Άρθρο του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Δ. Κουκιάδη για την εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος" και στη δημοσιογράφο κ. Βασιλική Νικολούλια με αφορμή τα προβλήματα κατά τη μεταφορά της οδηγίας για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου.

Ημερομηνία δημοσίευσης :3.11.2002 

 

Ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται η συμμόρφωση της Ελλάδας με την κοινοτική οδηγία 1999/70 και ο τρόπος ανάπτυξης των εκατέρωθεν επιχειρημάτων δεικνύει για μια ακόμη φορά τη δυσκολία αφομοίωσης του κοινοτικού δικαίου. Η οδηγία στηρίζεται στη συμφωνία πλαίσιο των ευρωπαϊκών κοινωνικών εταίρων, αναγκαίο συμπλήρωμα δύο άλλων οδηγιών, η μια για τη μερική απασχόληση που ήδη ισχύει, και η άλλη για τη προσωρινή απασχόληση μέσω εταιριών απασχόλησης, η οποία επίκειται να υιοθετηθεί.
Και οι τρεις αποσκοπούν, όπως αναφέρεται επακριβώς και στο προοίμιο της συμφωνίας πλαίσιο, "στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης εργασίας συμπεριλαμβανομένων των ευέλικτων εργασιακών προτύπων προκειμένου να καταστούν οι επιχειρήσεις ανταγωνιστικές και να επιτευχθεί η αναγκαία ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας". Ο στόχος λοιπόν είναι διττός. Η ευελιξία και η ασφάλεια των εργαζομένων. Η ασφάλεια επιτυγχάνεται με την βελτίωση της ποιότητας εργασίας ορισμένου χρόνου, τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης και την αποτροπή της κατάχρησης με αδικαιολόγητη προσφυγή στη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Πρακτικά αυτό εκφράζεται με τη δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να επιτρέπει την προσφυγή σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν αυτό δικαιολογείται από τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων.

Η οδηγία δεν προσδιορίζει ποιοι είναι αυτοί οι τομείς ή ποιες είναι αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων. Ο προσδιορισμός επαφίεται στην εξουσία τους κάθε κράτους μέλους και στο σημείο αυτό συμφωνεί και η γνωμοδότηση της ΟΚΕ. Όμως η προσφυγή σε αυτές τις εξαιρέσεις, όπως και στη δυνατότητα σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και να διέπεται από την πάγια αρχή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, την αρχή της αναλογίας. Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται ο κατάλογος των εξαιρέσεων στο σχέδιο του Προεδρικού διατάγματος δημιουργεί ορισμένα προβλήματα σωστής μεταφοράς της οδηγίας γιατί αυτές διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό και δε συνδέονται με συγκεκριμένες ανάγκες του τομέα ή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του είδους εργασίας. Η ομόφωνη θέση των κοινωνικών εταίρων στην ΟΚΕ θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση γιατί η ίδια οδηγία προβλέπει την υποχρέωση διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να καθοριστούν οι εξαιρέσεις.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το θέμα όσον αφορά τη χώρα μας, ενδιαφέρει κυρίως το δημόσιο γιατί στον ιδιωτικό τομέα ήδη από αρκετό χρόνο είχαμε προβλέψει την απαγόρευση καταχρηστικής προσφυγής στις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η σωστή εφαρμογή της οδηγίας στο δημόσιο θα είναι πολλαπλώς χρήσιμη για τη δημόσια διοίκηση, γιατί θα θέσει ένα τέρμα που ταλαιπωρεί τους εργαζόμενους και τη διοίκηση και θα αποτελέσει, όπως τόνισα και άλλοτε, μια σημαντική τομή για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης ίσως τη σημαντικότερη μετά τη θέση σε λειτουργία του ΑΣΕΠ.

Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο και θα υπάρξουν ούτως ή άλλως αμφισβητήσεις όπως συμβαίνει και με τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες στα άλλα κράτη. Αυτές θα λυθούν τελικά σε κοινοτικό επίπεδο. θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός των αναφορών με προσφυγή στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θα επιτρέψει στη συνέχεια την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θέλω να πιστεύω θα εξομαλύνουν το πεδίο διαφοροποιήσεως. Αν και μετά από αυτό το στάδιο δεν υπάρχει συμφωνία, τότε θα ακολουθήσει και η προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του ελληνικού κράτους. Με λίγα λόγια το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει μηχανισμό για άρση των αμφισβητήσεων που προέκυψαν και τα λεγόμενα ότι "το ελληνικό κράτος θα καθίσει στο σκαμνί" είναι πρόωρα.