Συνέντευξη του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ Κουκιάδη στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής» και στον δημοσιογράφο κ. Φίλιππο Δεριαδέ.
Ημερομηνία δημοσίευσης :2.11.2002
1)Το προτεινόμενο σχέδιο Συντάγματος της ΕΕ θέτει επί τάπητος μια σειρά από σημαντικά ζητήματα όπως την κατανομή των εξουσιών και προτείνει τη δημιουργία νέων θεσμών, όπως το Κογκρέσο των Λαών και την θέση του Προέδρου της ΕΕ, τα οποία δεν έχουν συζητηθεί σε εθνικό επίπεδο. Εκτιμάτε ότι οι πολίτες της ΕΕ έχουν ενημερωθεί επαρκώς για όλα αυτά που βρίσκονται σε εξέλιξη για αυτούς…χωρίς αυτούς;
Προγράμματα ενημέρωσης των πολιτών ήδη άρχισαν να τρέχουν αρκετά. Μόνο στη Θεσσαλονίκη αυτό το μήνα υπάρχουν δύο εκδηλώσεις στις οποίες έχω την τιμή να συμμετάσχω. Το πρόβλημα είναι γιατί δεν συνεγείρονται ακόμη οι πολίτες για ένα θέμα που αφορά το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Επειδή, για όσους πιστεύουν στη δημοκρατία, ο λαός σκέπτεται πάντοτε σωστά,- γι’ αυτό άλλωστε είναι και το κυρίαρχο όργανο- το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί οι πολιτικές δυνάμεις, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και στις άλλες χώρες, δεν μπόρεσαν ακόμη να καταστήσουν το θέμα αυτό κεντρικό πολιτικό θέμα. Μόνο έτσι σε κάθε πόλη θα γίνουν μαζικές συγκεντρώσεις, που θα δίνουν την ευκαιρία να συζητηθούν όλες οι πτυχές για το αναζητούμενο Σύνταγμα της Ευρώπης. Θα πρέπει λοιπόν τα κόμματα να επανεξετάσουν τους σχεδιασμούς τους και να δώσουν σε αυτό απόλυτη προτεραιότητα. Και πρώτα πρώτα η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να το κάνει αυτό.
Τα ζητήματα που τίθενται είναι όντως
σημαντικά γιατί όλα συνδέονται με τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και
αντιστοίχως με τη μεταφορά εθνικής κυριαρχίας σε κεντρικά πολιτικά όργανα στις
Βρυξέλλες. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα στην όλη προβληματική για την
κατανομή των αρμοδιοτήτων. Αυτοί που επιδιώκουν μια βιώσιμη πολιτική ένωση δεν
θέλουν να υπάρξει ένας κατάλογος κατανομής αρμοδιοτήτων, γιατί κάτι τέτοιο
θυμίζει περισσότερο μια διακυβερνητική συνεργασία ή μια συμμαχία και έτσι δεν
ανταποκρίνεται στο βασικό στόχο για τη δημιουργία ενός κεντρικού πολιτικού
μορφώματος. Οι επιμέρους πολιτικές είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και γι’
αυτό δεν μπορούν άλλες να σχεδιάζονται απο ένα κεντρικό όργανο και άλλες από τα
κράτη μέλη. Στο ερώτημα πως θα καθορίζονται οι σχέσεις μεταξύ εθνικών και
κοινοτικών αρμοδιοτήτων η απάντηση θα πρέπει κατά βάση να στηριχθεί στην όχι
και τόσο γνωστή σε εμάς αρχή της επικουρικότητας, που αποκτά πρωτεύουσα πολιτική
σημασία. Αυτή αποτελεί το κλειδί με το οποίο θα αποφασίζεται ποια θέματα δεν
μπορούν να προωθηθούν επιτυχώς σε εθνικό επίπεδο αλλά απαιτούν κοινοτική δράση
προκειμένου να επιτευχθούν οι κοινοτικοί στόχοι. Δικαίως λοιπόν στη Συντακτική
Συνέλευση η αρχή αυτή αποτελεί κεντρικό θέμα συζήτησης και έχει προταθεί να
υπάρχει εκ των προτέρων πολιτικός έλεγχος από τα εθνικά κοινοβούλια και εκ των
υστέρων δικαστικός έλεγχος.
Ως προς τη δημιουργία νέων θεσμών οι προτάσεις πέφτουν βροχή. Η βασική
διαχωριστική γραμμή είναι ανάμεσα στους θεσμούς που προωθούν την κοινοτική
μέθοδο, δηλαδή τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφίες, τη συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως
εκπροσώπου του κοινοτικού συμφέροντος, και τους θεσμούς που προωθούν τη
διακυβερνητική μέθοδο, όπου κυρίαρχο ρόλο θα έχει το Συμβούλιο ως
αντιπροσωπευτικό όργανο των κυβερνήσεων. Την τελευταία αυτή θέση υποστηρίζουν
κυρίως οι Άγγλοι και γι’ αυτό σε αντίθεση με τους υποστηρίζοντες την πρώτη θέση,
που θέλουν ενισχυμένο τον ρόλο του προέδρου της Επιτροπής και την εκλογή του από
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προτείνουν τη δημιουργία ενός Διευθυντηρίου από πρώην
πρωθυπουργούς που θα εκλέγεται από το Συμβούλιο.
Η πρόβλεψη ενός δεύτερου Κοινοβουλίου, «του Κοινοβουλίου των λαών», όπως
προτείνει ο Ντ’ Εστέν, δεν λέει από μόνη της τίποτε. Το θέμα είναι σε ποια
λογική θα ενταχθεί. Και εν πάση περιπτώσει παρότι ακούγεται ως κάτι θετικό προς
την κατεύθυνση της κάλυψης του δημοκρατικού ελλείμματος, είναι μάλλον αδόκιμη.
Πράγματι, ενώ θα περιπλέξει τις διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν
πρόκειται να προσφέρει τίποτε περισσότερο στη δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεύτερο
νομοθετικό σώμα δεν χωρά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκείνο που απαιτείται είναι η
ενίσχυση των συνεργασιών με τα Εθνικά Κοινοβούλια χωρίς όμως παρακώλυση του
έργου του Ευρωκοινοβουλίου. Για να κλείσω το ερώτημα από το σημείο που το
άρχισα, όλες αυτές οι επιμέρους συζητήσεις αποκτούν πολιτικό ενδιαφέρον, όταν
ενσωματωθούν στη γενική συζήτηση για το αν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη ή
περισσότερη αυτονομία των κυβερνήσεων.
2)Προσωπικά εσείς και συνακόλουθα το
κόμμα σας και η ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην οποία ανήκετε πως
αντιμετωπίζετε το προτεινόμενο σχέδιο από τον κ. Ζισκάρ Ντ’ Εστέν; Είστε με τους
λεγόμενους φεντεραλιστές ή με τους πολέμιους μιας ομόσπονδης Ευρώπης;
Η Σοσιαλιστική Ομάδα είναι
κατεξοχήν ομάδα που ενσαρκώνει την ιδέα του φεντεραλισμού. Οι θέσεις της έχουν
διατυπωθεί με απόλυτη σαφήνεια και συμπυκνώνονται στην ενίσχυση της Επιτροπής
και του ρόλου του προέδρου της, στη γενίκευση της συναπόφασης του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, στη συγχώνευση των τριών πυλώνων, που σημαίνει κοινοτικοποίηση
θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας άμυνας, δικαιοσύνης, δικαστικής
συνεργασίας, στην κατάργηση της θέσης του ύπατου της ΚΕΠΑ και στη συγχώνευση των
αρμοδιοτήτων του με καθορισμό ενός ενιαίου εκπροσώπου μέλους της Επιτροπής.
Βέβαια κανένας φεντεραλισμός δεν είναι τόσο προχωρημένος, ώστε να οδηγεί στην
κατάργηση των εθνικών κρατών, όπως συμβαίνει με το ομοσπονδιακό σύστημα της
Γερμανίας. Η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Εκείνο όμως που είναι
εφικτό και πρέπει να επιτευχθεί με κάθε τρόπο είναι η ενίσχυση των πολιτικών
θεσμών της Ευρώπης που θα επιτρέψουν σε μια δεύτερη φάση την ολοκλήρωση της
πολιτικής της Ένωσης.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα προωθηθεί και θα ενισχυθεί η έννοια του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος και θα δημιουργηθεί ο πυρήνας μιας ευρωπαϊκής συνείδησης. Οι πολέμιοι μιας ομόσπονδης Ευρώπης έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την επανεθνικοποίηση πολιτικών, τη διατήρηση πρωταγωνιστικού ρόλου των μεγάλων κρατών και την επάνοδο σε μια λογική ισορροπιών του μεσοπολέμου.
3)Η πρόταση για την διπλή υπηκοότητα, εθνική και ευρωπαϊκή και η πρόβλεψη για προαιρετική επιλογή της μίας ή και των δύο δεν δημιουργεί τον κίνδυνο αλλαγής «ευαίσθητων εθνικών δεδομένων και ισορροπιών»; Εκτιμάτε ότι οι πολίτες της ΕΕ διαθέτουν την ωριμότητα να υποδεχθούν με σύνεση ανάλογες ριζοσπαστικές προτάσεις;
Η διπλή ιθαγένεια έχει την έννοια της συνύπαρξης με την εθνική υπηκοότητα και δεν μπορεί να προωθηθεί παρά μόνο κατά το μέρος που θα επικρατήσουν οι λεγόμενοι φεντεραλιστές. Αυτά περί κινδύνων τα θεωρώ άνευ σημασίας, γιατί η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας εμπεριέχει κάτι το αυτονόητο, ότι δηλαδή συμφωνούμε να έχουμε δικαιώματα και υποχρεώσεις για το ευρωπαϊκό σπίτι και συνεπώς ότι πιστεύουμε ότι το κοινοτικό συμφέρον δεν αντιφάσκει στο εθνικό συμφέρον. Οι πολίτες είναι έτοιμοι να αποδεχθούν κάποιες ριζοσπαστικές προτάσεις, αν η Ευρώπη πάψει να είναι γραφειοκρατική, τους πλησιάσει και τους πείσει για τη σοβαρότητα των προθέσεων της να τους εκφράζει πολιτικά. Η απάντηση στην ολική παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί παρα να είναι η περιφερειακή παγκοσμιοποίηση.
4) Για πρώτη φορά συζητείτε ανοιχτά το ενδεχόμενο να θεσμοθετηθεί διαδικασία η οποία θα επιτρέπει σε χώρες που θα το επιθυμούσαν να αποχωρήσουν έξοδο από την ΕΕ; Αυτό δεν ενέχει κίνδυνο για την σταθερότητα της ΕΕ;
Η διαδικασία αυτή που προτείνεται πρέπει να συζητηθεί ευρύτατα, γιατί αν θεσμοθετηθεί χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες, υπάρχει ο κίνδυνος το τρένο της Ευρώπης να αλλάξει παντελώς τροχιά. Όμως η βασική της ιδέα πρέπει να κρατηθεί, γιατί δεν μπορεί μια Ευρώπη των εικοσιπέντε κρατών να παραμείνει έρμαιο των ενδεχόμενων αντιευρωπαϊκών προσανατολισμών κάποιας χώρας.
5)Οι ηγέτες της ΕΕ προτείνουν νέους θεσμούς εξουσίας στους πολίτες και χωρίς να έχουν προηγηθεί σε βάθος διαδικασίες ενημέρωσης ήδη διαφωνούν ακόμα και για το όνομα της «νέας» Ευρώπης. Οι πολίτες πως θα πρέπει να αντιδράσουν όταν δεν υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική, κοινό κοινωνικό κράτος ή θέματα κρίσιμα όπως η ΚΑΠ αναμοχλεύουν έριδες μεταξύ των μελών –κρατών ;
Ήδη με τα όσα ανέφερα πιο πάνω δόθηκε απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η νέα Ευρώπη που σχεδιάζεται θα έχει μέλλον μόνο με την κοινοτικοποίηση των επιμέρους πολιτικών με τους όρους βέβαια που προσδιορίστηκαν παραπάνω και όχι με την επανεθνικοποίηση που επιδιώκουν ορισμένοι. Ειδικά για την κοινοτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα θα στερηθεί οποιαδήποτε δυνατότητα για δική της εξωτερική πολιτική αλλά ότι σε ένα ευρύ κύκλο τομέων, θα επιδιώκεται ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής με βάση τους στόχους και τις κοινές αξίες της ΕΕ. Έτσι θα υπάρχει ενιαία φωνή στις διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ενιαία αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και των μεταναστευτικών ρευμάτων, ενιαία εκπροσώπηση σε διεθνείς οργανισμούς. Οι λαοί της Ευρώπης έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στο σημερινό πλάσμα της εθνικής κυριαρχίας και στην απόκτηση μιας αξιόπιστης πολιτικής παρουσίας απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομική εξουσία.