2000

  Άρθρο του Ευρωβουλευτή, καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Το Βήμα» Τίτλος άρθρου: Οι μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της ΕΕ»


Θεσσαλονίκη, 9 Ιουνίου 2000


Η κίνηση για τη μεταρρύθμιση είναι μη αναστρέψιμη γιατί καμία από τις προϋποθέσεις με τις οποίες στήθηκαν τα ασφαλιστικά συστήματα δεν συντρέχει. Αυτό δεν φαίνεται να αμφισβητείται από κανέναν. Ευθεία δέσμευση από την ΕΕ δεν υπάρχει αλλά κάτι τέτοιο δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Μια ολόκληρη πολιτική έχει εξυφανθεί που οι δεσμεύσεις που δημιουργεί είναι πιο ισχυρές από τις οποιεσδήποτε επιταγές.

Οι κοινοί προβληματισμοί άρχισαν το 1990. Το 1992 εκδόθηκε μια σύσταση σχετικά με την σύγκλιση των στόχων για να ακολουθήσει το 1995 πρόταση με τίτλο "το μέλλον της κοινωνικής προστασίας" που δημιούργησε όμως πολλές αντιδράσεις. Έτσι μετά από δύο χρόνια εκδόθηκε μια βελτιωμένη ανακοίνωση με τίτλο "εκσυγχρονισμός για την βελτίωση της κοινωνικής προστασίας" όπου η προστασία για πρώτη φορά εθεωρείτο  συνιστώσα της παραγωγής. Προβλέφθηκαν ακόμα εκθέσεις για την πορεία των μεταρρυθμίσεων, προτάσεις για στενότερη συνεργασία και πρόσφατα, η σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κοινωνική προστασία.

Τη σκυτάλη πήρε εδώ και καιρό  το Συμβούλιο των Υπουργών των Οικονομικών που εντάσσει την μεταρρύθμιση στην εμβάθυνση της οικονομικής ολοκλήρωσης. Τα θέματα λοιπόν ξεφεύγουν από το στενό κύκλο των Υπουργών Κοινωνικής Ασφάλισης. Βέβαια τα  κράτη μέλη έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να οργανώνουν και να χρηματοδοτούν το δικό τους ασφαλιστικό σύστημα. Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια σε αυτό και όπως είναι γνωστό ο διάβολος  βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Πρέπει να υπάρχει –λέγεται- συντονισμένη προσέγγιση του εκσυγχρονισμού ως βασική συνιστώσα της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Ακόμη, η σύνδεση επιδιώκεται και με την πολιτική απασχόλησης . Έτσι, οι δεσμεύσεις επιβάλλονται εκ του πλαγίου.

Όλη αυτή η ιστορική αναδρομή δεν γίνεται για να καλύψει την ιστορική μας περιέργεια αλλά για να καταστήσει σαφές ότι οι κατευθύνσεις του μεγάλου εγχειρήματος έχουν επαρκώς προσδιοριστεί. Όποιος επιθυμεί να συμμετάσχει στο διάλογο που ανοίγει, χωρίς να παγιδευτεί από την συνθηματολογία, θα πρέπει να μελετήσει αυτές τις προτάσεις. Για αυτό θα ήταν χρήσιμο τα αντίστοιχα κείμενα που είναι ήδη μεταφρασμένα στα ελληνικά να τυπωθούν και να διανεμηθούν.

Οι λόγοι που επιβάλλουν τη μεταρρύθμιση είναι λίγο έως πολύ γνωστοί. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στο να καταγράψουμε τους στόχους της μεταρρύθμισης που έχουν προσδιοριστεί από την ΕΕ σε τέσσερις, σε συνάρτηση των οποίων προσδιορίζονται τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν. Η στρατηγική σύγκλιση των στόχων δεν επιδιώκει την εναρμόνιση των υφισταμένων συστημάτων. Αυτή είναι αδύνατη γιατί οι διαφορές ανταποκρίνονται σε παραδόσεις, πολιτικά και πολιτιστικά κεκτημένα κάθε κράτους. Ανάμεσα στα συστήματα που εμπνέονται από το  μοντέλο του Bismark  και του Beveridge, τα μικτά συστήματα, τα διάφορα συστήματα υγείας και τις σχέσεις κρατικής και ιδιωτικής ασφάλισης, η εναρμόνιση είναι αδύνατη. Αυτό που επιδιώκεται είναι μια στρατηγική σύγκλισης των στόχων με τρόπο που να μην αποτελεί η απόκλιση συστημάτων τροχοπέδη στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

 Ως πρώτος στόχος προσδιορίζεται  η δημιουργία συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης  πιο φιλικών στην απασχόληση. Οι αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνδυάζουν την νέα προστασία με τη μη αποθάρρυνση των εργοδοτών να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης –κάτι που βασικά σημαίνει μεταφορά μέρους του ασφαλιστικού κόστους στο κοινωνικό σύνολο. Να μην συνιστούν οι ασφαλιστικές ρυθμίσεις εμπόδιο στην κινητικότητα των εργαζομένων και στην απασχολησιμότητα. Να συνεκτιμηθούν οι ιδιαιτερότητες των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης και της αυτοαπασχόλησης προκειμένου να ενισχυθούν αυτές οι μορφές απασχόλησης. Ακόμα προτείνονται μέτρα που θα συνδυάζουν τον επαγγελματικό και οικογενειακό βίο για να ενθαρρύνεται η συμμετοχή στην αγορά, γυναικών και νέων ζευγαριών. Αυτό προυποθέτει συντονισμό των μεταρρυθμίσεων που προκρίνονται για την κοινωνική ασφάλιση με τις κατευθυντήριες οδηγίες της πολιτικής για τη απασχόληση.

Ο δεύτερος στόχος αναφέρεται στο να γίνουν βιώσιμα τα συνταξιοδοτικά συστήματα με κατοχύρωση ασφαλούς χρηματοδότησης και  ικανοποιητικών συντάξεων. Η απαίτηση αυτή προσδιορίζεται από την εξεύρεση ισορροπιών μεταξύ κεφαλαιοποιητικών και  αναδιανεμητικών συστημάτων. Το θέμα των ορίων συνταξιοδότησης τίθεται σε νέα βάση με το σύνθημα «δραστήρια γηρατειά». Χωρίς να αποκλείεται για τις νέες γενιές η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, επιδιώκεται κατά κύριο λόγο ευελιξία στην αποχώρηση από τον ενεργό βίο λόγω συνταξιοδότησης με αποθάρρυνση της πρόωρης εξόδου και με ένα συνεκτικό μίγμα πολιτικής για την αγορά εργασίας και την προστασία. Μια ολόκληρη νέα πολιτική ξεκινάει «για να προστεθεί ζωή στα χρόνια». Θεωρείται ότι ο στόχος της προώθησης των «δραστήριων γηρατειών» δεν περιορίζεται στις πολιτικές για τους ηλικιωμένους αλλά επηρεάζει άμεσα τη γενιά που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας. Εδώ εντάσσεται ακόμα και το πρόβλημα της φτώχειας των ηλικιωμένων γυναικών που απορρέει από τη μικρή συμμετοχή τους στην απασχόληση σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη δομή των νοικοκυριών.

 Ως τρίτος στόχος είναι η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού με μέτρα που εξασφαλίζουν για όλους ελάχιστες εισοδηματικές παροχές και πρόσβαση στις υπηρεσίες στέγασης και υγείας .

Τέλος ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου  ποιότητας και βιωσιμότητας των υπηρεσιών υγείας με παράλληλο περιορισμό των ανισοτήτων στην αγορά υγείας. Στο ερώτημα πως θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος η λύση περνά μέσα από βελτιώσεις λειτουργικής φύσεως του μηχανισμού που αφορά τόσο τη διαχείριση πόρων  όσο και τον έλεγχο των δαπανών και της αυξανόμενης ζήτησης για τα συστήματα υγείας. Θεωρείται ότι η πίεση προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί με μια νέα  πολιτική πρόληψης σ’ αυτόν τον τομέα. Η χρησιμοποίηση γνώσεων ιατρικής τεχνολογίας με πιο αποτελεσματικό τρόπο επιβάλλει να αναθεωρηθεί όλο το σύστημα παροχής ιατρικής φροντίδας. Ιδιαίτερη μέριμνα επιδιώκεται για το νέο κοινωνικό κίνδυνο που προέρχεται από τους φιλάσθενους ηλικιωμένους που έχουν ανάγκη  μακροχρόνιας φροντίδας .

Οι μεταρρυθμίσεις που  επέρχονται  είναι φυσικό να δημιουργούν ανησυχίες. Όμως αν αναζητηθεί το κοινό συμφέρον θα μπορέσουν να δώσουν ελπίδα για ένα νέο βιώσιμο κοινωνικό κράτος. Οι τάσεις που αρχίζουν να επικρατούν τελευταίως στις Ευρωπαϊκές πολιτικές δίδουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας γιατί πλέον δεν στηρίζονται αποκλειστικά σε μακροοικονομικές επιδιώξεις αλλά θεωρούν το Ευρωπαϊκό κοινωνικό  μοντέλο μέρος του Ευρωπαϊκού παραγωγικού συστήματος Έχει γίνει κατανοητό ότι η κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να σχεδιαστεί  μόνο με όρους προϋπολογισμού γιατί αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες  μιας ελεύθερης κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να βλέπουμε τις μεταρρυθμίσεις μόνο σαν μια απάντηση στην κρίση που έρχεται αλλά και σαν μια απάντηση για την νέα οικονομία που μας επιβάλλεται.

  ΠΙΣΩ

Άρθρο του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ , καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Καθημερινή»

Τίτλος άρθρου:«Η νέα στρατηγική για το κοινωνικό πρόσωπο της Ευρώπης»  

  Θεσσαλονίκη 17/06/2000

  Νέα εποχή για πολλά χρόνια ενοχοποίηση της κοινωνικής πολιτικής ανοίγεται στην ΕΕ μέσω της προώθησης της κοινωνικής ατζέντας και των συγκεκριμένων μέτρων που θα την υλοποιήσουν .

Επανεντάσσεται στον χώρο της πολιτικής η κοινωνική πολιτική ανατροφοδοτούμενη με νέες αξίες νέες αξιολογήσεις χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι εμπειρίες από την μακροχρόνια άσκηση της στο παρελθόν. Να λοιπόν που η πολιτική ξαναπαίρνει σταδιακά τις ιδεολογικές της διαφοροποιήσεις και τις αποχρώσεις που επιτρέπουν τον ιδεολογικό ανταγωνισμό Απέναντι στην προσέγγιση της φιλελεύθερης πολιτικής απλοϊκή αλλά με τάσεις καθολικής κυριαρχίας η νομιμοποίηση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους ξαναβρίσκει τα ερείσματα της εμπλουτισμένη με το στόχο της αναβάθμισης της ποιότητας των  σχέσεων εργασίας και γενικότερα των κοινωνικών σχέσεων με την εμπλοκή νέου τύπου συνομιλητών από την ευρύτερη ομάδα των μη κυβερνητικών οργανώσεων και με νέα δοσολογία ανάμεσα σε μέτρα νομοθετικού τύπου και τα λεγόμενα μέτρα ανοιχτής συνεργασίας

Με άλλα λόγια η Ευρώπη βρίσκεται σε αναζήτηση του νέου κοινωνικού της προσώπου

Ο στόχος για την ποιότητα περιέχει την προώθηση νέου τύπου υπηρεσιών  με έμφαση στις τοπικές κοινωνίες και την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας Κυρίως όμως και πρωτίστως το κέντρο του στόχου αυτού βρίσκεται στην καταπολέμηση των διακρίσεων και του αποκλεισμού που ακόμη για έναν μεγάλο αριθμό πολιτών θεωρούνται θέματα δευτερευούσης σημασίας αν όχι εξωτικά που όμως στην πραγματικότητα  θα καθορίσουν το στίγμα του κοινωνικού προσώπου της Ευρώπης για τον 21ο αιώνα . Με τον στόχο αυτό  θα ανατραπούν πρακτικές, αντιλήψεις, που επί αιώνες χαρακτήριζαν τις κοινωνικές μας σχέσεις και συνακόλουθα θα αναπροσαρμοστεί το σύνολο των πολιτικών στην παιδεία, την εργασία τον πολιτισμό, την οικονομία και όχι μόνο

Μια σύγχρονη κοινωνία δημιουργική  με υποθήκες  για τις νέες γενεές για μια συνεχή πρόοδο και χωρίς κατά το δυνατόν εντάσεις δεν μπορεί να λειτουργήσει με το να περιθωριοποιεί ένα μέρος του πληθυσμού γιατί αυτό θα είχε πάντοτε στόχο να εμποδίσει την πραγματοποίηση των προγραμμάτων της και δεν μπορεί να αποδώσει με ερωτοτροπίες στις διαφοροποιήσεις των πολιτών με κριτήρια που δεν έχουν σχέση με την κοινωνικοποίηση σε μια ελεύθερη οικονομία όπως είναι τα κριτήρια του φύλου, του χρώματος κτλ Αυτά λέγονταν και παλαιά στις διάφορες διακηρύξεις σήμερα όμως  είναι ενσωματωμένα στις πολιτικές  και αυτή η μικρή λεπτομέρεια  που με δυσκολία ακόμη μπορούν να αντιληφθούν αρκετοί συμπατριώτες μας όπως άλλωστε και σε άλλες χώρες με πρώτη την Αυστρία 

Το μεγάλο όραμα των σύγχρονων δημοκρατιών είναι η αποβολή αυτών των ιδεοληψιών  και μια βασική σταθερά της νέας οικονομίας πέραν της κυριαρχίας της τεχνολογίας είναι ότι όσο μεγαλύτερη αξιοποίηση γίνεται όλων των διαφορετικών από τα άτομα με ειδικές ανάγκες μέχρι τους αλλοδαπούς και τους αλλόθρησκους τόσο ο πλούτος της κοινωνίας θα αυξάνει

Αυτή είναι  η νέα στρατηγική στην πολιτική της κοινωνικής ατζέντας που προωθείται από την ΕΕ  που εκφράζεται με τις δύο προτάσεις της Επιτροπής η μια αναφέρεται στην θέσπιση κοινοτικού προγράμματος δράσης  για την καταπολέμηση των διακρίσεων 2001-2006 και η άλλη  στην Οδηγία πλαίσιο για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα  και τα δύο αυτά κείμενα πρέπει να συνδυαστούν με την ανακοίνωση της Επιτροπής στο ΕΚ και στο Συμβούλιο …με τίτλο Στρατηγικοί Στόχοι 2000-2005- η διαμόρφωση της νέας Ευρώπης Η αφομοίωση τους από τα κράτη –μέλη δεν είναι εύκολη υπόθεση  θα πρέπει να ακολουθήσει μια σημαντική σε βάθος ανάλυση  και δημόσια συζήτηση από τους πολιτικούς φορείς, τους κοινωνικούς εταίρους τους εκκλησιαστικούς παράγοντες και πρωτίστως από τις τοπικές κοινωνίες.

Όλα τα άλλα –όσα χρήσιμα κι αν είναι – ακολουθούν προσανατολιζόμενα προς αυτόν τον στόχο κι αυτά δεν είναι λίγα . Ανάμεσα τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναθεωρήσεις των οδηγιών για ομαδικές απασχολήσεις μεταβίβασης επιχειρήσεων για τον χρόνο εργασίας, νέες Οδηγίες για τις  υπεργολαβίες για συμμετοχή σε ανώνυμη εταιρίες για ελάχιστο μισθό για την κατοχύρωση του δικαιώματος εκμάθησης δια βίου διατήρησης δικαιωμάτων σε διακοπή επαγγελματικής σταδιοδρομίας για την τηλεργασία,  την κατ’ οίκον εργασία, το  μέλλον για ηλικιωμένους, τις υπηρεσίες  φύλαξης παιδιών, για την  κοινωνική ασφάλιση  κοκ 

Το κέντρο βάρους πέφτει στο να καταστήσει πιο φιλική με τις σύγχρονες συνθήκες απασχόλησης ,να αναβαθμίσει την ποιότητα υπηρεσιών και να την κάνει πιο ανταγωνιστική. Αυτό βέβαια σημαίνει και νέους κανόνες συμπεριφοράς

Ως προς τις μεθόδους εφαρμογής της νέας κοινωνικής ατζέντας  μπορούμε να αναφέρουμε κατά πρώτο λόγο τη διεύρυνση των εμπλεκομένων στον διάλογο φορέα που ξεπερνά τους παραδοσιακούς κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ισχυροποιηθεί  η κοινωνία των πολιτών.

 

  ΠΙΣΩ

Άρθρο του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ  καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Αγγελιαφόρος της Κυριακής»

Τίτλος άρθρου: «Η λαθραία εργασία στο στόχαστρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»

 Στρασβούργο, 4 Ιουλίου 2000

Επιτέλους το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να φέρει προς συζήτηση την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον άδηλο τομέα εργασίας, ο οποίος λανθασμένα περιορίζεται από ορισμένους στη λαθραία εργασία, που στην πραγματικότητα αποτελεί ένα μέρος της.  Η ραγδαία διεύρυνση του τομέα αυτού που καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο αριθμό απασχολούμενων επιφέρει οικονομικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ. Με τα δεδομένα αυτά το θέμα του άδηλου τομέα, που αφορούσε στο παρελθόν τις υποανάπτυκτες χώρες και το Νότο της Ευρώπης, μετατράπηκε σε καυτό κοινωνικό θέμα και του Βορρά.

  Ακόμη  πιο ανησυχητικό είναι ότι συνεχίζει να αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς από τους ρυθμούς της επίσημης οικονομίας. Έτσι, στη Γερμανία η ανάπτυξη του ΑΕΠ στο άδηλο τομέα ήταν 6,1% έναντι 1,7% της επίσημης οικονομίας. Και να φανταστεί κανείς ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτόν η παραοικονομία εγκληματικής μορφής γιατί πρόκειται για άλλης υφής θέμα. Ο αναφερόμενος από την ΕΕ άδηλος τομέας περιορίζεται μόνο σε δραστηριότητες που είναι νόμιμες όσον αφορά τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται ή δεν αναφέρονται στις δημόσιες αρχές. Πρόκειται για δραστηριότητες που απλώς οργανώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή τής φορολογικής, ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας ή άλλων δεσμεύσεων κρατικής προέλευσης.

  Με την ανάπτυξη του ένα σημαντικό μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας συντηρείται και ανθεί σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ακόμα πιο σοβαρό όμως είναι το γεγονός ότι οδηγεί σε υπονόμευση και σε πλήρη αλλοίωση του κοινωνικού μοντέλου. Το απλό ερώτημα που τίθεται είναι πλέον τι νόημα έχει τα Κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις να αποφασίζουν διάφορες πολιτικές όταν ολόκληροι τομείς εφαρμόζουν την δική τους αυτόνομη πολιτική παρακάμπτοντας τις δεσμεύσεις που τους επιβάλλονται;

  Όταν επιχειρήθηκε η καταγραφή αυτών των διάφορων δραστηριοτήτων που καταφεύγουν στον άδηλο τομέα, η έκπληξη για την έκταση του φαινομένου υπήρξε έκδηλη και για τους πλέον ενημερωμένους. Εντοπίζει κανείς σε αυτόν τις πλέον ετερόκλητες δραστηριότητες για τελείως διαφορετικούς λόγους, που άλλοτε συνδέονται με την ανάγκη της επιβίωσης και άλλοτε με την απλή κερδοσκοπία. Το φάσμα είναι μεγάλο και για αυτό ένα μέρος του άδηλου τομέα περιλαμβάνει εξαθλιωμένους και ένα άλλο ευημερούντες.

  Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι στον άδηλο τομέα δραστηριοτήτων εντάσσονται πέρα από τις γνωστές ομάδες των μεταναστών και λοιπών περιθωριακών μειονοτήτων, ο μεγάλος αριθμός των δευτεροαπασχολουμένων και η επέκταση των διάφορων μορφών υπεργολαβίας με τη διαμόρφωση αλυσίδων υπεργολαβίας, η διεύρυνση της ανεξάρτητης απασχόλησης που υποκαθιστά τη μισθωτή εργασία, συνήθως ψευδεπίγραφα, η ευκαιριακή εργασία από τις νοικοκυρές και τους φοιτητές ή άλλων οικονομικώς αδρανών ομάδων, η μαύρη εργασία των ανέργων. Ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί με τη διάδοση των εξατομικευμένων νέων υπηρεσιών, όπως η παροχή υπηρεσιών σε υπερήλικες, με τις ευέλικτες μορφές οργάνωσης των επιχειρήσεων και τη χρήση ελευθέρων συνεργατών, τον πολλαπλασιασμό της παράλληλης απασχόλησης μετά τη μείωση του χρόνου εργασίας και με τις νέες μορφές εργασίας συνδεδεμένες με την τεχνολογία, όπως η τηλεργασία και η παροχή υπηρεσιών μέσω internet.

  Αυτή η τεράστια έκταση του φαινομένου αποτελεί μια άλλη μορφή εξασθένισης της πολιτικής, αφού τα αποφασιζόμενα σε πολιτικό επίπεδο μικρή απήχηση βρίσκουν στην πράξη, και συνιστά ένα από τα κύρια μέσα αχρήστευσης των συνδικάτων αφού οι υπηρεσίες που προσφέρουν βρίσκουν συνεχώς λιγότερους αποδέκτες. Ακόμα όμως πιο επικίνδυνο για τις κοινωνίες μας είναι το γεγονός ότι κλονίζει τα ίδια τα ηθικά ερείσματα της συνοχής της,  αφού η de facto νομιμοποίηση της παρανομίας γίνεται πλέον αναπόσπαστο μέρος του παραγωγικού συστήματος. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα φαινόμενο με τεράστιες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές παρενέργειες. Καιρός είναι λοιπόν να επανακτήσει τον έλεγχο του φαινομένου η πολιτική και να ενεργοποιηθεί η κοινωνία για να προλάβουμε τα χειρότερα.

  Μέσα σε αυτό το κλίμα σωστά η Επιτροπή, έστω και καθυστερημένα, προτείνει κατά πρώτο λόγο μια πλήρη καταγραφή των κατ' ιδίαν περιπτώσεων, γιατί οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει κάθε τομέας άδηλης απασχόλησης καθιστούν αδύνατη την ενιαία αντιμετώπιση. Η διαφορετική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί, περιλαμβάνει σε άλλες περιπτώσεις μέτρα ελέγχου ή αστυνομικής φύσεως, σε άλλες ενθάρρυνση ορισμένων κατηγοριών να ενταχθούν στο ισχύον σύστημα με διάφορες παραχωρήσεις ασφαλιστικής φύσης ή με ορισμένες εξαιρέσεις από την κοινή εργατική νομοθεσία, με διευκολύνσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προκειμένου να αποθαρρυνθεί η προσφυγή στην άδηλη εργασία και με σειρά άλλων μέτρων.

  Την κατεύθυνση αυτή θα ακολουθήσουν και οι θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συμμερίζεται τις ίδιες ανησυχίες με την Επιτροπή. Και κατά πως φαίνεται υπάρχει κατ' αρχήν σύμπτωση των κομμάτων για την καταπολέμηση του φαινομένου. Τα δύσκολα αρχίζουν με τον καθορισμό της συγκεκριμένης συνταγής. Πράγματι, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν εύκολα χωρίς αντιδράσεις γιατί πολλές φορές θεωρούνται ως πλάγια συρρίκνωση της κοινωνικής προστασίας ενώ για άλλους γιατί οδηγούν στη διαμόρφωση καθεστώτων εργασίας δύο ταχυτήτων Έτσι, οι σύγχρονες πολιτείες βρίσκονται μπροστά σε ένα φαύλο κύκλο που τις αναγκάζει για να προστατέψουν το κοινωνικό κράτος να χαλαρώσουν ορισμένες μορφές προστασίας. Στα διλήμματα αυτά καλείται να απαντήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο.

  Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι για μια ακόμη φορά καταδεικνύεται, ότι η εποχή της νέας οικονομίας όλο και περισσότερο απομακρύνεται από τα πρότυπα του παραγωγικού συστήματος που γνωρίζαμε μέχρι τη δεκαετία του 80, με τη θέση μιας σειράς από πρωτόγνωρα προβλήματα, με αποτέλεσμα το έργο της πολιτικής να γίνεται συνθετότερο και να απαιτεί συνδυασμούς που μας απομακρύνουν από τους γνώριμους μονόδρομους με τους οποίους εκφράζονταν η παραδοσιακή κοινωνική πολιτική.  

  ΠΙΣΩ

 

   Άρθρο του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Επενδυτής».

Τίτλος άρθρου: «Η  στρατηγική της ΕΕ για την κοινωνία της γνώσηs.

  Θεσσαλονίκη 20/07/2000

   Όποιος παρακολουθεί με προσοχή τα συμπεράσματα  των Υπουργών Οικονομικών και υπουργών Εργασίας, καθώς και των τελευταίων Συνόδων της Λισσαβόνας και της Φέιρα δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από τις συχνές αναφορές για τις προκλήσεις της νέας οικονομίας καθοδηγούμενης από τη γνώση και από τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού χώρου στηριζόμενου στην έρευνα και στην καινοτομία.. Κάθε μετασχηματισμός της Ευρωπαϊκής οικονομίας καθοδηγείται από τη νέα γνώση και συνδέεται με την ενίσχυση της καινοτομίας. Η Ένωση, αναφέρεται επί λέξει στα συμπεράσματα, έχει τάξει έναν νέο στρατηγικό στόχο, «να γίνει ανταγωνιστικότερη  και δυναμικότερη η κοινωνία της γνώσης».Η νέα οικονομία στην οποία αναφερόμαστε όλο και συχνότερα  είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη νέα δέσμη κανόνων που αναπτύσσονται στην κοινωνία των πληροφοριών  και οι οποίοι είναι  διαφορετικοί από τους κανόνες που κυριαρχούσαν στην βιομηχανική κοινωνία..

   Θα διερωτηθεί κανένας τι το καινούργιο προσφέρεται από αυτές τις αναφορές όταν είναι δεδομένο ότι η γνώση αποτελούσε πάντα στοιχείο λειτουργίας της κοινωνίας  και η καινοτομία προϋπόθεση για την πρόοδο. Ωστόσο η έμφαση που δίδεται τώρα  στην γνώση και την καινοτομία περιέχει ένα νέο μήνυμα. Η νέα τεχνολογία  επέχει πλέον θέση που είχε κάποτε η γραφή και η ανάγνωση. Ο νέος στόχος είναι να δημιουργεί μια ψηφιακά εγγράμματη Ένωση που δεν πρέπει να είναι αποκομμένη από την επιχειρηματική παιδεία.

  Ο κοινωνικός αποκλεισμός που προερχόταν από την έλλειψη ικανότητας γραφής και ανάγνωσης επεκτείνεται τώρα και στην έλλειψη της γνώσης της τεχνολογίας.  Δημιουργεί ένα νέο αλφαβητάριο που μας εισάγει σε έναν κόσμο άγνωστο μέχρι σήμερα.. Οι τεχνολογικές πηγές όλο και περισσότερο θα διαδραματίζουν ,σύμφωνα με την άποψη ορισμένων,  σημαντικότερο ρόλο στη άνοδο του επιπέδου του λαού απ’ ότι οι πηγές από χαρτί. Η στροφή προς μια ψηφιακή οικονομία βασιζόμενη στη γνώση  θα είναι δημιουργός νέων αγαθών και υπηρεσιών και θα αποτελεί την κινητήρια δύναμη όχι μόνο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης αλλά και για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών , των ατόμων με ειδικές ανάγκες και το περιβάλλον. Για να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία  αποφασίστηκε να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο πρόβλημα για μια ηλεκτρονική Ευρώπη(e Europe action plan).Έτσι τον πρώτο λόγο αποκτούν η  παιδεία  και η έρευνα.

  Η «γενιά του διαδικτύου», όπως έχει ονομαστεί το σύνολο των νέων κάτω των 25 ετών, θα ζήσει και θα εργάζεται σε έναν κόσμο όπου τα διάφορα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας θα είναι πανταχού παρόντα.. Αυτή θα αναδείξει νέους τύπους δημιουργών, ερευνητών, επιχειρηματιών. Η ενσωμάτωση της στην κοινωνία της πληροφορίας περνά μέσα από τη μάθηση και όλα τα επιμέρους προγράμματα θα έχουν πλέον ως βάση αυτήν την πραγματικότητα.

  Το πρώτο σχέδιο, στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ, είναι η παροχή δυνατότητας στον καθένα  για πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στις διάφορες κατηγορίες λογισμικού με δύο επιμέρους στόχους: ο πρώτος είναι η εκμάθηση της χρησιμοποίησης αυτής της τεχνολογίας  και ο δεύτερος και πιο  σημαντικός,  είναι να μπορούν οι σπουδαστές να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να μαθαίνουν. Γνώση σημαίνει χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας για συγκέντρωση πληροφοριών, για επικοινωνία, για συνεργασία με τρίτους, για συνδυασμένες δράσεις και για επινόηση νέων τύπων δραστηριοτήτων. Αυτή δυνατότητα άπειρων επινοήσεων καθιστά συναρπαστική αλλά και ελπιδοφόρα την εποχή της πληροφορίας. Λίγο έως πολύ οδηγούμαστε σε μια αυτοτροφοδοτούμενη γνώση μέσω της αξιοποίησης της νέας τεχνολογίας  και των δυνατοτήτων που παρέχουν οι διαθέσιμες πληροφορίες  για την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Η γνώση δεν αφορά μόνο τους παραγωγούς αλλά και τους καταναλωτές που θα τους επιτρέψει πρόσβαση στις πληροφορίες.

   Το ανεπαρκές ακόμη μέγεθος του ψηφιακώς εγγράμματου ενεργού πληθυσμού  αποτελεί βασικό μειονέκτημα της ευρωπαϊκής αγοράς,  που μαζί με την συνεχιζόμενη ακόμη δαπανηρή πρόσβαση στο Ιντερνέτ, την έλλειψη  επιχειρηματικής παιδείας και την υποτονική συμβολή του δημόσιου τομέα, αποτελούν την κύρια αιτία τροφοδότησης  της ανεργίας στην Ευρώπη. Έτσι ορθά γίνεται δεκτό ότι ο μετασχηματισμός των ψηφιακών πληροφοριών  σε οικονομική και κοινωνική αξία αποτελεί τη βάση της νέας οικονομίας , δημιουργεί νέες βιομηχανίες, αλλάζει άλλες και επηρεάζει σε βάθος τη ζωή των πολιτών.

 Γι’ αυτό όλα τα κράτη με βάση τους στόχους της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, οι οποίοι  εστιάζονται στη μετάβαση από το σχολείο στην εργασία έχουν ξεκινήσει σχέδια εξοπλισμού των σχολείων τόσο με το αναγκαίο υλικό (επαρκείς προσωπικοί υπολογιστές, συνδέσεις Ιντερνέτ) όσο και με το λογισμικό (συμπεριλαμβανομένου κατάλληλου περιεχομένου πολυμέσων). Έχουν τεθεί ως στόχοι από την ΕΕ ως το τέλος του 2001 η  πρόσβαση στο Ιντερνετ όλων των σχολείων και ως το τέλος του 2002 ο ατομικός εξοπλισμός και η εξειδίκευση όλων των καθηγητών και πρόσβαση όλων των μαθητών από τις αίθουσες διδασκαλίας σε υψηλής ταχύτητας Ιντερνέτ και πολυμεσικούς πόρους. Ως το τέλος του 2003 όλοι οι μαθητές θα πρέπει να είναι ψηφιακά εγγράμματοι.

  Στα σχέδια περιλαμβάνονται και η πολιτική επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Σε πολλές χώρες χρησιμοποιείται ένα αναγνωρισμένο σύστημα πιστοποίησης των  ικανοτήτων  σχετικά με την κοινωνία  της πληροφορίας, όπως το ευρωπαϊκό δίπλωμα χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι καλύτερες επιδόσεις αναφέρονται στη Γαλλία, όπου δημιουργείται δίκτυο με ειδικούς ιστοχώρους για την εκπαίδευση στους οποίους οι παράγοντες του εκπαιδευτικού συστήματος βρίσκουν το πλαίσιο για την ανταλλαγή μεταξύ τους  ευρέως  φάσματος υλικού , και  στη Σουηδία  στο πλαίσιο του προγράμματος «εργαλεία για εκμάθηση». Με βάση αυτό το πρόγραμμα  χορηγούνται ειδικοί πόροι για την παροχή ηλεκτρονικής διεύθυνσης σε κάθε σπουδαστή καθώς και για την ανάπτυξη των ικανοτήτων των εκπαιδευτικών.

  Το πρόβλημα δεν περιορίζεται λοιπόν στην παροχή εξοπλιστικού μηχανισμού αλλά στην προσαρμογή του συνόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας  και της μάθησης στις τεχνικές που επιβάλλει η νέα τεχνολογία. Η γνώση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της  επικοινωνίας ως επαγγελματική δεξιότητα και η χρήση τεχνικών των πολυμέσων πρέπει να ενσωματωθούν στα προγράμματα σπουδών κάθε επιπέδου. Το θέμα είναι να αποτελέσει η γνώση  της πληροφορικής νέα μέθοδο εκπαίδευσης  και η αντίστοιχη εκπαίδευση να πάψει να έχει δευτερεύουσα θέση στην όλη εκπαιδευτική διαδικασία. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα χρειάζεται επανεξέταση των πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης από μηδενική βάση.

Η έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού με τέτοια προσόντα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια  για την αποτελεσματική και γρήγορη αξιοποίηση των εργαλείων της κοινωνίας της πληροφορίας. Η νέα τεχνολογία ανανεώνεται με ταχύτατους ρυθμούς κι αυτό μας οδηγεί  από το σύστημα της παραδοσιακής εκπαίδευσης στο σύστημα της διαρκούς εκπαίδευσης. Η  «δια βίου εκπαίδευση» που πολλές φορές την αναφέρουν και στην χώρα μας, χωρίς να είναι βέβαιο αν έχει γίνει κατανοητή η έκταση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται, εισάγει ουσιαστικά την έννοια του διαρκούς σχολείου στη θέση του παραδοσιακού σχολείου με τα συγκεκριμένα όρια ηλικίας. Στη Φινλανδία έχει προβλεφθεί η αύξηση κατά 30% των θέσεων επιμόρφωσης στους τομείς ηλεκτρολόγων, ηλεκτρονικών κτλ σε Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία. Παράλληλα  η διά βίου εκπαίδευση εισάγει ένα διαρκή κύκλο εκπαίδευσης των εκπαιδευτών  αλλά και της  επανεκπαίδευσης των μαθητών.

Στον νέο στόχο της ΕΕ για την εκπαίδευση  εντάσσεται και η σύνδεση με το διαδικτύο όλων των σχολείων  εντός συγκεκριμένης προθεσμίας που είναι το τέλος του 2002. Στην Πορτογαλία  το πρόγραμμα με τίτλο «Program Nonio”  διευρύνει την εγκατάσταση του διαδικτύου σε όλα τα  σχολεία  της  βασικής εκπαίδευσης, τις βιβλιοθήκες, τά κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και τους συλλόγους. Μέρος των νέων υποδομών  για την παιδεία είναι και η διάθεση διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η δυνατότητα χρήσης από τα σχολεία πολυμέσων.

Και καθώς η μάθηση συνδέεται με την απασχόληση στη νέα εκπαιδευτική διαδικασία αναμένεται στενότερη συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. και μεγαλύτερη ανάμειξη του Υπουργείου Εργασίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αρκεί να αναφέρουμε τα σχέδια δράσης για την απασχόληση, που εκπονεί κάθε χώρα μέλος,   όπου ένα μεγάλο μέρος αφιερώνεται σε εκπαιδευτικά θέματα.

   Ως δευτερογενή συνέπεια έχουμε την αυξημένη ανάμειξη μεγάλων επιχειρήσεων. Στη Γερμανία αναπτύχθηκε σε συνεργασία με τη «Deutche Telecom» η πρωτοβουλία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τίτλο «Σχολεία στο Δίκτυο» η οποία συνδέει 8.000 σχολεία  με το διαδίκτυο. Οι εταιρικές σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα για την παραγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τα πολυμέσα θα γνωρίσουν ιδιαίτερη άνθηση .Στα  εκπαιδευτικά προγράμματα  που  παράγονται στο πλαίσιο των νέων εταιρικών σχέσεων δημοσίου ιδιωτικού τομέα  συμμετέχουν και οι εκπαιδευτικοί και οι  διαμορφωτές προγραμμάτων διδασκαλίας. Απαιτούνται πλέον ευρείες συμπράξεις μεταξύ σχολείων, κολεγίων, πανεπιστημίων, βιβλιοθηκών, φορέων παροχής  ειδικών υπηρεσιών και  βιομηχανίας. Αλλά και άλλες σχέσεις  με άλλους εξωεκπαιδευτικούς φορείς ενθαρρύνονται. Η δράση  :Netd@ys Europe" που ξεκίνησε το 1997 για την αύξηση της ενημέρωσης ενθαρρύνει τα σχολεία, τα κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, τις οργανώσεις νέων και τους πολιτιστικούς φορείς να δημιουργήσουν εκπαιδευτικά σχέδια σε απευθείας σύνδεση. Το 1998 η δράση  προσήλκυσε 35.000 συμμετέχουσες οργανώσεις.

 Η κατάκτηση στης γνώσης αποτέλεσε πάντοτε μια μεγάλη περιπέτεια για τον άνθρωπο. Η γενιά του διαδικτύου» με τη νέα τεχνολογία απέκτησε ένα πολλαπλασιαστή για την κατάκτηση της γνώσης  και της ανοίγεται ένας πρωτόγνωρος δρόμος για δημιουργία, αξιοποίηση της φαντασίας και για επινοήσεις. Αρκεί μόνο να τη βοηθήσουμε να βλέπει μπροστά.

  ΠΙΣΩ

 

Άρθρο του Ευρωβουλευτή Του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την εφημερίδα «Το Βήμα» 

Τίτλος άρθρου : «Η μηδενική απόσταση ανάμεσα στον διάλογο και τον μονόλογο»
 (Δημοσίευση άρθρου στις 24/07/2000)

 

Τα μέτρα που ανήγγειλε η κυβέρνηση για τις εργασιακές σχέσεις δημιούργησαν αντιδράσεις  στα συνδικάτα ενώ καθώς φαίνεται θεωρούνται θετικά από τις εργοδοτικές οργανώσεις. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό  για να εκληφθεί ο προτεινόμενος διάλογος ως πρόσχημα .Η περαιτέρω συνέπεια είναι να επικρατήσει  στην κοινή γνώμη η άποψη ότι αντί για έναν κοινό στόχο που απαιτεί διάλογο, προτείνεται ένας μονόλογος για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κάθε πλευράς .

Μονόλογος για την κυβέρνηση που σχεδίασε αποφάσεις για την ανεργία χωρίς να παρουσιάσει πρώτα έναν απολογισμό από την μέχρι σήμερα εφαρμογή  των επιμέρους μέτρων  που ελήφθησαν στο παρελθόν. Αναλαμβάνει την προστασία των ανέργων  χωρίς να έχει φροντίσει προηγουμένως να μάθει από τους περίπου 513.000 εγγεγραμμένους ανέργους  τις βασικές τους θέσεις και απαντήσεις στα καίρια προβλήματα που τους απασχολούν. Διάλογος σημαίνει πρόταση συγκεκριμένου προβλήματος  και αμοιβαία κατάθεση προτάσεων. Στην πολιτική όλα είναι θέμα αποχρώσεων και τρόπου παρουσίασης του προβλήματος.

Μονόλογος για τους εργοδότες που με περίσσεια λόγων προτάσσουν την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων παραθεωρώντας ότι παράλληλα  με τις αξίες αυτές  εξακολουθούν να συνυπάρχουν  στη νέα οικονομία  οι αξίες της αλληλεγγύης και  της προστασίας  στην εργασία. Οι κοινωνίες  δεν μπορούν να στηριχθούν μόνο στην  ανταγωνιστικότητα. Σε τελευταία ανάλυση η ανταγωνιστικότητα την αξία της οπόιας δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς δεν συνδέεται αποκλειστικά με το κόστος εργασίας και την οργάνωση εργασίας . Χωρίς λοιπόν ανάληψη ευθυνών που τους αναλογούν δεν μπορεί να νοηθεί διάλογος.

Μονόλοοςις για τα συνδικάτα  που σε μια εποχή όπου η ταξική πάλη καλώς ή κακώς τείνει να υπερκεραστεί από το κοινό συμφέρον της επιχείρησης μόνη πηγή απασχόλησηης  επιμένουν να υπερασπίζονται πρότυπα που λίγη σχέση έχουν   με ένα σύστημα παραγωγής που εκμηδενίζει τόπο, χρόνο και απόσταση. Αυτοικανοποιούνται με το να πιστεύουν ότι η νέα οικονομία είναι κατασκεύασμα κάποιων  νοσηρών εγκεφάλων. Ξεχνούν ότι δεν είναι το κράτος πρόνοια που καθορίζει το σύστημα παραγωγής. Το κράτος πρόνοιας αναλαμβάνει την προστασία  της εργασίας στο σύστημα  παραγωγής που προκύπτει  από την οικονομική συγκυρία.  Έτσι παραδείγματος χάριν  το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα  που αναπτύχθηκε με βάση τις ανάγκες  του συστήματος παραγωγής  με «αλυσίδα»  στην βιομηχανία  έχει ξεπεραστεί σε πολλές περιπτώσεις.

Τέλος όλο αυτό το πλέγμα των μονολόγων συμπληρώνεται από τον μεγάλο απόντα που είναι οι  άνεργοι   για τους οποίους δεν γνωρίζουμε ποιοι τους εκπροσωπούν, τι διεκδικούν και πως βλέπουν την ενσωμάτωση  τους στην αγορά εργασίας. Πολιτική για τους ανέργους ερήμην των ανέργων.

Η σύγχυση δεν αφορά μόνον τους πρωταγωνιστές αλλά  και την κοινωνία που ελλειπτικά  πληροφορημένη αρέσκεται  περισσότερο σε αντιδράσεις συγκινησιακού τύπου. Ορισμένοι ειδικοί που πήραν θέση μέσα από τα ΜΜΕ μίλησαν για κεραυνό εν αιθρία. Αλλοι προσπαθούν να προσδώσουν  και λίγο μυστηριακό χαρακτήρα  και κάνουν λόγο για μυστικές δεσμεύσεις  ενόψει ΟΝΕ  και αρκετοί για την πλήρη εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας  από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Το είδος αυτό των αντιδράσεων που επισκιάζουν κάθε άλλη , δείχνει  το μεγάλο κενό  της πολιτικής στην Ελλάδα  που είναι η έλλειψη ολοκληρωμένης πληροφόρησης  και απαξίωσης της τεκμηριωμένης έρευνας.

   Εδώ και χρόνια  από τη Σύνοδο κορυφής  του Λουξεμβούργου το 1997  έχουν τεθεί και επαναλαμβάνονται συνεχώς σε επόμενες  Συνόδους  και σωρεία αποφάσεων της Επιτροπής , οι κατευθυντήριες οδηγίες για την απασχόληση που στηρίζονται σε τέσσερις πυλώνες  που είναι η ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος , η προσαρμοστικότητα, η απασχολησιμότητα  και η ισότητα των ευκαιριών. Με βάση αυτές τις οδηγίες συντάσσονται κάθε χρόνο τα εθνικά σχέδια δράσης  για την απασχόληση  για τα οποία  στο τέλος κάθε έτους γίνεται απολογισμός για τον βαθμό συμβολής τους στη μείωση της ανεργίας, για τις ελλείψεις και αδυναμίες της εθνικής πολιτικής απασχόλησης. Κανένα από τα προτεινόμενα μέτρα  δεν είναι έξω από την λογική των κατευθυντήριων αυτών γραμμών. Μερικά μάλιστα θα έλεγα  ότι είναι αναγκαία συνέπεια της κριτικής που έγινε στα ελληνικά σχέδια δράσης  από την Επιτροπή. Δεν ξέρω  ποιοι είναι ενήμεροι γι’ αυτές τις κριτικές , δεν είδα όμως κανένα  σχολιαστή  να συνδέσει τα πράγματα αυτά και δεν είδα κανένα από τους κοινωνικούς εταίρους να ζητεί απολογισμό από την κυβέρνηση για το αν οι χρηματοδοτούμενες επαγγελματικές καταρτίσεις  δημιούργησαν πραγματικά απασχολήσιμους και με ποιο χρονικό ορίζοντα επιτεύχθηκε αυτό και εάν ακόμη ενέταξαν πραγματικούς ανέργους στην αγορά εργασίας.

Το μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί  όλες τις κυβερνήσεις  δεν είναι αυτή καθαυτή η απόφαση για την μεταρρύθμιση  στις εργασιακές σχέσεις για την οποία μόνο μικρές μειοψηφίες  διατυπώνουν ακόμη αντιρρήσεις  αλλά ποιές είναι  οι νέες ισορροπίες ανάμεσα στην προστασία  της εργασίας και τις ανάγκες της νέας οικονομίας και κατά δεύτερο λόγο  ο βαθμός συμβολής  κάθε μέτρου στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα  που είναι η μείωση της ανεργίας.  Με αυτά τα δεδομένα , τα μέτρα που αποφασίζονται  πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα  με προοπτική αναθεώρηση στους σε τακτά χρονικά διαστήματα . Η επιβίωση  τους εξαρτάται από την απόδοση τους. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πρέπει να μπαίνουν όλες οι εναλλακτικές λύσεις . Στη λογική αυτή πρέπει να μπει και η μείωση του χρόνου εργασίας  με τις  διάφορες παραλλαγές και τα διάφορα ανταλλάγματα .Με αυτό το πνεύμα  και σε αυτό το επίπεδο γίνονται διαπραγματεύσεις  στις διάφορες χώρες της ΕΕ  και  μόνο με αυτό το πνεύμα  μπορεί να δοθεί μάχη  από τα συνδικάτα και να κερδηθεί και να δοθούν λύσεις  που θα διαφυλάσσουν την κοινωνική συνοχή.

Όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα που προτείνονται από  την Ελληνική  κυβέρνηση  θα μπορούσαμε να κάνουμε τα παρακάτω σχόλια: η μείωση του εμμέσου κόστους εργασίας έχει καταστεί  περίπου ευαγγελική ρήση έτσι ώστε να μην υπάρχει σχεδόν κανένα  έγγραφο της  Επιτροπής ή του Κοινοβουλίου που να μην κάνει αναφορά  σε αυτό. Η λύση αυτή θεωρείται καταρχήν ιδιαίτερα χρήσιμη για τι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  όσο κι αν αυτό μπορεί να  απογοητεύει ορισμένους για ιδεολογικούς λόγους .Το εύλογο συμφέρον των συνδικάτων βρίσκεται στη διαφύλαξη  της ευρωστίας των ασφαλιστικών ταμείων. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι  καθαυτή η μείωση  του κόστους   αλλά το από ποιόν θα καλυφθεί και πως θα συνδυαστεί με συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αυτά είναι θέματα διαλόγου.

Το θέμα της διευθέτησης  του χρόνου εργασίας ίσως είναι το πιο ακανθώδες  και γι’  αυτό εύλογα  μπορεί να δημιουργήσει τις αντιδράσεις  από τα συνδικάτα  από τη στιγμή που επιχειρείται με μόνο το διευθυντικό δικαίωμα του  εργοδότη.

Στον προηγούμενο νόμο 2639  η διευθέτηση είχε προβλεφθεί με κοινή συμφωνία με τα συνδικάτα  Συμφωνίες τέτοιες  δεν έγιναν. Ο νόμος απέτυχε σ’ αυτό το σημείο  και έτσι βρισκόμαστε σε ένα αδιέξοδο όπου από τη μια μεριά  οι νέοι όροι ανταγωνισμού  και οι νέοι τύποι  δραστηριοτήτων  καθιστούν αναπόφευκτη την  εκ νέου οργάνωση του χρόνου εργασίας  και από την άλλη  έχουμε την απόλυτη άρνηση των συνδικάτων  να διαπραγματευτούν τους όρους  εργασίας  Ίσως ο συνδυασμός της διευθέτησης με την προώθηση της μείωσης του χρόνου εργασίας και ειδικότερα του 35ώρου και η εκ νέου ανάληψη ευθύνης  από τα δύο μέρη για την ενεργοποίηση του διαλόγου να βοηθήσουν  στην προσέγγιση  των δύο πλευρών . Οι εμπειρίες από τις άλλες χώρες  στο σημείο αυτό είναι χρήσιμες και κυρίως από τις χώρες  του σοσιαλιστικού βορρά οι οποίες εξακολουθούν να είναι  πρότυπα κοινωνικής προστασίας. Αυτή η ανάλυση εμπειριών από τις άλλες χώρες αποτελεί μέρος της στρατηγικής της ΕΕ για την πολιτική απασχόλησης και δεν συνιστά απλώς σχήμα λόγου.

 Οσον αφορά το τρίτο μέτρο, την μερική απασχόληση  η οποία έχει καταστεί αντικείμενο εκτεταμένης  ρύθμισης από τον  νόμο 2639 οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση των όρων για να είναι σοβαρή  θα πρέπει να στηρίζεται σε έναν απολογισμό του μέχρι σήμερα τρόπου εφαρμογής του. Το μικρό ποσοστό μερικής απασχόλησης  στην Ελλάδα έναντι πολύ υψηλότερων ποσοστών στην ΕΕ, χωρίς όμως να υπολογίζουμε το μεγάλο ποσοστό μερικής απασχόλησης στον άδηλο τομέα,  δείχνει δύο πράγματα :α)ότι η χώρα μας εξαιτίας του γεγονότος  ότι βρίσκεται πίσω  σε ότι αφορά τη νέα  οικονομία και την  κοινωνία  της πληροφορίας δεν έχει στον ίδιο βαθμό ανάγκη  για την ώρα γι’ αυτήν την μορφή  απασχόλησης  και β) ότι αργά ή γρήγορα  ενόψει  της προσδοκώμενης ανάπτυξης θα επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της μερικής απασχόλησης.

Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων το ποσοστό 2% θεωρείται για τα συνδικάτα αδιαπραγμάτευτο , μένει μόνο ως πιθανό σημείο διαπραγμάτευσης η επέκταση του ορίου για δικαίωμα  απόλυσης μέχρι 5 εργαζομένους που εισήχθη για τις επιχειρήσεις που απασχολούν 50 άτομα και στις επιχειρήσεις που απασχολούν  μέχρι 250 άτομα. Όσον αφορά  τις ρυθμίσεις για τις  υπερωρίες και την  υπερεργασία αλλά και την αύξηση του κόστους των πρώτων είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί ποιος συντάσσεται με ποιόν αλλά και τι επιδιώκει ο καθένας ακριβώς.

Εν συμπεράσματι ένας διάλογος για τα θέματα της απασχόλησης για να μην είναι μονόλογος δεν πρέπει  να είναι περιστασιακός αλλά να λειτουργεί σε διαρκή βάση. Η λειτουργία ενός τέτοιου διαλόγου μπορεί να γίνει μόνο εφόσον τεθούν ως προϋποθέσεις η απολογιστική εκτίμηση των αποφασισθέντων  σε προηγούμενη φάση, η ανάληψη  ευθυνών από κάθε μέρος για  τις  παραλείψεις και αδυναμίες του και ο καταμερισμός κινδύνων και θυσιών.

 

  ΠΙΣΩ