Συνέντευξη  του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη  στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" 

 

Tίτλος άρθρου: "Η πρώτη Συντακτική Συνέλευση στην ιστορία της Ευρώπης"

                         Ημερομηνία δημοσίευσης 10.03.2002 

Η 28η Φεβρουαρίου, ημέρα έναρξης των εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης θα καταγραφεί ως μία από τις πιο ιστορικές στιγμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έστω και αν δεν γνωρίζουμε ακόμα τα αποτελέσματά της. Ιστορικά αποτελεί το πρώτο εγχείρημα υπερεθνικής Συντακτικής Συνέλευσης χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η θεωρητική σύλληψη του εγχειρήματος δεν έχει ιστορικές ρίζες που ανατρέχουν στο βάθος του χρόνου, όπως καταφαίνεται και από τους όρους «Κυρίαρχη Πανευρωπαϊκή Συνέλευση» ή «Δίαιτα», που προτείνονται το 17ο αιώνα από τον Κουάκερο William Penn και στη συνέχεια από τον μαθητή του John Bellers. 
Μπορεί οι συνταγματολόγοι να αμφισβητούν την ορθότητα του όρου «Συντακτική» και να προτείνεται ο όρος «Διακυβερνητική Συντακτική Συνέλευση» κατά την έκφραση του συναδέλφου Τσάτσου, αλλά οι νομικές συζητήσεις και η περί την ορολογία διαφωνίες όσο χρήσιμες κι αν είναι, δεν ακυρώνουν το σημαίνον γεγονός ότι ο κύβος στην πολιτική ερίφθη και το πολιτικό μήνυμα που περιέχει η ονομασία της συνέλευσης ως Συντακτικής είναι σαφές. Με τη θέση αυτή ευθυγραμμίζεται και το ΕΚ που στο Ψήφισμά του για της Συνθήκη της Νίκαιας και το Μέλλον της Ευρώπης απαιτεί να δρομολογηθεί μια συντακτική διαδικασία, που θα έχει ως επιστέγασμα την έγκριση ενός Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη πρέπει να κάνει το μεγάλο άλμα για μια στενότερη πολιτική συνεργασία, που θα περιέχει τη δυναμική της ομοσπονδιακής συγκρότησης, έστω και με διαφορετικές ταχύτητες. 

Βέβαια και πάλι οι δογματικοί θεωρούν ανακρίβειες ή ουτοπίες τις προτάσεις για ομοσπονδία και έχουν δίκαιο. Η οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση της ΕΕ δεν μπορεί να περιβληθεί τους παραδοσιακούς τύπους της ομοσπονδίας, σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση. Πράγματι, καμία από τις μέχρι σήμερα κυρίαρχες πολιτικές προτάσεις, περιλαμβανομένων και των πιο προκεχωρημένων, όπως αυτή του Γερμανού Fischer δεν περιέχει ως άμεσο στόχο την πλήρη ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Άλλωστε και οι ιστορικές καταβολές ρίχνουν βαριά τη σκιά τους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σε όλο το μακραίωνο οδοιπορικό συζητήσεων, προτάσεων, σχεδίων για πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, από την περίοδο του Μεσαίωνα που πρωτοδιατυπώθηκε το όραμα για «Ευρωπαϊκή Πολιτεία», κατά την έκφραση του Αββά Saint Pierre τον 14ο αιώνα, η πολιτεία αυτή δε νοούνταν παρά ως ένας συνδυασμός των συνεκτικών στοιχείων της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, των λεγομένων κοινών αξιών και όχι μόνο, και της εδραιωμένης αντίληψης της εθνικής κυριαρχίας. Αναζητείται, λοιπόν, διαρκώς για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος μία ισορροπία ανάμεσα στο κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον και το εθνικό συμφέρον.
Όμως, από την άλλη μεριά, και άλλες παραδοσιακές μορφές χαλαρότερης συνένωσης, γνωστές ως μορφές συνομοσπονδιακού τύπου, που προτείνονται ως εναλλακτική λύση, αδυνατούν να αποδώσουν την ήδη προκεχωρημένη σημερινή πολιτική πραγματικότητα της ΕΕ, αφού σε αυτή περιέρχονται και στοιχεία κοινοβουλευτικοποίησης. 

Θέλουμε δε θέλουμε λοιπόν, αναζητείται νέος τύπος πολιτικής ένωσης που δεν θα δημιουργηθεί ab initio, αλλά θα περιλαμβάνει στοιχεία της μέχρι σήμερα κοινοτικής εξέλιξης του ευρωπαϊκού μοντέλου. Για να συνεννοούμεθα, λοιπόν, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε μία νέα ορολογία και σαν τέτοια θα μπορούσαμε να προτείνουμε την κοινοτική ομοσπονδία ή ευρωπαϊκή ομοσπονδία εθνικών κρατών, κατά την έκφραση του Rau.
Το θέμα στο οποίο κυρίως θα πρέπει να εστιάζεται το ενδιαφέρον του κάθε πολίτη μπορεί να συμπυκνωθεί στο ερώτημα πώς μια Ευρώπη πολυκεντρική, όπου κατά την έκφραση του Μoren« βασίλευε ο πόλεμος των πάντων έναντι πάντων», διεκδικεί τον τίτλο της πολιτικής κοινότητας και πώς αυτή η περίφημη «ευρωπαϊκή συναυλία» των διαδοχικών συγκρούσεων και των αναζητήσεων διακρατικών ισορροπιών μπορεί να αποδώσει ένα συμφωνικό έργο με εσωτερική πολιτική συνοχή; Νομίζω ότι προτού δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, αξίζει και πάλι να συνδέσουμε το εγχείρημα Συντακτικής με τα ιστορικά προηγούμενα της ΕΕ. 

Η ιδέα της ΕΕ και της πολιτικής ενοποίησης, δεν ξεκίνησε με τη Συνθήκη της Ρώμης ούτε είναι σύγχρονο θέμα. Μπορεί για πρώτη φορά να συνέρχεται Συντακτική Συνέλευση με απόφαση υπερεθνικού οργάνου για την πολιτική ενοποίηση και τη διαμόρφωση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αλλά κανένα από τα επιμέρους στοιχεία που τη συνθέτουν δεν είναι χωρίς ιστορικό παρελθόν. Πρώτα πρώτα οι ιστορικοί καταγράφουν ουκ ολίγες περιπτώσεις αυτοκρατορικής ενοποίησης, όπως είναι τα εγχειρήματα της Καρολίδειας αυτοκρατορίας, της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του ισπανού αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, της ναπολεόντειας εποχής, χωρίς να παραλείπουμε και αντίστοιχα ολοκληρωτικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα. Όλες όμως απέτυχαν γιατί στηρίζονταν στην ίδια λαθεμένη αρχή της επιβολής ηγεμονίας του ενός έναντι όλων των άλλων και πάντως καμία δεν στηριζόταν στη δημοκρατική νομιμοποίηση. 
Η επιτυχία της κοινοτικής μεθόδου βρίσκεται βασικά στη διατήρηση, ως κόρης οφθαλμού, της ανάγκης συγκερασμού των συμφερόντων μικρών και μεγάλων κρατών, για να αποφευχθεί το λιλιπούτειο σύμπλεγμα, κατά την έκφραση του εισηγητή του ΕΚ Mendez de Vigo, και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων. Η εμπειρία αυτή είναι πολύτιμη και τα στοιχεία που τη συνθέτουν θα πρέπει να αποτελέσουν και τη βάση του έργου της Συντακτικής. 
Αλλά η ενοποιητική προοπτική δεν υπήρξε αντικείμενο αποκλειστικού ενδιαφέροντος μόνο των ηγεμόνων, αυτοκρατόρων και άλλων πολιτικών ηγετών. Η επεξεργασία ενοποιητικών στοιχείων έχει πλούσιο παρελθόν και στο χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης, που αναμφίβολα επηρεάζει τη σκέψη των σύγχρονων πολιτικών και αποκαλυπτικό είναι στο σημείο αυτό του καθηγητή Γιάννη Χασιώτη. Ήδη αναφέρεται ως πρόδρομος της ομοσπονδιακής ενοποίησης της Ευρώπης ο Νορμανδός νομικός Pierre DuBois τον 14ο αιώνα, που σε ειδικό έργο «De Recuperatione Terrae Sanctae” με στόχο πάντα την αποκατάσταση της ειρήνης κάνει λόγο για επιβολή κοινών “θεσμών διαιτησίας” μεταξύ των ευρωπαίων ηγεμόνων, ενώ στοιχεία πολιτικής ενοποίησης με την έννοια της συνένωσης ανεξάρτητων επικρατειών αναφέρονται και στο μεγάλο σχέδιο του Ερρίκου Δ΄( 1584-1610). Το νέο στοιχείο που προσθέτει ο τελευταίος και ενδιαφέρει και την σημερινή Συντακτική, είναι ότι η συνένωση αυτή διατηρεί άθικτες τις επί μέρους κυριαρχίες, ενώ αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τη διαμόρφωση παράλληλα ενιαίου πολιτικού μορφώματος. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η ειρήνη μεταξύ κυρίαρχων κρατών. 

Από το συνδυασμό αυτών των τοποθετήσεων προκύπτει ότι η οποιαδήποτε συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών για να έχει σταθερές βάσεις δεν μπορεί να συνδέεται μόνο με ενδοευρωπαικούς λόγους αλλά πρέπει να έχει ευρείες αναφορές και στον τρόπο αντιμετώπισης του εξωτερικού της περιγύρου. Άλλο το θέμα ότι αυτός ο περίγυρος δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη με σαφήνεια, και συγκεκριμένα για το αν θα επιχειρηθεί με γεωγραφικούς, πολιτιστικούς ή οικονομικούς όρους. Έτσι κι αλλιώς όμως η Ευρώπη που σύμφωνα με την απόφαση της Λισσαβόνας θέλει να διατηρήσει έναν ηγεμονικό ρόλο στον κόσμο, πρέπει να προσδιορίσει την πολιτική της φυσιογνωμία ως αυτοτελούς οντότητας. 
Μόνο, λοιπόν, με το συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών λόγων θα μπορέσει να διαπλαστεί η κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και να διαμορφωθεί ένα στέρεο κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον , παράλληλο με τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα, χωρίς την ύπαρξη του οποίου δε νοείται πολιτειακή συγκρότηση. Σ’ αυτό το σημείο, κατά τη γνώμη μου, επικεντρώνεται και το μεγάλο έλλειμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μια Ευρώπη εικοσιπέντε κρατών, με ετερόκλητα κρατικά συμφέροντα, με ανοιχτά τα θέματα των μεγάλων ανισοτήτων, θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε ατέλειωτο πεδίο αμφισβητήσεων, συγκρούσεων και αποδυνάμωσης των συνεκτικών της στοιχείων, αν παραμείνει μια κοινότητα σκοπιμότητας, κατά την έκφραση του προέδρου της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Rau, αν δεν εμπεδωθεί στους λαούς και στους ηγεμόνες ότι πρωταρχικός πολιτικός στόχος είναι η εδραίωση της συνοχής των επιμέρους λαών. 

Αυτό, όμως, προϋποθέτει την αποδοχή από αυτούς κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος, καθοδηγητή όλων των άλλων συμφερόντων, συγκλινόντων ή αποκλινόντων, και ταυτόχρονα ρυθμιστή των διαφοροποιήσεων που προκαλούνται από το κρατικό συμφέρον. Κατά το μέτρο που το ευρωπαϊκό συμφέρον γίνεται κοινό κτήμα θα μειώνονται και οι περιπτώσεις veto. Δεν αρκούν οι κοινές αξίες για να υπάρξει πολιτική ενοποίηση, χρειάζεται επιβεβαίωση της συλλογικής συνείδησης για τις ευρωπαϊκές αξίες. Μία τέτοια προοπτική θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο και στην έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, που είναι ήδη καταγεγραμμένη στη Συνθήκη. Η Σύνοδος της Νίκαιας απέτυχε εξαιτίας της ελιτικής εικόνας ενός τέτοιου συμφέροντος, με συνέπεια κάθε χώρα να θεωρεί ασφαλέστερο την επανεθνικοποίηση των προβλημάτων.

Ιστορικό προηγούμενο έχουν και οι όροι της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και ανθρώπων, όπως αυτό καταφαίνεται από το έργο «o νέος Κινέας» του Γάλλου μοναχού Crucé τον 16ο αιώνα, που θεωρούσε την ελευθερία αυτή απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη, και συνεπώς, προσέδιδε πολιτικούς στόχους. Δεν μπορεί έτσι να περάσει απαρατήρητο ότι η διαμόρφωση της ενιαίας αγοράς, παρά τους συνειρμούς για οικονομίστικη προσέγγιση στο όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα, έχει αναμφίβολα από μόνη της πολιτικές διαστάσεις. 
Όπως σωστά επισημαίνει και ο έλληνας πρωθυπουργός, αν δε δώσουμε συγχρόνως πολιτικές απαντήσεις, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κρίσης που θα οδηγήσει σε αποδόμηση και εκείνου που θεωρείται κεκτημένο. Η συνολική πολιτική αντίληψη είναι αναγκαία, γιατί καμιά μερικότερη πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί στο κενό άλλων πολιτικών. Η πράξη το επιβεβαιώνει. Το νέο δίλημμα δεν είναι ποια πολιτική θα μείνει στην εθνική κυριαρχία, αλλά το πώς η μεταφορά συνολικών εξουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συμβιβαστεί με την εθνική κυριαρχία και ποια εχέγγυα θα υπάρξουν για τα εθνικά συμφέροντα.

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι εμπειρίες του παρελθόντος και γενικά το ιστορικό επιχείρημα αποτελούν ασφαλή οδηγό για πολιτικές λύσεις που αφορούν μια άλλη εποχή ή αν οι ιστορικές εμπειρίες συνιστούν βαριά κληρονομιά που μάλλον εμποδίζουν τις καθαρές πολιτικές λύσεις για το μέλλον. Το δίλημμα που θέτει το ερώτημα αυτό είναι γνωστό και όσες απαντήσεις και αν δοθούν, αυτό θα παραμείνει. 
Όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε δύο βασικά συμπεράσματα. Το θέμα δεν είναι να στοιχιθούν σημερινές απαντήσεις με τις απαντήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν και να αποτρέψουμε μια νεοτερική πολιτική σκέψη. Το κρίσιμο είναι να έχουμε γνώση των κινδύνων που κρύβουν τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματική μια σύγχρονη πολιτική απάντηση. Αναζητώντας την αλυσίδα των προβλημάτων στο ιστορικό βάθος συνειδητοποιούμε την έκταση των δυσκολιών του εγχειρήματος και καταγράφουμε τις ριζωμένες αντιλήψεις και πάγιες συμπεριφορές που ενδεχομένως θα συναντήσουμε και στο μέλλον.
Το μεγάλο κεκτημένο από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται στη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη σκέψη, φανερή ή συγκεκαλυμμένη, της ηγεμονίας μερικών κρατών πάνω στα άλλα. Αν διατηρηθεί αυτό το κεκτημένο και δοθεί απάντηση στο ποια κοινωνία θέλουμε, οι λύσεις για τις συγκεκριμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα είναι σχετικά εύκολη υπόθεση.