Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη με την ευκαιρία ημερίδας που διοργανώνει η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας με θέμα: «Το Νέο Βιομηχανικό Όραμα κινητήρας οικονομικής ανάπτυξης» στο πλαίσιο της 67ης Δ.Ε.Θ.

 

Θέμα εισήγησης του κ. Κουκιάδη: «Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και η βιομηχανική πολιτική της Ε.Ε.»                           

                                                                                                         Θεσσαλονίκη 9 Σεπτεμβρίου 2002

 

Η μεγάλη καμπή στους προσανατολισμούς της Ε.Ε. για τη βιομηχανική πολιτική αποτέλεσε η συνθήκη του Μάαστριχ που μας έδωσε το σημερινό άρθρο 17 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το άρθρο αυτό σήμερα αποτελεί μια στέρεα νομική βάση για κοινή πολιτική. Έκτοτε έχουμε μία σαφώς επεξεργασμένη πολιτική που με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει:

α)μέτρα της γενικής οικονομικής πολιτικής– ολοκλήρωση της αγοράς.

β)την εξωτερική πολιτική, όπως προστασία αντιντάμπιγκ και από το 1998 νέα μέτρα για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης στην παγκόσμια αγορά.

γ)κοινωνική περιφερειακή πολιτική, όπου εντάσσεται η όλη διαδικασία βιομηχανικών αναπροσανατολισμών, όταν αυτή έχει δυσβάσταχτες κοινωνικές επιπτώσεις.

δ)πολιτική ανταγωνισμού, με τα νομικά μέσα παρέμβασης στους μηχανισμούς της αγοράς όταν αυτοί δεν λειτουργούν εύρυθμα, καθώς και το όλο θέμα των κρατικών ενισχύσεων.

Με τα δύο τελευταία μέτρα προσπαθεί η Ε.Ε να καταπολεμήσει την κρίση σε κύριους βιομηχανικούς τομείς με συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε ταυτόχρονα να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού, να επιτραπεί η αναδιάρθρωση των θιγόμενων τομέων, να  δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες για την ενθάρρυνση των κλάδων που μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί.

ε)Πολιτικές έρευνας: εδώ η Ένωση  ενθαρρύνει την  κοινοτικοποίηση στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας που έχει πάρει μεγάλη ανάπτυξη. Παραδείγματα ευρωπαϊκής συνεργασίας τέτοιου είδους  είναι πολλά και αναφέρονται στις εκδόσεις του πανοράματος της ελληνικής βιομηχανίας. Αναφέρω το πρόγραμμα Esprit στον τομέα των τεχνολογιών και της πληροφόρησης, το πρόγραμμα Brite-Euram  στον τομέα της δημιουργίας προηγμένων υλών. Η επιτροπή έχει ακόμη προτείνει τη λήψη πρακτικών μέτρων σ΄όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων για την ταχύρυθμη αύξηση του δυναμικού της καινοτομίας της Ε.Ε με ιδιαίτερη έμφαση στις ΜΜΕ.

Η καρδιά αυτής της πολιτικής συνίσταται στην εξουδετέρωση των μειονεκτημάτων της Ευρωπαϊκής βιομηχανικής αγοράς έναντι της Αμερικανικής που είναι η έλλειψη μαζικής παραγωγής, εξειδίκευσης, οικονομιών κλίμακας, η στέρηση στην έρευνα, η υστέρηση σε επένδυση και επιλογή προσφορών σε κοινοτική κλίμακα και η υστέρηση σε υπερεθνική συνεργασία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ένα παλαιότερο ψήφισμά του εντοπίζει τις  αδυναμίες της Ευρωπαϊκής οικονομίας στην ανεπαρκή παρουσία σε νέους τομείς, τα φορολογικά συστήματα, στην κατακερματισμένη ενιαία αγορά σε συνδυασμό με έλλειψη Ευρωπαϊκής ταυτότητας Επιχειρήσεων. Γι’ αυτό παρότρυνε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για μια πραγματική Ευρωπαϊκή Βιομηχανική πολιτική που να στηρίζεται στο συνδυασμό κινήτρων για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, δανείων, άμεσων κρατικών ενισχύσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό των παλαιών τεχνολογιών και τις χρήσεις κεφαλαίων επενδυτικού κινήτρου .

Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα μέτρα συνδέονται με τη δυνατότητα παροχής άμεσης οικονομικής ενίσχυσης στη βιομηχανία και την κοινότητα.

Πραγματοποιείται είτε με την μεταφορά πόρων, είτε με την χορήγηση δανείων, είτε με την χορήγηση εγγυήσεων, και γενικά, για τις ΜΜΕ με τη διοχέτευση δανείων μέσω του νέου κοινοτικού μέσου.

Αυτή είναι η οικονομική προσέγγιση της βιομηχανικής πολιτικής. Από μόνη της δεν αρκεί για να μας δώσει το ολοκληρωμένο πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εμπλεκομένων στην βιομηχανική δραστηριότητα. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα πρέπει να γνωρίζουν πλήρως και το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.

 Αυτό μας ενδιαφέρει πολλαπλώς πρώτο γιατί προσδιορίζει νέου τύπου υποχρεώσεις, δεύτερο γιατί περιορίζει αρκετές εθνικές αυθαιρεσίες σε πολλά θέματα, τρίτον συνδέεται εξαιτίας της ύπαρξης Ευρωπαϊκών υποχρεώσεων με επιπτώσεις στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς και συνεπώς στην ανάγκη και στενότερης συνεργασίας.

Ο χρόνος δεν είναι κατάλληλος εδώ για να αναφερθώ στο σύνολο του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου που υποτίθεται ότι είναι γνωστό. Θα περιοριστώ έτσι μόνο στο νέο κοινωνικό κεκτημένο, όπως προέκυψε από τις αποφάσεις και μέτρα που λήφθηκαν στο προηγούμενο και τρέχον έτος  Από τα μέτρα αυτά προκύπτει ότι η Ευρώπη ανθίσταται στη πλήρη αμερικανοποίηση της Ευρωπαϊκής οικονομίας και θεωρεί ότι το Ε. κοινωνικό μοντέλο, μαζί με το αγροτικό κοινωνικό μοντέλο που εκφράζει την πολυλειτουργικότητα της γεωργίας και την κοινή πολιτική για τη βιομηχανία των οπτικοακουστικών μέσων, ως απαραίτητο μέσο για την αναπαραγωγή των Ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών, αποτελεί τη μόνη δυνατότητα για την προώθηση και διατήρηση της ηγεμονίας της στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Με δύο λόγια οι επενδυτές κεφαλαίων στη Ευρώπη, οι πρωτοπόροι της βιομηχανικής επένδυσης, το πλεονέκτημά τους  και η ανταγωνιστικότητά τους βρίσκονται σε μία διαφορετική πρόταση από την Αμερικανική πρόταση του άκρατου φιλελευθερισμού που φθάνει μέχρι το σημείο να μην γνωρίζει ούτε τον όρο των κοινωνικών εταίρων .

Συνοπτικά πέρασε, μετά από 30 χρόνια συζητήσεων, ο κανονισμός για την Ευρωπαϊκή ανώνυμη εταιρεία που επιτρέπει σε κάθε επενδυτή να επιλέξει τον ενιαίο τύπο της Ευρωπαϊκής ανώνυμης εταιρείας σε οποιαδήποτε χώρα κι αν θέλει να την ιδρύσει. Παράλληλα λύθηκε το θέμα της συμμετοχής των εργαζομένων στα συμβούλια αυτής της εταιρείας.

Η οδηγία για θέσπιση ενιαίου πλαισίου, για ενημέρωση και διαβούλευση εργαζομένων επεκτείνει τις αρμοδιότητες του συμβουλίου σε θέματα απολύσεων και συγχωνεύσεων και προβλέπει για πρώτη φορά πλαίσιο κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησης από πλευράς εργοδότη. Αποτελεί ουσιαστικά συμπλήρωμα στο θεσμικό πλαίσιο για τις απολύσεις και στην οδηγία για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρήσεων που εφαρμόζεται για τις επιχειρήσεις που εγκαθίστανται σε δύο ή περισσότερες χώρες. Πάντως με διαπραγματεύσεις μπορούν να λυθούν πολλά πρακτικά θέματα.

Νέο θεσμικό πλαίσιο στη διαχείριση του προσωπικού αποτελούν και οι τρεις νεώτερες οδηγίες κατά των διακρίσεων. Η μία από αυτές που αποτελεί τροποποίηση της οδηγίας για την ισότητα των δύο φύλων επιβάλει υποχρεώσεις στους εργοδότες να συντάσσουν ετήσια έκθεση για την προώθηση της ισότητας μετά από διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους.

 Οι άλλες δύο έχουν σαν βάση το άρθρο 13 της συνθήκης του Άμστερνταμ που εισήγαγε τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φυλής, έθνους, θρησκείας, πεποιθήσεων, ηλικίας, ερωτικού προσανατολισμού.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τον επιχειρηματία αλλά και για την αγορά γενικότερα. Για την αγορά ένα νέο πλαίσιο για τον τρόπο ενσωμάτωσης των υποψηφίων εργαζομένων, για τους εργοδότες ένα νέο πλαίσιο δεσμεύσεων. Παράδειγμα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, ο εργοδότης που υποχρεούται να κάνει τις αναγκαίες διευθετήσεις για την ουσιαστική ένταξή τους στο προσωπικό. Είμαστε πολύ μακριά από την παραδοσιακή αντίληψη του Έλληνα νομοθέτη που αρκούνταν να επιβάλλει απλώς στον εργοδότη υποχρέωση να προσλάβει τα άτομα αυτά. Προκύπτουν όμως και υποχρεώσεις της Πολιτείας, για να προετοιμάσει τα άτομα αυτά για την ένταξη στην αγορά εργασίας, ενώ ο εργοδότης μπορεί να παρακάμψει την υποχρέωση, αν προκύψει δυσανάλογο οικονομικό βάρος.

Η ηλικία είτε ανώτερη είτε κατώτερη παύει να αποτελεί όρο πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από ένα θεμιτό στόχο, στον τομέα της απασχόλησης και το μέτρο εξαίρεσης είναι πρόσφορο και αναγκαίο. Οι όροι αυτοί όπως και άλλοι  γενικοί όροι όπως π.χ. αντικειμενικοί λόγοι, θεμιτός στόχος που χρησιμοποιούνται από το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο δημιουργούνε ορισμένες αβεβαιότητες που σημαίνει μεταφορά κινδύνων στον επιχειρηματία. Για τον περιορισμό των κινδύνων αυτών προτείνεται η σύναψη συλλογικών συμφωνιών.

Στο Ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο ανήκουν και οι ευρύτερες πολιτικές για την αγορά εργασίας. Έτσι η πολιτική για νέες αγορές ανοικτές σε όλους σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, που υιοθετήθηκε από το κοινοβούλιο το 2001,αναφέρεται σε όλες τις μορφές κινητικότητας προσωπικού και καθορίζει ένα πρόγραμμα άρσης εμποδίων είτε αυτά είναι οικονομικά, όπως είναι τα φορολογικά θέματα, οι συντάξεις, μεταφορά δικαιωμάτων είτε αφορά στη άρση για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων τόσο για τα καθιερωμένα επαγγέλματα όσο και για τα μη αναγνωρισμένα επαγγέλματα. Ήδη στην επιτροπή εσωτερικής αγοράς που Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου την οποία έχω την τιμή να είμαι αντιπρόεδρος αρχίζει αυτό το μήνα ευρεία συζήτηση για την αναθεώρηση και κωδικοποίηση του συνόλου των οδηγιών για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων που θα έχει μεγάλες επιπτώσεις και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και στην λειτουργία της αγοράς. Με την ίδια ανακοίνωση προωθήθηκε ένα νέο σύστημα για τη διαφάνεια στη σύγκριση μισθών και συνθηκών εργασίας. Εργοδότες και εργαζόμενοι πρέπει λοιπόν να είναι έτοιμοι για νέα δεδομένα στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις.

 

Ως αφορά το Ε. κοινωνικό κεκτημένο για την ενθάρρυνση της απασχόλησης περιορίζομαι και εδώ σε μια πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής που υιοθέτησε και το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο: από αυτή προβλέπεται 1) η συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και τοπικών αρχών με την έννοια ανάληψης συλλογικής ευθύνης για τα αποτελέσματα των μέτρων. 2)σύστημα κοινοποίησης αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων και 3) σύστημα αξιολόγησης των αποτελεσμάτων. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

 Αποκέντρωση στις κρατικές ευθύνες και αυξημένο ρόλο για συγκεκριμένα αποτελέσματα από τους επιχειρηματίες και συνεπώς μείωση για νόθες καταστάσεις και περιορισμό Καταστρατηγήσεων στην αξιοποίηση των κονδυλίων. Οι επιδόσεις θα αποτελούν στο εξής όλο και περισσότερο κύριο κριτήριο για την συμμετοχή στην αναδιανομή της Ευρωπαϊκής πίτας .

Κάτι αντίστοιχο προκύπτει και από τις νέες ευθύνες που επιβάλλονται από τις κατευθυντήριες οδηγίες για τα εθνικά σχέδια απασχόλησης. Όλο και περισσότερο αποκτά κυρίαρχη θέση ο ποιοτικός έλεγχος στόχων με βασική θέση ότι η απασχόληση στην Ευρώπη δεν είναι πρωτίστως θέμα ποσοτικό αλλά θέμα ποιοτικό. Είναι ένα θέμα που υποστήριξα από την πρώτη στιγμή που συμμετείχα στην επιτροπή απασχόλησης του Κοινοβουλίου και θεωρώ σημαντικό βήμα προόδου την προώθηση των ποιοτικών δεικτών για την αξιολόγηση της απασχόλησης. Ακόμη θα πρέπει να προσθέσω ότι όλο και περισσότερο λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός επεξεργασίας των Εθνικών σχεδίων απασχόλησης από τους κοινωνικούς εταίρους. Αυτό σημαίνει νέα δικαιώματα σε εργοδότες και εργαζομένους και συνδικάτα και νέες δυνατότητες για την επιτυχή προσαρμογή της επαγγελματικής εκπαίδευσης δεδομένου ότι αυτή αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα στις νέες κατευθυντήριες οδηγίες.

Θα ήθελα να κλείσω με την αναφορά στη νέα στρατηγική της Επιτροπής για την προαγωγή  της συμβολής των επιχειρήσεων στη βιώσιμη ανάπτυξη με την επιβολή της λεγόμενης  κοινωνικής εταιρικής ευθύνης.

Ως γνωστό η ΕΚΕ συμπυκνώνει τις εθελοντικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πρακτικές των επιχειρήσεων που υπερβαίνουν τις υφιστάμενες νομικές υποχρεώσεις των εταιρειών. Η στρατηγική για την ΕΚΕ απευθύνεται και στις ΜΜΕ, ιδίως με τον προσδιορισμό των οικονομικών επιχειρημάτων για την ΕΚΕ και με την ευαισθητοποίηση των ΜΜΕ. Και εδώ αρχίζει μια γιγαντιαία προσπάθεια να μοιραστούν οι επιχειρήσεις τις βέλτιστες πρακτικές από τις οποίες δεν πρέπει να απουσιάζουν οι Έλληνες επιχειρηματίες και για μια ακόμη φορά προωθούνται οι κοινές αρχές αξιολόγησης.

Είναι προφανές, όπως τονίζεται  και στο έγγραφο ότι στην όλη επιχειρηματικότητα εμπλέκεται ένα Ευρωπαϊκό φόρουμ πολλαπλώς ενδιαφερομένων:κοινωνικοί εταίροι, επιχειρηματικά δίκτυα, κοινωνία των πολιτών, καταναλωτές και επενδυτές που θα διαμορφώνουν τους κώδικες δεοντολογίας.

Αυτά τα λίγα είναι πολλά για να γίνει αντιληπτή η ριζική αλλαγή του Ελληνικού  επιχειρηματικού περιβάλλοντος και να γίνει κατανοητό ότι το μέλλον της Ελληνικής βιομηχανίας αλλά και της οικονομίας γενικότερα περνά μέσα από την αφομοίωση των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης που για την Ευρώπη περιλαμβάνει και το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.