Συνέντευξη  του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη  στην εφημερίδα "Μακεδονία"

Τίτλος συνέντευξης:"Η ανασύνταξη των ευρωπαικών σοσιαλιστικών δυνάμεων "

              Ημερομηνία δημοσίευσης 12.05.2002

 

Η Σύνοδος στη Σεβίλλη της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ομάδος τις ημέρες του Πάσχα με το σύνολο των σοσιαλιστών ευρωβουλευτών, προσήλκυσε το έντονο ενδιαφέρον των πολιτικών παρατηρητών όχι μόνο γιατί γίνεται ενόψει της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου αλλά και γιατί εντάχθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής για την ανασύνταξη των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών δυνάμεων. Όπως είναι εύλογο, το βασικό ερώτημα εστιάσθηκε γύρω από την άνοδο της ακροδεξιάς που νομίζω παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τους έλληνες πολίτες.

Όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι το νέο πολιτικό δεδομένο είναι οι διάχυτες φοβίες του κόσμου. Ο καθένας φοβάται, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, για το μέλλον της εργασίας του, για το μέλλον του ασφαλιστικού του συστήματος, για το μέλλον της παιδείας, για το μέλλον του παιδιού του. Γενική ανασφάλεια λοιπόν που δεν προέρχεται μόνον από τους ξένους-η ξενοφοβία είναι μέρος του προβλήματος- αλλά από τον βαθύ μετασχηματισμό των κοινωνιών. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης ευήκοον ους στα ακροδεξιά κηρύγματα τείνουν κατά πρώτο λόγο όχι οι αποκλεισμένοι αλλά οι ευνοημένοι από τη λειτουργία του συστήματος του κοινωνικού κράτους, το κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν μια σχετική κοινωνική ασφάλεια. Η μεταβολή του τρομάζει.

Οι ακροδεξιές προσεγγίσεις όμως, αντί να λύσουν το πρόβλημα, το εκμεταλλεύονται ωραιοποιώντας την απάντηση. Λίγο ενδιαφέρει τους πρωτεργάτες τους αν τελικά θα υπάρξουν βιώσιμες λύσεις. Τα αδιέξοδα θα τα εισπράξουν άλλοι όταν θα είναι πολύ αργά. Έτσι ορθά οι σοσιαλιστές αναγνωρίζουν-κι αυτό ήταν ένα από τα συμπεράσματα της Συνόδου- ότι πρέπει να αρχίσει ένας μεγάλος αγώνας για να πείσουν τους λαούς, ότι δυνατή και μακροχρονίως βιώσιμη ασφάλεια υπάρχει μόνον εάν συνδυαστεί με την αλλαγή και όχι εάν επιχειρηθεί κόντρα στην αλλαγή. Η διαχωριστική γραμμή είναι σαφής: κάθε τι που εμποδίζει την αλλαγή οδηγεί στην αλβανοποίηση και κάθε προοπτική επανεθνικοποίησης καταλήγει στη μεγέθυνση της ανασφάλειας. Σωστά επισημάνθηκε ακόμη ότι ούτε η περισσότερη Ευρώπη είναι το πρόβλημα. Η Ευρώπη είναι η λύση στο πρόβλημα των ανασφαλειών που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση.

Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η ανασφάλεια χωρίς αμφισβήτηση της νέας κοινωνίας και γενικότερα των αλλαγών που επέρχονται. Όπως συμβαίνει συχνά, οι οικονομικές εξελίξεις τρέχουν πριν απ’ όλες τις άλλες. Γι’ αυτό και στο σημερινό καθεστώς των ανοιχτών κοινωνιών, η διάχυτη ανασφάλεια που κυριαρχεί οφείλεται πρωτίστως στο ότι δυνάμεις της αγοράς προηγήθηκαν όλων των άλλων μηχανισμών παγκόσμιας διακυβέρνησης με αποτέλεσμα να εισπράττουμε κυρίως τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Σωστά λοιπόν επισημαίνεται ότι οφείλουμε μια συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου με την αναβάθμιση του ρόλου της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και άλλων οργανισμών κοινωνικής διαχείρισης με παγκόσμια εμβέλεια που πέρασαν τελευταία σε δεύτερη μοίρα. Η προοπτική αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μακροχρόνια και μόνον οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να τη στηρίξουν με συνέπεια. Αυτό δεν αποτελεί ουτοπία αλλά μια απάντηση στην ουτοπία της μονοπώλησης της παγκοσμιοποίησης στις δυνάμεις της αγοράς.

Όσον αφορά τώρα την άμεση αντιμετώπιση της ανασφάλειας στο εσωτερικό των κρατών, και συγκεκριμένα για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολο των δεκαπέντε κρατών-μελών, δεν μπορεί να δοθεί απάντηση χωρίς να ξεκαθαρίσουμε τι αποκλείεται και τι είναι βιώσιμο στη νέα κοινωνία.

Γνωρίζουμε όλοι ότι στον εικοστό αιώνα τρεις ήταν οι λύσεις που κυριάρχησαν για την κοινωνικοποίηση της αγοράς: η συλλογικοποίηση των μέσων παραγωγής, η ρυθμιστική επέμβαση με θεσμούς στην αγορά και η πολιτική αναδιανομής. Από τη στιγμή που η πρώτη λύση απέτυχε παταγωδώς, και όπως ανέφερε και ο Επίτροπος Lamy, έχει περάσει στα αζήτητα, μένουν ως αναγκαίες λύσεις οι άλλες δύο. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει στην αφετηρία, αποδοχή των αρχών της αγοράς και των απαιτήσεων της η οποία με τη σειρά της μεταφράζεται σε αναπότρεπτες ανασφάλειες που μας είναι γνωστές με τους κομψούς όρους της ευελιξίας και της απασχολησιμότητας. Μόνο εάν ξεκινήσουμε απ’ αυτά τα δεδομένα μπορούμε να σχεδιάσουμε σωστή κοινωνική πολιτική. Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και που δυστυχώς για πολλούς θεωρείται δεδομένο με αποτέλεσμα να ταυτίζονται οι σοσιαλιστικές δυνάμεις με τη δεξιά, είναι ότι δεν είναι αντιφατική η αποδοχή των νέων δεδομένων με τις παραδοσιακές σοσιαλιστικές αρχές, όπως δεν είναι αντιφατική η πολιτική αναδιανομής και η πολιτική ρυθμίσεων απέναντι στις νέες ανασφάλειες.

Είναι λάθος λοιπόν να ζητείται η ίδια μορφή ασφάλειας που είχε επιτευχθεί στις κλειστές εθνικές οικονομίες του 20ου αιώνα και σε σχέση με τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής τύπου τειλορισμού. Οι σοσιαλιστικές λοιπόν δυνάμεις βρέθηκαν πολλές φορές σε αδυναμία να πείσουν ότι είναι οι μόνες που μπορούν να βρουν λύσεις στην αλλαγή με βάση τις πολιτικές προτεραιότητες όπου παραδοσιακά της ήταν κυρίαρχες. Έτσι οι αντίπαλοι τους, θεώρησαν την προσχώρηση των σοσιαλιστικών δυνάμεων στην αποδοχή των αλλαγών ως άρνηση των αξιών τους.

Εναπόκειται λοιπόν σ’ αυτές να πείσουν ότι είναι οι μόνες που μπορούν να διασφαλίσουν συλλογικές προτεραιότητες πέρα από την απλή οικονομική διαχείριση, όπως είναι οι περιβαλλοντικές, οι κοινωνικές, οι πολιτισμικές και να οργανώσουν τις νέες σχέσεις ανάμεσα σε ατομική και συλλογική ευθύνη. Η επιζητούμενη ακόμη ισορροπία ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής και την ευρύτερη νομιμοποίηση της ,που στο επίπεδο του εθνικού κράτους είχε σ’ ένα βαθμό πραγματοποιηθεί στα ευρωπαϊκά κράτη της Δύσης, μπορεί να διατηρηθεί μόνο στο υπερεθνικό περιφερειακό επίπεδο όπως είναι η ΕΕ. Αυτό σημαίνει για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις ενίσχυση των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων για την ενιαία αγορά και προώθηση των πολιτικών αναδιανομής. Όσο διατηρείται το σημερινό ομιχλώδες σκηνικό καμία απ’ αυτές τις λύσεις δε θεωρούνται δεδομένες γι΄ αυτό και χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε, επαγρύπνηση των λαϊκών δυνάμεων.