Αρθρο  του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη για την περιοδική έκδοση του «Οικονομικού Ταχυδρόμου»

 

Tίτλος άρθρου: "Αγροτικές κινητοποιήσεις καί ο νέος ρόλος της γεωργίας»

                         Ημερομηνία δημοσίευσης 24.08.2002 
 

Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαικής Ενωσης έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση για το μέλλον των αγροτικών πληθυσμών, για την αναζήτηση της νέας θέσης της γεωργίας στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων καί κατά συνέπια στην εν γένει κοινωνία καθώς καί για τον  αναπροσανατολισμό της γεωργικής πολιτικής. Ερωτήματα επί ερωτημάτων τίθενται για τον νέο ρόλο της γεωργίας, που δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται μόνο στην παραγωγή αγαθών αλλά επεκτείνεται και στην προσφορά μιας σειράς από υπηρεσίες, για το ευρωπαϊκό αγροτικό μοντέλο ως μέρος του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, για την πολυλειτουργικότητα της γεωργίας και άλλα συναφή. Τα ερωτήματα καλώς τίθενται. Το θέμα είναι πως τα αντιλαμβάνεται ο μέσος αγρότης και ακόμη, πως αντιδρά σ’ αυτά και ποιες οι δυσχέρειες για να τα προσεγγίσει. Οι κινητοποιήσεις που γίνονται κατά περιόδους στη χώρας μας, δείχνουν ένα πλήρη αποπροσανατολισμό των γεωργών από τα προβλήματα που αφορούν το μέλλον της γεωργίας. Η μεγάλη καμπή για τη γεωργία θα έλθει όταν αποκτήσουν απόλυτη προτεραιότητα τα αιτήματα για τον εκσυγχρονισμό της.

Από πού ξεκινούν όλα αυτά τα ερωτήματα; Ξεκινούν από μια σειρά μεταμορφώσεις και αλλαγές που πολλοί τις ονομάζουν και κρίσεις του αγροτικού κόσμου. Πρώτα απ’ όλα η δημογραφία του αγροτικού κόσμου. Οι αγρότες από πλειοψηφία έγιναν μειοψηφία με μείωση των ποσοστών συμμετοχής στο εθνικό εισόδημα και με αντίστοιχη μείωση του πολιτικού τους ρόλου. Ωστόσο αποτελούν μια μειοψηφία που προήλθε από μια πλειοψηφία με μεγάλες πολιτικές και πολιτιστικές καταβολές με το σύνολο της κοινωνίας και του έθνους. Επομένως το πρόβλημα τους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μόνη αναφορά τις εμπορικές και οικονομικές επιδόσεις.

 Ένα δεύτερο δεδομένο είναι η αλλαγή των σχέσεων τους με τη γη. Για πολλές χώρες η αναπτυξιακή στρατηγική μπορεί σήμερα να αναπτυχθεί με την αξιοποίηση μέρους μόνο της ωφέλιμης γης. Η εντατική καλλιέργεια αποτελεί πολλές φορές μειονέκτημα και η εξασφάλιση των νέων διατροφικών αναγκών μας πέρασε σε μια λογική προαιρετικής εκμετάλλευσης της γης.Παράλληλα, από τον παραδοσιακό ιδιοκτήτη και την οικογένεια του που εμπλέκονταν με άμεσο τρόπο στην παραγωγή, περνούμε σταδιακά στην επιχειρησιακή εκμετάλλευση που λαμβάνει διάφορες επιχειρηματικές μορφές. Στον Βορρά αυτά είναι δεδομένα, στον Νότο ακόμη μας «έρχονται». Αυτό οδηγεί, όπως ορθά επισημαίνεται, στο να γίνει το αγροτικό κεφάλαιο όλο και περισσότερο αφηρημένο και κατά συνέπεια στο να απασχολεί την κοινωνία περισσότερο το παραγόμενο προϊόν και λιγότερο η αγροτική ιδιοκτησία.

 Επιπλέον παρατηρείται ότι η σχέση με τη διατροφή είναι νέα. Για πρώτη φορά οι νέες γενιές στον ευρωπαϊκό χώρο δεν ζουν αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας. Οι στόχοι λοιπόν της ΚΑΠ που σχεδιάστηκαν για τη διασφάλιση της επάρκειας της παραγωγής έχουν ξεπεραστεί. Εξάλλου το ποσοστό εισοδήματος που καταναλίσκεται στη διατροφή πέφτει. Πιο συγκεκριμένα υπολογίζεται, ότι σε ορισμένες χώρες το ποσοστό συμμετοχής του οικογενειακού προϋπολογισμού για την οικογενειακή διατροφή έχει πέσει σε ποσοστό της τάξης του 4%. Απ’ αυτό συνάγεται ένα δυσάρεστο συμπέρασμα ή διαφαίνεται ένας κίνδυνος, κι αν θέλετε, κι ένας περιορισμός του ενδιαφέροντος για τη γεωργία κατά το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά, το γεωργικό επάγγελμα δεν γίνεται απλά ένα επάγγελμα μειοψηφικό, αλλά απλώς  ένα ακόμη επάγγελμα ανάμεσα στα άλλα.

Η συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε αγροτικό και αστικό πληθυσμό αναστράφηκε προς όφελος του δεύτερου. Αυτό δε μένει χωρίς πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Μια μερική απάντηση στην κρίση που διέρχεται η παραδοσιακή γεωργία προσπαθεί να δοθεί με την αναγνώριση της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας, όρος καινούργιος που τον επινόησαν οι φίλοι μας οι Γάλλοι. Ο προσανατολισμός της γεωργικής πολιτικής στα νέα δεδομένα, εκφράζεται με αυτή την πολυλειτουργικότητα. Η γεωργική παραγωγή δεν πρέπει να περιορίζεται στη μαζική παραγωγή πρωτογενών προϊόντων αλλά και στη μετατροπή τους σε προϊόντα εξειδικευμένα, σε προϊόντα με ταυτότητα. Ακόμη, δεν ταυτίζεται μόνο με την παραγωγή διατροφικών αγαθών αλλά και με άυλα αγαθά και υπηρεσίες. Ενδεικτικά αναφέρω τη διαχείριση του μη αστικού χώρου, του υπόγειου χώρου, την προσφορά αγαθών συνδεδεμένων με την πολιτιστική παράδοση και ακόμη  ό,τι σχετίζεται με το πρόβλημα της βιοποικιλότητας.

 Αυτό σημαίνει, και είναι εντυπωσιακό, ότι η γεωργία δεν παράγει μόνο ιδιωτικά αλλά και δημόσια αγαθά. Ορθά, λοιπόν λέγεται, ότι μια χώρα που διατηρεί τη βιοποικιλότητα, που διασφαλίζει τους υδάτινους πόρους, που έχει αγροτικούς οικισμούς διαφοροποιημένους τον έναν από τους άλλους, είναι πολύ πιο πλούσια από μια χώρα που έχει μαζική παραγωγή αλλά όλα τυποποιούνται, καταστρέφονται και μολύνονται.

Αλλά κι ένα δεύτερο συμπέρασμα προκύπτει από τα παραπάνω:ότι ένα μέρος του πλούτου που συνδέεται με τη γεωργία μπορεί να μην έχει άμεσα εμπορεύσιμη αξία, παραταύτα μπορεί να αποτελεί πλούτο για το έθνος και την κοινωνία μας. Αυτό στην πολιτική δεν μπορεί να μείνει χωρίς αξιοποίηση. Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τον μη εμπορεύσιμο πλούτο με αντίστοιχο ενδιαφέρον που επιδεικνύουμε για την παραγωγή υλικών αγαθών. Είναι αναγκαία μια πολιτική που θα συμβιβάζει τις απαιτήσεις της αγοράς με τις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος. Όλα λοιπόν δεν ταυτίζονται με την αγορά, όπως προτείνει το αμερικανικό μοντέλο, κι όλα δεν μπορούν να υποταχθούν στη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Γι’ αυτό η προστασία της πολυλειτουργικότητας θα πρέπει να νοηθεί ως συμπλήρωμα της προστασίας του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Όμως, η νέα αυτή αντίληψη αποτελεί με τη σειρά της μια άλλη πρόκληση για την αγροτική πολιτική, που αναπόφευκτα απομακρύνεται από τις παραδοσιακές αποζημιώσεις και συνδέει τις χρηματοδοτήσεις κατά το μέτρο της συμβολής τους στην παραγωγή μη εμπορεύσιμου πλούτου.

Όλες αυτές οι προκλήσεις λοιπόν, αποτελούν την αφετηρία για τις διαμορφούμενες τάσεις στην ΕΕ που «παίρνουν» διάφορες κατευθύνσεις. Άλλοι μιλούν για κατάργηση της ΚΑΠ και εθνικοποίηση της, άλλοι για αλλαγή προτεραιοτήτων ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο πυλώνα της ΚΑΠ, δηλαδή μεταφορά του κύριου βάρους της χρηματοδότησης απο την ενίσχυση των τιμών στις διαρθρωτικές πτυχές , όπως ανάπτυξη της υπαίθρου υποδομές, επενδύσεις ή τουλάχιστον σε άμεσες πληρωμές στους παραγωγούς με κίνητρα όπως καί αντικίνητρα. Άλλοι τέλος μιλούν για ενδιάμεσες λύσεις. Μέχρι πρότινος οι επιδοτήσεις για τον δεύτερο πυλώνα κάλυπταν μόνο το 10%.Τώρα επιζητείται το αντίστροφo. Όμως, όπως σωστά επισημαίνεται, χωρίς να αμφισβητείται η ανάγκη χρηματοδότησης προγραμμάτων ανάπτυξης υπαίθρου, η μετάβαση απο τη χρηματοδότηση της παραδοσιακής γεωργίας στη νέα γεωργία δεν μπορεί να  γίνει απο τη μια μέρα στην άλλη. Η πολιτική διαμάχη που ανοίγει, δεν αφορά στο αν θα γίνουν αλλαγές στην ΚΑΠ αλλά σε ποιο βαθμό θα γίνουν αυτές, με ποιο τρόπο, σε τι χρονικό ορίζοντα και κυρίως με συνεκτίμηση των διαφορετικών συμφερόντων Βορρά-Νότου. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα έχει βασικές παραμέτρους στην νέα αυτή πολιτική, που συνοψίζονται στα ακόλουθα: να μην θυσιαστεί η πολυλειτουργικότητα στην ελεύθερη αγορά, παράλληλα  να επιδιωχθεί η επιστροφή σε ανταγωνιστικές τιμές και  κατά το μέτρο που θα προκύπτει αυξημένο κόστος για περιβαλλοντολογικούς ή άλλους δημόσιους λόγους, να διασφαλιστεί η κάλυψη του κόστους αυτού. Μια άλλη παράμετρος αφορά τα κίνητρα προς τα εξατομικευμένα προϊόντα για την ανάπτυξη της ποιότητας, για γεωργικά προγράμματα που διασφαλίζουν αύξηση απασχόλησης και σεβασμό στο περιβάλλον. Ακόμη φέρεται αντίθετη στην επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη να καταστεί αυτή πιο ελαστική και πάντως αυτό δεν εμποδίζει την αποκέντρωση ορισμένων αποφάσεων.

Με άλλα λόγια επιδιώκεται μια μοντέρνα γεωργία που δεν θα προσανατολίζεται απλώς στους παραγωγούς αλλά επιπλέον στο υπόλοιπο του αγροτικού πληθυσμού, τους καταναλωτές αλλά και την κοινωνία στο σύνολο της. Τέλος, κοινωνικά κριτήρια όπως η συμβολή στην απασχόληση και τα γεωγραφικά μειονεκτήματα θα πρέπει να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη προκειμένου να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στις μικρές και μεγάλες εκμεταλλεύσεις.

Ένα άλλο θέμα που συνδέεται με το μέλλον της αγροτικής πολιτικής είναι η  διεύρυνση με την επικείμενη είσοδο νέων χωρών. Αυτή θα επιτείνει τις ήδη μεγάλες διαφορές στις δεκαπέντε χώρες ως προς τον τρόπο εκμετάλλευσης, τους όρους ανταγωνισμού και το μέγεθος του εισοδήματος. Θα επεκταθούν νέοι τρόποι διαχείρισης της ΚΑΠ και οπωσδήποτε η απλούστευση της. Οι ισορροπίες ανάμεσα σε εκτατική και επεκτατική εκμετάλλευση θα δοκιμαστούν ενώ διάχυτος είναι ο κίνδυνος νόθευσης των αντισταθμισμάτων με εθνικές επιλογές. Ακόμη, διάχυτος είναι και ο κίνδυνος να πραγματοποιηθεί η διεύρυνση με μεταφορά του κόστους στους πιο αδύνατους. Όμως, το πνεύμα της γενικής ισορροπίας ανάμεσα στα τωρινά μέλη και τις υποψήφιες χώρες πρέπει να διατηρηθεί. Μεγάλο πρόβλημα θα δημιουργηθεί όσον αφορά τις άμεσες επιδοτήσεις απώλειας εισοδήματος για τον συμψηφισμό της μείωσης των τιμών. Οι επιδοτήσεις αυτές θα διατηρηθούν μόνο κατά το μέτρο που θα είναι εφικτή η άμεση αναδιάρθρωση αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η διαφοροποίηση των νέων χωρών. Η πρόβλεψη αφορά για μια σταδιακή εξομοίωση μέχρι το 2013.

Αυτοί που αρνούνται την αναγκαιότητα των αλλαγών και στη συνέχεια τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην αγροτική πολιτική, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να παραδώσουν τους αγρότες ως εύκολη λεία στα παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα. Η μεγάλη συμβολή των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας μας θα είναι να προσανατολίσουν τους αγρότες και τους αγώνες τους στους νέους ορίζοντες που ανοίγονται για τη γεωργία. Οι δύο προηγούμενοι αιώνες ήταν αιώνες αστικοποίησης. Ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της υπαίθρου.
Βέβαια και πάλι οι δογματικοί θεωρούν ανακρίβειες ή ουτοπίες τις προτάσεις για ομοσπονδία και έχουν δίκαιο. Η οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση της ΕΕ δεν μπορεί να περιβληθεί τους παραδοσιακούς τύπους της ομοσπονδίας, σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση. Πράγματι, καμία από τις μέχρι σήμερα κυρίαρχες πολιτικές προτάσεις, περιλαμβανομένων και των πιο προκεχωρημένων, όπως αυτή του Γερμανού Fischer δεν περιέχει ως άμεσο στόχο την πλήρη ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Άλλωστε και οι ιστορικές καταβολές ρίχνουν βαριά τη σκιά τους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σε όλο το μακραίωνο οδοιπορικό συζητήσεων, προτάσεων, σχεδίων για πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, από την περίοδο του Μεσαίωνα που πρωτοδιατυπώθηκε το όραμα για «Ευρωπαϊκή Πολιτεία», κατά την έκφραση του Αββά Saint Pierre τον 14ο αιώνα, η πολιτεία αυτή δε νοούνταν παρά ως ένας συνδυασμός των συνεκτικών στοιχείων της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, των λεγομένων κοινών αξιών και όχι μόνο, και της εδραιωμένης αντίληψης της εθνικής κυριαρχίας. Αναζητείται, λοιπόν, διαρκώς για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος μία ισορροπία ανάμεσα στο κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον και το εθνικό συμφέρον.
Όμως, από την άλλη μεριά, και άλλες παραδοσιακές μορφές χαλαρότερης συνένωσης, γνωστές ως μορφές συνομοσπονδιακού τύπου, που προτείνονται ως εναλλακτική λύση, αδυνατούν να αποδώσουν την ήδη προκεχωρημένη σημερινή πολιτική πραγματικότητα της ΕΕ, αφού σε αυτή περιέρχονται και στοιχεία κοινοβουλευτικοποίησης. 
Θέλουμε δε θέλουμε λοιπόν, αναζητείται νέος τύπος πολιτικής ένωσης που δεν θα δημιουργηθεί ab initio, αλλά θα περιλαμβάνει στοιχεία της μέχρι σήμερα κοινοτικής εξέλιξης του ευρωπαϊκού μοντέλου. Για να συνεννοούμεθα, λοιπόν, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε μία νέα ορολογία και σαν τέτοια θα μπορούσαμε να προτείνουμε την κοινοτική ομοσπονδία ή ευρωπαϊκή ομοσπονδία εθνικών κρατών, κατά την έκφραση του Rau.
Το θέμα στο οποίο κυρίως θα πρέπει να εστιάζεται το ενδιαφέρον του κάθε πολίτη μπορεί να συμπυκνωθεί στο ερώτημα πώς μια Ευρώπη πολυκεντρική, όπου κατά την έκφραση του Μoren« βασίλευε ο πόλεμος των πάντων έναντι πάντων», διεκδικεί τον τίτλο της πολιτικής κοινότητας και πώς αυτή η περίφημη «ευρωπαϊκή συναυλία» των διαδοχικών συγκρούσεων και των αναζητήσεων διακρατικών ισορροπιών μπορεί να αποδώσει ένα συμφωνικό έργο με εσωτερική πολιτική συνοχή; Νομίζω ότι προτού δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, αξίζει και πάλι να συνδέσουμε το εγχείρημα Συντακτικής με τα ιστορικά προηγούμενα της ΕΕ. 

Η ιδέα της ΕΕ και της πολιτικής ενοποίησης, δεν ξεκίνησε με τη Συνθήκη της Ρώμης ούτε είναι σύγχρονο θέμα. Μπορεί για πρώτη φορά να συνέρχεται Συντακτική Συνέλευση με απόφαση υπερεθνικού οργάνου για την πολιτική ενοποίηση και τη διαμόρφωση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αλλά κανένα από τα επιμέρους στοιχεία που τη συνθέτουν δεν είναι χωρίς ιστορικό παρελθόν. Πρώτα πρώτα οι ιστορικοί καταγράφουν ουκ ολίγες περιπτώσεις αυτοκρατορικής ενοποίησης, όπως είναι τα εγχειρήματα της Καρολίδειας αυτοκρατορίας, της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του ισπανού αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, της ναπολεόντειας εποχής, χωρίς να παραλείπουμε και αντίστοιχα ολοκληρωτικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα. Όλες όμως απέτυχαν γιατί στηρίζονταν στην ίδια λαθεμένη αρχή της επιβολής ηγεμονίας του ενός έναντι όλων των άλλων και πάντως καμία δεν στηριζόταν στη δημοκρατική νομιμοποίηση. 
Η επιτυχία της κοινοτικής μεθόδου βρίσκεται βασικά στη διατήρηση, ως κόρης οφθαλμού, της ανάγκης συγκερασμού των συμφερόντων μικρών και μεγάλων κρατών, για να αποφευχθεί το λιλιπούτειο σύμπλεγμα, κατά την έκφραση του εισηγητή του ΕΚ Mendez de Vigo, και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων. Η εμπειρία αυτή είναι πολύτιμη και τα στοιχεία που τη συνθέτουν θα πρέπει να αποτελέσουν και τη βάση του έργου της Συντακτικής. 
Αλλά η ενοποιητική προοπτική δεν υπήρξε αντικείμενο αποκλειστικού ενδιαφέροντος μόνο των ηγεμόνων, αυτοκρατόρων και άλλων πολιτικών ηγετών. Η επεξεργασία ενοποιητικών στοιχείων έχει πλούσιο παρελθόν και στο χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης, που αναμφίβολα επηρεάζει τη σκέψη των σύγχρονων πολιτικών και αποκαλυπτικό είναι στο σημείο αυτό του καθηγητή Γιάννη Χασιώτη. Ήδη αναφέρεται ως πρόδρομος της ομοσπονδιακής ενοποίησης της Ευρώπης ο Νορμανδός νομικός Pierre DuBois τον 14ο αιώνα, που σε ειδικό έργο «De Recuperatione Terrae Sanctae” με στόχο πάντα την αποκατάσταση της ειρήνης κάνει λόγο για επιβολή κοινών “θεσμών διαιτησίας” μεταξύ των ευρωπαίων ηγεμόνων, ενώ στοιχεία πολιτικής ενοποίησης με την έννοια της συνένωσης ανεξάρτητων επικρατειών αναφέρονται και στο μεγάλο σχέδιο του Ερρίκου Δ΄( 1584-1610). Το νέο στοιχείο που προσθέτει ο τελευταίος και ενδιαφέρει και την σημερινή Συντακτική, είναι ότι η συνένωση αυτή διατηρεί άθικτες τις επί μέρους κυριαρχίες, ενώ αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τη διαμόρφωση παράλληλα ενιαίου πολιτικού μορφώματος. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η ειρήνη μεταξύ κυρίαρχων κρατών. 

Από το συνδυασμό αυτών των τοποθετήσεων προκύπτει ότι η οποιαδήποτε συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών για να έχει σταθερές βάσεις δεν μπορεί να συνδέεται μόνο με ενδοευρωπαικούς λόγους αλλά πρέπει να έχει ευρείες αναφορές και στον τρόπο αντιμετώπισης του εξωτερικού της περιγύρου. Άλλο το θέμα ότι αυτός ο περίγυρος δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη με σαφήνεια, και συγκεκριμένα για το αν θα επιχειρηθεί με γεωγραφικούς, πολιτιστικούς ή οικονομικούς όρους. Έτσι κι αλλιώς όμως η Ευρώπη που σύμφωνα με την απόφαση της Λισσαβόνας θέλει να διατηρήσει έναν ηγεμονικό ρόλο στον κόσμο, πρέπει να προσδιορίσει την πολιτική της φυσιογνωμία ως αυτοτελούς οντότητας. 
Μόνο, λοιπόν, με το συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών λόγων θα μπορέσει να διαπλαστεί η κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και να διαμορφωθεί ένα στέρεο κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον , παράλληλο με τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα, χωρίς την ύπαρξη του οποίου δε νοείται πολιτειακή συγκρότηση. Σ’ αυτό το σημείο, κατά τη γνώμη μου, επικεντρώνεται και το μεγάλο έλλειμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μια Ευρώπη εικοσιπέντε κρατών, με ετερόκλητα κρατικά συμφέροντα, με ανοιχτά τα θέματα των μεγάλων ανισοτήτων, θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε ατέλειωτο πεδίο αμφισβητήσεων, συγκρούσεων και αποδυνάμωσης των συνεκτικών της στοιχείων, αν παραμείνει μια κοινότητα σκοπιμότητας, κατά την έκφραση του προέδρου της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Rau, αν δεν εμπεδωθεί στους λαούς και στους ηγεμόνες ότι πρωταρχικός πολιτικός στόχος είναι η εδραίωση της συνοχής των επιμέρους λαών. 

Αυτό, όμως, προϋποθέτει την αποδοχή από αυτούς κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος, καθοδηγητή όλων των άλλων συμφερόντων, συγκλινόντων ή αποκλινόντων, και ταυτόχρονα ρυθμιστή των διαφοροποιήσεων που προκαλούνται από το κρατικό συμφέρον. Κατά το μέτρο που το ευρωπαϊκό συμφέρον γίνεται κοινό κτήμα θα μειώνονται και οι περιπτώσεις veto. Δεν αρκούν οι κοινές αξίες για να υπάρξει πολιτική ενοποίηση, χρειάζεται επιβεβαίωση της συλλογικής συνείδησης για τις ευρωπαϊκές αξίες. Μία τέτοια προοπτική θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο και στην έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, που είναι ήδη καταγεγραμμένη στη Συνθήκη. Η Σύνοδος της Νίκαιας απέτυχε εξαιτίας της ελιτικής εικόνας ενός τέτοιου συμφέροντος, με συνέπεια κάθε χώρα να θεωρεί ασφαλέστερο την επανεθνικοποίηση των προβλημάτων.

Ιστορικό προηγούμενο έχουν και οι όροι της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και ανθρώπων, όπως αυτό καταφαίνεται από το έργο «o νέος Κινέας» του Γάλλου μοναχού Crucé τον 16ο αιώνα, που θεωρούσε την ελευθερία αυτή απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη, και συνεπώς, προσέδιδε πολιτικούς στόχους. Δεν μπορεί έτσι να περάσει απαρατήρητο ότι η διαμόρφωση της ενιαίας αγοράς, παρά τους συνειρμούς για οικονομίστικη προσέγγιση στο όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα, έχει αναμφίβολα από μόνη της πολιτικές διαστάσεις. 
Όπως σωστά επισημαίνει και ο έλληνας πρωθυπουργός, αν δε δώσουμε συγχρόνως πολιτικές απαντήσεις, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κρίσης που θα οδηγήσει σε αποδόμηση και εκείνου που θεωρείται κεκτημένο. Η συνολική πολιτική αντίληψη είναι αναγκαία, γιατί καμιά μερικότερη πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί στο κενό άλλων πολιτικών. Η πράξη το επιβεβαιώνει. Το νέο δίλημμα δεν είναι ποια πολιτική θα μείνει στην εθνική κυριαρχία, αλλά το πώς η μεταφορά συνολικών εξουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συμβιβαστεί με την εθνική κυριαρχία και ποια εχέγγυα θα υπάρξουν για τα εθνικά συμφέροντα.

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι εμπειρίες του παρελθόντος και γενικά το ιστορικό επιχείρημα αποτελούν ασφαλή οδηγό για πολιτικές λύσεις που αφορούν μια άλλη εποχή ή αν οι ιστορικές εμπειρίες συνιστούν βαριά κληρονομιά που μάλλον εμποδίζουν τις καθαρές πολιτικές λύσεις για το μέλλον. Το δίλημμα που θέτει το ερώτημα αυτό είναι γνωστό και όσες απαντήσεις και αν δοθούν, αυτό θα παραμείνει. 
Όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε δύο βασικά συμπεράσματα. Το θέμα δεν είναι να στοιχιθούν σημερινές απαντήσεις με τις απαντήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν και να αποτρέψουμε μια νεοτερική πολιτική σκέψη. Το κρίσιμο είναι να έχουμε γνώση των κινδύνων που κρύβουν τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματική μια σύγχρονη πολιτική απάντηση. Αναζητώντας την αλυσίδα των προβλημάτων στο ιστορικό βάθος συνειδητοποιούμε την έκταση των δυσκολιών του εγχειρήματος και καταγράφουμε τις ριζωμένες αντιλήψεις και πάγιες συμπεριφορές που ενδεχομένως θα συναντήσουμε και στο μέλλον.
Το μεγάλο κεκτημένο από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται στη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη σκέψη, φανερή ή συγκεκαλυμμένη, της ηγεμονίας μερικών κρατών πάνω στα άλλα. Αν διατηρηθεί αυτό το κεκτημένο και δοθεί απάντηση στο ποια κοινωνία θέλουμε, οι λύσεις για τις συγκεκριμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα είναι σχετικά εύκολη υπόθεση.