικής για τα
μακροχρόνια συμφέροντα
τους αλλά και για το γενικό συμφέρον της
ανάπτυξης της υπαίθρου. Το δύσκολο όμως
είναι το πέρασμα από μια παγιωμένη αντίληψη
για τον τρόπο προστασίας των αγροτών σε μια
αντίληψη με εντελώς νέα στοιχεία..
Έχει
παντοιοτρόπως αναγνωριστεί ότι η πολιτική
που κυριάρχησε μεταπολεμικά και κυρίως από
την ίδρυση της ΕΟΚ για την αυτάρκεια της
Ευρώπης στα αγροτικά προϊόντα έχει αγγίξει
τα όρια της, αν δεν τα έχει ήδη ξεπεράσει.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη φάση αυτή
ακόμη και οι υποστηρικτές τον αγροτικού
κοινωνικού μοντέλου που βασίζεται στον
πολυλειτουργικό ρόλο της γεωργίας (οικονομική
ανάπτυξη, περιβάλλον, κοινωνική συνοχή)
συνηγόρησαν και συνηγορούν στη μετάταξη
από την πολιτική μεταφοράς
ενισχύσεων και
επιδότησης προϊόντων
στην πολιτική
επιδότησης προσωπικού
εισοδήματος, που πρακτικά είναι
προάγγελος της
κατάργησης της πολιτικής των επιδοτήσεων.
Προέχουσα
σημασία έχει η
διασφάλιση της
ανταγωνιστικ6τητας
της γεωργικής
παραγωγής μέσα από την ποιοτική ενίσχυση
της αγροτικής παραγωγής και την ενίσχυση
της εμπορευσιμότητας . Η Κοινή Αγροτική
Πολιτική δίδει προτεραιότητα στα προϊόντα
ποι6τητας και το τμήμα εγγυήσεων
υποστηρίζει μέτρα που αφορούν την
κατάρτιση, τη μεταποίηση και εμπορία, την
προσαρμογή και διαφοροποίηση των αγροτικών
ζωνών εκτός των Περιφερειών του στόχου
Α. 'Έχει αποφασισθεί στο πλαίσιο της ΚΑΠ
ότι θα εξεταστούν προσεκτικά
οι εξελίξεις
των γεωργικών αγορών
και ακόμη ότι
θα συνταχθούν ενδιάμεσες
εκθέσεις και
αξιολογήσεις για
τους τομείς
που έχουν
αναμορφωθεί (αροτρέες
καλλιέργειες, ελαιούχοι σπόροι κλπ).
Αυτή
τη μεταστροφή δεν πρέπει να τη δούμε
αποκομμένα από τις εξελίξεις στους άλλους
τομείς της παραγωγής και κυρίως από το
φαινόμενο της κυριαρχίας τον τριτογενούς
τομέα, τον τομέα των υπηρεσιών. Βέβαια,
ξενίζει από πρώτη ματιά
η σύνδεση αυτών των ετεροκλήτων
πραγμάτων . Ωστόσο, στην αναζήτηση της
σύγκλισης αυτής βρίσκεται το κομβικό
σημείο των εξελίξεων.
Όλοι
γνωρίζουμε ότι το στοιχείο που χαρακτήρισε
τις κοινωνίες στον 20ο αιώνα ήταν η
εκβιομηχάνιση. Όμως
όλοι αναφερόμαστε
συχνά σήμερα
στη μεταβιομηχανική
κοινωνία που πρακτικά
ανάμεσα στα άλλα σημαίνει ότι κύριος
δείκτης ανάπτυξης είναι η «υπηρεσιοποίηση»
της παραγωγής που καταλαμβάνει και τον
βιομηχανικό και τον αγροτικό τομέα. Είμαστε
μάρτυρες μια πρωτόγνωρης κατάληψης όλων
των κλάδων παραγωγής από τα νέα προϊόντα,
τις νέες μεθόδους, τις νέες προοπτικές και
πρακτικές που επιβάλλονται από τις νέες
τεχνολογίες και που μια από τις συνέπειες
τους είναι η άρση των διαχωριστικών γραμμών
ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής.
Μια δεύτερη εξ' ίσου σημαντική συνέπεια
είναι ο αυξημένος και οργανωμένος ρόλος του
καταναλωτή στη διαμόρφωση των αποφάσεων
για την παραγωγή.
Με
τις εξελίξεις αυτές η κύρια πηγή παραγωγής
πλούτου μεταφέρεται από τα υλικά στοιχεία
στα άϋλα, προέρχεται λιγότερο από το ορατό
που συνιστούν τα υλικά προϊόντα και
περισσότερο από
υπηρεσίες που κανένας
τελωνιακός υπάλληλος και
καμιά διοικητική απαγόρευση δεν μπορούν
να την ελέγξουν αποτελεσματικά γιατί
δεν την εξουσιάζουν Πρέπει
λοιπόν σιγά-σιγά
από σήμερα να αρχίζουμε να εξοικειωνόμαστε
με τις εξελίξεις αυτές και να προσπαθήσομε
να οικειοποιηθούμε αποτελεσματικά τα
θετικά στοιχεία από αυτή την εξέλιξη.
Έχει
διαπιστωθεί, για να επικεντρώσουμε το
ενδιαφέρον μας στο αγροτικό
θέμα, ότι το κόστος των γεωργικών
προϊόντων όλο και λιγότερο εξαρτάται από το
κόστος εργασίας και ότι το εισόδημα των
γεωργών δεν είναι πάντοτε σε ευθεία
αναλογία με την ποσότητα του παραγόμενου
προϊόντος. Τα μεγάλα κόστη προέρχονται από
τις δαπάνες έρευνας και τη βελτίωση της
ποιότητας των αγροτικών προϊόντων, από το
βιολογικό τρόπο παραγωγής, από τη μείωση
της εντατικής εκμετάλλευσης των αγροτικών
γαιών από τα προγράμματα νέων εφαρμογών,
από τους νέους τρόπους αποθήκευσης και
συντήρησης, από την είσοδο στην κυκλοφορία
αγροτικών προϊόντων με σύγχρονες μεθόδους
και των μεθόδων μάρκετινγκ, από τη
διαμόρφωση δικτύων διανομής και από κάθε
άλλη υπηρεσία που διευκολύνει τη διακίνηση
των προϊόντων στις ευρύτερες αγορές. Και
όταν σε λίγα χρόνια εισβάλλουν οι πωλήσεις
αγροτικών προϊόντων μέσω
internet και αναπτυχθούν οι μειοδοτικές
προσφορές με το ηλεκτρονικό εμπόριο, τότε
θα έχουν ανατραπεί όλα τα δεδομένα που
χαρακτηρίζουν τη σημερινή αγορά. Ο μακρινός
αγοραστής θα επιβάλλει τις προτιμήσεις τον
και ο έλληνας παραγωγός θα έχει ως πρώτη
μέριμνα να αναζητά αυτές τις προτιμήσεις
Όλα
αυτά απαιτούν εξειδικευμένες υπηρεσίες με
τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι οι
αγρότες απαιτούν μηχανισμούς
παρακολούθησης των εξελίξεων γιατί η
σύνθεση των παραπάνω υπηρεσιών συνεχώς
μετεξελίσσεται και βέβαια απαιτούν και
μηχανισμούς έγκαιρης πρόβλεψής τους.
Εύλογα
λοιπόν γίνεται λόγος ότι η προτεραιότητα
των επενδύσεων πρέπει να περάσει από τις
υλικές επενδυσεtς στις άϋλες, στις
επενδύσεις δηλαδή που αφορούν
νέους θεσμούς οργάνωσης, παραγωγής και
διακίνησης προϊόντων, ή σε κάθε περίπτωση
ριζική αναμόρφωση και προσαρμογή των
υπαρχόντων θεσμών (π.χ. συνεταιρισμοί
αγροτών). H μετατροπή όλων αυτών σε
συγκεκριμένες πολιτικές απαιτεί χρόνο
γιατί προϋποθέτει αλλαγή
δομών και αφομοίωση από τους
ενδιαφερομένους των νέων δεδομένων τους. H
μεταβατική περίοδος θα είναι επώδυνη και
για αυτό η νέα πολιτική Θα πρέπει
να λάβει μέριμνα για την κάλυψη των
κινδύνων αυτών. Πρέπει όμως να
καταπολεμηθούν και οι αναπόφευκτες φοβίες.
Εάν πειστούν όλοι οι παράγοντες για το αναπόφευκτο των παραπάνω εξελίξεων, νομίζουμε ότι η ελληνική γεωργία που διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα, Θα κερδίσει τη μάχη της νέας πρόκλησης και η ύπαιθρος Θα γνωρίσει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη με ζηλευτά ποιοτικά και πολιτιστικά στοιχεία. Ο έλληνας αγρότης έχει δείξει μέχρι σήμερα αρκετή ικανότητα για ευελιξία και είναι αρκετά υπερήφανος για να επιτρέψει στους αγρότες των άλλων χωρών να τον υποσκελίσουν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Αρκεί, αυτοί που έχουν αναλάβει να τον συμβουλεύουν να τον προστατεύουν και να τον εκπροσωπούν , να του ανοίξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση που οι νέες συνθήκες υποδεικνύουν.
.