Συνέντευξη  του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη  στην εφημερίδα "Το Βήμα" 

 

Tίτλος άρθρου: "Τα διλήμματα για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης"

                         Ημερομηνία δημοσίευσης 10.03.2002 

Αν η σύνοδος μιας συντακτικής συνέλευσης αποτελεί πάντοτε ένα ξεχωριστό πολιτικό γεγονός, το εγχείρημα μιας υπερεθνικής συντακτικής συνέλευσης  θα μπορούσε να εξομοιωθεί με επαναστατικό γεγονός και πάντως, ως μια από τις σημαντικότερες ιστορικές στιγμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης σε δημοκρατική βάση και ίσως, ένα εγχείρημα που θα αποτελέσει πρότυπο για τη δημοκρατικοποίηση της παγκοσμιοποίησης, που δεν μπορεί να ξεκινήσει παρά από την περιφέρεια. Άλλο το θέμα αν πέρασε απαρατήρητο από την ελληνική επικαιρότητα. Αυτό δεν ξενίζει και πολύ.

Ο τελικός στόχος της Συντακτικής, για πολλούς, Διακυβερνητικής Συντακτικής, είναι η υποβολή προτάσεως ή προτάσεων για την πολιτική μορφή που θα πρέπει να πάρει η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα έχει ως επιστέγασμα την έγκριση ενός Συντάγματος, που ως τώρα θεωρούνταν καθαρά εθνική υπόθεση.

Οι μέχρι σήμερα προτάσεις για τη συγκεκριμένη πολιτική μορφή που πρέπει να πάρει η πολιτική ένωση δεν είναι επίσημες. Όλες, παρά τις διαφορετικές επιμέρους λύσεις, συγκλίνουν στο να δέχονται ότι ωρίμασε ο χρόνος για τη μεταρρύθμιση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ενίσχυση της πολιτικής της εξουσίας. Αυτό σημαίνει σαφή βούληση για μεταφορά εθνικής κυριαρχίας στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε καμία, όμως, σχεδόν από τις προτάσεις αυτές δεν τίθεται ως τελικός στόχος στη φάση αυτή η πλήρης κατάργηση του έθνους κράτους. Τα έθνη κράτη με τις διαφορετικές τους ιστορικές καταβολές και τους εθνικούς τους εγωισμούς θα εξακολουθήσουν να δίνουν το παρόν. Συνεπώς, μπορεί να γίνεται λόγος για ομοσπονδία, αλλά αυτή θα είναι μια ομοσπονδία νέου τύπου, όπου θα συνυπάρχουν η εθνική κυριαρχία και οι πολιτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [Ορισμένοι, όπως ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Rau, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Jospin και  ο Delors, για να είναι πιο ακριβείς , ομιλούν για ευρωπαϊκή ένωση εθνικών κρατών και όχι για ομοσπονδία. Ίσως πιο κοντά στην πραγματικότητα θα ήταν ο όρος Ευρωπαϊκή Κοινοτική Ομοσπονδία, γιατί περιέχει την ευρωπαϊκή διάσταση , το κοινοτικό κεκτημένο και έναν απώτερο στόχο.]

Οι διαφορές στις επιμέρους προτάσεις για τον νέο τρόπο συγκρότησης των θεσμικών οργάνων και τη νέα ισορροπία ανάμεσα στις πολιτικές εξουσίες είναι αποκαλυπτικές για τις δυσχέρειες μετατροπής του κοινού πολιτικού στόχου  σε εξειδικευμένες ρυθμίσεις.

 Κατά το Γερμανό υπουργό εξωτερικών Fischer, που προτάσσει την πιο προκεχωρημένη μορφή ομοσπονδιοποίησης, πρέπει να περάσουμε στην πλήρη κοινοβουλευτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, προτείνει να θεσπισθούν δύο νομοθετικά σώματα. Το ένα θα απαρτίζεται από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων, για να αποτραπεί ο ανταγωνισμός με τα εθνικά κοινοβούλια. Το άλλο από βουλευτές άμεσα εκλεγόμενους που θα προσεγγίζει το σημερινό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο της Γερμανίας, κάτι που δεν ακούγεται ιδιαίτερα ευχάριστα. Πάντως, σπεύδει να τονίσει ότι τα κράτη μέλη θα έχουν περισσότερες εξουσίες από τα σημερινά ομόσπονδα κράτη της Γερμανίας. Ακόμη, θεωρεί ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση, με βάση, όμως, τις εθνικές κυβερνήσεις, που πρακτικά σημαίνει μετατροπή του σημερινού Συμβουλίου σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Όσον αφορά την Επιτροπή, αυτή θα έχει ευρύτερες διοικητικές εξουσίες, αλλά με άμεση εκλογή του προέδρου της.

[Πιο ευέλικτος παρουσιάζεται ο καγκελάριος Schröder που εντοπίζει τις προτεραιότητες στη συνταγματική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην απλοποίηση των Συνθηκών και στον καθορισμό με περισσότερη ακρίβεια των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών.]

Από τη γαλλική πλευρά, το πιο ακριβές στίγμα δόθηκε από τον πρωθυπουργό Jospin με τη χαρακτηριστική φράση "επιθυμώ την Ευρώπη, αλλά παραμένω συνδεδεμένος με το έθνος μου". Μιλάει και αυτός για ομοσπονδία, δέχεται, όμως, ότι μπορεί να έχει πολλές αποχρώσεις. Είναι σύμφωνος με την ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής, αλλά με εκλογή του προέδρου της από το ΕΚ, που προφανώς σημαίνει μικρότερη εξουσία από αυτήν που προσδίδει σε αυτόν ο Fischer. Για το ΕΚ θεωρεί ότι πρέπει να είναι το όργανο  που θα ελέγχει πολιτικά την Επιτροπή, αλλά παραχωρεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής, το δικαίωμα διάλυσης του ΕΚ. Αυτή η νέα ισορροπία είναι, κατά τη γνώμη του, αναγκαία για να αποτρέψουμε το θεσμικό αδιέξοδο σε περίπτωση πολιτικής κρίσης. Χωρίς να μιλάει για ευρωπαϊκή κυβέρνηση, επιφυλάσσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να καθορίζει το νομοθετικό πρόγραμμα  σε πολυετή βάση, με πρόβλεψη να συνέρχεται τουλάχιστον κάθε δύο μήνες. Παράλληλα, όμως, αυτό θα επικουρείται από ένα διαρκές Συμβούλιο Υπουργών. Τα μέλη του θα είναι ένα είδος αντιπροέδρων κυβερνήσεως,  θα συντονίζουν τις ευρωπαϊκές αποφάσεις με τις εθνικές κυβερνήσεις.

Οι μετεξελίξεις αυτές οδηγούν αναπόφευκτα κατά τον Jospin στην υιοθέτηση Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση για ένα κοινό σχέδιο.

Την ομοσπονδιακή προσέγγιση με προϋπόθεση την ισότιμη σχέση των κρατών μελών και την κατοχύρωση του ρόλου των κρατών της Ένωσης ενστερνίζεται και ο Έλληνας πρωθυπουργός. Στην αναζήτηση πιο αποτελεσματικών κυβερνητικών οργάνων που είναι αναγκαία στην πορεία της ομοσπονδιακής προοπτικής, το ρόλο αυτό μπορεί να επωμιστεί η Επιτροπή. Στην Επιτροπή προσδίδει ρόλο οργάνου υπερεθνικού που θα προάγει τους στόχους της Συνθήκης. Συγχρόνως, προτείνει αυτή να αναδειχθεί σε κυβερνητικό όργανο για την αποτελεσματική διαχείριση του ενιαίου νομίσματος και της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Στο Συμβούλιο των Υπουργών, ως θεσμό έκφρασης των κρατών, επιφυλάσσει τη μετεξέλιξή του σε δεύτερο νομοθετικό σώμα και το ρόλο ως ανώτατου οργάνου πολιτικών αποφάσεων. Θεωρεί, επίσης, αναγκαίο όπως και όλες οι άλλες προτάσεις, την ενίσχυση του ρόλου του ΕΚ, αλλά και τη δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων. Στο κρίσιμο ερώτημα πώς θα γίνει η κατανομή εξουσιών θεωρεί παρακινδυνευμένη τη σύνταξη εκ των προτέρων καταλόγου αρμοδιοτήτων και συντάσσεται με την άποψη για ένα ευέλικτο σύστημα διαμερισμού εξουσιών.

Διαφορετική είναι η προσέγγιση των Βρετανών που, δια του στόματος του πρωθυπουργού τους Blair, φαίνεται να δίνουν τη βαρύτητα σε άλλα σημεία. Ως πρώτη και βασική διαφορά από όλους τους υπολοίπους θα πρέπει να καταγραφεί η θέση του για  το περιττό ή και παρακινδυνευμένο της ύπαρξης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Η ύπαρξή του οδηγεί σε νομικούς ελέγχους από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου για πράξεις που είναι καθαρά πολιτικές. Αντί για Σύνταγμα, λοιπόν, προτιμά μία διακήρυξη αρχών, που θα καθορίζει τι θα κάνουμε σε ευρωπαϊκό και τι σε εθνικό επίπεδο. Η βρετανική παράδοση που είναι ξένη προς την ύπαρξη γραπτών Συνταγμάτων είναι καθοριστική στην προσέγγιση αυτή. Προτείνει την ύπαρξη δύο νομοθετικών σωμάτων, από τα οποία το ένα θα ασχολείται με το νομοθετικό έργο, ενώ το άλλο, που θα αποτελείται από εκπροσώπους εθνικών κοινοβουλίων, θα έχει την πολιτική ευθύνη να εξετάσει το σύμφωνο της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τη διακήρυξη αρχών. 

Αντί για σταθερά εναλλασσόμενες προεδρίες, προτείνει τη διαμόρφωση προεδρίας από τρία κράτη με εκλογές, χωρίς να προσδιορίζει όμως ακριβώς με ποιό τρόπο θα γίνεται η εκλογή. Η πρόταση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι με την Ευρώπη των  εικοσιπέντε κρατών κάθε κράτος θα έχει την προεδρία κάθε δώδεκα χρόνια, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα λειτουργικό. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απονέμει το ρόλο του οργάνου που θα καθορίζει την ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα την παρουσιάζει στους εκλογείς, και το ρόλο ανωτάτου οργάνου που θα παίρνει τις αποφάσεις, όταν τα συμβούλια των επιμέρους υπουργών δε θα καταλήγουν σε απόφαση. Η Επιτροπή θα παραμείνει ως ανεξάρτητο όργανο, εκφραστής του κοινοτικού συμφέροντος, αλλά η πολιτική ευθύνη θα ανήκει στο Συμβούλιο.

Όλες οι προτάσεις ενόψει των δυσχερειών για την άμεση διαμόρφωση ενός ενιαίου προτύπου πολιτικής ενοποίησης δέχονται ως ασφαλιστική δικλείδα την πρόβλεψη διαδικασιών ενισχυμένης συνεργασίας. Με προϋποθέσεις, όμως, και όρους που ποικίλλουν αισθητά. Ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε σε αυτό το θέμα, αλλά θα ήταν χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι η πιο σαφής προϋπόθεση που τίθεται από πολλούς είναι η αποφυγή δημιουργίας ενός σκληρού πυρήνα, δηλαδή μιας Ευρώπης, όπου ορισμένα κράτη θα έχουν τους δικούς τους κοινούς  πολιτικούς θεσμούς από τους οποίους θα αποκλείονται οι άλλοι στην πράξη.

Πίσω από αυτές τις διαφοροποιήσεις για τον τρόπο της θεσμικής συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ένα κοινό σημείο που μας δίνει το δικαίωμα να είμαστε αισιόδοξοι για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης. Όλοι λίγο ως πολύ προτάσσουν την ανάγκη να αναζητήσουμε ένα κοινό πρότυπο κοινωνίας, να δώσουμε ως Ευρώπη τη δική μας άποψη για τον κόσμο. Αναγνωρίζεται, πλέον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κάτι  περισσότερο από μια αγορά, ένας χώρος κοινών αξιών που επιτρέπει στους λαούς της να ενωθούν. Η πολιτική ενοποίηση λοιπόν, είναι η προέκταση μιας κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς, μια νέα αντίληψη για την "ευρωπαϊκή συναυλία".