Ομιλία του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη σε εκδήλωση με θέμα: «Συντακτική Συνέλευση της Ευρώπης και Κοινωνική Πολιτική» στο πλαίσιο της συμμετοχής του Ινστιτούτου Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών «Ανδρέας Παπανδρέου» στο Χρηματοοικονομικό –Χρηματοπιστωτικό Συνέδριο –Έκθεση Money Show 2002»
Θεσσαλονίκη, 15 Δεκεμβρίου 2002
Όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πείσμα των όσων μετεξελίξεων ή μεταλλαγών που υπέστη έχει ως βασικό άξονα αναφοράς την αγορά. Η σύλληψη της ιδέας αυτής με την οποία επιδιώχθηκε η συσπείρωση των λαών της Ευρώπης αποτελεί μία από τις πιο επιτυχείς επινοήσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής. Βέβαια κατηγορήθηκε από τα αριστερά ότι αυτή οδηγούσε σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση που στηριζόταν στην Ευρώπη των κεφαλαίων και του μονοπωλίου. Η μομφή αυτή δεν είναι άδικη ως διαπίστωση. Προσωπικά την έχω κι εγώ υιοθετήσει γιατί ενστερνίζομαι τη θέση του δευτερεύοντος ρόλου της κοινωνικής πολιτικής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι είναι ελλειπτική γιατί, όπως αποδεικνύει μέχρι σήμερα η ιστορία της ΕΕ, καμιά άλλη προσέγγιση δεν θα ήταν βιώσιμη αν δεν είχε έναν απλό και εύκολα αφομοιώσιμο στόχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι όταν κυριαρχούσαν οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στα ευρωπαϊκά συμβούλια οι αντιδράσεις για πολλά κοινωνικά μέτρα καθιστούσαν αδύνατη την υλοποίηση τους. Υπενθυμίζω πως τριάντα χρόνια χρειάστηκαν για να περάσει η Οδηγία για την Ευρωπαϊκή Ανώνυμη Εταιρία γιατί ο θεσμός συμμετοχής των εργαζομένων στα Συμβούλια αυτής της εταιρίας θεωρούνταν από ορισμένες χώρες μη αποδεκτός.
Κατά δεύτερο λόγο, σε σχέση πάντοτε με τον οδοιπορικό χάρτη που ακολούθησε η ΕΕ , συνέβη το εξής ενδιαφέρον, ίσως και παράδοξο: γύρω από την οικοδόμηση της αγοράς σταδιακά ως επιμέρους πολιτικές αναφύονταν ρυθμίσεις και παρεμβάσεις που εξέφραζαν οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντολογικές, πολιτιστικές προσεγγίσεις και βέβαια και καθαρά πολιτικές.
Από το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ανθίσταται στην πλήρη αμερικανοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποτελεί στοιχείο του παραγωγικού μηχανισμού στην Ευρώπη και τη μόνη δυνατότητα για την προώθηση και διατήρηση της συγκοινωνίας της στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Με δύο λόγια οι επενδυτές κεφαλαίων στην Ευρώπη, οι πρωτοπόροι της βιομηχανικής επένδυσης, την ανταγωνιστικότητα τους και τα πλεονεκτήματα τους τα θεμελιώνουν σε μια διαφορετική πρόταση από την αμερικανική πρόταση του άκρατου φιλελευθερισμού.
Όλα όμως αυτά ήταν στην υπηρεσία της αγοράς. Σας φέρνω ένα κλασικό παράδειγμα: την απαγόρευση διαφήμισης του καπνίσματος για λόγους υγείας που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί προστασίας ανταγωνισμού των επιχειρήσεων και εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς.
Αυτό το μοντέλο εξάντλησε τα όρια του. Ειδικά με την μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Ένωση της Ηπείρου της Ευρώπης ούτε η αγορά θα μπορέσει να λειτουργήσει αν η Ευρώπη δεν γίνει παράλληλα οικονομική, κοινωνική και τελικά πολιτική. Η Ευρώπη των πολιτών με άλλα λόγια.
Αυτή ταυτόχρονα σε ένα σχετικοποιημένο φεντεραλιστικό σύστημα θα στηρίζεται στη συμπληρωματικότητα των πολιτικών, στην επικουρικότητα, στην αλληλεγγύη και στην κοινωνική συνοχή, σε τέσσερις αρχές που θα προσδιορίζουν τους στόχους τις αποστολές και τις αρμοδιότητες της. Για τον σκοπό αυτό η ομάδα εργασίας στη Συντακτική με την επωνυμία «Οικονομική Διακυβέρνηση» εξετάζει τις σχέσεις οικονομικής, νομισματικής και κοινωνικής πολιτικής ενώ το Νοέμβριο δημιουργήθηκε αυτοτελής ομάδα για την κοινωνική πολιτική.
Τρία βασικά ερωτήματα τίθενται: το πρώτο αναφέρεται στο βαθμό που θα πρέπει η κοινωνική πολιτική να θεωρείται τμήμα των συνολικών στόχων της Ένωσης και συνακόλουθα στο πως θα αντικατοπτρίζεται αυτό στη Συνταγματική Συνθήκη. Το δεύτερο που είναι συνέχεια του πρώτου στο πως θα επεκταθούν οι υπάρχοντες τομείς αρμοδιότητας στα κοινωνικά θέματα και για να το συνδέσω με όσα ανέφερα πιο πάνω σε πιο βαθμό θα τροποποιηθούν οι διατάξεις που αναφέρονται στην εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό προκειμένου να ενσωματώσουν τις κοινωνικές πολιτικές.
Ακολουθεί ένα τρίτο ερώτημα που είναι η διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού μοντέλου εργασιακών σχέσεων με το οποίο συνδέονται θέματα όπως ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων, οι ρυθμιστικές επεμβάσεις για την προστασία και την ποιότητα της εργασίας, τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα.
Είναι σαφές ότι η ενσωμάτωση της κοινωνικής πολιτικής στις ευρωπαϊκές προτεραιότητες βασίζεται στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που από τα πράγματα απαιτεί ως επιστέγασμα την ενίσχυση των πολιτικών θεσμών της ΕΕ. Αν επικρατήσει η διακυβερνητική μέθοδος στο προτεινόμενο Σύνταγμα της Ευρώπης, αυτό μεταφράζεται σε συνέχιση υπεροχής του κρατικού σωβινισμού, σε εθνικοποιημένες κοινωνικές πολιτικές όπου κάθε χώρα ενδιαφέρεται για τις δικές της προτεραιότητες. Το μέλλον της κοινωνικής Ευρώπης συνδέεται με την ενίσχυση των κοινοτικών εξουσιών και της αντίληψης του φεντεραλισμού έστω σε μια μειωμένη εκδοχή στην πρώτη φάση. Με απλά λόγια κοινωνική Ευρώπη ή Ευρώπη των εργαζομένων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ομοσπονδιακούς θεσμούς.
Οι στόχοι της καταπολέμησης της ανασφάλειας από τις επιδιωκόμενες ευελιξίες, του συνδυασμού της καταπολέμησης αποκλεισμού με την πολιτική καταπολέμησης των ανισοτήτων της ποιοτικής διάστασης της απασχόλησης σε οποιαδήποτε πολιτική για την απασχόληση που δεν είναι, όπως εσφαλμένα διατυπώνεται, μόνο ποσοτικό μέγεθος, της συμπληρωματικότητας της κοινωνικής πολιτικής με τις επιμέρους άλλες πολιτικές, της ευρωπαϊκής διάστασης της αλληλεγγύης, όρος που δεν εκφράζεται μέχρι σήμερα από τις Συνθήκες, η οποία θα νομιμοποιεί τις αναδιανεμητικές πολιτικές, της μετάβασης από τις κενολόγες διακηρύξεις στη συγκεκριμένη ανάληψη υποχρεώσεων και από την απλή μέριμνα για την αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου στη μέριμνα ουσιαστικής ενσωμάτωσης αυτού του κεκτημένου στην καθημερινή ζωή, πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της Νέας Συνταγματικής Συνθήκης που με τη σειρά του σημαίνει κοινοτικοποίηση των πολιτικών αποφάσεων.
Τα ελλείμματα μέχρι σήμερα των συνθηκών, όσον αφορά τα υπερεθνικά, σε κοινοτικό επίπεδο, συνδικαλιστικά δικαιώματα και του ρόλου των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, πρέπει να καλυφθούν. Απαιτείται λοιπόν ένας αυξημένος ρυθμιστικός ρόλος των κοινωνικών εταίρων στην Ευρώπη που κατά την Ένωση των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, σημαίνει αποδοχή της οριζόντιας επικουρικότητας με τροποποίηση των αντίστοιχων άρθρων 138 και 139 της ΣΕΚ και 137 παράγραφος 5 της Συνθήκης της Νίκαιας. Ο κοινωνικός διάλογος που σήμερα είναι άτυπος πρέπει να θεσμοποιηθεί. Το γεγονός ότι την Εαρινή Σύνοδο Κορυφής για τα κοινωνικά θέματα δεν μπορούμε να τη μετατρέψουμε σήμερα σε τριμερή Σύνοδο ελλείψει νομικής βάσης της Συνθήκης δείχνει τα κενά που έχουν οι Συνθήκες για τον κοινωνικό διάλογο. Γενικότερα θα πρέπει να ενσωματωθούν τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου που θα νομιμοποιούν την επιδίωξη στόχων μιας οικονομίας κοινωνικής αγοράς.
Οι στόχοι της ΕΕ, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της ΕΕ και οι αρχές και οι δράσεις, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 3, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν για να καταδείξουν ότι οι φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης βαίνουν πέρα από την ενιαία αγορά και από τη νομισματική ένωση. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα ζητούν να καταγραφεί ρητώς η έννοια της οικονομίας της κοινής αγοράς στη θέση της σημερινής διατύπωσης που κάνει λόγο για μια νέα οικονομία της αγοράς ανοιχτής στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Παράλληλα ζητείται να βεβαιωθεί ότι στις αποστολές της ευρωπαϊκής κοινότητας ανήκει και η προαγωγή της πλήρους απασχόλησης.
Με δύο λόγια επιδιώκεται μια συνολική πρόταση για μια ευρωπαϊκή οικονομική διαχείριση η οποία θα πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος «των μεγάλων προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής» με αντίστοιχη τροποποίηση των άρθρων 99 παράγραφος 2 κε. Αυτό σημαίνει ότι οι διαδικασίες για την ευρωπαϊκή οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική στρατηγική, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα Συμβούλια Κορυφής Λισσαβόνας και Στοκχόλμης θα πρέπει να ενσωματωθούν στη Νέα Συνθήκη με κατοχύρωση των αντιστοίχων διαδικασιών. Εδώ εντάσσεται και η θεσμοποίηση της συνεργασίας των Συμβουλίων Οικονομικών Υποθέσεων και Κοινωνικής Απασχόλησης.
Θα πρέπει ακόμη να υπενθυμίσω ότι τα θέματα ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής προωθήθηκαν κατά το μέτρο που επεκτάθηκε ο κανόνας της ειδικής πλειοψηφίας στις αποφάσεις του Συμβουλίου. Ωστόσο οι Συνθήκες εξακολουθούν να απαιτούν ομοφωνία και απλή διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε θέματα κοινωνικής ασφάλειας και κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων, προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, εκπροσώπησης και συμμετοχής των εργαζομένων ενώ εξαιρούνται από την κοινωνική αρμοδιότητα θέματα αμοιβών, δικαιωμάτων του «συνεταιρίζεσθαι» και απεργίας. Συνεπώς θα πρέπει και στο σημείο αυτό να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές.
Αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, αποτελεί και η διασφάλιση υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Η παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος αποτελεσματικών και ποιοτικών, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή που συνιστά η στρατηγική της Λισσαβόνας. Βέβαια το σημερινό άρθρο 16 της ΣΕΚ περιέχει μια αναφορά σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος αλλά δεν περιέχει εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν ότι θα εκπληρώνουν την αποστολή τους. Οι αρχές της καθολικότητας των υπηρεσιών αυτών και της ισότητας πρόσβασης θα πρέπει να ενσωματωθούν στους κοινούς σκοπούς της Συνθήκης ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να προσφέρουν μια υπηρεσία γενικού συμφέροντος. Το θέμα έχει τεράστιο ενδιαφέρον γιατί όπως έδειξε και η περίπτωση της γαλλογερμανικής σύγκρουσης για τις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού θα πρέπει να συγκεράσουμε τις απαιτήσεις υγιούς ανταγωνισμού με τις αρχές που προαναφέραμε.
Η Συντακτική Συνέλευση αποτελεί το επιστέγασμα μιας επιτυχούς πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιφερειακές Ενώσεις κρατών πραγματοποιούνται και σε άλλα μέρη του κόσμου. Πουθενά όμως δεν πέτυχαν αυτές βαθμούς συνεργασίας αντίστοιχους με αυτούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το σημαντικότερο πουθενά δεν επιβεβαιώθηκαν οι προσδοκίες τους για μια στενότερη συνεργασία. Η Συντακτική Συνέλευση της οποίας οι εργασίες συνεχίζονται αποτελεί από μόνη της έκφραση των προσδοκιών για στενότερη συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών με τη μορφή κοινών πολιτικών που από τα πράγματα σημαίνει κοινούς ρυθμιστικούς κανόνες. Με την έννοια αυτή αποτελεί την πλέον πειστική γραμμή άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση όχι γιατί αποτελεί άρνηση της παγκοσμιοποίησης αλλά γιατί προτείνει ένα μοντέλο παγκοσμιοποίησης με ρυθμιστικούς κανόνες, που σημαίνει φραγμούς στην ανεξέλεγκτη οικονομική εξουσία.