΄
Διάσκεψη στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας
13-14 Φεβρουαρίου 2003
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
Βασικές προκλήσεις της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης
Αθήνα, 13 Φεβρουαρίου 2003
Ομιλία του καθηγητή Ι. Δ. Κουκιάδη, ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, με τίτλο: «Η πολιτική ισορροπίας μεταξύ της ευελιξίας της εργασίας και της προστασίας των εργαζομένων»
Α. Η οριοθέτηση των διάφορων μορφών ευελιξίας.
1. Η οικονομική διάσταση της ευελιξίας υποδηλώνει ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης παραγωγικού συστήματος και κατά προέκταση την οργάνωση της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση συνοψίζεται σε ένα απλό, στην ελευθερία επιλογής. Η ευέλικτη οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης με αυτή την έννοια αφορά κατά πρώτο λόγο το σχεδιασμό, το μάρκετινγκ, την κατασκευή και κατά προέκταση την εσωτερική διάρθρωση του προσωπικού. Το δεδομένο αυτό εκφράζεται με την εγκατάλειψη του τεϊλορισμού που ήταν το πρότυπο της βιομηχανικής παραγωγής και που επιτάχυνε της αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.
Αυτή η ευελιξία επιβάλλεται από το διεθνή ανταγωνισμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στην ανταγωνιστικότητα της και από τις νέες τεχνολογίες που επιβάλλουν ευελιξία στη δεξιότητα και ευελιξία στην κινητικότητα του προσωπικού. Όσοι στρέφονται ανεπιφύλακτα κατά της ευελιξίας αγνοούν ότι αυτή επιβάλλεται από τα κάτω και όχι από τα άνω, όπως ακριβώς και η βιομηχανική επανάσταση και το σύστημα εξαρτημένης εργασίας δεν επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις.
Η ευελιξία των επιχειρήσεων σημαίνει μετακίνηση της οικονομικής ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις που οδηγεί στην ευελιξία των συμβατικών εργασιακών ρυθμίσεων. Όπως λοιπόν εγκαταλείφθηκε το οικονομικό σχήμα του τεϊλορισμού εγκαταλείπεται και το ενιαίο πρότυπο της εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οδηγούμεθα σε ένα μοντέλο πολλαπλών μορφών εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα έναν πρωτόγνωρο κατακερματισμό της αγοράς εργασίας.
Η ευελιξία στην πρόσληψη, στο χρόνο εργασίας, στους μισθούς, στις απολύσεις μας οδηγούν σε αυτές τις πολλαπλές μορφές των νέων εργασιακών σχέσεων. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω κατά ζεύγη τους διάφορους νέους τύπους εργαζομένων απέναντι στους εργαζόμενους με τα παραδοσιακά πρότυπα.
2. Η κατά ζεύγη παρουσίαση έχει το νόημα να καταδείξει πώς απέναντι σε ένα παραδοσιακό τύπο εργαζομένου, που απολάμβανε συγκεκριμένη ασφάλεια, δημιουργείται ένας νέος τύπος εργαζομένου που παράγει ανασφάλεια ως προς κάποια πλευρά της εργασιακής του ή ατομικής του ζωής.
Έτσι, απέναντι στους εργαζόμενους με σύμβαση αορίστου χρόνου, που σημαίνει εξασφάλιση της συνέχειας της εργασίας του, καταγράφεται ο αυξημένος αριθμός εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου, που παράγει την ανασφάλεια τής κατά διαστήματα απασχόλησης και απομείωσης των ασφαλιστικών του δικαιωμάτων. Στους εργαζόμενους με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, που εξασφαλίζει πλήρες εισόδημα και αποδεκτό ρυθμό εργασίας, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση χωρίς αυτά τα πλεονεκτήματα.
Με την ίδια λογική μπορούμε να δημιουργήσουμε και άλλα ζεύγη παραδοσιακού εργαζομένου και νέου τύπου εργαζομένου. Έτσι στους εργαζόμενους με ένα προδιαγεγραμμένο σύστημα χρόνου εργασίας αντιπαρατάσσονται οι εργαζόμενοι με σύστημα χρόνου εργασίας à la carte, στους εργαζόμενους ως μισθωτοί, η νέα τάξη των εργαζομένων ως ανεξάρτητοι. Στους εργαζόμενους που είναι συνδεδεμένοι απευθείας με την επιχείρηση, οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται από υπεργολάβους. Στους άμεσα συνδεδεμένους με την επιχείρηση, η νέα κατηγορία των ενοικιαζομένων εργαζομένων μέσω των γραφείων προσωρινής απασχόλησης. Στους εργαζόμενους με σταθερό μισθό, οι εργαζόμενοι με βάση την απόδοση και στους εργαζόμενους με εγγυημένο μισθό, οι εργαζόμενοι με καθαρά συμβατικό μισθό. Ακόμη, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε απέναντι στους εργαζόμενους με εξασφαλισμένη τη συγκεκριμένη θέση εργασίας, τους ελευθέρως μετακινούμενους εργαζόμενους στο εσωτερικό της επιχείρησης από θέση σε θέση. Τέλος, ευελιξία προκύπτει και από την αποεδαφοποίηση της εργασίας με τη δημιουργία του ζευγαριού εργαζόμενοι μέσα στην επιχείρηση και τηλεργαζόμενοι, είτε στο εσωτερικό μιας χώρας είτε στο εξωτερικό. Με την τελευταία μορφή ευελιξίας, οι πιέσεις για εισαγόμενη ευελιξία είναι ιδιαίτερα έντονες.
Καμία από αυτές τις μορφές ευελιξίας δεν άντεξε στην απαγόρευση. Απέμενε ως μόνη λύση η ρύθμιση τους θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος όπου θα συζητήσουμε το θέμα της αντιμετώπισης των νέων μορφών κοινωνικής ανασφάλειας.
3. Οι νέες τεχνολογίες δεν άνοιξαν μόνο το δρόμο για νέα μορφή οργάνωσης των επιχειρήσεων, αλλά και για αυξημένη κινητικότητα στις δεξιότητες, πίεση δηλαδή για αλλαγή ειδικότητας και δεξιότητας και κατά δεύτερο λόγο για ενίσχυση της πνευματικής εργασίας και του αριθμού υψηλών ειδικοτήτων. Η πρώτη έχει ως συνέπεια να εντείνει την απασχολησιμότητα δια βίου διότι δημιουργεί κενά σε μια σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία. Από αυτό μας προκύπτει η ευελιξία στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Η δεύτερη μας οδηγεί στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ υψηλών δεξιοτήτων και ανειδίκευτης εργασίας η οποία είναι και το μεγάλο θύμα της ευελιξίας γιατί σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων οι δυνατότητες επιλογής είναι πολύ μικρές.
Η άκρως διεθνοποιημένη ανταγωνιστικότητα, που κατέστησε την ανταγωνιστικότητα πρωτεύουσα οικονομική αξία, στην πραγματικότητα υποδιαιρεί την ανταγωνιστικότητα, σε ανταγωνιστικότητα υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικότητα χαμηλού κόστους εργασίας, με διαφορετική επίπτωση στο βαθμό ανασφάλειας. Έχουμε λοιπόν μια ευελιξία άμεσα συνδεδεμένη με την ανάγκη ανταγωνιστικότητας και μια ευελιξία άμεσα συνδεδεμένη με την αποεδαφοποίηση του κεφαλαίου κατά το μέτρο που η μετακίνηση των επιχειρήσεων της Δύσης σε περιοχές χαμηλού κόστους είναι ιδιαίτερα ευχερής και επιτρέπει άμεσα την αξιοποίηση της εργασίας χωρών με άλλα πρότυπα εργασίας. Πρόκειται λοιπόν για ευελιξία που συνδέεται με την κινητικότητα κεφαλαίου και με έναν διαφαινόμενο νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κατά αντίστροφη φορά έχουμε και την ευελιξία της προσφοράς εργασίας από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα.
Β. Η αντιμετώπιση των νέων μορφών ανασφάλειας
1. Ο κατακερματισμός της αγοράς οδηγεί σε διαβαθμισμένα συστήματα εργασιακών σχέσεων από άποψη ασφάλειας του εργαζομένου. Κατά την άποψη της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ο κατακερματισμός αυτός δεν έχει νόημα παρά μόνο αν οι νέες μορφές εργασιακών σχέσεων δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται ο αντίλογος.
Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να διακρίνουμε την ελαστικότητα ως αντικειμενικό δεδομένο της οικονομίας από την ελαστικότητα ως πολιτική πρόταση, που προέρχεται από τους νεοφιλελεύθερους. Η φιλελεύθερη εκδοχή εννοεί την ελαστικότητα ως διαρκή απορύθμιση και όταν κάνει λόγο για απελευθέρωση της αγοράς εννοεί αγορά χωρίς ρυθμίσεις κοινωνικού ή περιβαντολλογικού περιεχομένου. Δεν ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε ανασφάλεια προκύπτει αλλά θεωρεί ότι με βάση το αυτόματο αποτέλεσμα της αγοράς, η ανασφάλεια θα καλυφθεί μακροχρόνια από τις διάφορες ευκαιρίες επιλογής όλου του ενεργού δυναμικού. Η σύγχρονη σοσιαλιστική πρωτοπορία προσπαθεί να καταδείξει ότι ανασφάλεια και ελαστικότητα δεν ταυτίζονται και ότι δεν είναι ασυμβίβαστη η νέα κοινωνική προστασία απέναντι στις νέες εργασιακές μορφές.
Η απάντηση που μπορούν να δώσουν όσοι πιστεύουν σε ισορροπία ευελιξίας και ασφάλειας είναι ότι οι νέες αυτές μορφές είναι χρήσιμες και συνεπώς δεν μπορούν να απαγορευτούν. Απλώς, όπως συνέβαινε και παλαιά με τη ενιαία μορφή της πλήρους απασχόλησης, είναι αναγκαίες οι ρυθμίσεις. Η ευρωπαϊκή πολιτική έχει αποδεχθεί την πολιτική της ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Απέφυγε όμως μέχρι τώρα να προσδιορίσει τις αρχές αυτές της ισορροπίας.
2. Τέτοιες ρυθμίσεις αποσκοπούν στο να προσαρμόσουν την ελαστικότητα στα συμφέροντα της επιχείρησης και στα συμφέροντα των εργαζομένων. Δεν καθιστούν την ελαστική σχέση ανελαστική, όπως πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά προσπαθούν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία της λειτουργικής χρησιμότητας τους με τη μείωση των κοινωνικών παρενεργειών τους. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή η μεταφορά όλου του οικονομικού κινδύνου σε βάρος της εργασίας, όπως επιθυμούν οι διάφοροι θιασώτες της άνευ όρων ευελιξίας.
Όπως είπαμε και πιο πάνω οι προδιαγραφές κατά της ευελιξίας, που υποστηρίζει μερίδα του συνδικαλιστικού κινήματος δεν οδηγεί πουθενά. Μέριμνα μας είναι να δούμε την ευελιξία ως σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο με τις πολλές του μορφές, με τις διάφορες ρίζες και τα πολλαπλά αίτια, με επιδράσεις θετικές και αρνητικές. Αντίστοιχα καλούμεθα να σχεδιάσουμε μια πολιτική περιορισμού των αρνητικών αντιδράσεων, εντοπίζοντας κάθε φορά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια, επιχειρώντας μια διαφορετική συμμετοχή της ατομικής ευθύνης του εργαζόμενου, της κοινωνικής ευθύνης της επιχείρησης και της συλλογικής ευθύνης, αξιολογώντας το βαθμό αναγκαιότητας μιας ελαστικής μορφής απασχόλησης για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και τη σχέση κόστους και ωφέλειας για κάθε πλευρά.
3. Με βάση την παραπάνω ανάλυση η ευελιξία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά ενιαίο και καθολικό τρόπο, αλλά απαιτείται μια εξειδικευμένη μεταχείριση ανάλογα με τη μορφή και τη ρίζα της. Αυτή η εξειδίκευση δεν έχει αρκούντως μέχρι τώρα προωθηθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία σε πολλά σημεία συνεχίζει να διέπεται από το ασαφές του περιεχομένου της προτεινόμενης ασφάλειας. Για παράδειγμα, δεν δίνεται συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα για το πώς εννοείται η ασφάλεια του απασχολήσιμου.
Ένας άλλος λόγος που δεν έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία ανάμεσα στην ευελιξία και στην ασφάλεια είναι η έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στην προώθηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και στις αναγκαίες ρυθμίσεις. Αυτό μέχρι ενός σημείου είναι αναπόφευκτο αφού προηγείται η επιβολή μιας ευέλικτης μορφής απασχόλησης από τα κάτω και ακολουθεί μετά από τη συλλογή εμπειριών η ρύθμιση. Όμως, η απόσταση μέχρι την τελική ρύθμιση είναι πολύ μεγάλη και πρέπει να συντομεφθεί.
Ακόμη, για την επιτυχία αυτή της πολιτικής ισορροπίας ίσως χρειαστεί και η σταδιακή αναμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Θα πρέπει να δούμε τη δυνατότητα σταδιακής αναμόρφωσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο παραδοσιακός τύπος εργασίας μας έδωσε τις μορφές του ομοιεπαγγελματικού, κλαδικού και επιχειρησιακού συνδικαλισμού. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτή η διάρθρωση ανταποκρίνεται στα σύγχρονα συμφέροντα των νέων τύπων εργαζομένων, όπως παρουσιάστηκαν πιο πάνω. Οι ενοικιαζόμενοι π.χ. εργαζόμενοι έχουν μεταξύ τους περισσότερα κοινά συμφέροντα με βάση το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης που τους συνδέει, παρά με βάση το επάγγελμά τους ή τον κλάδο στον οποίο θα εργαστούνε. Οι εργοδότες το κατάλαβαν αυτό και για αυτό και υπάρχει ειδική οργάνωση των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης.
Στην ίδια σειρά σκέψεων θα απαιτηθεί ακόμη και η αναμόρφωση και των λοιπών πλευρών του συστήματος των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Στην μεταπολεμική περίοδο όλο το σύστημα διαπραγματεύσεων στηρίχθηκε σε ένα σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο αναδιανομής του παραγόμενου προϊόντος και βελτίωσης των όρων εργασίας των εργαζομένων. Είναι καιρός νομίζω, οι κοινωνικοί εταίροι να επεξεργαστούν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε μακροχρόνια βάση, περίπου 20 ετών, που προήλθε από την ανατροπή των σχέσων εργασίας και κεφαλαίου, θα στηρίζεται στα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα. Η μεγαλύτερη ανασφάλεια δεν προκύπτει από τις επιμέρους μορφές ευέλικτης εργασίας αλλά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας ορίζοντας που να δεικνύει τα αναγκαία όρια της ευελιξίας. Αυτό επιβεβαιώνεται συχνάκις με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και συνήθως χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ή για μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας. Μια τέτοια τακτική επαυξάνει και τις καχυποψίες για τους τελικούς σκοπούς του κεφαλαίου και εμποδίζει την έγκαιρη ρύθμιση. Απαιτείται λοιπόν πρωταρχικά μια συνολική διαπραγμάτευση της ευελιξίας στο πλαίσιο της οποία θα εντάσσονται οι εξειδικευμένες ρυθμίσεις.
Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις η συλλογική διαπραγμάτευση αποκτά νέο περιεχόμενο. Σε αυτό εντάσσεται ανάμεσα στα άλλα η κοινή αποδοχή της ανταγωνιστικότητας ως βασικής της αξίας στην αγορά, και η ενσωμάτωση της κοινωνικής διάστασης στην πολιτική του ανταγωνισμού. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανταγωνιστικότητα της ποιότητας και όχι στην ανταγωνιστικότητας της μείωσης του κόστους εργασίας. Η πολιτική της ΕΕ για την ποιότητα της εργασίας είναι σωστή. δεν την έχει όμως ακόμα εντάξει στον κύκλο των γενικών αξιών στην αναπτυσσόμενη οικονομία που θα επιτρέψει την μετατροπή της ανταγωνιστικότητας από βασική αξία της αγοράς και σε βασική αξία στον κοινωνικό τομέα, που με τη σειρά του θα καταστήσει τους θεσμούς της κοινωνικής προστασίας πιο εύληπτους από την αγορά.
Μέρος της νέας διαπραγμάτευσης και η προώθηση της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, η νέα κατανομή ευθυνών ανάμεσα σε επιχειρήσεις και συνδικάτα, με επαναπροσδιορισμό το σημείο κοινού συμφέροντος και το σημείο διαφοροποίησης των συμφερόντων τους. Η διάγνωση των προβλημάτων της επιχείρησης, η ανάγκη νέας εσωτερικής οργάνωσης, η προσαρμογή της απασχόλησης στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, οι νέοι κανόνες διανομής, είναι μερικά από τα θέματα που μπορούν να αναζωπυρώσουν τον κοινωνικό διάλογο και να του δώσουν μια νέα δυναμική.
Στην ίδια σειρά σκέψεων πρέπει να εντάξουμε και το νέο ρόλο των αναδυόμενων μη κυβερνητικών οργανώσεων με τις μορφές του διαλόγου των πολιτών που προωθούν αυτές και ο οποίος σε κάποια στιγμή θα πρέπει να διασταυρωθεί με τον κοινωνικό διάλογο. Τα προβλήματα π.χ. των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των γυναικών, των μεταναστών αφορούν εξίσου μη κυβερνητικές οργανώσεις και συνδικάτα.
Όλα λοιπόν οδηγούν στην αναζήτηση νέων ορίων ανάμεσα στην ατομική ευθύνη των εργαζομένων, την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων και τη συλλογική ευθύνη κοινωνικών εταίρων και κοινωνικού συνόλου.
Στο πλαίσιο αυτό της πολιτικής ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια θα αναζητηθεί η υιοθέτηση νέων δικαιωμάτων απέναντι στην ελευθερία επιλογής του εργοδότη με τους αναγκαίους όρους, ενδεχόμενες δεσμεύσεις, που θα διευκολύνουν και αντίστοιχη ελευθερία επιλογής από τον εργαζόμενο. Όταν διαμορφωθούν τέτοια δικαιώματα θα έχει λιγότερες αντιστάσεις ο εργαζόμενος στην επιλογή αντίστοιχων μορφών απασχόλησης.
4. Μετά την παρουσίαση βασικών αρχών που πρέπει να διέπουν την πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία της εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων θα προσπαθήσουμε να δώσουμε δειγματοληπτικά ορισμένες επιμέρους αναγκαίες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, η ευελιξία στους ρυθμούς οργάνωσης της εργασίας πρέπει να συνδυαστεί με ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής και τις επιλογές του εργαζόμενου σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Δεν μπορούν π.χ. τα σχολεία, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και άλλο φορείς παροχής υπηρεσιών να συνεχίσουν να λειτουργούν σήμερα με μια μορφή οργάνωσης που είχε ως πρότυπο την πλήρη απασχόληση με δεδομένο ωράριο και σε δεδομένη στιγμή της ημέρας, δηλαδή με βάση ένα παρωχημένο πρότυπο οργάνωσης του οικονομικού βίου. Θα μπορούσαν ακόμη να προσδιοριστούν κατά περίπτωση και ορισμένοι όροι επιλογής από τον εργαζόμενο της μορφής ευελιξίας που επιθυμεί κάθε φορά εφόσον αυτό δεν αντιφάσκει στον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Η ανασφάλεια που προκύπτει κατά τη μετάβαση από την απασχόληση στην απασχολησιμότητα και από την απασχολησιμότητα στην απασχόληση δημιουργεί την ανάγκη αναγνώρισης στον απασχολήσιμο και κυρίως κατά το χρόνο κινητικότητας από τη μια δεξιότητα στην άλλη του δικαιώματος για ορισμένες παροχές και της παροχής κινήτρων. Αυτό ήδη αναφέρεται στην πολιτική απασχόλησης της ΕΕ. Δεν έχουν όμως ακόμα προσδιοριστεί η αναγκαία δοσολογία των σχετικών παροχών, το συγκεκριμένο περιεχόμενο των παροχών και η σύνδεση τους με τα κίνητρα που ωθούν στην κινητικότητα των εργαζομένων. Γεγονός είναι όμως ότι απαιτείται η μείωση της ανασφάλειας από την αλλαγή δεξιοτήτων. Ανάμεσα στα κίνητρα θα πρέπει να συζητηθεί και ο προσδιορισμός του δικαιώματος για επανένταξη στην αγορά.
Συνήθως προτείνεται η δια βίου μάθηση ως αντιστάθμισμα στην επαγγελματική κινητικότητα. Όμως εδώ παρατηρείται ότι όσα λέγονται συνιστούν ως επί το πλείστον θεωρητικές έννοιες παρά πράξη, με αποτέλεσμα ενώ όλοι αναφέρονται στη δια βίου μάθηση, λίγοι την πιστεύουν. Έχουμε ένα φαινόμενο, που πρέπει να προσεχθεί, αυτό της απομείωσης της αξίας ορισμένων προτάσεων. Δια βίου μάθηση σημαίνει μετάβαση από το σημερινό σχολείο, που αφορά τους ανήλικους, σε ένα σύστημα διαρκούς σχολείου με αλλαγή των δομών του Γυμνασίου και του Λυκείου. Το ίδιο ισχύει και για το Πανεπιστήμιο, όπου τα μεταπτυχιακά τμήματα απευθύνονται συνήθως στον 25χρονο πρωτοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας, ενώ απαιτείται εκπαίδευση ξεχωριστή για τον 40χρονο και τον 50χρονο. Ο κοινωνικός διάλογος είναι ακόμη σε αυτά τα θέματα ατελής, η συμβολή των επιχειρήσεων μικρή και τα προτεινόμενα σχέδια ανεπαρκή.
Για την ειδικότερη περίπτωση της ανασφάλειας των 55χρονων, για τους οποίους ζητούμε να παρατείνουν τον ενεργό επαγγελματικό βίο, απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα για τον προσανατολισμό τους στις εργασίες της κοινωνικής οικονομίας και στο σημείο αυτό η στέρηση είναι μεγάλη.
Με την ίδια μέθοδο θα πρέπει να αναζητήσουμε τα δικαιώματα του εργαζομένου για συνδυασμό επαγγελματικού και οικογενειακού βίου απέναντι στις ευέλικτες μορφές χρόνου εργασίας, τα δικαιώματά του μεταξύ διακοπής σταδιοδρομίας και ανάληψης οικογενειακών φροντίδων, τα δικαιώματα της νέας κατηγορίας των ανεξάρτητων εργαζομένων, αλλά οικονομικώς πλήρως εξαρτώμενων από συγκεκριμένο εργοδότη, και του τρόπου εξασφάλισης ενός ανεκτού ορίου συντήρησης για την όλο και αυξανόμενοι κατηγορία των ανειδίκευτων εργαζομένων από τους οποίους αναδεικνύεται η νέα κρίσιμη μάζα των φτωχών εργαζομένων.
Τέλος, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ανασφάλειας θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα σε εθνικό, κοινοτικό και παγκόσμιο επίπεδο γιατί όπως είπαμε έχουμε και την εισαγόμενη ανασφάλεια. Για αυτήν ειδικότερα δεν αρκούν οι γενικόλογες ή μακράς πνοής λύσεις αλλά και η αναζήτηση έξυπνων λύσεων που θα αντισταθμίζουν την εισαγωγή φτώχειας. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες που προσφέρονται από εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες μπορούν να υποβληθούν σε ορισμένες ρυθμίσεις που θα μειώνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό εργασίας. Θα πρέπει να πειστούνε ακόμα οι τρίτες χώρες ότι δεν κινδυνεύουν από τις κοινωνικές ρήτρες αλλά από τον πολλαπλασιασμό του χρέους τους, της βίαιας επιβολής σε αυτές του φιλελεύθερου μοντέλου και από την έλλειψη μέριμνας για τη διοχέτευση της παγκόσμιας βοήθειας, στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Η οποιαδήποτε πολιτική για ισόρροπες λύσεις ανάμεσα σε ευελιξία της εργασίας και διαφύλαξης της ασφάλειας των εργαζομένων είναι μια πολιτική προσαρμογής των αρχών του κοινωνικού κράτους στους νέους τύπους επιχειρήσεων και στους νέους τύπους εργαζομένων. Αλλά για να επιτύχει αυτή πρέπει να είναι ξεκάθαρη η βούλησή μας για το αναντικατάστατο του κοινωνικού κράτους για την ισόρροπη ανάπτυξη των κοινωνιών, κάτι που δεν θεωρείται αυτονόητο.