Άρθρο του καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη, ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του ΕΚ, για την εφημερίδα "Έθνος", με τίτλο:

"Συμμετοχική δημοκρατία και ο πολιτικός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών".

Θεσσαλονίκη, 27.02.2004

Όλοι είμαστε μάρτυρες μιας όλο και συχνότερης αναφοράς στην κοινωνία των πολιτών και στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με τις οποίες εμπλέκεται και η συμμετοχική δημοκρατία. Αυτή η έξαρση ενδιαφέροντος θα πρέπει σε πολλούς να δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά. Τί ενδιαφέρον μπορεί να έχει για τον καθένα από εμάς, στην καθημερινότητά του, στα προβλήματα επιβίωσής του σε μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνία;

Ασφαλώς, η κοινωνία των πολιτών και η οργάνωσή της σε επί μέρους φορείς δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια, στην αρχική φάση της αστικής επανάστασης δεν αναγνωρίζονταν παρά μόνο οι ατομικές ελευθερίες. Με την αναγνώριση των συλλογικών ελευθεριών είχαμε διάδοση των θεσμών που εκφράζουν την οργανωμένη κοινωνία των πολιτών, όπως σωματεία, συνδικάτα, ενώσεις παντός τύπου. Με τα συνδικάτα προωθήθηκε ο κοινωνικός διάλογος.

Ο διάλογος δεν είναι μόνο τεχνικό θέμα, είναι και πολιτικό και ακόμη θα έλεγα και θέμα ιδεολογίας. Ο κοινωνικός διάλογος ήταν η απάντηση στη μαρξιστική αντίληψη. Αυτός μας κληροδοτήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία.

Η συμβολή αυτού του διαλόγου για την κοινωνική συνοχή είναι και σήμερα αναμφισβήτητη. Αυτός περιορίζει την αυθαιρεσία των νομοθετών και με αυτόν επιχειρείται ακόμη να αντισταθμιστούν οι μονομερείς επιλογές του διεθνούς κεφαλαίου.

Όμως, ενώ στον 20ο αιώνα ο κοινωνικός διάλογος μονοπωλούσε το κοινωνικό ενδιαφέρον, άρχισε σταδιακά να προβάλλεται ως εξίσου αναγκαίος ο διάλογος με την ευρύτερη κοινωνία των πολιτών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η κοινωνία των πολιτών ήταν απούσα ή ανοργάνωτη. Τίποτε λοιπόν δεν είναι καινούριο. Καινούριο φαινόμενο είναι ο νέος τρόπος αξιοποίησής τους και ο νέος ρόλος στην πολιτική διαχείριση που συνδέονται με τις νεότερες εξελίξεις των αστικών κοινωνιών.

Ο υπαρκτός σοσιαλισμός συνέβαλε στη αποθέωση της παντοδυναμίας της κρατικής εξουσίας και υποβάθμισε το ρόλο της κοινωνίας των πολιτών. Στη Δύση, αυτό εκφράστηκε με τον αυξημένο κρατισμό. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού η αναβάθμιση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών αποτελούσε στην πρώτη φάση μια ανταπάντηση στην ανεξέλεγκτη διεύρυνση του ρόλου του κράτους. Με αυτό τον τρόπο επέφερε αναζωπύρωση της φιλελεύθερης ιδέας.

Όμως, γρήγορα έγινε αντιληπτό, ότι η χρησιμοποίηση της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών δεν είναι μόνο θέμα περιορισμού της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας, αφού το πρόβλημα στις δημοκρατίες δεν είναι πλέον η αυθαιρεσία αλλά οι αδυναμίες της κεντρικής εξουσίας να διαχειρισθούν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που οφείλεται σε πολλούς λόγους. Βρισκόμαστε μπροστά σε ριζική αλλαγή του σκηνικού.

Κατά πρώτο λόγο, η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών καλείται να διαχειριστεί όλα εκείνα για τα οποία δεν ενδιαφέρεται το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Εδώ εντάσσονται οι δραστηριότητες της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας.

Εξάλλου, η αποδυνάμωση της πολιτικής δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικούς λόγους. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια δημοκρατία της κοινής γνώμης. Έχει λεχθεί ότι ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας των κοινοβουλίων, ο 20ος αιώνας ο αιώνας των μαζών και ο 21ος θα είναι ο αιώνας της κοινής γνώμης. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε τρόπους να εκφράζουμε συστηματικότερα τις ανάγκες και τις συγκεκριμένες προσδοκίες τους.

Κατά τρίτο λόγο, καταγράφουμε έναν επελαύνοντα ατομικισμό που θέτει σε κίνδυνο τη διασφάλιση των συλλογικών αγαθών. Η φιλελεύθερη ιδέα με την αρχική της προσέγγιση κινδυνεύει να μετατρέψει την κοινωνία σε κονιορτό ατόμων ανίσχυρων απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.

Νέο στοιχείο ακόμη είναι η νέα ανακατανομή ευθυνών και εξουσιών ανάμεσα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, σε υπερεθνικό, όπως η ΕΕ, και σε περιφερειακό. Όλοι αναγνωρίζουμε σήμερα ότι η έξαρση της παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε νέα σχέση ανάμεσα στο γενικό και το τοπικό. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε έναν αυξημένο μεσολαβητικό ρόλο των ΜΚΟ ανάμεσα στα νέα κέντρα εξουσίας και την κοινωνία.

Σ' αυτά όλα πρέπει να προστεθεί και η αναζήτηση από την κοινωνία μιας άμυνας απέναντι στην ανεξέλεγκτη δύναμη των ΜΜΕ. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις αποτελούν πρωτογενείς πηγές διαμόρφωσης και επιρροής της κοινής γνώμης. Εδώ, εμπλέκεται και ένα άλλο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτή έχει καταστεί υπό την επήρεια των ΜΜΕ ιδιαίτερα συγκινησιακή. Η συγκινησιακή κοινωνία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την αλλοίωση της δημοκρατικής μας συμπεριφοράς.

Με βάση τα δεδομένα αυτά το νέο στοιχείο είναι ότι οι ΜΚΟ καλούνται να αναπτύξουν συλλογική δράση. Αυτή παίρνει οργανωμένες μορφές με την ένταξή τους σε μηχανισμούς διαβούλευσης, συμμετοχής σε επιτροπές και όργανα, διαπραγμάτευσης, διαφόρων συμφωνιών όπως τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης. Ιδιαίτερη είναι η συμβολή τους στη δραστηριοποίηση των τοπικών κοινωνιών στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Αλλά και στον ελεγκτικό τομέα έχουν να επιδείξουν αξιόλογη δραστηριότητα.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο κοινωνικός διάλογος και ο διάλογος με την κοινωνία των πολιτών διασταυρώνονται. Όλα αυτά όμως δεν γίνονται χωρίς να δημιουργούν προβλήματα. Υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά στην αναγνωρισιμότητα των ΜΚΟ, την αντιπροσωπευτικότητά τους, τον τρόπο χρηματοδότησης τους, την έλλειψη ξεκάθαρων αρχών για τον τρόπο συνεργασίας. Οι ΜΚΟ αποτελούν πράγματι αντίβαρα στην κρατική εξουσία, αλλά η διατήρηση της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης επιβάλλει την ανεύρεση αντίστοιχων εγγυήσεων.

Η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας μπορεί να είναι παλιά, οι ρόλοι όμως με τους οποίους επιφορτίζεται στη σύγχρονη κοινωνία, της προσδίδουν μια νέα πολιτική διάσταση.