Εισήγηση  του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη στη γενική συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εκδοτών Εφημερίδων (European Newspaper Publishers Association, (ΕΝΡΑ) με θέμα: «Διαφήμιση και χορηγία προϊόντων καπνού και η ευρωπαϊκή πολιτική κατά τη διάδοση του καπνίσματος».

 

 Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2002 

Εισαγωγή

Είναι μακρά η ιστορία των μέτρων που παίρνει η ΕΕ για την καταπολέμηση της διάδοσης του καπνού και τον περιορισμό των επιβλαβών ενεργειών για την υγεία. Η αφετηρία χρονολογείται το 1987 όταν και η Επιτροπή δημοσιοποίησε το πρόγραμμα δράσης "Η Ευρώπη κατά του καρκίνου". Στη συνέχεια είχαμε την πρόταση οδηγίας για τη σήμανση των προϊόντων καπνού (οδηγία 89/622/ΕΟΚ) και την πρόταση οδηγίας για την τηλεόραση χωρίς σύνορα (οδηγία 89/522/8ΕΟΚ) όπου στο άρθρο 13 προβλέπεται για πρώτη φορά ότι "απαγορεύεται κάθε μορφή τηλεοπτικής διαφήμισης τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού".

Στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά από οδηγίες που στόχο είχαν την προστασία της δημόσιας υγείας γενικότερα, οι οποίες ωστόσο στόχευαν και στη μείωση του καπνίσματος. Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθούν οι οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας (οδηγία 654/89/ΕΟΚ), η οδηγία για την περιεκτικότητα των τσιγάρων σε πίσσα (οδηγία 90/239/ΕΟΚ), η οδηγία σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών. Παράλληλα με αυτά τα μέτρα νομοθετικού περιεχομένου υπήρξαν και διάφορες άλλες ενέργειες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που στόχευαν προς την ίδια κατεύθυνση, όπως: το ψήφισμα του Συμβουλίου Υπουργών Υγείας σχετικά με την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους (26.7.1989), η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Υπουργών Υγείας για την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους (1996, COM(1996)0573) και την ανακοίνωση της Επιτροπής για την πρόληψη του καπνίσματος στην Κοινότητα (1996,
COM(1996)0609)

Α. Η σύνδεση της πολιτικής για την υγεία με νομοθετικά μέτρα σχετικά με την απαγόρευση των διαφημίσεων για τον καπνό

1. Η πρώτη προσπάθεια

Το 1989 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας σχετικά με τη διαφήμιση και τη χορηγία προϊόντων καπνού. Αντικείμενο της οδηγίας ήταν η εναρμόνιση της νομοθεσίας στη διαφήμιση προϊόντων καπνού. Ειδικότερα αφορούσε μόνο τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού στον τύπο, σε διαφημιστικά φυλλάδια και αφίσες και θέσπιζε την υποχρεωτική αναγραφή σε σημαντικό τμήμα του διαφημιστικού χώρου σαφούς προειδοποιητικού μηνύματος αποτρεπτικής φύσεως. Η πρόταση ενώ προέβλεπε την απαγόρευση της έμμεσης διαφήμισης, περιόριζε το περιεχόμενο της επιτρεπόμενης διαφήμισης στην επίδειξη μόνο του διαφημιζόμενου προϊόντος, καθώς και την απαγόρευση της διαφήμισης προϊόντων καπνού σε δημοσιεύματα που αφορούν άτομα κάτω των 18 ετών. Με άλλα λόγια δεν επιτρεπόταν η μετάδοση άλλων μηνυμάτων  ενθαρρυντικά του καπνίσματος.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπήρξε πιο τολμηρό από την Επιτροπή και με το ψήφισμά του τον Μάρτιο του 1990, επέκτεινε την απαγόρευση σε κάθε μορφή διαφήμισης προϊόντων καπνού και πρότεινε την επέκταση της οδηγίας σε κάθε διαφημιστικό μέσο και κάθε δραστηριότητα χορηγίας.

Στη συνέχεια έπρεπε το Συμβούλιο να πάρει την τελική απόφαση, οπότε οι γνώμες διχάστηκαν και τελικά δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη ειδική πλειοψηφία για την λήψη της σχετικής απόφασης.

 Όμως, η Επιτροπή, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα εντός του Συμβουλίου, που θα επέτρεπε την υιοθέτηση της οδηγίας, παρουσίασε μια νέα πρόταση το 1991 που ευθυγραμμιζόταν με τις θέσεις του Κοινοβουλίου. Πράγματι, προέβλεπε μία γενική απαγόρευση  της άμεσης ή έμμεσης διαφήμισης από την 1η Ιανουαρίου 1993, με εξαίρεση τη διαφήμιση στα σημεία πώλησης προϊόντων καπνού, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν ήταν ορατή έξω από τις εγκαταστάσεις. Ειδικότερα, η πρόταση προέβλεπε και την απαγόρευση της χρήσης εμπορικών σημάτων που συνδέονται με προϊόντα καπνού στη διαφήμιση άλλων προϊόντων και την απαγόρευση της δωρεάν διανομής προϊόντων καπνού.

Η πρόταση αυτή ήρθε στο ΕΚ το οποίο την υπερφαλάγγισε με ψήφισμα του το 1992, τασσόμενο υπέρ της πλήρους απαγόρευσης της διαφήμισης και με την προσθήκη όλων των μορφών χορηγίας. Ωστόσο, η δυστοκία για την οριστική απόφαση ήταν εμφανής. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1998 για να εκδώσει κοινή θέση με την οποία αποδεχόταν τις θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με βασική συνισταμένη την απαγόρευση όλων των μορφών διαφήμισης, με ορισμένες εξαιρέσεις ήσσονος σημασίας. Τελικά εκδόθηκε η οδηγία 98/43 με τίτλο την προσέγγιση νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαχείριση και τη χορηγία των προϊόντων καπνού.

2. Η ακύρωση της οδηγίας από το ΔΕΚ

 Κατά της οδηγίας προσέφυγε η Γερμανία με το βασικό επιχείρημα ότι η επιλογή της νομικής βάσης που ήταν τα άρθρα 95 (πρώην 100α), 47 παρ.2 (πρώην 57 παρ.2) και 55 (πρώην 46) της ΣΕΚ. Με απλά λόγια η αιτίαση ήταν ότι, ενώ τα άρθρα αυτά αναφέρονταν στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην προστασία της δημόσιας υγείας, δηλαδή στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας. Όμως μια τέτοια εναρμόνιση απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 152 παρ.4 γ της ΣΕΚ και συνεπώς δεν υπήρχε κοινοτική αρμοδιότητα. Συνοπτικά, επιδιώκει να άρει, με αφορμή τις καταγγελίες, τα εμπόδια που παρεμβάλλονται από τα κράτη μέλη στη κυκλοφορία των μέσων διαφήμισης, λόγω ασυμφωνίας με τις εθνικές διατάξεις τις σχετικές με την άμεση διαφήμιση προϊόντων καπνού και τις χορηγίες.

 Το Δικαστήριο έκρινε βάσιμα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσα αλλά εν μέρει και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Η οδηγία βέβαια ακυρώθηκε στο σύνολό της, δεδομένου ότι επρόκειτο για γενική απαγόρευση και μια μερική ακύρωση θα απαιτούσε τροποποίηση της Οδηγίας, που είναι έργο μόνο του νομοθέτη.

 Πράγματι, το ΔΕΚ με την απόφαση της 5.10.2001, κατέληξε  ότι η προσφυγή στο άρθρο 95 ήταν δικαιολογημένη για την απαγόρευση της διαφήμισης προϊόντων καπνού σε περιοδικά και εφημερίδες προκειμένου να εξασφαλιστεί με τους ίδιους όρους η ελεύθερη κυκλοφορία του τύπου. Αντιθέτως, δεν ήταν δικαιολογημένη για την απαγόρευση αφισών, ομπρελών, σταχτοδοχείων και άλλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται σε ξενοδοχεία, εστιατόρια κλπ., καθώς και για την απαγόρευση των διαφημιστικών σποτ στο σινεμά, αφού οι απαγορεύσεις αυτές δεν διευκόλυναν σε καμία περίπτωση το εμπόριο των επίμαχων προϊόντων.

 Η απόφαση είναι εκτενής και δεν μπορεί βέβαια να αναλυθεί εδώ. Η πεμπτουσία των θέσεων του ΔΕΚ είναι ότι με το άρθρο 95 της ΣΕΚ δεν απονέμεται γενική αρμοδιότητα στην Κοινότητα για τη ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς και δεν αρκεί η απλή διαπίστωση ορισμένων διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών ή η ύπαρξη ενός αφηρημένου κινδύνου που παρεμποδίζει την άσκηση των τεσσάρων βασικών ελευθεριών, της εσωτερικής αγοράς ή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι άφηνε περιθώρια για την απαγόρευση της διαφήμισης του καπνού, αλλά με όρους. Έτσι, προετοιμάστηκε το έδαφος για την πρόταση της νέας οδηγίας.

 3. Η πρόταση νέας οδηγίας

 Η Επιτροπή έφερε νέα πρόταση η οποία ήδη συζητήθηκε στις Επιτροπές Εσωτερικής Αγοράς και Δημόσιας Υγείας. Η νομική βάση παραμένει η ίδια που σημαίνει ότι τυπικά ο στόχος είναι η μη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, επειδή η βαθύτερη επιδίωξη είναι η προστασία της υγείας κρίθηκε συναρμόδια και η Επιτροπή Περιβάλλοντος και Δημόσιας Υγείας του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Αυτές οι επαμφετερίζουσες επιδιώξεις αποτελούν και τη βάση της συνεχιζόμενης διένεξης για την έκταση απαγόρευσης της διαφήμισης.

 Η πρόταση αποσκοπεί να ρυθμίσει τη διαφήμιση και χορηγία των προϊόντων καπνού, με εξαίρεση την τηλεόραση, η οποία καλύπτεται από άλλη κοινοτική πράξη[1]. Συγκεκριμένα, απαγορεύει τη διαφήμιση προϊόντων καπνού στον Τύπο και στα άλλα έντυπα, το ραδιόφωνο καθώς και τη διασυνοριακή χορηγία. Η φιλανδική κυβέρνηση και το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζονταν ότι η απαγόρευση χορηγίας από ορισμένα κράτη μέλη συνεπάγεται μεταφορά σε άλλο τόπο ορισμένων αθλητικών αναμετρήσεων. Αυτό σημαίνει μεταφορά δραστηριότητας των εν λόγω επιχειρήσεων σε άλλη χώρα λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού. Έτσι, προέκυψε και η απαγόρευση όχι γενικώς για τη  χορηγία αλλά για τη διασυνοριακή οδηγία. Μια τέτοια απαγόρευση είναι σύμφωνη με τις θέσεις του ΔΕΚ για τον κίνδυνο να προστεθούν εμπόδια στον πλήρη ανταγωνισμό που προκύπτει από την τάση των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερους περιορισμούς. Απαγορεύει επίσης τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού από τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας καθώς και τη δωρεάν διανομή των προϊόντων καπνού που στο πλαίσιο της διασυνοριακής χορηγίας, έχουν ως σκοπό την προώθηση του προϊόντων καπνού.

4. Διαφορές με την ακυρωθείσα οδηγία

 Η νέα πρόταση οδηγίας έχει τις εξής διαφορές σε σύγκριση με την ακυρωθείσα Οδηγία:

·             Το μέρος της ακυρωθείσας Οδηγίας που αφορούσε την έμμεση διαφήμιση (όπου χρησιμοποιείται η ονομασία της μάρκας χωρίς να αναφέρεται το προϊόν καπνού), η οποία κρίθηκε εκτός του πεδίου του άρθρου 95, δεν έχει περιληφθεί στην νέα πρόταση της Επιτροπής. Η διαφήμιση με αφίσες, ομπρέλες, σταχτοδοχεία και άλλα αντικείμενα στα ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια, καφετέριες και κινηματογράφους δεν συμβάλλουν στην διευκόλυνση του εμπορίου των οικείων προϊόντων και ακόμη δεν καλύπτει τις δαπάνες των καπνοβιομηχανιών για τη διαφήμιση.

·             Η νέα πρόταση περιορίζει την απαγόρευση στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών και τη ραδιοφωνική διαφήμιση.

·             Επίσης, περιορίζει την απαγόρευση της χορηγίας σε εκδηλώσεις που έχουν διασυνοριακή επίδραση και σε ραδιοφωνικά προγράμματα.

·              Η απαγόρευση της δωρεάν διανομής προϊόντων καπνού περιορίζεται σε αυτές που διενεργούνται στο πλαίσιο χορηγιών για εκδηλώσεις που έχουν διασυνοριακή επίδραση.

·              Δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερες προϋποθέσεις και θεσπίζει την αρχή ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία  των συμμορφουμένων με την Οδηγία προϊόντων ή υπηρεσιών.

 

5. Αξιολόγηση
 

Αν θέλουμε να προβούμε σε μια γενική αξιολόγηση της νέας οδηγία μπορούμε συνοπτικά να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Η προστασία της Δημόσιας Υγείας γίνεται με επίκληση της νομικής βάσης που αφορά τη μη διαστρέβλωση του ανταγωνισμού. Αυτή τη νομική δέσμευση που προβλέπεται από τη ΣΕΚ πρέπει να έχουν υπόψη όσοι είναι υπέρμαχοι για μια αποτελεσματικότερη προστασία της υγείας από τη διάδοση της χρήσης του καπνού. Είναι λοιπόν επόμενο η νέα πρόταση να είναι πιο μετριοπαθής όσον αφορά την προστασία της υγείας σε σύγκριση με την ακυρωθείσα που κάλυπτε και την έμμεση διαφήμιση και προέβλεπε την πλήρη απαγόρευση όλων των μορφών διαφήμισης και χορηγίας. Η Επιτροπή Δημόσιας Υγείας θεωρεί ότι η πρόταση αυτή θα έπρεπε να είναι αυστηρότερη προκειμένου να έχουμε μια πιο αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας. Αυτή η διαμάχη που οφείλεται στις ερμαφρόδιτες επιδιώξεις της οδηγίας φάνηκαν και κατά τη δημόσια ακρόαση που έγινε στο Κοινοβούλιο και που ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Πιο συγκεκριμένα ο εκπρόσωπος των ευρωπαίων γιατρών υποστήριξε ότι με βάση το άρθρο 152 της ΣΕΚ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτός από νομική έχει και ηθική υποχρέωση να αντιδράσει στο κείμενο της οδηγίας δεδομένου ότι "η σημερινή κατάσταση μας οδηγεί σε ένα θάνατο ανά λεπτό". Το Δίκτυο των ευρωπαίων καρδιολόγων ενώ κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, υπήρξε πιο προσεκτικό στη διατύπωση του αιτήματός του, αφού ναι μεν ζήτησε την πλήρη απαγόρευση κάθε μορφής προσφορών προϊόντων καπνού, ωστόσο, σημείωσε ότι πρέπει να γίνουμε προσεκτικοί ώστε να μην οδηγηθούμε σε μια δεύτερη ακύρωση της οδηγίας.

 

Από την μεριά της βιομηχανίας καπνού διατυπώθηκαν γνωστές λίγο ως πολύ θέσεις οι οποίες συνοψίζονται στα εξής:

 

-η διαφήμιση δεν απευθύνεται ούτε στους νέους αλλά ούτε και στους καινούργιους δυνάμει καπνιστές αλλά απευθύνεται αποκλειστικά στους καπνιστές άλλης μάρκας τσιγάρων.

-η Επιτροπή δεν αποδεικνύει με κανένα τρόπο ότι οι προτεινόμενες απαγορεύσεις  θα φέρουν αποτελέσματα στην γενική κατανάλωση των προϊόντων καπνού

-υπογραμμίζει ότι η ΕΕ δεν έχει καμία αρμοδιότητα στην πολιτική δημόσιας υγείας.

-τέλος, θεωρεί ότι με αυτή της τη στάση η ΕΕ αφαιρεί το δικαίωμα των παραγωγών να απευθύνονται απ' ευθείας στους καταναλωτές.

Ενδιαφέρουσα υπήρξε ωστόσο και η θέση του γκρουπ της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας καπνού οι οποίοι υποστήριξαν ότι το άρθρο 3 του σχεδίου οδηγίας, σχετικά με τη διαφήμιση μέσω του διαδικτύου, θα δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα στους ευρωπαίους παραγωγούς αφού η ΕΕ δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι σε θέση να απαγορεύσει διαφημίσεις τέτοιου τύπου που γίνονται από τρίτες χώρες.

Από τη
FIA, τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινητιστών ανακοινώθηκε ότι από το 2006 η Ομοσπονδία θα απαγορεύσει τη χορηγία που προέρχεται από τους παραγωγούς προϊόντων καπνού.

Τελικά η Νομική Επιτροπή με βάση καθαρά τις νομικές αξιολογήσεις αποφάσισε μια σειρά από τροποποιήσεις που κατά τους υπέρμαχους της δημόσιας υγείας την καθιστούν ασθενέστερη, για τους νομικούς όμως ήταν αναγκαίες προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα ακύρωση.

 

Έτσι:

Απαλείφει από την έννοια της απαγορευμένης διαφήμισηςτη διαφήμιση που έχει έμμεσο αποτέλεσμα την προώθηση προϊόντων καπνού. Διατηρεί τη γενική απαγόρευση στον τύπο και σε άλλα έντυπα αλλά δεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να απαγορεύσει την πώληση και την κυκλοφορία για έντυπα που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Οι ανακοινώσεις εμπορικού χαρακτήρα μέσω διαδικτύου σχετικά με προϊόντα καπνού πρέπει να απευθύνονται μόνο σε επαγγελματίες καπνεμπόρους και ενημερωμένους ενήλικες μέσω ενός συστήματος περιορισμού της πρόσβασης. Οι ραδιοφωνικές διαφημίσεις απαγορεύονται εφόσον έχουν σοβαρό διασυνοριακό αντίκτυπο και προκαλούν σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Με την ίδια προϋπόθεση απαγορεύονται και οι χορηγίες για τα ραδιοφωνικά προγράμματα. Η απαγόρευση χορηγίας εκδηλώσεων ή δραστηριοτήτων προβλέπεται μόνο εφόσον αυτές έχουν σοβαρό διασυνοριακό αντίκτυπο και προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, παρέχεται μια δυνατότητα μέχρι το 2006 να συνεχιστεί η υπάρχουσα χορηγία διεθνών εκδηλώσεων με φθίνοντα όμως ρυθμό. Είναι σαφές με την επιλεγείσα νομική βάση η διαφήμιση επιτρέπεται για τα διαφημιστικά μέσα που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Για αυτό ακόμη η διαφήμιση δεν αναφέρεται στην υπαίθρια διαφήμιση προϊόντων καπνού και στην διαφήμιση στους κινηματογράφους.

 

Η μάχη θα συνεχιστεί στην Ολομέλεια και ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς μέχρι της τελική εφαρμογή της οδηγίας στην πράξη.

 

Β. Παράλληλες εξελίξεις

 

·          Όσον αφορά την Οδηγία 2001/37/ΕΚ για την παραγωγή, παρουσίαση, πώληση προϊόντων καπνού, το μόνο κοινό σημείο με την υπό εξέταση πρόταση οδηγίας για τη διαφήμιση και τη χορηγία προϊόντων καπνού είναι ότι αφορούν τον καπνό[2] (π.χ. μείωση της περιεκτικότητας σε πίσσα και νικοτίνη κλπ) και ότι έχουν ως νομική βάση το άρθρο 95 ΣΕΚ. Να σημειώσουμε ότι κατά  της Οδηγίας αυτής εκκρεμεί προσφυγή[3], μεταξύ άλλων, και για το λόγο ότι η Οδηγία αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας και όχι στη λειτουργία  της εσωτερικής αγοράς. Η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα Geelhoed ακολουθεί τις θέσεις του ΔΕΚ στην απόφαση που ακύρωσε την Οδηγία για τη διαφήμιση και τη χορηγία προϊόντων καπνού. Αν υπάρχει ένα εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, το άρθρο 95 ΣΕΚ παρέχει την εξουσία να ληφθεί κάποιο κοινοτικό μέτρο για την άρση του. Δεν παίζει ρόλο αν η άρση των εμποδίων στο εμπόριο αποτελούν το βασικό λόγο για τη λήψη του κοινοτικού μέτρου. Το γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες στη Συνθήκη για κοινοτική δράση σε καθορισμένους τομείς, όπως στον τομέα της δημόσιας υγείας, δε μεταβάλλει την παραπάνω διαπίστωση. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταλήγει ότι η Οδηγία δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.

 

·        Τον Ιούνιο του 2002, η Επιτροπή εξέδωσε Πρόταση Σύστασης του Συμβουλίου για την πρόληψη του καπνίσματος και για ορισμένες πρωτοβουλίες για την ενισχυμένη καταπολέμησης της κατανάλωσης καπνού[4]. Μεταξύ άλλων, η πρόταση σύστασης προσπαθεί να καλύψει κάποια θέματα που εξαιτίας της ακύρωσης της οδηγίας  98/43/ΕΚ από το ΔΕΚ, δεν περιλήφθηκαν στην νέα πρόταση οδηγίας για τη διαφήμιση και χορηγία προϊόντων καπνού. Όπως είπαμε, η νέα πρόταση οδηγίας έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και δεν περιλαμβάνει ορισμένα μέτρα καταπολέμησης της κατανάλωσης καπνού, τα οποία καλύπτονταν από την ακυρωθείσα οδηγία, και ιδίως ορισμένες μορφές διαφήμισης και χορηγίας για τις οποίες η εναρμόνιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί προς το παρόν με βάση τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς κατά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεδομένου, ωστόσο, ότι αυτές οι μορφές διαφήμισης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση των προϊόντων καπνού και ιδίως επειδή επηρεάζουν και τους νέους, τα μέτρα που αφορούν παρόμοιες πρακτικές διαφήμισης, χορηγίας και προώθησης έχουν συμπεριληφθεί στην πρόταση σύστασης του Συμβουλίου.

 

Ένα άλλο στοιχείο της προτεινόμενης σύστασης που συμπληρώνει τα μέτρα που προβλέπονται στην πρόταση οδηγίας της Επιτροπής για τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού, είναι ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αξιολογούν τις δαπάνες των καπνοβιομηχανιών για την προώθηση των προϊόντων τους, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλισθεί η καλύτερη παρακολούθηση της εφαρμογής των περιορισμών στη διαφήμιση και ο έλεγχος της ενδεχόμενης παράκαμψής τους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η πρόταση οδηγίας για τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού χρειάστηκε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της σε ορισμένες μορφές διαφήμισης με διασυνοριακό αντίκτυπο. Το 1999, μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας συμπέρανε ότι η διαφήμιση αυξάνει την κατανάλωση τσιγάρων και ότι μια νομοθεσία που απαγορεύει τη διαφήμιση θα μείωνε την κατανάλωση, αρκεί να είναι πλήρης και να καλύπτει όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις χρήσεις των εμπορικών ονομάτων και των λογοτύπων. Μια παρόμοια μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων θα είχε άμεσα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη για τη δημόσια υγεία. Για να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο στη δημόσια υγεία της νομοθεσίας τόσο των κρατών μελών όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού, καθώς και οποιωνδήποτε εθελοντικών περιορισμών της διαφήμισης των προϊόντων καπνού, είναι σημαντικό να ελέγχουμε σε ποιο βαθμό οι διαφημιστικές προσπάθειες της καπνοβιομηχανίας έχουν στραφεί σε άλλες μορφές διαφήμισης και χορηγίας και σε παρόμοιες δραστηριότητες προώθησης. Πράγματι, οι πληροφορίες αυτές χρειάζονται για τον μελλοντικό προγραμματισμό των δραστηριοτήτων καταπολέμησης της κατανάλωσης καπνού από τις εθνικές αρχές και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της προστασίας της υγείας των Ευρωπαίων πολιτών.

·        Να αναφέρουμε, τέλος,  ότι το θέμα της διαφήμισης και της χορηγίας προϊόντων καπνού ρυθμίζεται και από τη Σύμβαση-Πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση της καταπολέμησης καπνού, της οποίας οι διαπραγματεύσεις έχουν ήδη αρχίσει. Πράγματι, το άρθρο 13 της Σύμβασης αφορά την διαφήμιση, την προώθηση και τη χορηγία των προϊόντων καπνού. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν στην πλήρη απαγόρευση όλων των ειδών άμεσης και έμμεσης διαφήμισης, τον περιορισμό της πρόσβασης των ανηλίκων στα μηχανήματα αυτόματης πώλησης προϊόντων καπνού, την απαγόρευση της πώλησης τσιγάρων μεμονωμένα ή σε συσκευασίες μικρότερες των 20 τεμαχίων, και την απαίτηση οι καπνοβιομηχανίες να δημοσιοποιούν τις διαφημιστικές τους δαπάνες. Στο Συμβούλιο δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία για το σχέδιο της σύμβασης. Η Γερμανία αντιτίθεται στη σταδιακή απαγόρευση κάθε μορφής διαφήμισης. Ωστόσο, κατά τον Επίτροπο για την Υγεία Byrne, πρέπει να επέλθει συμφωνία στο Συμβούλιο Υγείας τον Φεβρουάριο του 2003, ώστε η ΕΕ να μιλήσει με μια φωνή.

 


 

[1] Οδηγία 89/522/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ.

[2] Βλ. και αιτιολογική έκθεση στην έκθεση για τη δεύτερη ανάγνωση της πρότασης οδηγίας, PE 293.679.

[3] Υπόθεση C-491/01 (British American Tobacco et al.).

[4] COM (2002) 303.