Άρθρο του Ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη, αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τον δημοσιογράφο κ. Κώστα Μπλιάτκα, με τίτλο:

"Το πέρασμα από την ελληνική στην ιταλική προεδρία".


Θεσσαλονίκη, 15/11/2003

Η ιταλική προεδρία διαδέχθηκε την ελληνική. Ένα μεγάλο κράτος από τους θεμελιωτές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παίρνει τη σκυτάλη της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης από μία χώρα, για την οποία περίσσευαν στο παρελθόν οι αμφισβητήσεις, οι αρνητικές κρητικές που άγγιζαν πολλές φορές και μια συνολική αποδοκιμασία για το αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή συναυλία.

Όλοι γνωρίζουμε ότι η πορεία της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν ποτέ ευθύγραμμη και παρά τις επίσημες πανηγυρικές διακηρύξεις, σε πολλούς Έλληνες ο φόβος της παράδοσης τους στη Δύση ξαναφέρνει στην επιφάνεια τα κατάλοιπα της διαίρεσης Ανατολής-Δύσης. Η μεγάλη στροφή έγινε αφότου οι πλατιές μάζες πίστεψαν ότι η ολοκλήρωση της ΕΕ δεν αντιμάχεται την πολιτιστική μας ταυτότητα.

Αυτή η μεταστροφή βρήκε την καλύτερη έκφρασή της στη σημερινή κυβέρνηση. Η γραμμή και οι θέσεις που δίνει στην ευρωπαϊκή της πολιτική και που άγγιξαν την ολοκλήρωσή τους κατά τη διάρκεια της Προεδρίας παρουσιάζουν ένα ιστορικό ενδιαφέρον, που ξεπερνάει τη συγκυρία της τρέχουσας πολιτικής, γιατί έστησε τις γέφυρες για μια μακροχρόνια συμφιλίωση με τις νοοτροπίες, τις πρακτικές και τις μεθόδους εργασίας της Δύσης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι για πρώτη φορά οι έπαινοι για μια προεδρία, όπως η ελληνική, δεν περιορίστηκαν σε συνήθεις φιλοφρονήσεις αλλά περιλαμβάνουν πολιτικές εκτιμήσεις με πολλές προεκτάσεις.

Όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, γιατί κατά ένα περίεργο παιγνίδι της ιστορίας, την ελληνική Προεδρία διαδέχεται η Προεδρία από μια χώρα από την οποία θα περίμενε κανείς πολύ πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Σε αντίθεση όμως με αυτές τις προσδοκίες, το όλο σκηνικό που δημιουργήθηκε από την ιταλική Προεδρία φαίνεται ομιχλώδες, δημιουργεί αβεβαιότητες για τις πραγματικές προθέσεις και θέτει ερωτηματικά για την ίδια την τύχη της Διακυβερνητικής στην οποία στηρίχθηκαν οι ελπίδες για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.

Δεν είναι τυχαίο, ότι από τους ίδιους τους πολιτικούς που μετέχουν στις αλλεπάλληλες Συνόδους Κορυφής καταγράφηκαν αρκετές αρνητικές δηλώσεις. Ακόμα και Πρωθυπουργός κράτους-μέλους φέρεται να είπε ότι οι μέθοδοι εργασίας της Προεδρίας δημιουργούν περισσότερο σύγχυση, παρά βοηθούν στο να βρεθεί μια λύση και ότι μετά από διαδοχικές συνεδριάσεις οι θέσεις των μεν και των δε σκληραίνουν αντί να προσεγγίζουν.

Ο πρόεδρος Πρόντι με αγωνία δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι το Συμβούλιο θα πρέπει επιτέλους να δώσει μια συγκεκριμένη εντολή στην Επιτροπή και να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις. Αυτό αφορά τόσο τις πρωτοβουλίες για το σχεδιασμό μιας πολιτικής ανάπτυξης απλής και συγκεκριμένης, όσο και για μια ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης, γιατί δεν μπορεί η μετανάστευση να αφεθεί άλλο στους ώμους της κάθε χώρας-μέλους.

Ιδιαίτερα για την τύχη της Διακυβερνητικής ο Πρόεδρος της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ναπολιτάνο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου με τις τάσεις που δημιουργούνται στο να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι πιο καινοτόμες προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης, τη στιγμή που οι περισσότερες κυβερνήσεις τις είχαν προηγουμένως αποδεχθεί. Το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πρόσφατο ψήφισμά του εκφράζει τη λύπη γιατί καθυστέρησε και πάλι η λήψη των αποφάσεων μετά τη δρομολόγηση της στρατηγικής της Λισσαβόνας και ζητεί επιτέλους να ληφθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οι από μακρόν αναμενόμενες και μνημονευόμενες αποφάσεις. Αλλά, ακόμα και για το ζήτημα του περιβάλλοντος και της αειφορίας εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του γιατί τα συνδεόμενα με τα θέματα αυτά ζητήματα δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη από το Συμβούλιο.

Βέβαια, η τελική κρίση αναμένεται για τον Δεκέμβριο και όλοι εναπέθεσαν τις ελπίδες τους στη μεγάλη παράδοση της ΕΕ, στην οποία δημιουργός είναι και η Ιταλία, να ξεφεύγει την τελευταία στιγμή από τα αδιέξοδα και να αναθερμαίνει τις ελπίδες για τη συνέχιση της πορείας προς τα εμπρός.