Εισήγηση του Ευρωβουλευτή  του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη με την ευκαιρία ημερίδας που διοργάνωσε το τμήμα ευρωπαϊκών θεμάτων της ΑΔΕΔΥ με θέμα" Το μέλλον της Ένωσης - Νέες μορφές ευρωπαικής διακυβέρνησης - ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών"  

Τίτλος εισήγησης του κ. Κουκιάδη:"Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης"

 

                                                     Θεσσαλονίκη 16 Φεβρουαρίου 2002


Δεν θα έχει περάσει απαρατήρητο ότι όλο και περισσότερες συζητήσεις, άρθρα και πολιτικοί λόγοι για το μέλλον της Ευρώπης παίρνουν μεγαλύτερη έκταση.
Τα θέμα πράγματι συνιστά πλέον το κατεξοχήν πολιτικό θέμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σιγά σιγά θα μετατραπεί σε άξονα πολιτικής διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των χωρών. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που μας απασχολεί το μέλλον της Ευρώπης. Όμως, η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πολιτική διάσταση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση έχει ως αφετηρία τη μεγάλη πολιτική αλλαγή που συνέβη το 1990, που επιτάχυναν δύο πολιτικές κινήσεις, η μία για μια μεγάλη Ευρώπη και η άλλη για περισσότερη Ευρώπη. Με άλλα λόγια, συνδέεται με τη διεύρυνση της Ευρώπης, που μας οδηγεί σε μια Ευρώπη πεντακοσίων εκατομμυρίων, και με την πολιτικοποίηση της Ε.Ε που φέρνει στην επιφάνεια τα γνωστά ήδη θέματα σε πολλούς, τα θέματα της ομοσπονδιακής συγκρότησης της και του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Γύρω από αυτά τα θέματα αναδεικνύεται ο νέος πολιτικός λόγος, τόσο στο ΕΚ με την αναζήτηση αυξημένου θεσμικού ρόλου όσο και ευρύτερα με την πρόσκληση συμμετοχής της κοινής γνώμης. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις γύρω από τα θέματα αυτά υπάρχει αρκετά βαθιά σύγχυση.

Οι φεντεραλιστικές ιδέες για την Ευρώπη έχουν ήδη σχετικά μακρά ιστορία και στα πολιτικά σχέδια, καθώς και στα οράματα στοχαστών. Χωρίς να ανατρέξει κανείς στο απώτερο παρελθόν, αρκεί να αναφερθούμε στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν μετά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ήδη γινόταν λόγος για τις Ηνωμένες Πολιτείες, της Ευρώπης και στις προτάσεις του Υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας Briand το 1929 που πρότεινε τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής Ένωσης. Η γένεση ακόμη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1957 δεν είναι άμοιρη φεντεραλιστικών αντιλήψεων. Είναι γνωστό ότι η Διακήρυξη του Σούμαν της 9ης Μαίου του 1950 για τη σύσταση της Ε.Κ.Α.Χ, αναφέρεται στις πρώτες συγκεκριμένες βάσεις μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας απαραίτητης για τη διατήρηση της ειρήνης. Όμως, οι απόπειρες για Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα και Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα απέτυχαν. Έκτοτε ο όρος αυτός εξαφανίστηκε από το επίσημο πολιτικό λεξιλόγιο και γίνεται λόγος για «διαρκώς στενότερη ένωση» ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς λαούς. Πρόκειται για όρους που στερούνται συγκεκριμένου πολιτικού περιεχομένου. Η εξέλιξη μέχρι σήμερα το επιβεβαίωσε. 

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του όρου «Ένωση» βρίσκεται στο γεγονός ότι χωρίς να θίγει την εθνική κυριαρχία επιδιώκει τη στενή συνεργασία ανάμεσα στα κράτη που υπέγραψαν τη συνθήκη της Ρώμης με μια λογική διαμόρφωσης κοινών υπερεθνικών θεσμών, που σταδιακά κατά το μέτρο που η συνεργασία θα πετύχαινε αυτή θα διευρύνονταν με τη μέθοδο της διαδοχικής ενοποίησης ανά τομέα. Ο τομέας που επιλέχτηκε ως ο κατεξοχήν πρόσφορος για συνεργασία ήταν ο χώρος της αγοράς, γι’ αυτό και γίνονταν λόγος για κοινή αγορά και για οικονομικές προσεγγίσεις (οικονομική διάσταση της Κοινότητας) με στόχο να λειτουργήσει η αγορά αποτελεσματικότερα.

Όμως σε αντίθεση με το παράλληλο εγχείρημα της ελεύθερης ζώνης συναλλαγών που είχε ξεκινήσει με πρωτοβουλία της Αγγλίας, η ΕΟΚ περιείχε εν σπέρματι στοιχεία περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας και συνεπώς ψήγματα ομοσπονδιακής ιδέας. Η ενωσιακή διαδικασία μπήκε σε κίνηση. Αρκεί να υπενθυμίσουμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Συμβούλιο των Υπουργών που είναι νομοθετικό σώμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι αποφάσεις όλως αυτών των οργάνων έχουν υπερεθνική ισχύ και κατισχύουν των αντίστοιχων εθνικών αποφάσεων κοινοβουλίων, δικαστηρίων ή κυβερνήσεων. 

Δύο λοιπόν είναι τα συμπεράσματα από αυτή την εξέλιξη: α) η ιδέα μιας ομοσπονδιακής οργάνωσης της Ευρώπης έστω κι αν ο όρος δεν αναφερόταν ρητώς, δεν ήταν απούσα από την μέχρι σήμερα πορεία της ΕΕ. Όμως ποτέ δεν ήταν τόσο κυρίαρχη ώστε να παραμερίσει την εθνική κυριαρχία των κρατών και να δημιουργήσει ένα νέο κράτος με υποβιβασμό των κρατών μελών σε ομόσπονδα κράτη. β) υπήρχε σαφής περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας με σταδιακή μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη στους υπερεθνικούς θεσμούς της κοινότητας. Η μεταφορά όμως αυτών των αρμοδιοτήτων γινόταν με τη λεγόμενη «Διακυβερνητική μέθοδο» που είναι οι γνωστές διακυβερνητικές διασκέψεις, που παραμένουν αντικείμενο διεθνούς δικαίου, οι γνωστότερες από τις οποίες είναι του 1987 με την ενιαία ευρωπαϊκή πράξη, του 1992-3 με τη Συνθήκη του Μάαστριχ για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ, του 1997 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, του 2000 με τη Συνθήκη της Νίκαιας. Η διακυβερνητική μέθοδος, χάρη στην οποία υλοποιήθηκε με επιτυχία η πρόταση Μονέ για μετεξέλιξη βήμα προς βήμα, όσο επιτυχημένη κι αν υπήρξε, γιατί εδραίωσε τη σταδιακή ενοποίηση και βοήθησε στη δημιουργία μιας de facto αλληλεγγύης θεωρείται ότι έφτασε στα όρια της. Ήταν ικανή για θετικά αποτελέσματα σε προηγούμενα στάδια ολοκλήρωσης, αδύνατη, όμως, να απεικονίσει την πραγματικότητα στη νέα φάση ολοκλήρωσης. Το εγχείρημα για πολιτική ενοποίηση απαιτεί ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Αυτό αναγνωρίστηκε και από τις κυβερνήσεις που ενέκριναν τη γνωστή δήλωση υπ. αριθμ. 23.

Κανείς σήμερα που ενδιαφέρεται λίγο πολύ για τα ευρωπαϊκά δρώμενα δεν αμφισβητεί την ανάγκη της μετεξέλιξης της ΕΕ σε μορφή πολιτικής Ένωσης. Και αυτό για ορισμένους βασικούς λόγους, όπως: α) η σωστή πολιτική φιλοδοξία για μεγαλύτερη Ευρώπη εικοσιπέντε και πλέον κρατών σημαίνει αύξηση της ετερογένειας των κρατών μελών, άρα ανάγκη πιο αποτελεσματικής πολιτικής διαχείρισης της Ένωσης που μόνο με ενισχυμένους υπερεθνικούς θεσμούς είναι δυνατή. β) Για όσους μετέχουν στην ΟΝΕ κατέστη επίσης σαφές ότι η οικονομική Ένωση απαιτεί και δυνατότητα λήψης πολιτικών αποφάσεων. Δεν μπορεί η νομισματική πολιτική να λειτουργήσει στο κενό λοιπών πολιτικών αποφάσεων και ορθά στην έκθεση Mendez De Vigo αναφέρεται ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ σηματοδότησε τη συνταγματική κατοχύρωση της πολιτικής διάστασης της ΕΕ. γ) Η ανάγκη αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης σύγχρονων κοινωνικών θεμάτων, όπως είναι η ανεργία, ο αποκλεισμός, οι διασπάσεις της κοινωνικής συνοχής, τα περιβαλλοντικά θέματα, χωρίς πολιτικές αποφάσεις σε υπερεθνικό επίπεδο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Με άλλα λόγια, το ατελέσφορο της αντιμετώπισης σε εθνικό επίπεδο οδηγεί σε μεταφορά πολιτικής εξουσίας σε υπερεθνικό επίπεδο. δ)Πέρα από αυτούς τους λόγους που συνδέονται με την αποτελεσματική διαχείριση της ΕΕ, υπάρχει κι ένας ακόμη λόγος, που συνδέεται με το πολλαπλώς καταγγελλόμενο δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ.

Τι σημαίνει δημοκρατικό έλλειμμα; αυτό σημαίνει πολλά. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τα σημαντικότερα. Το δημοκρατικό έλλειμμα προέρχεται από τις ανεπάρκειες του Δημοκρατικού ελέγχου της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Κατά δεύτερο λόγο συνδέεται με την ανισότητα εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με τις εξουσίες εκτελεστικών οργάνων στη λήψη αποφάσεων και πολιτικών επιλογών. Μπορεί βέβαια να ενισχύθηκε η εξουσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και Άμστερνταμ με την αναγνώριση νέων αρμοδιοτήτων και το δικαίωμα συναπόφασης για σημαντικά θέματα, αλλά η Κοινοβουλευτικοποίηση αυτή παραμένει ελλιπής.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει καταστεί Νομοθετικό Σώμα, αλλά μερικώς. Διαφεύγουν από τον Κοινοβουλευτικό έλεγχο ο δεύτερος και τρίτος πυλώνας. Θέματα Γεωργικής πολιτικής, Εξωτερικής πολιτικής , Πολιτικής Ασφάλειας, Δικαιοσύνης, ΟΝΕ, Βρίσκονται λίγο ως πολύ υπό την κυριαρχία του Συμβουλίου των Υπουργών. Το γεγονός, όμως, ότι τέθηκε σε κίνηση στενότερη συνεργασία ανάμεσα στα κράτη μέλη αποτέλεσε ένα σοβαρό βήμα στην ωρίμανση των συνειδήσεων για πολιτική ένωση. Το Συμβούλιο των Υπουργών που είναι ουσιαστικά νομοθετικό όργανο και για ορισμένα θέματα μοναδικό νομοθετικό όργανο, πρόκειται για τα θέματα που δεν υπάρχει συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, νομοθετεί κεκλεισμένων των θυρών. Έτσι το Δημοκρατικό έλλειμμα με την έλλειψη σε πολλούς τομείς δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων συμπληρώνεται από το έλλειμμα που προκύπτει από την έλλειψη της διαφάνειας. Εξίσου σημαντική είναι η παρατήρηση για τη μεγάλη έκταση της γραφειοκρατίας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών θεμάτων που αποβαίνει σε βάρος της δημοκρατικής αρχής.
Ένα παράλληλο θέμα που τελευταίως αποτελεί αντικείμενο των αποφάσεων του Ε.Κ. είναι ο υποβαθμισμένος έως σήμερα ρόλος των Εθνικών Κοινοβουλίων στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μεταφέρονται νομοθετικές εξουσίες από τα εθνικά Κοινοβούλια στα όργανα της Ε.Ε χωρίς να λαμβάνουν γνώση . Καλούνται να σεβαστούν το κοινωνικό κεκτημένο κατά την ψήφιση εθνικών νομοθετημάτων χωρίς να έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία διαμόρφωσης του κεκτημένου έστω και συμβουλευτικά. Ο Κοινοβουλευτικός έλεγχος των αποφάσεων του Συμβουλίου των Υπουργών, ο έλεγχος αποφάσεων ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων είναι ανύπαρκτος. 
Βέβαια το ενδεχόμενο να καταστούν τα Εθνικά Κοινοβούλια άμεσα μέρη της διαδικασίας λήψεως κοινοτικών αποφάσεων δημιουργεί πολλά αδιέξοδα και γι αυτό φαίνεται να αποκλείεται από την κρατούσα άποψη. Η μετατροπή τους σε δεύτερο νομοθετικό σώμα με αποστολή εκπροσώπων έχει αποκλειστεί, διότι ενώ θα συμβάλλει στην επιβάρυνση των κοινοτικών δομών δεν βοηθάει σε αποτελεσματική δημοκρατική νομιμοποίηση, πρώτο γιατί δεν θα έχουμε εκλογή αντιπροσώπων από τους πολίτες και δεύτερο γιατί μόνο σε περιορισμένο αριθμό συνεδριάσεων μπορεί να συμμετάσχουν .
Αυτό όμως δεν αποκλείει την ανάπτυξη μορφών συνεργασίας , επικοινωνίας, πληροφόρησης Εθνικών Κοινοβουλίων και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου . Προτείνονται διάφορες παραλλαγές, όπως εξέταση από τα Εθνικά Κοινοβούλια των νομοθετικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε από την πλευρά της επικουρικότητας, ενίσχυση εξουσίας ελέγχου Εθνικών Κυβερνήσεων, ενίσχυση συμβουλευτικού ρόλου για τον δεύτερο και τρίτο πυλώνα .
Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό και αφορά όλους μας. Πως είναι δυνατόν ο καθένας από μας να ανέχεται μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα εθνικά Κοινοβούλια, από τις ευθύνες των κυβερνήσεων κι από την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, σε όργανα υπερεθνικά της ΕΕ για τα οποία ούτε ελέγχει τη συγκρότηση τους, ούτε ελέγχει τον τρόπο λήψης αποφάσεων και στα οποία πολλές φορές δεν συμμετέχει καν, όπως π.χ στα όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και ακόμη πως είναι δυνατόν να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις της ΕΕ με τη διακυβερνητική μέθοδο που σημαίνει ότι οι αρχηγοί των κρατών μελών αποφασίζουν με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης για βασικά θέματα μείωσης της εθνικής κυριαρχίας χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση;. Το γεγονός ότι οι συνθήκες αυτές κυρώνονται από τα Κοινοβούλια μερικώς μόνο αμβλύνει το πρόβλημα καθώς πρόκειται ήδη για τετελεσμένα γεγονότα. Μεταφορά κυριαρχίας χωρίς λαϊκή συμμετοχή δεν είναι νοητή. Άρα λοιπόν περισσότερη Ευρώπη δεν είναι νοητή χωρίς δημοκρατική οργάνωση της ΕΕ. Έτσι βγήκε στην επιφάνεια ξανά, με επιτακτικό τρόπο αυτή τη φορά, η ιδέα της ομοσπονδίας και του ευρωπαϊκού συντάγματος, που μαζί και τα δύο, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας κ. Rau, θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. 

Για όλους αυτούς τους λόγους στη Σύνοδο του Λάακεν εξεδόθη διακήρυξη για τη σύγκληση συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης. Για να προετοιμαστεί η επόμενη Διακυβερνητική Διάσκεψη με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος και διαφάνεια, ανοιχτή στη δημόσια συζήτηση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να συγκαλέσει μια συνέλευση απαρτιζόμενη από τους σημαντικότερους συμμετέχοντες στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Καθήκον αυτής της συνέλευσης θα είναι να συζητήσει τα ουσιαστικά ζητήματα που θέτει η μελλοντική εξέλιξη της Eνωσης και να ερευνήσει τις διάφορες δυνατές λύσεις. 

Η συνέλευση απαρτίζεται από δεκαπέντε αντιπροσώπους των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών, τριάντα μέλη των εθνικών Κοινοβουλίων, δεκαέξι μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής. Πρόεδρος της Συνέλευσης ορίστηκε ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν και αντιπρόεδροι οι Amato και Dehaene. H Συνέλευση θα πραγματοποιήσει την εναρκτήρια Σύνοδο της την 1η Μαρτίου του 2002.Οι εργασίες θα ολοκληρωθούν μετά από ένα έτος, κι επομένως εγκαίρως ώστε ο πρόεδρος της Συνέλευσης να μπορέσει να διαβιβάσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τα αποτελέσματα τους. 

Ακόμη θα καταρτίσει ένα τελικό έγγραφο το οποίο θα περιλαμβάνει είτε διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις με καταγραφή της υποστήριξης που συγκέντρωσε η καθεμία είτε συστάσεις σε περίπτωση συναίνεσης. Μαζί με το αποτέλεσμα των εθνικών συζητήσεων για το μέλλον της Ένωσης το τελικό έγγραφο θα αποτελέσει την αφετηρία των συζητήσεων στη Διακυβερνητική διάσκεψη η οποία και θα λάβει τις τελικές αποφάσεις. Και πάλι όπως βλέπουμε, για την τελική απόφαση εφαρμόζεται η διακυβερνητική μέθοδος, όμως αυτή τη φορά η προεργασία γίνεται από μια συντακτική συνέλευση που αν και δεν έχει τον αποφασιστικό τελικό λόγο, η επιρροή της για τις τελικές αποφάσεις θα είναι αναμφισβήτητη. 

Για να διευρυνθεί η συζήτηση και να συμπράξουν σ αυτήν όλοι οι πολίτες, θα συγκροτηθεί επίσης ένα Φόρουμ για οργανώσεις που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών (κοινωνικοί εταίροι, οικονομικοί κύκλοι, ΜΚΟ, ακαδημαϊκοί κύκλοι κλπ).Θα πρόκειται για διαρθρωμένο δίκτυο οργανώσεων, το οποίο θα ενημερώνεται τακτικά σχετικά με τα διαμειβόμενα στη Συνέλευση και του οποίου οι συμβολές θα προστίθενται στη συζήτηση, ενώ θα μπορεί με διαδικασία που θα καθορίσει το Προεδρείο, να ακούγεται ή να ζητείται η γνώμη του για συγκεκριμένα ζητήματα.

Προτού αρχίσει η ευρύτερη συζήτηση για το αν η ομοσπονδιοποίηση είναι θετική εξέλιξη και συμφέρουσα για τη χώρα μας ή με ποιες προϋποθέσεις αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή, θέματα που θα συζητούνται όλη αυτή τη χρονιά, θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε για το πώς εννοείται η ομοσπονδιοποίηση και τι αναμένουμε από ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Ερώτημα πρώτο: Τι εννοούμε ως ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης; Όσο και να φαίνεται περίεργο δεν εννοούμε αυτό που μέχρι σήμερα ήταν γνωστό ως ομοσπονδία κρατών. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι και πρέπει να το έχουμε υπόψη μας κατά τις συζητήσεις που θα ακολουθήσουν. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να καταλυθεί η εθνική κυριαρχία των κρατών μελών. Αναζητείται λοιπόν ένα νέο πρότυπο ομοσπονδίας, το οποίο έχει δύο σταθερές: η μία με γνήσια υπερεθνικά όργανα, που θα εκπροσωπούν τους λαούς, η άλλη με υπερεθνικά όργανα με στοιχεία διακυβερνητικής υφής που θα εκπροσωπούν τα κράτη. Αυτός ο δυϊσμός που έχει βαθύτερες ιστορικές ρίζες γίνεται γενικότερα δεκτός. Οι αποχρώσεις αφορούν τον τρόπο υλοποίησης του. Ως προς το σημείο αυτό η συζήτηση αναμένεται έντονη και ενδιαφέρουσα. Σε καμιά περίπτωση, όμως, οι αναμενόμενες προτάσεις δεν μπορούν να τον ξεπεράσουν και αυτό για πολιτικούς και ιστορικούς λόγους. Η Ευρώπη είναι ταυτόχρονα χώρος ομοιογένειας και ετερότητας. Αν οι κοινές πολιτιστικές και πολιτικές αξίες εκφράζουν μια ομοιογένεια αντιλήψεων των λαών της, οι πολυποίκιλες διαφορετικές ιστορικές καταβολές εξακολουθούν να εδραιώνουν την ετερότητα των κρατών.
Άρα οποιαδήποτε μεταφορά εξουσίας είτε διάχυση εξουσίας θα πρέπει να περιέχει μια ισορροπία ανάμεσα στο ρόλο που θα εξακολουθούν να παίζουν τα κράτη μέλη ως αυτοτελή υποκείμενα του διεθνούς δικαίου με τα αντίστοιχα όργανα που θα λειτουργούν στην ΕΕ, όπως είναι το Συμβούλιο των Υπουργών, τις αντίστοιχες εθνικές εξουσίες, όπως είναι το δικαίωμα βέτο σε μείζονα εθνικά θέματα, τη μέριμνα για ισορροπία μικρών και μεγάλων κρατών και το ρόλο που θα παίζει η ΕΕ ως η απευθείας έκφραση της βούλησης των λαών της Ευρώπης, που θα εκφράζεται κυρίως από το Ευρωκοινοβούλιο και ενδεχομένως με μορφές συνεργασίας με τα εθνικά Κοινοβούλια, και από τη θεσμική αναγνώριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως κεντρικής διοικητικής αρχής. 
Αυτό που αναζητείται και δεν έχει γίνει άλλη φορά στο παρελθόν, είναι η συνύπαρξη εθνικών κρατών και ομοσπονδιακής κεντρικής εξουσίας. Έτσι, θα εξεταστεί σε νέα βάση η σημερινή κατανομή αρμοδιοτήτων σε τρεις κύκλους, που είναι οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αρμοδιότητες κρατών μελών και οι κοινές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών μελών. Παράλληλα, θα πρέπει να διευκρινιστεί σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας προς ποιά πλευρά θα ισχύει το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Δεδομένου ότι η αρχή αυτή δημιουργήθηκε ως απάντηση απέναντι στην κεντρική εξουσία, ορθά η κρατούσα άποψη δέχεται ότι το τεκμήριο αρμοδιότητας πρέπει να λειτουργεί υπέρ των κρατών μελών. Δε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο και αυτό είναι που χαρακτηρίζει την πρωτοτυπία του εγχειρήματος ότι ούτε τα κοινοτικά όργανα ταυτίζονται απολύτως με τα ομοσπονδιακά όργανα ούτε τα όργανα εκπροσώπησης των κρατών μπορούν να θεωρηθούν καθαρώς διακυβερνητικά. Τα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, για παράδειγμα, εκλέγονται από τους λαούς των κρατών μελών και όχι από έναν ενιαίο ευρωπαϊκό λαό. Δεν μπορεί, λοιπόν, να εξισωθεί με ένα ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Αντίστροφα, το Συμβούλιο των Υπουργών ως δεύτερο νομοθετικό σώμα έχει άμεση κανονιστική εξουσία για τους λαούς της Ευρώπης, ενώ η νομιμοποίησή του προέρχεται από τα κράτη μέλη.
Οι διαφορετικές προτάσεις που κατατίθενται από τους εκπροσώπους των διαφόρων κρατών, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας πρωθυπουργού, δεν αμφισβητούν κατά βάση αυτό το μοντέλο αλλά αφορούν τους επιμέρους τρόπους οργάνωσης τους και τις προϋποθέσεις. Η συζήτηση λοιπόν προμηνύεται γόνιμη. 

Με τις διευκρινίσεις αυτές δίδεται απάντηση και στο δεύτερο κρίσιμο ερώτημα για το αν είναι νοητό ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Για να υπάρχει Σύνταγμα πρέπει να υπάρχει πολιτεία, κράτος, γιατί το Σύνταγμα περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται και ασκείται η κρατική εξουσία, τον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τις υποχρεώσεις του πολίτη ανάμεσα στις οποίες δυο σημαίνουσες, η στρατιωτική υποχρέωση και η φορολογική υποχρέωση. Τα Συντάγματα γεννιούνται από τους αντιπροσώπους του λαού που συγκροτούν τη Συντακτική Συνέλευση. Όπως είδαμε παραπάνω, παρά το γεγονός ότι από τη διακήρυξη του Λάακεν προβλέφθηκε η Σύνοδος Συντακτικής Συνέλευσης, αυτή δε συγκροτείται από εκπροσώπους που εκλέχτηκαν απευθείας από τους λαούς της Ευρώπης ούτε θα έχει και την τελευταία λέξη στο υπό διαμόρφωση Σύνταγμα. Όταν λοιπόν μιλούμε για Ευρωπαϊκό Σύνταγμα εννοούμε έναν υπερεθνικό καταστατικό χάρτη που θα έχει ως προορισμό να δώσει στην ΕΕ τη μορφή μιας περιορισμένης πολιτείας που θα συνυπάρχει με τις επιμέρους πολιτείες, και συγχρόνως να κατοχυρώσει ένα χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων το κείμενο του οποίου είναι ήδη έτοιμο από τη Σύνοδο της Νίκαιας. Όλα λοιπόν είναι πρωτότυπα.