Συνέντευξη  του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη  στην εφημερίδα "Μακεδονία" 

 

Tίτλος άρθρου: "Η αναγγελία των ευρωπαϊκών συνδικάτων για την έναρξη εκστρατείας μεταρρυθμίσεων στον χρόνο εργασίας."

                         Ημερομηνία δημοσίευσης 17.02.2002 

Tην εβδομάδα που πέρασε και συγκεκριμένα την Πέμπτη 14/2/2002 η ομοσπονδία Ευρωπαϊκών συνδικάτων για τις δημόσιες υπηρεσίες σε συνεργασία με την ομοσπονδία Ευρωπαϊκών συνδικάτων οργάνωσαν, με αφορμή την έκθεσή μου στο Κοινοβούλιο για το χρόνο εργασίας, διεθνή συνέντευξη τύπου. Η συνέντευξη άρχισε με την παρουσίαση των θέσεών μου. Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται τόσο στη συνέντευξη όσο στο ότι αυτή θα αποτελέσει την πρώτη πράξη μιας εκστρατείας που αναλαμβάνουν για να υπάρξει μία νέα προσέγγιση στο επίπεδο της ΕΕ για τα θέματα του χρόνου εργασίας. Έτσι ξαναμπαίνουν τα θέματα αυτά στις προτεραιότητες πράγμα που νομίζω έχει ενδιαφέρον και για τους Έλληνες εργαζομένους. Για να κατανοηθεί η σημασία αυτής της πρωτοβουλίας νομίζω ότι πρέπει να θυμηθούμε ορισμένες κοινές παραδοχές γιαυτό το ζωτικό θέμα της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο χρόνος εργασίας και η διαχείρισή του ανήκαν πάντοτε στις προτεραιότητες του συνδικαλιστικού κινήματος. Χάρη στους αγώνες αυτούς που ξεκίνησαν με τη βιομηχανική επανάσταση αποκτήσαμε για πρώτη φορά στην ιστορία συνείδηση αυτό που ονομάζουμε διαχωρισμό της ζωής μας ανάμεσα σε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο. 

Οι προσεγγίσεις υπήρξαν σε πρώτη φάση ποσοτικής φύσης. Αποσκοπούσαν στη μείωση του χρόνου εργασίας, στην καθιέρωση μέγιστου χρόνου απασχόλησης, στην αναγνώριση δικαιωμάτων για εβδομαδιαία ανάπαυση, για άδεια με αποδοχές, ρυθμίσεις που είχαν ως κατεύθυνση να μειώσουν τους κινδύνους βιολογικής ύπαρξης των εργαζομένων από την φυσική υπερεξάντληση και την ψυχολογική έντασή τους που το φιλελέυθερο σύστημα τους οδηγούσε. Όλοι γνωρίζουμε ότι στη πρώτη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης η ημερήσια εργασία κρατούσε μέχρι τη φυσική εξάντλησή τους, ενώ ο εργαζόμενος έπρεπε να δίνει το παρόν μέχρι το θάνατό του. 

Σταδιακά και σε μια δεύτερη φάση οι διεκδικήσεις εμπνέονταν από ποιοτικές αξιολογήσεις που κατέληγαν σ΄αυτό που ονομάζουμε καλύτερη διαχείριση του χρόνου εργασίας. Με αυτή τη νέα προσέγγιση επεδίωξαν και πέτυχαν να ξαναβρούν οι εργαζόμενοι τη χαμένη προσωπικότητά τους, τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή και να ξαναγίνουν πολίτες. 

Ο κύκλος αυτών των διεκδικήσεων φαίνεται να έκλεισε σε μεγάλο βαθμό στη δεκαετία του 80, ενώ παράλληλα με την επέλαση στον παραγωγικό χώρο των αντιλήψεων για ελαστικότητα οι ρυθμίσεις αυτές άρχισαν να τίθενται σε δοκιμασία. Σε μία πρώτη φάση τα συνδικάτα αντέδρασαν αρνητικά, στη συνέχεια διέγνωσαν, και σωστά, ότι το πρόβλημα δεν είναι η απόκρουση νέων μορφών απασχόλησης, άλλες απ΄τις οποίες ήταν αναγκαίες για το παραγωγικό σύστημα, προκειμένου να παραμείνει βιώσιμο και να παράγει απασχόληση, και άλλες ήταν επιθυμητές απο τους εργαζόμενους, που μπροστά στις προκλήσεις της νέας οικονομίας ζητούσαν άλλον τρόπο διανομής χρόνου απασχόλησης και ελεύθερου χρόνου.

Τα θέματα αυτά δεν μπορούσαν πλέον να ρυθμιστούν στα στενά πλαίσια ενός εθνικού κράτους και σωστά τα Ευρωπαϊκά συνδικάτα αναζήτησαν τρόπους ενιαίας αντιμετώπισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν, όσο και να φαίνεται περίεργο, ιδιαίτερα δύσκολο ακόμη και για να διασφαλιστούν παραδοσιακά ελάχιστα όρια προστασίας. Η αντίδραση προέρχονταν απ΄την εργοδοσία ορισμένων χωρών με πρωταγωνιστή τη Βρετανική, που δεν ήθελαν να ακούσουν για ενιαίους κανόνες στα παραπάνω θέματα χρόνων εργασίας. 

Έτσι η πρώτη προσπάθεια, που κατέληξε σε επιτυχία το 1993 με την ψήφιση της σχετικής οδηγίας, είχε χαρακτήρα καθαρά αμυντικό και συντηρητικό προσανατολισμό με την έννοια τουλάχιστον να ισχύουν για όλους τους εργαζομένους της ΕΕ οι ελάχιστες δυνατές εγγυήσεις. Ο πρώτος λοιπόν στρατηγικός στόχος, που ήταν να περάσει ένα ενιαίο καθεστώς χρόνου εργασίας έστω χωρίς πολλές φιλοδοξίες, πέτυχε. 

Βέβαια, ο απολογισμός για το μέχρι σήμερα τρόπο συμμόρφωσης των κρατών μελών στη οδηγία αυτή έδειξε ότι και για τα ελάχιστα αυτά όρια υπήρξαν αντιστάσεις. Αυτό πλέον ήταν θέμα εφαρμογής δικαίου και με τη συνδρομή του ΔΕΚ δόθηκε το σωστό μήνυμα. Όμως, η έκθεσή μου πέρα απ΄την καταγραφή των καταστρατηγήσεων που παρουσιάστηκαν στην πράξη, προσπάθησε να δώσει μια άλλη δυναμική στο θέμα και να αναδείξει την καθυστέρηση της ΕΕ απέναντι στις προκλήσεις που δημιουργεί η νέα οικονομία σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας. 

Τα Ευρωπαϊκά συνδικάτα θέλησαν να αξιοποιήσουν όλα αυτά και να ξαναπάρουν την πρωτοβουλία για μια επιθετική πολιτική μεταρρύθμισης ριζικής φύσης αφού τώρα γνωρίζουν, με την υιοθέτηση της έκθεσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι θα το έχουν συμπαραστάτη. Αυτό δήλωσε και ο Γενικός Γραμματέας της ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών συνδικάτων κατά την συνέντευξη που αναφέραμε. Πρακτικά λοιπόν τα συνδικάτα ξεκινάνε μία εκστρατεία ενημέρωσης διαβούλευσης και προετοιμασίας ενός φακέλου που θα επιτρέψει σε εύλογο χρονικό διάστημα να βάλουμε μπροστά όλα τα νέα προβλήματα, που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, τόσο στον Ιδιωτικό τομέα όσο και στο Δημόσιο περιλαμβανομένων και των δημοσίων υπαλλήλων.

Εύλογα θα διερωτηθεί ποια είναι τα νέα ερωτήματα. Στις νέες παραγωγικές σχέσεις ως γνωστόν, κυριαρχεί η αρχή της ελαστικότητας και η παραδοσιακή ασφάλεια απασχόλησης μετατρέπεται σε απασχολησιμότητα . Με την απόφαση της Λισσαβόνας που αποτελεί σημαντικό σταθμό για την κοινωνική πολιτική στην ΕΕ, ανάμεσα στα άλλα αποφασίστηκε ότι η ελαστικότητα πρέπει να συνδυαστεί με την προστασία. Για να γίνει η αρχή αυτή πραγματικότητα στο χώρο του χρόνου εργασίας απαιτούνται σημαντικές καινοτομίες. 

Οι καινοτόμες ρυθμίσεις μπορεί να αναφέρονται σε πολλά επίπεδα. Η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας, ως γνωστόν προσέθεσε, αμφισβητεί ή ανατρέπει, όσον αφορά τον ημερήσιο χρόνο εργασίας, τις ρυθμίσεις που ισχύουν για την ολοήμερη απασχόληση σ΄ έναν εργοδότη, ενώ σχετικά με τον εβδομαδιαίο χρόνο, οι ανατροπές επέρχονται με την εισαγωγή της εκ περιτροπής εργασίας, που δεν επιτρέπει συνεχή ανά ημέρα απασχόληση. Σε ετήσια βάση η ελαστικότητα ανατρέπει τη διαρκή απασχόληση με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στη δια βίου επαγγελματική ζωή υποκαθιστά τη σταδιοδρομία σε μια επιχείρηση με εναλλαγές απασχόλησης εκπαίδευσης, οπότε το θέμα είναι πότε η εκπαίδευση συνιστά χρόνο εργασίας, κ.ο.κ.

Η αντικατάσταση της παραδοσιακής ασφάλειας απασχόλησης από την απασχολησιμότητα απαιτεί νέα προσέγγιση στις ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας γιατί τίθενται νέα προβλήματα, όπως το πως μπορεί να μετατραπεί η μερική απασχόληση σε πλήρη απασχόληση, ποια η τύχη της εβδομαδιαίας ανάπαυσης και της απαγόρευσης εργασίας σε αργίες, σε ποιο βαθμό η μετατροπή της μισθωτής εργασίας σε αυταπασχόληση απαιτεί προσαρμογή των ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας, πως στην περίπτωση τηλεργασίας μπορεί να ελεγχθεί η εφαρμογή των διατάξεων του χρόνου εργασίας, ποιες νέες ισορροπίες πρέπει να αναζητηθούν ανάμεσα στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή; Πως θα επιτύχουμε να αυξήσουμε τη συμμετοχή στον ενεργό βίο των γυναικών και ατόμων με ειδικές ανάγκες;

Με μία λέξη, από την ικανότητά μας να προωθήσουμε μια καινούργια αντίληψη, εξαρτάται κατά μέγα μέρος η κοινωνική ισορροπία των κοινωνιών που καλούνται να ενταχθούν στη νέα οικονομία.