Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ Κουκιάδη με την ευκαιρία της διοργάνωσης του 10ου δημοσιογραφικού Συνεδρίου με θέμα: "Το νέο τοπίο στα ΜΜΕ-Ευρώπη και ΜΜΕ"
Τίτλος εισήγησης: "Η πολιτική της ΕΕ για τα ΜΜΕ"
Σαμοθράκη , 29.06.2002
Α) Η πολιτική για τα ΜΜΕ ως μέρος της πολιτικής για τα οπτικοακουστικά μέσα.
Η κοινοτική πολιτική στα ΜΜΕ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής για τον οπτικοακουστικό τομέα , για το σύνολο δηλαδή των υπηρεσιών του που συνιστούν "παρουσίαση στο κοινό" (Ανακοίνωση της Επιτροπής για κατευθυντήριες γραμμές στην οπτικοακουστική πολιτική(COM 1999/657).Ετσι καλύπτει εκτός από την τηλεόραση (ερτζιανή, καλωδιακή, δορυφορική) τη φωνητική τηλεφωνία , την πρόσβαση στο διαδίκτυο καί άλλες καινοτόμες υπηρεσίες που βασίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία και που επεκτείνονται ταχύτητα όπως η αγορά ψηφιακού βιντεοδίσκου με απεριόριστη χωρητικότητα για πολυγλωσσικές εκδόσεις του ίδιου έργου , υπηρεσίες όπως η πληρωμή ανά θέαμα (pay per view) βίντεο κατ' αίτηση (near video on demand) αλλά και παραδοσιακά μέτρα όπως ο κινηματογράφος και η βιντεογαορά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ειδικότερες ρυθμίσεις όπως η οδηγία για την τηλεόραση χωρίς σύνορα για την οποία θα γίνει λόγος χωριστά. Οι θεμελιώδεις όμως στόχοι είναι κοινοί. Αυτοί έγκεινται στην ενθάρρυνση της παραγωγής και διανομής ευρωπαϊκών έργων με η δημιουργία ενός ασφαλούς καί σταθερού νομικού πλαισίου για την εξασφάλιση της ελεύθερης παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών καθώς και στην προώθηση κατάλληλου μηχανισμού υποστήριξης. Σε όλους δε τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ, η πολιτική αυτή κινείται σε περισσότερα επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο συνδέεται
με την αγορά. Επιδίωξη εδώ είναι
μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας της
οπτικοακουστικής βιομηχανίας, προκειμένου να
εξασφαλιστεί ότι η ψηφιοποίηση δε θα έχει ως
αποτέλεσμα την πλημμυρίδα εισαγόμενου ή
αρχειακού (επαναλαμβανόμενου) υλικού.
Επιδιώκεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί μια
βιομηχανία ικανή να παράγει οπτικοακουστικό
περιεχόμενο σημαντικό για τους ευρωπαίους
πολίτες. Επί του παρόντος, ο στόχος αυτός δεν έχει
υλοποιηθεί. Όπως επισημαίνεται, η ευρωπαϊκή
αγορά κυριαρχείται συντριπτικά από τις
αμερικανικές παραγωγές. Το ετήσιο έλλειμμα
οικονομικού ισοζυγίου της ΕΕ με τις ΗΠΑ το 1999
υπολογιζόταν σε 7 δις ευρώ, ενώ οι αμερικανικές
παραγωγές αντιστοιχούν σε ποσοστό μεταξύ 60% και
90% των αγορών οπτικοακουστικού υλικού των κρατών
μελών. Το αντίστοιχο ευρωπαϊκό μερίδιο της
αμερικανικής αγοράς ανέρχεται σε ποσοστό της
τάξης του 1-2%.
Στο θέμα της διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού εμπλέκεται και η αυξημένη τάση συγχώνευσης μεγάλων επιχειρήσεων οπτικοακουστικών μέσων χωρίς βέβαια επί του παρόντος να έχει προβεί σε κάποια ενέργεια. Με τις οικονομικές πτυχές συνδέεται και η πολιτική δημιουργίας θέσεων εργασίας , που επίσης λαμβάνοντας υπόψη κατά την εκπόνηση της κοινοτικής πολιτικής. Πράγματι, ο οπτικοακουστικός τομέας αποτελεί τη νέα μεγάλη πηγή δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσα η Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πληροφορικής επανάστασης καί υπολογίζεται ως το 2005 αύξηση των θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης κατά 350.000. Επομένως στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων , αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό τα οπτικοακουστικά αγαθά , σαν υλικά αγαθά. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται και τα προγράμματα MEDIA I και MEDIA II.
Το MEDIA II (2001-2005) έχει σαν βάση τη διαπίστωση ότι ένα ισχυρό δυναμικό δημιουργίας θέσεων απασχόλησης συνδέεται με τις νέες υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Η εμφάνιση όμως μιας ευρωπαϊκής αγοράς οπτικοακουστικών μέσων απαιτεί επαγγελματικές ικανότητες προσαρμοσμένες στη νέα διάσταση της αγοράς, ιδίως στον τομέα της χρηματοοικονομικής και εμπορικής διαχείρισης των οπτικοακουστικών μέσων και στη χρήση νέων τεχνολογιών στα στάδια σύλληψης, ανάπτυξης, παραγωγής ,διανομής εμπορίας και μετάδοσης των προγραμμάτων. Ακόμη, η πρωτοβουλία "ηλεκτρονική Ευρώπη" έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίσει ότι οι ευρωπαίοι έχουν πρόσβαση στο οπτικοακουστικό περιεχόμενο σε όλες του τις μορφές που καλύπτει τις ανάγκες τους και που εκφράζει την πολιτιστική καί γλωσσική ποικιλομορφία της Ευρώπης. Μια άλλη παράμετρος που αποτελεί επίσης μέρος της οπτικοακουστικής πολιτικής είναι η προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού. Σ' αυτό το επίπεδο, τα προβλήματα είναι διαφορετικής φύσης. Το διαδίκτυο, σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Επιτροπής, καθιστά δυνατούς νέους τρόπους και μέσα διανομής των οπτικοακουστικών έργων, ενώ η ψηφιακή τηλεόραση κατέστησε δυνατή την παραγωγή τέλειων αντιγράφων των έργων αυτών. Απότοκη αυτών είναι η πολιτική της ΕΕ κατά της πειρατείας, που έχει αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις και η έκδοση οδηγίας για την προστασία των δημιουργών , ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων στο ψηφιακό περιβάλλον. Παρόλο που η πολιτική στα επίπεδα που προαναφέραμε φαίνεται να αποτελεί κεντρική μέριμνα της ΕΕ, ο κοινωνικός καί πολιτιστικός ρόλος των οπτικοακουστικών μέσων όχι μόνο δεν είναι περιθωριοποιημένος στη χάραξη της κοινοτικής πολιτικής αλλά καλύπτει όλο και μεγαλύτερο μέρος από τους νέους σχεδιασμούς της προκειμένου να υπάρξει μια σφαιρική αντιμετώπιση του γενικότερου προβλήματος διαφύλαξης και αναπαραγωγής βασικών ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη συχνά διατυπωμένη γενική αρχή ότι δηλαδή δεν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε την οπτικοακουστική βιομηχανία όπως τη συνήθη βιομηχανία. Στη γενική αυτή αρχή εντάσσεται και ο ποιοτικός τους ρόλος, ο ρόλος δηλαδή στη λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα μέσα διάδοσης πληροφοριών είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ιστορία της δημοκρατίας και ότι η διαφοροποίηση των μέσων αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιμέρους μορφές οργάνωσης της. Έτσι, η διάδοση του ημερησίου τύπου συνδέθηκε με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Τώρα βιώνουμε την ηλεκτρονική δημοκρατία , τη δημοκρατία της κοινής γνώμης, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των media καί της επικοινωνίας του Τύπου ανάμεσα στη βάση και την κορυφή της εξουσίας που η σύγχρονη τεχνολογία διευκολύνει. Η ΕΕ θεωρεί βέβαια ως προϋπόθεση συμμετοχής σε αυτή, τη δημοκρατική οργάνωση των κρατών μελών αλλά δεν έχει άμεσες εξουσίες για τη διαμόρφωση συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης του πολιτικού βίου κάθε χώρας. Υπάρχει ακόμη το άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την ελευθερία λήψης καί μετάδοσης πληροφοριών αλλά αυτό εντάσσεται στις γενικές διακηρύξεις. Ωστόσο η ΕΕ δεν είναι αδιάφορη στο επίπεδο της έρευνας προκειμένου να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα του αν απαιτείται η διαμόρφωση μιας νέας μορφής δημοκρατίας προσαρμοσμένης στις νέες μορφές οργάνωσης του πολιτικού βίου που επιβάλλει η ηλεκτρονική δημοκρατία. Αφετηρία αυτών των ερευνών είναι η βάσιμη αντίληψη ότι η κρίση της πολιτικής είναι περισσότερο κρίση ενός συγκεκριμένου τύπου αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παρά της πολιτικής. Πέρα όμως από αυτό το καθαρά ερευνητικό ενδιαφέρον της ΕΕ για τις νέες μορφές οργάνωσης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος, με σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων, νομοθετικού ή μη περιεχομένου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δίδει μεγάλη έμφαση στον πολιτιστικό ρόλο που σημαίνει ότι τις σχετικές υπηρεσίες τις αντιμετωπίζει ως πολιτιστικά αγαθά που ταυτόχρονα αντανακλούν και διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας και αποτελούν βάσιμο μέσο για την αναπαραγωγή κοινών αξιών. Συμβάλλουν, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, στο να προσδιορίζουν όχι μόνο αυτό που βλέπουμε αλλά καί τον τρόπο με τον οποίο το βλέπουμε.
Έτσι οι ρυθμίσεις που προτείνονται
βασίζονται σε κοινές αξίες, όπως η ελευθερία
έκφρασης καί το δικαίωμα απάντησης, ο
πλουραλισμός, η προστασία των δημιουργών καί των
έργων τους, η παραγωγή της γλωσσικής καί
πολιτιστικής ποικιλομορφίας , η προστασία των
ανηλίκων καί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας , η
προστασία των καταναλωτών. Πρόκειται για στόχους
γενικού συμφέροντος που συνδέονται με το
δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλουν
υποχρεώσεις τύπου δημοσίας υπηρεσίας. Έτσι τα
νομικά θεμέλια της κοινοτικής παρέμβασης δεν
βρίσκονται μόνο στις διατάξεις που προβλέπουν
την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τη διασφάλιση
του ανταγωνισμού αλλά και στις διατάξεις του
άρθρου 86 της ΣΕΚ που προβλέπουν ότι οι
επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη
διαχείριση γενικού οικονομικού συμφέροντος ,
υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού κατά το
μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν
εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της
ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.
Αποτελεί λοιπόν καί για την ΕΕ κομβικό στοιχείο ο
τρόπος συνδυασμού της ελευθερίας της
επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, των δυνατοτήτων
που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, με την ανάγκη
διαφύλαξης ορισμένων κοινών αξιών. Εφαρμόζεται
βέβαια και εδώ η αρχή της αναλογικότητας αλλά η
αρχή αυτή έχει αρκετή ελαστικότητα. Επίσης
αποτελεί βάση για την κοινοτική παρέμβαση η
ενσωμάτωση του πολιτισμού για τον οποίο γίνεται
ρητή μνεία στη Συνθήκη (αρθ 151 ΕΚ) καθώς επίσης
προβλέπεται η δυνατότητα απο τα κράτη μέλη για
ενισχύσεις (αρθ 87, παρ 3) κατά παρέκκλιση από τη
γενική αρχή του ασυμβίβαστου. Αυτό επιτρέπει στα
κράτη μέλη να εφαρμόζουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων
για την παραγωγή ταινιών καί τηλεοπτικών
προγραμμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίζεται
απλώς να θέσει ορισμένα κριτήρια συμβατότητας τα
οποία είναι τέσσερα. Πάντως η ΣΕΚ δεν περιέχει
διατάξεις που να ρυθμίζουν άμεσα τα θέματα των
ΜΜΕ, την προστασία των ανηλίκων. Γι' αυτό θα
ήμασταν πιο ακριβείς αν λέγαμε ότι πρόκειται για
ρυθμίσεις που στο πλαίσιο της καλής λειτουργίας
της εσωτερικής αγοράς προβαίνουν σε μια ελάχιστη
εναρμόνιση κανόνων με τους στόχους που
συνδέονται με τους στόχους δημοσίου συμφέροντος.
Όμως, ανεξάρτητα απ' αυτό, η έμφαση που δίδεται, αν
λέγαμε ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που στο
πλαίσιο της
καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς
προβαίνουν σε μία ελάχιστη διατήρηση της
πολιτισμικής ποικιλομορφίας της Ευρώπης είναι
γεγονός. Έτσι, τα μέτρα για την προώθηση της
παραγωγής και κυκλοφορίας οπτικοακουστικού
περιεχομένου το οποίο εκφράζει ευρωπαϊκές
πολιτιστικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες
βρίσκουν ευρείες βάσεις για χρηματοδότηση. Έχει
γίνει κατανοητό ότι μόνο αν ανατραπεί ο άνισος
ανταγωνισμός που ισχύει μέχρι σήμερα μεταξύ
Ευρώπης και ΗΠΑ στα οπτικοακουστικά μέσα, μόνο
δηλαδή αν μπορέσει η Ευρώπη να εξαγάγει τα δικά
της πρότυπα θα μπορέσει να επιβιώσει το
ευρωπαϊκό μοντέλο στο σύνολό του, ως πολιτιστικό
αλλά και ως πολιτικό και κοινωνικό. Εδώ
βρίσκεται και η μεγάλη πρόκληση και στο σημείο
αυτό πρέπει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον των
νέων αναζητήσεων.
Β)Η ειδικότερη πολιτική για τα ΜΜΕ
Πέρα όμως απο αυτή
τη γενική πολιτική της ΕΕ για την
οπτικοακουστική βιομηχανία στην οποία όπως
είπαμε, εντάσσεται καί η πολιτική για τα ΜΜΕ
υπάρχουν καί ειδικότερες δράσεις της ΕΕ γι' αυτά.
Αναφερόμαστε στη βασική οδηγία για τα ΜΜΕ που
είναι η 89/ 552 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36
με τον τίτλο για τον συντονισμό ορισμένων
νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικών
πράξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση
των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων. Η οδηγία είναι
γνωστή ως "τηλεόραση χωρίς σύνορα". Η
αναφορά σ' αυτή δεν γίνεται για να αναλύσουμε το
περιεχόμενο της αλλά για να προσδιορίσουμε τα
προβλήματα που ανέδειξε η εφαρμογή της, όπως
αναφαίνονται απο την Εκθεση της Επιτροπής
σχετικά
με την εφαρμογή της οδηγίας (COM 2001/9) καί θα
αποτελέσουν βέβαια τη βάση της επικείμενης
τροποποίησης. Η ειδικότερη αντιμετώπιση της
τηλεόρασης οφείλεται στο ότι εξακολουθεί να
είναι το κυρίαρχο MEDIA. Από 47 κανάλια το 1989
υπολογίζονται σήμερα σε 1500, ενώ συγχρόνως
εκτιμάται ότι 50 από αυτά εξακολουθούν να
καλύπτουν τα 3/4 της
ακροαματικότητας.(θεαματικότητας).Η οδηγία θέτει
ασφαλές νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει στους
τηλεοπτικούς οργανισμούς να αναπτύσσουν τις
δραστηριότητες τους εντός της ΕΕ με κύριο στόχο
τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την
ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών εκπομπών.
(βλ ευρωπαϊκή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης
για τη διασυνοριακή τηλεόραση). Κατά την οδηγία
οι τηλεοπτικές δραστηριότητες
συνιστούν υπηρεσίες, το δικαίωμα μετάδοσης
τηλεοπτικών υπηρεσιών θεωρείται ότι εντάσσεται
στην ελευθερία της έκφρασης, και γι’ αυτό οι
νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις των
κρατών μελών δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την
ελεύθερη κυκλοφορία των σχετικών εκπομπών στην
κοινότητα και να προκαλούν στρεβλώσεις στον
ανταγωνισμό της κοινής αγοράς. Έτσι μπορεί να
καταστεί αποτελεσματική και η εφαρμογή της αρχής
ότι πρέπει να γίνονται σεβαστές οι διατάξεις του
κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται οι
εκπομπές.