Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ Κουκιάδη με την ευκαιρία της διοργάνωσης του 10ου δημοσιογραφικού Συνεδρίου με θέμα: "Το νέο τοπίο στα ΜΜΕ-Ευρώπη και ΜΜΕ"

Τίτλος εισήγησης: "Η πολιτική της ΕΕ για τα ΜΜΕ"                                 

                                                                                                                              Σαμοθράκη , 29.06.2002

 

Α) Η πολιτική για τα ΜΜΕ ως μέρος της πολιτικής για τα οπτικοακουστικά μέσα.

Η κοινοτική πολιτική στα ΜΜΕ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής για τον οπτικοακουστικό τομέα , για το σύνολο δηλαδή των υπηρεσιών του που συνιστούν "παρουσίαση στο κοινό" (Ανακοίνωση της Επιτροπής για κατευθυντήριες γραμμές στην οπτικοακουστική πολιτική(COM 1999/657).Ετσι καλύπτει εκτός από την τηλεόραση (ερτζιανή, καλωδιακή, δορυφορική) τη φωνητική τηλεφωνία , την πρόσβαση στο διαδίκτυο καί άλλες καινοτόμες υπηρεσίες που βασίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία και που επεκτείνονται ταχύτητα όπως η αγορά ψηφιακού βιντεοδίσκου με απεριόριστη χωρητικότητα για πολυγλωσσικές εκδόσεις του ίδιου έργου , υπηρεσίες όπως η πληρωμή ανά θέαμα (pay per view) βίντεο κατ' αίτηση (near video on demand) αλλά και παραδοσιακά μέτρα όπως ο κινηματογράφος και η βιντεογαορά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ειδικότερες ρυθμίσεις όπως η οδηγία για την τηλεόραση χωρίς σύνορα για την οποία θα γίνει λόγος χωριστά. Οι θεμελιώδεις όμως στόχοι είναι κοινοί. Αυτοί έγκεινται στην ενθάρρυνση της παραγωγής και διανομής ευρωπαϊκών έργων με η δημιουργία ενός ασφαλούς καί σταθερού νομικού πλαισίου για την εξασφάλιση της ελεύθερης παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών καθώς και στην προώθηση κατάλληλου μηχανισμού υποστήριξης. Σε όλους δε τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ, η πολιτική αυτή κινείται σε περισσότερα επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο συνδέεται με την αγορά. Επιδίωξη εδώ είναι  μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ψηφιοποίηση δε θα έχει ως αποτέλεσμα την πλημμυρίδα εισαγόμενου ή αρχειακού (επαναλαμβανόμενου) υλικού. Επιδιώκεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί μια βιομηχανία ικανή να παράγει οπτικοακουστικό περιεχόμενο σημαντικό για τους ευρωπαίους πολίτες. Επί του παρόντος, ο στόχος αυτός δεν έχει υλοποιηθεί. Όπως επισημαίνεται, η ευρωπαϊκή αγορά κυριαρχείται συντριπτικά από τις αμερικανικές παραγωγές. Το ετήσιο έλλειμμα οικονομικού ισοζυγίου της ΕΕ με τις ΗΠΑ το 1999 υπολογιζόταν σε 7 δις ευρώ, ενώ οι αμερικανικές παραγωγές αντιστοιχούν σε ποσοστό μεταξύ 60% και 90% των αγορών οπτικοακουστικού υλικού των κρατών μελών. Το αντίστοιχο ευρωπαϊκό μερίδιο της αμερικανικής αγοράς ανέρχεται σε ποσοστό της τάξης του 1-2%.

Στο θέμα της διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού εμπλέκεται και η αυξημένη τάση συγχώνευσης μεγάλων επιχειρήσεων οπτικοακουστικών μέσων χωρίς βέβαια επί του παρόντος να έχει προβεί σε κάποια ενέργεια. Με τις οικονομικές πτυχές συνδέεται και η πολιτική δημιουργίας θέσεων εργασίας , που επίσης λαμβάνοντας υπόψη κατά την εκπόνηση της κοινοτικής πολιτικής. Πράγματι, ο οπτικοακουστικός τομέας αποτελεί τη νέα μεγάλη πηγή δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσα η Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πληροφορικής επανάστασης καί υπολογίζεται ως το 2005 αύξηση των θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης κατά 350.000. Επομένως στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων , αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό τα οπτικοακουστικά αγαθά , σαν υλικά αγαθά. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται και τα προγράμματα MEDIA I και MEDIA II.

Το MEDIA II (2001-2005) έχει σαν βάση τη διαπίστωση ότι ένα ισχυρό δυναμικό δημιουργίας θέσεων απασχόλησης συνδέεται με τις νέες υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Η εμφάνιση όμως μιας ευρωπαϊκής αγοράς οπτικοακουστικών μέσων απαιτεί επαγγελματικές ικανότητες προσαρμοσμένες στη νέα διάσταση της αγοράς, ιδίως στον τομέα της χρηματοοικονομικής και εμπορικής διαχείρισης των οπτικοακουστικών μέσων και στη χρήση νέων τεχνολογιών στα στάδια σύλληψης, ανάπτυξης, παραγωγής ,διανομής εμπορίας και μετάδοσης των προγραμμάτων. Ακόμη, η πρωτοβουλία "ηλεκτρονική Ευρώπη" έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίσει ότι οι ευρωπαίοι έχουν πρόσβαση στο οπτικοακουστικό περιεχόμενο σε όλες του τις μορφές που καλύπτει τις ανάγκες τους και που εκφράζει την πολιτιστική καί γλωσσική ποικιλομορφία της Ευρώπης. Μια άλλη παράμετρος που αποτελεί επίσης μέρος της οπτικοακουστικής πολιτικής είναι η προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού. Σ' αυτό το επίπεδο, τα προβλήματα είναι διαφορετικής φύσης. Το διαδίκτυο, σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Επιτροπής, καθιστά δυνατούς νέους τρόπους και μέσα διανομής των οπτικοακουστικών έργων, ενώ η ψηφιακή τηλεόραση κατέστησε δυνατή την παραγωγή τέλειων αντιγράφων των έργων  αυτών. Απότοκη αυτών είναι η πολιτική της ΕΕ κατά της πειρατείας, που έχει αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις και η έκδοση οδηγίας για την προστασία των δημιουργών , ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων στο ψηφιακό περιβάλλον. Παρόλο που η πολιτική στα επίπεδα που προαναφέραμε φαίνεται να αποτελεί κεντρική μέριμνα της ΕΕ, ο κοινωνικός καί πολιτιστικός ρόλος των οπτικοακουστικών μέσων όχι μόνο δεν είναι περιθωριοποιημένος στη χάραξη της κοινοτικής πολιτικής αλλά καλύπτει όλο και μεγαλύτερο μέρος από τους νέους σχεδιασμούς της προκειμένου να υπάρξει μια σφαιρική αντιμετώπιση του γενικότερου προβλήματος διαφύλαξης και αναπαραγωγής βασικών ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη συχνά διατυπωμένη γενική αρχή ότι δηλαδή δεν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε την οπτικοακουστική βιομηχανία όπως τη συνήθη βιομηχανία. Στη γενική αυτή αρχή εντάσσεται και ο ποιοτικός τους ρόλος, ο ρόλος δηλαδή στη λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα μέσα διάδοσης πληροφοριών είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ιστορία της δημοκρατίας και ότι η διαφοροποίηση των μέσων αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιμέρους μορφές οργάνωσης της. Έτσι, η διάδοση του ημερησίου τύπου συνδέθηκε με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Τώρα βιώνουμε την ηλεκτρονική δημοκρατία , τη δημοκρατία της κοινής γνώμης, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των media καί της επικοινωνίας του Τύπου ανάμεσα στη βάση και την κορυφή της εξουσίας που η σύγχρονη τεχνολογία διευκολύνει. Η ΕΕ θεωρεί βέβαια ως προϋπόθεση συμμετοχής σε αυτή, τη δημοκρατική οργάνωση των κρατών μελών αλλά δεν έχει άμεσες εξουσίες για τη διαμόρφωση συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης του πολιτικού βίου κάθε χώρας. Υπάρχει ακόμη το άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την ελευθερία λήψης καί μετάδοσης πληροφοριών αλλά αυτό εντάσσεται στις γενικές διακηρύξεις. Ωστόσο η ΕΕ δεν είναι αδιάφορη στο επίπεδο της έρευνας προκειμένου να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα του αν απαιτείται η διαμόρφωση μιας νέας μορφής δημοκρατίας προσαρμοσμένης στις νέες μορφές οργάνωσης του πολιτικού βίου που επιβάλλει η ηλεκτρονική δημοκρατία. Αφετηρία αυτών των ερευνών είναι η βάσιμη αντίληψη ότι η κρίση της πολιτικής είναι περισσότερο κρίση ενός συγκεκριμένου τύπου αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παρά της πολιτικής. Πέρα όμως από αυτό το καθαρά ερευνητικό ενδιαφέρον της ΕΕ για τις νέες μορφές οργάνωσης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος, με σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων, νομοθετικού ή μη περιεχομένου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δίδει μεγάλη έμφαση στον πολιτιστικό ρόλο που σημαίνει ότι τις σχετικές υπηρεσίες τις αντιμετωπίζει ως πολιτιστικά αγαθά που ταυτόχρονα αντανακλούν και διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας και αποτελούν βάσιμο μέσο για την αναπαραγωγή κοινών αξιών. Συμβάλλουν, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, στο να προσδιορίζουν όχι μόνο αυτό που βλέπουμε αλλά καί τον τρόπο με τον οποίο το βλέπουμε.

Έτσι οι ρυθμίσεις που προτείνονται βασίζονται σε κοινές αξίες, όπως η ελευθερία έκφρασης καί το δικαίωμα απάντησης, ο πλουραλισμός, η προστασία των δημιουργών καί των έργων τους, η παραγωγή της γλωσσικής καί πολιτιστικής ποικιλομορφίας , η προστασία των ανηλίκων καί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας , η προστασία των καταναλωτών. Πρόκειται για στόχους γενικού συμφέροντος που συνδέονται με το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλουν υποχρεώσεις τύπου δημοσίας υπηρεσίας. Έτσι τα νομικά θεμέλια της κοινοτικής παρέμβασης δεν βρίσκονται μόνο στις διατάξεις που προβλέπουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τη διασφάλιση του ανταγωνισμού αλλά και στις διατάξεις του άρθρου 86 της ΣΕΚ που προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση γενικού οικονομικού συμφέροντος , υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Αποτελεί λοιπόν καί για την ΕΕ κομβικό στοιχείο ο τρόπος συνδυασμού της ελευθερίας της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, με την ανάγκη διαφύλαξης ορισμένων κοινών αξιών. Εφαρμόζεται βέβαια και εδώ η αρχή της αναλογικότητας αλλά η αρχή αυτή έχει αρκετή ελαστικότητα. Επίσης αποτελεί βάση για την κοινοτική παρέμβαση η ενσωμάτωση του πολιτισμού για τον οποίο γίνεται ρητή μνεία στη Συνθήκη (αρθ 151 ΕΚ) καθώς επίσης προβλέπεται η δυνατότητα απο τα κράτη μέλη για ενισχύσεις (αρθ 87, παρ 3) κατά παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασυμβίβαστου. Αυτό επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων για την παραγωγή ταινιών καί τηλεοπτικών προγραμμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίζεται απλώς να θέσει ορισμένα κριτήρια συμβατότητας τα οποία είναι τέσσερα. Πάντως η ΣΕΚ δεν περιέχει διατάξεις που να ρυθμίζουν άμεσα τα θέματα των ΜΜΕ, την προστασία των ανηλίκων. Γι' αυτό θα ήμασταν πιο ακριβείς αν λέγαμε ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που στο πλαίσιο της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς προβαίνουν σε μια ελάχιστη εναρμόνιση κανόνων με τους στόχους που συνδέονται με τους στόχους δημοσίου συμφέροντος. Όμως, ανεξάρτητα απ' αυτό, η έμφαση που δίδεται, αν λέγαμε ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που στο πλαίσιο της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς προβαίνουν σε μία ελάχιστη διατήρηση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας της Ευρώπης είναι γεγονός. Έτσι, τα μέτρα για την προώθηση της παραγωγής και κυκλοφορίας οπτικοακουστικού περιεχομένου το οποίο εκφράζει ευρωπαϊκές πολιτιστικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες βρίσκουν ευρείες βάσεις για χρηματοδότηση. Έχει γίνει κατανοητό ότι μόνο αν ανατραπεί ο άνισος ανταγωνισμός που ισχύει μέχρι σήμερα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ στα οπτικοακουστικά μέσα, μόνο δηλαδή αν μπορέσει η Ευρώπη να εξαγάγει τα δικά της πρότυπα θα μπορέσει να επιβιώσει το ευρωπαϊκό μοντέλο στο σύνολό του, ως πολιτιστικό αλλά και ως πολιτικό και κοινωνικό. Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη πρόκληση και στο σημείο αυτό πρέπει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον των νέων αναζητήσεων. Με το θέμα της πολιτικής για τα ΜΜΕ συνδέεται και η πολιτική της ΕΕ για ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας σε δραστηριότητες πολιτικής ένωσης στον τομέα της πληροφόρησης και της επικοινωνίας. (βλ COM 2001/354 και Έκθεση Andreasen2002. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση τη διαπίστωση ότι η τηλεόραση αποτελεί το δημοφιλέστερο μέσο για την ενημέρωση , επιδιώκει διεύρυνση της χρήσης της στην ενημέρωση για τα ευρωπαϊκά θέματα, καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να αναπτύξουν ειδικά προγράμματα κατάρτισης για δημοσιογράφους, υπεύθυνους ύλης και αρχισυντάκτες σε συνεργασία με τις σχολές και τα ιδρύματα κατάρτισης, ενθαρρύνει τη συνεργασία με υπάρχοντες περιφερειακούς ή διαπεριφερειακούς σταθμούς και προτείνει να εντατικοποιηθούν οι δράσεις και η προβολή στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων ιδίως με τη διερεύνηση περαιτέρω ευκαιριών για συμπαραγωγές και με συμμετοχή νέων καναλιών τηλεόρασης και ραδιοφωνικών σταθμών. Ακόμη  αναγνωρίζει την ανάγκη διάθεσης επιπλέον χρηματοοικονομικών πόρων για την Ευρώπη με δορυφόρο(EbS καί ζητεί την καλύτερη προώθηση του σε δημοσιογράφους, ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και ΜΚΟ Στην πολιτική αυτή εντάσσεται και ο στόχος αύξησης του μέσου όρου συμμετοχής στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από 65,9% στις εκλογές του 1994 σε 49,4% στις εκλογές του 1999.                                               

Β)Η ειδικότερη πολιτική για τα ΜΜΕ                                                                 

Πέρα όμως απο αυτή τη γενική πολιτική της ΕΕ για την οπτικοακουστική βιομηχανία στην οποία όπως είπαμε, εντάσσεται καί η πολιτική για τα ΜΜΕ υπάρχουν καί ειδικότερες δράσεις της ΕΕ γι' αυτά. Αναφερόμαστε στη βασική οδηγία για τα ΜΜΕ που είναι η 89/ 552 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36 με τον τίτλο για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικών πράξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων. Η οδηγία είναι γνωστή ως "τηλεόραση χωρίς σύνορα". Η αναφορά σ' αυτή δεν γίνεται για να αναλύσουμε το περιεχόμενο της αλλά για να προσδιορίσουμε τα προβλήματα που ανέδειξε η εφαρμογή της, όπως αναφαίνονται απο την Εκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας (COM 2001/9) καί θα αποτελέσουν βέβαια τη βάση της επικείμενης τροποποίησης. Η ειδικότερη αντιμετώπιση της τηλεόρασης οφείλεται στο ότι εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο MEDIA. Από 47 κανάλια το 1989 υπολογίζονται σήμερα σε 1500, ενώ συγχρόνως εκτιμάται ότι 50 από αυτά εξακολουθούν να καλύπτουν τα 3/4 της ακροαματικότητας.(θεαματικότητας).Η οδηγία θέτει ασφαλές νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς να αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους εντός της ΕΕ με κύριο στόχο τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών εκπομπών. (βλ ευρωπαϊκή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διασυνοριακή τηλεόραση). Κατά την οδηγία οι τηλεοπτικές δραστηριότητες συνιστούν υπηρεσίες, το δικαίωμα μετάδοσης τηλεοπτικών υπηρεσιών θεωρείται ότι εντάσσεται στην ελευθερία της έκφρασης, και γι’ αυτό οι νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των σχετικών εκπομπών στην κοινότητα και να προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό της κοινής αγοράς. Έτσι μπορεί να καταστεί αποτελεσματική και η εφαρμογή της αρχής ότι πρέπει να γίνονται σεβαστές οι διατάξεις του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται οι εκπομπές. Κατά δεύτερο λόγο, η οδηγία περιλαμβάνει διατάξεις που παρέχουν νόμιμη βάση στα κράτη μέλη για να λάβουν εθνικά μέτρα με σκοπό την προστασία ορισμένων εκδηλώσεων που έχουν χαρακτηριστεί μείζονος σημασίας για την κοινωνία κατά τρόπο ώστε μία συμβατική μερίδα του κοινού να μην εμποδίζεται να παρακολουθεί τις εκδηλώσεις αυτής μέσω ζωντανής ή αναμεταδιδώμενης κάλυψης σε δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα. Θεωρείται δε ότι υπάρχει σημαντική μερίδα όταν καλύπτει το 10% του κοινού. Κάθε κράτος κοινοποιεί έναν κατάλογο με τέτοιες δραστηριότητες που συνήθως είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το Παγκόσμιο Ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα, άλλα αθλητικά γεγονότα κλπ. Η πολιτική για δωρεάν προγράμματα ή προγράμματα με προσιτές τιμές, αποτελεί μέρος της πολιτικής κατά του αποκλεισμού των μη εχόντων. Ακόμη μέριμνα της οδηγίας συνιστά, κατά τη διανομή και παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων, τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν σε ευρωπαϊκά έργα το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου εκπομπής τους, εκτός των ειδήσεων, των αθλητικών εκδηλώσεων, των τηλεοπτικών εκπομπών, των διαφημίσεων ή των υπηρεσιών τηλεκειμενογραφίας και τηλεαγοράς, και 10% του χρόνου εκπομπής του σε ραδιοτηλεοπτικά έργα ανεξάρτητων παραγωγών. Διαπιστώνεται στην έκθεση της Επιτροπής (CΟΜ 2001/9, 15.01.2001) ότι οι στόχοι αυτοί έχουν επιτευχθεί, γιατί ο σταθμισμένος μέσος όρος μετάδοσης ευρωπαϊκών έργων από τους διαύλους κυμαίνεται από 51,3% έως και 81,7%. Παρατηρούνται όμως, ορισμένα προβλήματα, που συνδέονται με τη δυσκολία θεματικών διαύλων να εξεύρουν ή να παραγάγουν ευρωπαϊκά έργα, και με το γεγονός ότι ορισμένοι δίαυλοι είναι θυγατρικές επιχειρήσεων τρίτων χωρών, οι οποίες εκμεταλλεύονται κατά προτεραιότητα δικά τους αποθέματα. Υπό επανεξέταση είναι ο ορισμός του ευρωπαϊκού έργου, αν πρέπει να υπάρχει εθνικός ή κοινοτικός ορισμός, ορισμός συνοπτικός ή αναλυτικός, σε σχέση πάντοτε με το τι θα διευκολύνει καλύτερα την κυκλοφορία των ευρωπαϊκών παραγωγών. Στο σημείο αυτό οι διαφωνίες είναι μεγάλες. Επίσης και ο ορισμός του ανεξάρτητου παραγωγού δημιουργεί πολλές προστριβές. Έτσι τίθενται τα θέματα της έννοιας της ανεξαρτησίας και των κριτηρίων που πρέπει να ισχύσουν για τον ορισμό της ανεξαρτησίας ενός παραγωγού. Εξάλλου, οι παράλληλοι στόχοι που επιδιώκει η οδηγία για την αύξηση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και την προαγωγή της πολιτισμικής πολυμορφίας στην Ευρώπη θεωρούνται από πολλούς ότι αποτελούν αφετηρία έντασης μεταξύ τους. Η τόνωση πάντως της δημιουργίας νέων πηγών τηλεοπτικής παραγωγής με την ενίσχυση της δημιουργίας ΜΜΕ που θα λειτουργούν ανταγωνιστικά με τους σημερινούς καθιερωμένους παραγωγούς, θεωρείται ότι συμβάλλει στην ενίσχυση της πολιτιστικής πολυμορφίας.  Με άλλα λόγια, επιζητείται επικέντρωση της προστασίας στα ΜΜΕ παρά επέκτασή της σε μεγαλύτερες ομάδες που συνδέονται με τηλεοπτικούς οργανισμούς. Προβλήματα ακόμη δημιουργεί,- και θα αντιμετωπιστούν με την προβλεπόμενη τροποποίηση-,η ολοένα και πιο περίπλοκη σχέση μεταξύ παραγωγών και τηλεοπτικών σταθμών, που συχνά αποτελούν μέρος ολοκληρωμένων ομίλων. Προς επίλυση είναι η μεγάλη διαφωνία μεταξύ τηλεοπτικών σταθμών και παραγωγών ως προς τη διάρκεια της μεταφοράς των πνευματικών δικαιωμάτων από τους παραγωγούς στους ραδιοτηλεοπτικούς παραγωγούς. Οι τελευταίοι θεωρούν ότι κάθε παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εισαγωγή χρονικού ή άλλου περιορισμού στην κατοχή πνευματικών δικαιωμάτων από αυτούς είναι αδικαιολόγητη και θα έχει αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό. Οι παραγωγοί θεωρούν ότι η  αναμεταβίβαση πνευματικών δικαιωμάτων σε αυτούς για την επαναδιαπραγμάτευση τους, θα αυξήσει την ποσότητα και την ποιότητα των οπτικοακουστικών έργων. Η οδηγία ως γνωστόν περιέχει καί κανόνες για το ρυθμό καί τις προϋποθέσεις των διαφημιστικών εκπομπών. Για το θέμα αυτό υπάρχουν αρκετές καταγγελίες από ενώσεις καταναλωτών για σημαντικές υπερβάσεις. Στο στόχαστρο είναι κυρίως πρακτικές ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία καί Πορτογαλλία. Κατά των χωρών αυτών κινήθηκαν καί διαδικασίες επί παράβαση λόγω κακής εφαρμογής. με απόφαση του ΔΕΚ (28/10/1998) , έχει ερμηνευθεί ότι η οδηγία προβλέπει την αρχή του μεικτού χρόνου για τον υπολογισμό της χρονικής περιόδου των 45 λεπτών. Πρόβλημα αποτελεί η ανάπτυξη νέων τεχνικών διαφήμισης. Σημαντικοί στο γενικό κανόνα της ελεύθερης λήψης και αναμετάδοσης είναι οι περιορισμοί για την προστασία των ανηλίκων  από προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάπτουν σοβαρά τη σωματική και πνευματική ανάπτυξη τους καθώς και από προγράμματα που αποτελούν παρότρυνση σε μίσος λόγω διαφορών φυλής, φύλου, θρησκείας ή ιθαγένειας. Τα μέτρα μπορεί να αφορούν ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς δικαιοδοσίας άλλου κράτους μέλους. Η ΕΕ έχει καθιερώσει σύστημα ελέγχου για τον τρόπο εφαρμογής της οδηγίας στην πράξη και με βάση τα πορίσματα αυτά θα προτείνει στο τέλος αυτού του έτους την τροποποίηση της. Για τις αναγκαίες τροποποιήσεις έχει ανοίξει ένας ευρύς δημόσιος διάλογος. Έναυσμα γι' αυτόν πέρα από τις δυσλειτουργίες που παρουσίασε στη μέχρι σήμερα εφαρμογή της , αποτελεί καί η ανάπτυξη νέων τεχνικών διαφήμισης. Η έρευνα που έχει αρχίσει στο θέμα αυτό έχει ως σκοπό να σχηματιστεί πλήρης και ακριβή εικόνα της σημερινής κατάστασης και των πιθανών εξελίξεων στη διαφήμιση, τη χορηγία και τις τεχνικές της τηλεαγοράς. Η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει ευρύ φάσμα νέων διαφημιστικών τεχνικών για τις οποίες οι υφιστάμενες διατάξεις δεν είναι κατάλληλες. Αυτή επιτρέπει την τεράστια αύξηση  των διαθέσιμων διαύλων ενώ οι τεχνολογίες εγγραφής σε σκληρό δίσκο επιτρέπουν στους τηλεθεατές να προγραμματίζουν αποκλειστικά τα δικά τους χρονοδιαγράμματα τηλεθέασης. Ο αυξημένος για παράδειγμα έλεγχος από τους τηλεθεατές δημιουργεί προβλήματα στην προώθηση των ευρωπαϊκών έργων , στη διανομή και την παραγωγή τους. Στη φάση αυτή η Επιτροπή έχει ξεκινήσει μελέτες που θα αναλύσουν τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις και τις εξελίξεις της αγοράς στον εν λόγω τομέα και θα προσπαθήσει να εντοπίσει σχέσεις αιτίων και αποτελεσμάτων. Με τον τρόπο αυτό θα επεξεργαστεί ένα σύνολο σεναρίων για τις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς. Παράλληλα προωθεί μια μελέτη που θα εξετάσει την εξέλιξη των νέων διαφημιστικών τεχνικών για να βρεθούν τρόποι διαχωρισμού της διαφήμισης από άλλες μορφές περιεχομένου. Κατά την επανεξέταση της οδηγίας πρόκειται να ληφθούν υπόψη καί άλλα ζητήματα που απασχολούν τους καταναλωτές, όπως η διαλειτουργικότητα , τα συστήματα πρόσβασης, υπό όρους, καθώς και οι συνέπειες για τους καταναλωτές από τη μετάβαση στη ψηφιακή εποχή. Μέρος αυτής της πολιτικής είναι καί οι προτάσεις για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στις οποίες εντάσσεται και η πρόταση οδηγίας η οποία θα καλύπτει τα συστήματα πρόσβασης υπό όρους και άλλες συναφείς ευκολίες (COM (2000) 384). Οι ακροάσεις που οργανώνονται αυτό το έτος και τα αποτελέσματα των μελετών θα αποτελέσουν τη βάση για τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου στο τέλος του έτους να έχουμε ενδεχομένως τη νέα πρόταση οδηγίας. Λέγω ενδεχομένως γιατί υπάρχει αυτή τη στιγμή ανοικτή συζήτηση με αντίστοιχους υποστηρικτές για το αν πρέπει να έχουμε μια άμεση καί ριζική αναθεώρηση της οδηγίας για το αν πρέπει να έχουμε μια άμεση καί ριζική αναθεώρηση της οδηγίας ή για το αν πρέπει να περιοριστούμε σε ένα φιλτράρισμα ή σε πρώτη φάση να καταστρώσουμε ένα πρόγραμμα εργασίας προκειμένου να προβούμε σε μεταγενέστερη φάση στην  τροποποίηση της.Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα που παραμένει ανοικτό και στο οποίο προσπάθησε να δώσει μια απάντηση η οδηγία για τηλεόραση χωρίς σύνορα αφορά στη θέση της τηλεόρασης ως δημόσιας υπηρεσίας, όταν όλα τείνουν να υποταχθούν στη λογική της αγοράς. Το πρόβλημα συνδέεται και με την τάση για ιδιωτικοποίηση των δημόσιων καναλιών και με το διαφορετικό τρόπο χρηματοδότησης δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης. Η δημόσια τηλεόραση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως όσον αφορά την πολιτιστική  και γλωσσική ποικιλομορφία, τον εκπαιδευτικό προγραμματισμό, την αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης, την εγγύηση του πλουραλισμού. Η ακροαματικότητα των δημόσιων κρατικών διαύλων διαφέρει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν για το 2000 κυμαίνεται από τα 2/3 στη Δανία έως 1/10 στην Ελλάδα. Βέβαια, σε ορισμένες χώρες όπου είναι διαδεδομένη η καλωδιακή λήψη, η ερτζιανή μετάδοση περιορίζεται σχεδόν στους δημόσιους τηλεοπτικούς διαύλους, ενώ όλοι οι σημαντικοί τηλεοπτικοί φορείς μεταδίδουν σχεδόν αποκλειστικά καλωδιακά.

 Όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδότησης, η διαφήμιση αποτελεί την κύρια πηγή για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς, ενώ παρατηρείται η αύξηση των συνδρομών στη συνδρομητική τηλεόραση τα τελευταία έτη σε ποσοστό 18-20%. Πάντως, η παρατηρούμενη μείωση της τάξης του 30% των εσόδων από διαφημίσεις που συνδέεται με μια αλλαγή του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος αποτελεί ένα στοιχείο που όλο και περισσότερο συζητείται. Αντίστοιχα, οι δημόσιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από τα τέλη που καταβάλλουν οι τηλεθεατές. Σε ορισμένες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία) οι επιχορηγήσεις εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική πηγή, ενώ στις Κάτω Χώρες τα τέλη αντικατεστάθησαν με το γενικό σύστημα φορολογίας. Το πρόβλημα εδώ είναι η ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη στη διαφήμιση, η υπερβολική χρήση της οποίας σκοτώνει την ελευθερία, και στην κρατική ενίσχυση η υπερβολική χρήση της οποίας, μειώνει την ανεξαρτησία. Ερωτήματα που μένουν επίσης ανοιχτά είναι πως θα επιτευχθεί η προσέγγιση του ευρύτερου κοινού με την αποστολή της δημόσιας τηλεόρασης για αναπαραγωγή βασικών πολιτισμικών  αξιών, πως θα ανταγωνιστεί την ιδιωτική τηλεόραση με τις πληροφορίες συγκινησιακού και ανεκδοτολογικού τύπου και βέβαια πως θα κερδίσει τη μάχη κατά της περιθωριοποίησης της. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο στόχος της ΕΕ είναι η διατήρηση του διττού συστήματος ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης στην Ευρώπη αλλά με τέτοιον ισόρροπο τρόπο ώστε να συνδυάζεται  με τις αρχές του ανόθευτου ανταγωνισμού και λειτουργίας της αγοράς σύμφωνα με τη Συνθήκη και το Πρωτόκολλο αριθμός 32. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να παράσχουν , να ορίζουν και να οργανώνουν την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και να αποφασίζουν τον τρόπο χρηματοδότησης των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, τέλη αδείας, κρατική χρηματοδότηση, διττή χρηματοδότηση, κλπ) Για όλους αυτούς τους λόγους ο διάλογος για τα θέματα αυτά στη χώρα μας πρέπει να είναι διαρκής και ανοικτός σε όλους.