Σύντομο σχόλιο του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη για την εφημερίδα «Αγγελιαφόρος της Κυριακής» και τον δημοσιογράφο κ. Οικονόμου με θέμα  την Κύπρο, την ενταξιακή διαδικασία και τον ευρωστρατό.

Τίτλος δημοσιεύματος: «Υπέρβαση των αγκυλώσεων»

 

Ημερομηνία δημοσίευσης :2.11.2002 

 

Οι αποφάσεις του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών δείχνουν ότι δεν υπάρχει περιθώριο αποκλεισμού κάποιας χώρας από την επικείμενη διεύρυνση.  Υπάρχει τακτή προθεσμία να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τις χώρες αυτές μέχρι το Συμβούλιο της Κοπεγχάγης 12 και 13 Σεπτεμβρίου καθώς και δεύτερη προθεσμία για να υπογραφεί η Συνθήκη προσχώρησης, που είναι ο Απρίλιος του 2003, με καθορισμένο  τόπο υπογραφής την Αθήνα. Είναι και συμβολικά έστω θετικό ότι η συμφωνία για την ένταξη της Κύπρου μαζί με τις άλλες χώρες θα γίνει στην Αθήνα.

Εξακολουθεί να παραμένει, σύμφωνα πάντα και με την απόφαση του Συμβουλίου, ως κύριος στόχος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια επανενωμένη Κύπρος με βάση μια συνολική διευθέτηση. Η έκκληση που απευθύνεται προς τους ηγέτες των δύο πλευρών  για να καταλήξουν σε μια συμφωνία εμπεριέχει και την διαφέρουσα πολιτική θέση,  ότι η διαδικασία της ένταξης της Κύπρου αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

 Για την ελληνική πλευρά θα έλεγα ότι η επισήμανση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη αξία. Και αυτό γιατί σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου η οποιαδήποτε συμφωνία για την επανένωση της Κύπρου πρέπει να στηρίζεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ενώ κατά δεύτερο λόγο δεν θα μπορεί να περιέχει όρους αντίθετους με τις γενικές αρχές που διέπουν την ΕΕ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις ευνοούν την ελληνική πλευρά, όχι γιατί συνιστούν μια εύνοια για την Ελλάδα, αλλά γιατί αναφέρονται στις αρχές του δικαίου που ήταν πάγια θέση της ελληνικής διπλωματίας. Στο σημείο αυτό ακριβώς συγκεφαλαιώνεται η επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης.

Με απλά λόγια αυτές οι προϋποθέσεις ερμηνεύονται ότι πρώτον η κυπριακή δημοκρατία μόνο ως ενιαίο κράτος μπορεί να ενταχθεί στην ΕΕ και κανένας από την ΕΕ δεν μπορεί να καταλογίσει ευθύνες στην ελληνική πλευρά αν εμμένει σε αυτή την προϋπόθεση. Κατά δεύτερο λόγο θεωρείται αυτονόητο ότι οι βασικές ελευθερίες για ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, κεφαλαίων και εγκατάσταση στην ΕΕ, που αποτελούν τον πυρήνα του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, δεν μπορούν να περιοριστούν από οποιαδήποτε συμφωνία επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου. Μπορεί να υπάρξουν μεταβατικές περίοδοι, και αυτό είναι χρήσιμο για όλους, αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν περιορισμοί που θα μειώνουν την εμβέλεια αυτών των ρυθμίσεων.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον της Κύπρου γιατί μέσα από την αξιοποίηση αυτών των ελευθεριών από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους θα αναπτυχθεί η αμοιβαία διείσδυση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον των δύο πλευρών στην αξιοποίηση των νέων οικονομικών δυνατοτήτων που προσφέρονται και σταδιακά θα αποστασιοποιηθούν οι μνήμες από τις πληγές του παρελθόντος, γιατί το ενδιαφέρον θα επικεντρώνεται  στο πώς θα διασφαλιστεί  το μέλλον τους.

Για αυτούς όλους τους λόγους οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας και της Κύπρου θα πρέπει να κάνουν μια υπέρβαση από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να δουν σε μακροχρόνια βάση τα πραγματικά συμφέροντα της Κύπρου. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την τουρκική πλευρά, για την οποία  το κυπριακό στο οποίο επένδυσε πολλά, από ένα σημείο και μετά μετατράπηκε σε βάρος και η οποιαδήποτε αδιαλλαξία της που στηρίζεται στην αντίληψη των τετελεσμένων γεγονότων και στην  επιτόπια στρατιωτική  υπεροχή είναι αδιέξοδη. Για τους Τουρκοκύπριους δεν χρειάζεται να αναφερθώ ιδιαίτερα. Αυτοί περισσότερο από κάθε άλλο έχουν συμφέρον να επενδύσουν στην προοπτική που ανοίγεται με την ΕΕ για εταιρικές σχέσεις.

Πάντως, για την πληρότητα του σχολίου θα πρέπει να τονιστεί και πάλι, ότι σύμφωνα και με την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου, αν δεν υπάρξει λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου μέχρι τον Δεκέμβριο, οι αποφάσεις που θα λάβει το Συμβούλιο της Κοπεγχάγης θα βασίζονται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Ελσίνκι του 1999. Για μια ακόμη φορά η απόφαση του Ελσίνκι που τόσο κατακρίθηκε από ορισμένες πλευρές αποδεικνύεται ότι αποτελεί  τη χρυσή ελπίδα για το κυπριακό.

Όσο αφορά τον ευρωστρατό, τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από το τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής  είναι νομίζω αρκετά ικανοποιητικά για την ελληνική πλευρά. Πρώτο και κύριο τέτοιο σημείο είναι η πλήρης κοινοτικοποίηση του όλου θέματος με την έννοια ότι δεν γίνεται πλέον συζήτηση για έγγραφο της Άγκυρας αλλά για έγγραφο των Βρυξελλών.

Στη συνέχεια, γίνεται σαφής υπόμνηση ότι δεν θα μπορεί να ληφθεί δράση που ενδέχεται να παραβιάσει τις αρχές του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του χάρτη για τη διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, την ειρηνική επίλυση των διαφορών και την αποχή από τις απειλές για χρήση βίας. Πρόκειται για θέσεις που ταυτίζονται πλήρως με τις πάγιες θέσεις της ελληνικής πολιτείας. Ακόμη, αναφέρεται ότι η ΕΠΑΑ σε καμιά περίπτωση, ούτε σε περίπτωση κρίσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον συμμάχου χώρας, με αμοιβαία όμως συμφωνία, και αυτό το σημείο ίσως αποτελεί το πιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ότι ούτε στο πλαίσιο της στρατιωτικής διαχείρισης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μπορεί να αναληφθεί δράση εναντίον της ΕΕ ή των κρατών-μελών της.

Κατά τα λοιπά, προβλέπονται διαβουλεύσεις μεταξύ των 15 χωρών της ΕΕ και των έξι χωρών μελών του ΝΑΤΟ, που δεν είναι μέλη της ΕΕ αλλά οι αποφάσεις που θα αναλαμβάνονται για τη διαχείριση των κρίσεων, τουλάχιστον όταν δεν θα γίνεται χρήση των μέσων και του δυναμικού του ΝΑΤΟ,  θα είναι αποκλειστικά αποφάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ. Διασφαλίζεται έτσι η επιδιωκόμενη αυτονομία της. Νομίζω, ότι το επίμαχο θέμα του ευρωστρατού λύνεται με έναν τρόπο αποδεκτό και για τα ελληνικά συμφέροντα.