Εισήγηση
του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ.
Κουκιάδη στο πλαίσιο διοργάνωσης διημερίδας απο
τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση καί το Επαρχείο
Λαγκαδά με θέμα "Ισόρροπη Ανάπτυξη του Νομού,
Αναγκαιότητα καί Προοπτική για την Επαρχία
Λαγκαδά"
Τίτλος
εισήγησης του κ. Κουκιάδη :"Το μέλλον των
αγροτικών πληθυσμών της ΕΕ "
Θεσσαλονίκη 14 Ιουνίου 2002
Σε όλες τις χώρες της
Ευρωπαικής Ενωσης γίνεται ευρεία συζήτηση για το
μέλλον των αγροτικών πληθυσμών , για την
αναζήτηση της νέας θέσης της γεωργίας στο σύνολο
της κοινωνίας , για τον αναπροσανατολισμό της
γεωργικής πολιτικής. Οπως γίνεται κατανοητό, το
θέμα αυτό δεν είναι ασχετο με τις κινητοποιήσεις
που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στη χώρα μας
καί που σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν τη διαρκή
αγωνία των αγροτών για το μέλλον τους. Είναι
κρίμα που οι κομματικές σκοπιμότητες δεν
επιτρέπουν την ανάδειξη του πραγματικού
προβλήματος καί απλώς, ανάλογα με τη θέση του
καθενός, επιρρ'ίπτονται ευθύνες στη μία ή την
άλλη πλευρά. Ετσι δεν αγγίζεται το κεντρικό
πρόβλημα καί γι' αυτό οι κινητοποιήσεις αυτές
όπως πραγματοποιούνται καί με τα αιτήματα για τα
οποία πραγματοποιούνται , αναπαράγουν το
αδιέξοδο. Ολοι μιλούνε για τον νέο ρόλο της
γεωργίας που δεν είναι απλώς η παραγωγή αγαθών
αλλά η προσφορά μιας σειράς απο υπηρεσίες,
αντίληψη που εκφράζεται με τον όρο "πολυλειτουργικότητα
της γεωργίας." Δεν αρκεί όμως η επανάληψη
τέτοιων προτάσεων αλλά πρέπει να προχωρήσουμε
ένα βήμα παραπέρα καί να δούμε πως αυτά τα
αντιλαμβάνονται οι γεωργοί , πως αντιδρούν στις
συνδεδεμένες με αυτές αναγκαίες αλλαγές καί πως
μπορούμε να τους κάνουμε να τις ενστερνιστούν.
Απο που ξεκινούνε όλα
αυτά τα ερωτήματα για το μέλλον της γεωργίας;
Ξεκινούνε απο μια σειρά απο μεταμορφώσεις καί
αλλαγές που πολλοί τις ονομάζουν καί κρίσεις του
αγροτικού κόσμου. Ο όρος ¨κρίσεις" είναι
συνδεδεμένος με αρνητικούς συνειρμούς. Και γι'
αυτό ίσως κανείς θα μπορούσε να μιλήσει για
αλλαγή σχέσεων γεγονός που δεν είναι οπωσδήποτε
αρνητικό καθόσον η οικονομία μέσα απο τις
αλλαγές πηγαίνει μπροστά. Ωστόσο θα παραμείνουμε
στον όρο αυτό γιατί εμπεριέχει μια φόρτιση που
είναι χρήσιμη. Η πρώτη σημαίνουσα κρίση αφορά στη
δημογραφία του αγροτικού κόσμου. Οι αγρότες απο
πλειοψηφία έγιναν μειοωηφία καί μάλιστα με
αυξανόμενα πτωτικό ποσοστό, με μείωση των
ποσοστών συμμετοχής στο εθνικό εισόδημα καί με
αντίστοιχη συρρίκνωση του πολιτικού τους ρόλου.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οι αγρότες έγιναν μια
πολιτική, οικονομική καί κοινωνική μεοψηφία.
Ωστόσο δεν πρόκειται για μια συνήθη μειοψηφία
αλλά για μια μειοψηφία που προήλθε απο μια
πλειοψηφία που είχε συγκεκριμένες πολιτικές καί
πολιτιστικές σχέσεις με το σύνολο της κοινωνίας
καί του έθνους. Ο μεγάλος επομένως, ιστορικός
τους ρόλος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απο
κανέναν καί δεν μπορεί να διαγραφεί με απλές
οικονομίστικες αντιλήψεις. Αντίστοιχη λοιπόν,
πρέπει να είναι η πολιτική τους αντιμετώπιση.
Ένα δεύτερο δεδομένο είναι η
αλλαγή των σχέσεων της με τη γη. Σήμερα το σύνολο
της αναπτυξιακής στρατηγικής για πολλές χώρες
μπορεί να διασφαλιστεί με αξιοποίηση μέρους μόνο
της ωφέλιμης γης. Με λιγότερο εντατική παραγωγή
μπορούμε να εξασφαλίσουμε περισσότερες
διατροφικές ανάγκες. Έτσι σε έναν βαθμό η
εκμετάλλευση της γης από επιτακτικό απέκτησε
προαιρετικό χαρακτήρα. Παράλληλα αναδεικνύεται
ένας νέος τρόπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης, ο
οποίος είναι περισσότερο εμφανής στις Βόρειες
Χώρες αλλά εξελίσσεται σταδιακά και στις δικές
μας. Από την παραδοσιακή εκμετάλλευση, από τον
παραδοσιακό ιδιοκτήτη και την οικογένεια του που
εμπλέκονταν με άμεσο τρόπο στην παραγωγή,
περνούμε σταδιακά στην επιχειρησιακή
εκμετάλλευση που λαμβάνει διάφορες
επιχειρηματικές μορφές. Αυτό οδηγεί, όπως ορθά
επισημαίνεται, στο να γίνεται το αγροτικό
κεφάλαιο όλο και περισσότερο αφηρημένο και κατά
συνέπεια την κοινωνία να απασχολεί περισσότερο
το παραγόμενο προϊόν παρά η αγροτική ιδιοκτησία,
με αποτέλεσμα να χάνει μέρος από τις παλιές
ιδεολογικές βάσεις και κοινωνικές ευαισθησίες.Ακόμη
παρατηρείται ότι η σχέση με τη διατροφή είναι
νέα. Για πρώτη φορά οι νέες γενιές στον ευρωπαϊκό
χώρο δεν ζουν με το φάσμα της πείνας. Οι στόχοι
λοιπόν της ΚΑΠ που σχεδιάστηκαν για τη
διασφάλιση της επάρκειας της παραγωγής έχουν
ξεπεραστεί. Γιατί πλέον το ζητούμενο δεν είναι η
εξασφάλιση της επάρκειας της παραγωγής. Εξάλλου
το ποσοστό εισοδήματος που καταναλίσκεται στη
διατροφή πέφτει. Πιο συγκεκριμένα υπολογίζεται
ότι σε ορισμένες χώρες το ποσοστό συμμετοχής του
οικογενειακού προϋπολογισμού για την
οικογενειακή διατροφή έχει πέσει στο 4%. Απ’ αυτό
συνάγεται ένα δυσάρεστο συμπέρασμα ή
διαφαίνεται ένας κίνδυνος, αν θέλετε κι ένας
περιορισμός του ενδιαφέροντος για τη γεωργία
κατά το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής.
Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά, το γεωργικό
επάγγελμα δεν γίνεται απλά ένα επάγγελμα
μειονότητας, αλλά επιπλέον ένα επάγγελμα ανάμεσα
στα άλλα. Και αυτή η διαπίστωση με τη σειρά της
ασκεί τις επιρροές της στην ακολουθούμενη
πολιτική στάση.Ακόμη, αναφέρεται σωστά ότι η
συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε αγροτικό και
αστικό πληθυσμό αναστράφηκε, που σημαίνει
ανατροπή των σχέσεων στις μεταξύ τους
ικανοποιούμενες ανάγκες. Αρκεί μόνο να
υπενθυμίσουμε τη ραγδαία εισαγωγή του τομέα των
υπηρεσιών στη γεωργική παραγωγή,που από τα
πράγματα οδηγεί σε μία αστικοποίηση του
αγροτικού πληθυσμού. Η εμφάνιση του όρου
«πολυλειτουργικότητα της γεωργίας» αποτελεί
ακριβώς κατά πρώτο λόγο μια απάντηση στην
κρίση που διέρχεται η παραδοσιακή γεωργία. Κατά
δεύτερο λόγο αποτελεί την έκφραση των νέων
δεδομένων που παρουσιάζει η γεωργία. Έτσι
επισημαίνεται ότι ο γεωργικός κόσμος δεν πρέπει
να ταυτίζεται μόνο με την παραγωγή διατροφικών
αγαθών αλλά και με την παραγωγή μη διατροφικών
αγαθών. Η γεωργική παραγωγή δεν περιορίζεται στη
μαζική παραγωγή πρωτογενών προϊόντων αλλά στη
μετατροπή τους σε προϊόντα εξειδικευμένα, σε
προϊόντα με ταυτότητα. Περιέχει πλέον
δραστηριότητες, όπως το μάρκετινγκ, το ντιζάιν,
που καλύπτουν όλο και περισσότερο ένα μέρος του
κόστους της παραγωγής. Ηγεωργία δεν παράγει μόνο
υλικά αγαθά αλλά και άυλα αγαθά, όπως και άυλες
υπηρεσίες. Ενδεικτικά αναφέρω τη διαχείριση του
μη αστικού χώρου, του υπογείου χώρου, την
προσφορά αγαθών συνδεδεμένων με την πολιτισμική
παράδοση, και το πρόβλημα της βιοποικιλότητας
στο σύνολο του. Αυτό σημαίνει λοιπόν, και είναι
εντυπωσιακό, ότι η γεωργία δεν παράγει μόνο
ιδιωτικά αλλά και δημόσια αγαθά, όπως είναι η
διαφύλαξη του περιβάλλοντος, η διαφύλαξη της
πολιτισμικής κληρονομιάς.Ορθά λοιπόν λέγεται,
ότι μια χώρα που διατηρεί τη βιοποικιλότητα, που
διασφαλίζει τους υδάτινους πόρους, που έχει
αγροτικούς οικισμούς διαφοροποιημένους τον έναν
από τους άλλους, είναι πολύ πιο πλούσια από μια
χώρα όπου όλα τυποποιούνται, καταστρέφονται,
μολύνονται. Είναι λοιπόν ακόμη επόμενο, ένα μέρος
του πλούτου που συνδέεται με τη γεωργία, να μην
έχει άμεσα εμπορεύσιμη αξία και παρά ταύτα να
αποτελεί πλούτο για το έθνος και την κοινωνία
μας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι το δημόσιο
συμφέρον επιβάλλει να διατηρήσουμε και να
ενισχύσουμε αυτόν τον μη εμπορεύσιμο πλούτο
παράλληλα με την παραγωγή υλικών αγαθών, με μια
πολιτική που θα συμβιβάζει τις απαιτήσεις της
αγοράς με τις απαιτήσεις του δημοσίου
συμφέροντος. Άρα όλα δεν ταυτίζονται με την
αγορά, όπως προτείνει το αμερικανικό μοντέλο. Γι'
αυτό, η υπεράσπιση της υπολειτουργικότητας θα
πρέπει να νοηθεί ως συμπλήρωμα της υπεράσπισης
του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Αυτό
αποτελεί μια άλλη πρόκληση για την αγροτική
πολιτική που απομακρύνεται από τις παραδοσιακές
αποζημιώσεις και συνδέει τις χρηματοδοτήσεις
κατά το μέτρο συμβολής στην παραγωγή πλούτου, μη
εμπορεύσιμου. Όλες αυτές οι προκλήσεις αποτελούν την αφετηρία για τις
διαμορφούμενες τάσεις στην ΕΕ που παίρνουν διάφορες κατευθύνσεις.
Άλλοι μιλούν για κατάργηση της ΚΑΠ και
εθνικοποίηση της, που αποτελεί βέβαια τη
συντηρητική αντιμετώπιση του προβλήματος. Άλλοι
για αλλαγή προτεραιοτήτων ανάμεσα στον πρώτο και
τον δεύτερο πυλώνα της ΚΑΠ, δηλαδή μεταφορά του
κύριου βάρους της χρηματοδότησης από τις κοινές
οργανώσεις της αγοράς στις διαρθρωτικές πτυχές,
όπως ανάπτυξη υπαίθρου, υποδομές, επενδύσεις.
Μέχρι πρότινος, οι επιδοτήσεις για τον δεύτερο
πυλώνα κάλυπταν μόνο το 10%. Τώρα επιζητείται το
αντίστροφο. Όμως, και αυτή η πρόταση δεν μπορεί να
γίνει απόλυτα δεκτή. Όπως σωστά επισημαίνεται,
χωρίς να αμφισβητείται η ανάγκη χρηματοδότησης
προγραμμάτων ανάπτυξης υπαίθρου, η μετάβαση από
τη χρηματοδότηση της παραδοσιακής γεωργίας
στη νέα γεωργία δεν μπορεί να γίνει από τη μια
μέρα στην άλλη.
Όπως
γνωρίζετε, από το 1990, έχουμε μια σταδιακή
μετάβαση από την επιδότηση που ενθάρρυνε
πλεονάσματα σε άλλες πληρωμές στη γεωργία. Με την
ατζέντα 2002, επιζητείται νέα αλλαγή με μεταφορά
του κύριου μέρους των επιδοτήσεων στον δεύτερο
πυλώνα. Προβάλλονται γι’ αυτό ως βάσιμοι λόγοι
το ότι οι παραδοσιακοί τρόποι επιδότησης δεν
συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας, δεν
αυξάνουν το ενδιαφέρον για το περιβάλλον ή την
απασχόληση. Εξάλλου, η όλο και μεγαλύτερη αύξηση
του ρυθμού των εισαγωγών, οδηγεί σε αδιέξοδο την
παραδοσιακή πολιτική στήριξης των τιμών.Οι
εμπειρίες, όμως, έχουν δείξει ότι χρειαζόμαστε
μια μεγαλύτερη κλίμακα διαφοροποιήσεων όσον
αφορά τις χρηματοδοτήσεις προς τη γεωργία.Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι η πολιτική διαμάχη που
ανοίγει, δεν αφορά στο αν θα γίνουν αλλαγές στην
ΚΑΠ αλλά σε ποιο βαθμό θα γίνουν αυτές, με ποιο
τρόπο και σε τι χρονικό ορίζοντα. Η Ευρωπαϊκή
Σοσιαλιστική Ομάδα έχει βασικές παραμέτρους
στην νέα αυτή πολιτική, που συνοψίζονται στα
ακόλουθα:να μην θυσιαστεί η πολυλειτουργικότητα
στην ελεύθερη αγορά, παράλληλα
να επιδιωχθεί η επιστροφή σε
ανταγωνιστικές τιμές και κατά
το μέτρο που θα προκύπτει αυξημένο κόστος για
περιβαλλοντολογικούς ή άλλους δημόσιους λόγους,
να διασφαλιστεί η κάλυψη του κόστους αυτού. Μια
άλλη παράμετρος αφορά τα κίνητρα προς τα
εξατομικευμένα προϊόντα για την ανάπτυξη της
ποιότητας, για γεωργικά προγράμματα που
διασφαλίζουν αύξηση απασχόλησης και σεβασμό στο
περιβάλλον. Ακόμη φέρεται αντίθετη στην επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ
αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη να
καταστεί αυτή πιο ελαστική. Με άλλα λόγια
επιδιώκεται μια μοντέρνα γεωργία που δεν θα
προσανατολίζεται απλώς στους παραγωγούς αλλά
επιπλέον στο υπόλοιπο του αγροτικού πληθυσμού,
τους καταναλωτές αλλά και την κοινωνία στο
σύνολο της. Τέλος κοινωνικά κριτήρια όπως η
συμβολή στην απασχόληση και τα γεωγραφικά
μειονεκτήματα θα πρέπει να λαμβάνονται
περισσότερο υπόψη προκειμένου να εξασφαλιστεί
μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στις μικρές και
μεγάλες εκμεταλλεύσεις.
Η πολυλειτουργικότητα
περιλαμβάνει επίσης την εγγύηση καταβολών στους
γεωργούς για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην
κοινωνία αλλά και προτεραιότητα στις
χρηματοδοτήσεις για τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ένα
ακόμη θέμα είναι οι σχέσεις γεωργίας και
βιοτεχνολογίας. Οι αντιστάσεις προς τα
μεταλλαγμένα προϊόντα είναι γνωστές. Ωστόσο
πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από το 1996 που άρχισαν
οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, η
συνολική έκταση αυξήθηκε εικοσιπέντε φορές
κυρίως για προϊόντα όπως η σόγια, το βαμβάκι.
Θεμελιώδης στόχος της πολιτικής της ΕΕ είναι η
διατήρηση ορθολογικών και αναλογικών διεργασιών
αξιολόγησης της επικινδυνότητας για την υγεία
και το περιβάλλον. Οι διαδικασίες αυτές
βασίζονται σε επιστημονικά κριτήρια και θα
ενισχυθούν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τροφίμων, η
οποία συγκροτήθηκε αυτό το έτος. Ένας άλλος
θεμελιώδης στόχος είναι η εξασφάλιση στον
καταναλωτή ελευθερίας επιλογής, όσον αφορά τη
χρησιμοποίηση προϊόντων γενετικά
τροποποιημένων. Έτσι, η Επιτροπή έχει εκδώσει
προτάσεις για νομοθεσία όσον αφορά τη σήμανση
και την ιχνηλασιμότητα, σε συνδυασμό με
διαδικασίες αξιολόγησης. Με απομονωμένες
αλυσίδες παραγωγής και επεξεργασίας θα έχουν οι
αγρότες, κατά την αντίληψη της Επιτροπής τη
δυνατότητα να επιλέγουν την καλλιέργεια που
θέλουν να παράγουν και οι καταναλωτές το είδος
διατροφής που επιθυμούν να προμηθευτούν. Οι
φοβίες είναι γνωστές. Αλλά η Επιτροπή δίνει την
απάντηση με το εξής δίλημμα: Έχουμε να διαλέξουμε
μεταξύ του να διαμορφώσουμε ενεργά τις
μελλοντικές πολιτικές ή να έρθουμε αντιμέτωποι
με τις πολιτικές που θα διαμορφωθούν από άλλους.
Η οικονομία βασιζόμενη στη γνώση αφορά στο εξής
και τη γεωργία.Ένα άλλο θέμα που συνδέεται με το
μέλλον της αγροτικής πολιτικής είναι η
διεύρυνση με την επικείμενη είσοδο νέων χωρών. Ο
κίνδυνος που διαφαίνεται είναι να
πραγματοποιηθεί η διεύρυνση με μεταφορά του
κόστους στους πιο αδύνατους. Όμως,το πνεύμα της
γενικής ισορροπίας ανάμεσα στα τωρινά μέλη και
τις υποψήφιες χώρες πρέπει να διατηρηθεί. Μεγάλο
πρόβλημα θα τεθεί όσον αφορά τις άμεσες
επιδοτήσεις απώλειας εισοδήματος για τον
συμψηφισμό της μείωσης των τιμών. Οι επιδοτήσεις
αυτές θα διατηρηθούν μόνο κατά το μέτρο που θα
είναι εφικτή η άμεση αναδιάρθρωση αλλά σε καμιά
περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η διαφοροποίηση
των νέων χωρών. Η πρόβλεψη είναι για μια σταδιακή
εξομοίωση μέχρι το 2013. Όσον αφορά τις σχέσεις με
τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η πολιτική
απευθύνεται στο να ενσωματώσουμε τις μη
εμπορικές αξιολογήσεις, δηλαδή στον σεβασμό των
κανόνων για την προστασία των ζώων, της
απασχόλησης, της υγείας, των καταναλωτών,
στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν το ευρωπαϊκό
αγροτικό μοντέλο. Εδώ αρχίζει ένας μεγάλος
πολιτικός αγώνας προκειμένου να πειστούν οι
τρίτες χώρες ότι η ενσωμάτωση κοινωνικών και
περιβαλλοντικών ρητρών δε γίνεται σε βάρος τους,
δεν αποτελεί ένα είδος κοινωνικού ντάμπινγκ υπέρ
των αναπτυγμένων χωρών, αλλά αποτελεί μέρος της
βιώσιμης ανάπτυξης, την οποία έχουν εξίσου
ανάγκη και χώρες αυτές.Συνοπτικά, η πολιτική των
τιμών στην Ευρωπαική Ενωση γενικότερα θα
διευθετηθεί έτσι ώστε να μπορούν οι παραγωγοίνα
προωθούν τα προιόντα στην παγκόσμια αγορά με
διαφοροποιήσειςπου θα στηρίζονται στα
εξατομικευμένα προιόντα.Η σταδιακή μείωση των
επιχορηγήσεων φαίνεται αναπόφευκτη σε μια πρώτη
φάση αλλά αυτή θα συνδυαστεί με μια αλλαγή
αντιλήψεων. Η επιδίωξη είναι να επικεντρώσουμε
την προσπάθεια στην εξαγωγή προιόντων
εξατομικευμένων καί υψηλών ποιοτικών
προδιαγραφών για τα οποία δεν υπάρχουν ενιαίες
τιμές στην παγκόσμια αγορά. Η προστασία στις
τιμές θα υπάρχει κατά το μέτρο που θα
δικαιολογούνται απο περιβαλλοντικά καί
κοινωνικοπολιτικά κριτήρια, στις δε αγροτικές
δραστηριότητες θα ενταχθούν καί μια σειρά απο
υπηρεσίες που θα συνιστούν συμπληρωματική πηγή
εισοδήματος. Αυτοί που αρνούνται να δουν τις
αλλαγές καί αρνούνται στη συνέχεια τις αναγακίες
μεταρρυθμίσεις στην αγροτική πολιτική, το μόνο
που επιτυγχάνουν είναι να παραδώσουν τους
αγρότες ως εύκολη λεία στα παγκόσμια οικονομικά
συμφέροντα.Αυτοί που αρνούνται να δουν τις
αλλαγές και αρνούνται στη συνέχεια τις αναγκαίες
μεταρρυθμίσεις στην αγροτική πολιτική, το μόνο
που επιτυγχάνουν είναι να παραδώσουν τους
αγρότες ως εύκολη λεία στα παγκόσμια οικονομικά
συμφέροντα.