Συμπεράσματα  ημερίδας με θέμα "Η Μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ" που διοργανώθηκε στο Ζάππειο από την ΚΟ του ΠΑΣΟΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Αναπτυξιακών Μελετών ΙΣΤΑΜΕ -Ανδρέας Παπανδρέου με πρωτοβουλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη.

  Αθήνα 15 Σεπτεμβρίου 2001

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

Στην ημερίδα αυτή έγιναν ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι μεταρρυθμίσεις στην ασφαλιστική νομοθεσία σε τέσσερις χώρες, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Ισπανία και Ολλανδία καθώς επίσης και για το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων αυτών. Οι εισηγήσεις ήταν ενδιαφέρουσες και οι πληροφορίες που μας μετέφεραν χρήσιμες για τον κοινωνικό διάλογο που ακολουθεί Η δημοσίευση αυτή καθίσταται επίκαιρη και για τον πρόσθετο λόγο ότι στις 26 του τρέχοντος μήνα αρχίζουν οι ημερίδες της ΓΣΕΕ για το ασφαλιστικό στην Ελλάδα.

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΥΚΙΑΔΗΣ: Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε. Μετά από όσα σοφά είπαν οι καλεσμένοι μας, έχω την εντύπωση ότι δεν πρέπει να πω πολλά, για να μη μειώσω τις εντυπώσεις από αυτά που μας ανέπτυξαν.
Ωστόσο, καθώς από το πρόγραμμα είμαι επιφορτισμένος να διατυπώσω τα συμπεράσματα αυτής της σπουδαίας ημερίδας, θα προσπαθήσω να πω κάποια πράγματα γενικής σημασίας με βάση τις εισηγήσεις των ομιλητών μας που μας μετέφεραν τις εμπειρίες από τις χώρες τους. Εδώ θα πρέπει να τονίσω και πάλι κάτι που είχαμε πει και πριν από την έναρξη της ημερίδας, ότι οι τέσσερις χώρες που επελέγησαν για να παρουσιάσουν τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις δεν επελέγησαν τυχαίως, αλλά αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα κυρίαρχων ασφαλιστικών μοντέλων στην Ευρώπη, εκφράζουν λαούς με διαφορετικές αντιλήψεις και κυβερνούνται από κυβερνήσεις που καλύπτουν όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Έτσι, ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι παρά όλες αυτές τις διαφορές όλες οι χώρες προέβησαν σε μεταρρύθμιση με λίγο ως πολύ κοινούς βασικούς στόχους, γεγονός που καταδεικνύει ότι όντως η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία.

Μια δεύτερη γενική παρατήρηση που έχω να κάνω είναι ότι όταν η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ μετά από δική μου εισήγηση πήρε την απόφαση να οργανώσει αυτήν την ημερίδα είχε δύο στόχους. 
Πρώτα, να μεταφέρουμε μέγιστες πρακτικές από άλλες χώρες, κάτι το οποίο συνιστά πλέον μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθεια συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών. Η φιλοσοφία αυτής της μεθόδου είναι απλή: Κάθε χώρα να αξιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές και τις ευφυείς εφαρμογές μιας άλλης χώρας. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις προτάσσεται η επιφύλαξη ότι δεν είναι δυνατό αυτά που γίνονται σε μια άλλη χώρα να μεταφερθούν στη δική μας. Πρόκειται για μια επιφύλαξη που στερεότυπα επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ζητούμε να πληροφορηθούμε για τις εμπειρίες άλλων χωρών και κάθε φορά που θέλουμε να συγκλίνουμε θεσμούς και συστήματα των διαφόρων χωρών. Η απάντηση στην επιφύλαξη αυτή είναι μία. Η συγκριτική επισκόπηση είναι πολύτιμη, γιατί οι εμπειρίες και οι ιδέες τρίτων πάντα μας είναι πολύτιμες, κυρίως μάλιστα όταν προέρχονται από χώρες που προηγήθηκαν από εμάς στην επίλυση ορισμένων προβλημάτων. Δεν πρέπει να παροράται άλλωστε ότι οι περισσότεροι θεσμοί στην κοινωνική πολιτική, όπως η κοινωνική ασφάλιση, ο συνδικαλισμός, η συμμετοχή μας ήρθαν από έξω. Είναι άλλο θέμα το πώς θα οργανωθεί συγκεκριμένα ένας θεσμός, το πώς θα αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα εθνικά προβλήματα και άλλο ο γενικός προβληματισμός απέναντι σε προβλήματα που βιώνουμε παραλλήλως σε όλες τις χώρες. Όσοι παρακολουθήσατε από την αρχή την ημερίδα, θα είχατε την ευκαιρία να διαπιστώσετε ότι ακόμη και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν από τη Σουηδία, που είναι το πιο απομακρυσμένο από εμάς μοντέλο είναι χρήσιμες, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Αυτοί που αρνούνται τη συγκριτική επισκόπηση το κάνουν συνήθως για να προβάλλουν ένα στείρο καταγγελτικό λόγο. 

Ως δεύτερο στόχο είχαμε τάξει τη δημιουργία μιας όσμωσης μεταξύ των διαπλεκομένων στη μεταρρύθμιση φορέων, κοινωνικών εταίρων και κράτους, προκειμένου ο διάλογος να αρχίσει από πιο ήρεμη βάση, με μια κοινή γλώσσα με αναγνώριση τουλάχιστον της ύπαρξης του προβλήματος. Νομίζω ότι και αυτόν το στόχο τον πετύχαμε. Οι εκπρόσωποι των κορυφαίων αντιπροσωπευτικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, του ΣΕΒ και της ΓΣΕΕ, προέβησαν σε εκτεταμένα σχόλια στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στις 4 χώρες που αναφέραμε, με τέτοιο τρόπο, που καταδείκνυε την αγωνία τους για να βρεθεί λύση. Δεν υπήρχε τίποτα το οποίο να φαίνεται ότι θέλει να τους χωρίσει και συνεπώς, νομίζω ότι αν διατηρηθεί το κλίμα αυτό, ο διάλογος θα είναι επιτυχής και στην Ελλάδα.
Η απουσία εκπροσώπων του κράτους που με θλίψη παρατήρησαν οι δύο κοινωνικοί εταίροι μειώνει ίσως τη σημασία των παραπάνω, αλλά θέλω να πιστεύω ότι οι κοινωνικοί εταίροι θα μεταφέρουν το κλίμα που δημιουργήθηκε.
Τώρα, αν θέλετε έστω επιγραμματικά, να παρουσιάσω ορισμένα συμπεράσματα σε σχέση με τα όσα ακούσαμε κατά τη διάρκεια της ημερίδας, θα μπορούσα να πω τα ακόλουθα:

 Κατά πρώτο λόγο, φαίνεται ξεκάθαρο από τις τοποθετήσεις ότι ο διάλογος που ξεκινάει τώρα στην Ελλάδα πρέπει να έχει πίστωση χρόνου. Βέβαια, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη του διάρκεια, γιατί ήδη στην Ελλάδα ξεκίνησε καθυστερημένα, αλλά πάντως δεν μπορεί να είναι διάλογος δύο ή τριών μηνών. Γιατί ώσπου να φτάσουμε στις συγκεκριμένες λύσεις απαιτείται μια ζύμωση με τεκμηριωμένα στοιχεία για τις εναλλακτικές λύσεις που δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.
Η προοπτική χρόνου δεν αφορά μόνο τη διάρκεια του διαλόγου, αλλά και το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύσει η μεταρρύθμιση. Και εδώ έγινε δεκτό από τη μια μεριά ότι δεν μπορεί να γίνει μεταρρύθμιση χωρίς να έχουμε ως βάση ένα βάθος χρόνου, και από την άλλη, το χρονικό αυτό διάστημα δεν πρέπει να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, γιατί τότε ενόψει και των ταχέων αλλαγών, οι υποθέσεις εργασίας που βάζουμε μπορεί να μην επαληθεύονται. Η εμπειρία, όμως, από τη Σουηδία και την Ολλανδία μας έδειξε ότι αντικείμενο του διαλόγου μπορεί να είναι και ο καθορισμός μιας συγκεκριμένης διαδικασίας μεταρρύθμισης, δηλαδή μιας διαδικασίας στην οποία θα ορίζεται πότε θα επανεξεταστεί η μεταρρύθμιση και πώς αυτή θα υλοποιηθεί στο μέλλον. Πρόκειται για μία δέσμευση που έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία γιατί δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και μειώνει τις φοβίες από τυχόν λαθεμένες επιλογές.

Ένα άλλο συμπέρασμα ιδιαίτερα σημαντικό και χρήσιμο για μας αφορά τη λεγόμενη συναίνεση. Ο όρος είναι κοινός. Ο τρόπος όμως με τον οποίο την υλοποίησαν διαφέρει από χώρα σε χώρα. Η Σουηδία πρόταξε τη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων, ενώ στην Ολλανδία δόθηκε προτεραιότητα στη συναίνεση των κοινωνικών εταίρων. Τι σημαίνει ακριβώς αυτό; Όχι βέβαια ότι στη Σουηδία η μεταρρύθμιση έγινε ερήμην των κοινωνικών εταίρων, αλλά ότι επιδιώχθηκε κατά κύριο λόγο να συμφωνήσουν τα κόμματα, ενώ τις θέσεις και απόψεις των κοινωνικών εταίρων και τη κατά το δυνατό προσέγγισή τους τις είχαν ως υποστηρικτικές για τις πολιτικές αποφάσεις. Νομίζω ότι αυτή η τακτική ίσως είναι και για μας πιο αποτελεσματική. Γιατί οι κοινωνικοί εταίροι ως άμεσα ενδιαφερόμενοι μπορούν σε ορισμένα πράγματα να μη θέλουν να συμφωνήσουν, αλλά ωστόσο να ανεχθούν τροποποιήσεις. Και ακόμα γιατί η μεταρρύθμιση απαιτεί σεβασμό και από τη μελλοντική πολιτική ηγεσία, δεδομένου ότι μια μεταρρύθμιση με βάθος χρόνου δεν είναι θέμα που αφορά την παρούσα κυβέρνηση.

Όσον αφορά επιμέρους λύσεις που δόθηκαν στις μέχρι σήμερα μεταρρυθμίσεις, έχουμε κατά πρώτο λόγο να παρατηρήσουμε ότι το κύριο θέμα είναι η μελλοντική σχέση ανάμεσα στους λεγόμενους δύο πυλώνες, το διανεμητικό σύστημα και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Σε όλες τις χώρες παρατηρήσαμε την προαγωγή του μεικτού συστήματος αλλά, με εξαίρεση την Ολλανδία, το κύριο σύστημα παραμένει το διανεμητικό. Συνεπώς, κυρίαρχη μορφή είναι η συμπληρωματικότητα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Παράλληλα, όμως, καταδείχτηκε στις χώρες που κυριαρχούσε το διανεμητικό σύστημα όπως είναι η δική μας, μόνο σταδιακά μπορεί να εισαχθεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, γιατί διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η παρούσα γενιά να πληρώσει δύο φορές για τη κάλυψη των ασφαλιστικών κινδύνων Εξίσου σημαντικό είναι το συμπέρασμα, η ανάγκη να εξασφαλιστούν και ορισμένες εγγυήσεις, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, από τη νομοθεσία για να αποφύγουμε και τα ενδεχόμενα νέων αδιεξόδων που στο μέλλον μπορεί να παρουσιάσει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα όταν ωριμάσει. Συγχρόνως, καταδείχτηκε από το παράδειγμα όλων των χωρών, ότι χωρίς πλήρεις μελέτες για το κόστος δεν μπορεί να ληφθούν αποφάσεις για το θέμα αυτό.

Από κει και πέρα είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε μερικές νέες ιδέες τις οποίες οι κοινωνικοί μας εταίροι θα πρέπει να τις αξιοποιήσουν, έστω κι αν είναι επιφυλακτικοί, έστω κι αν διστάζουν. Έτσι, η ευελιξία, ένας όρος που τρομάζει, δεν είναι πάντοτε αντεργατική. Διότι όπως πολύ σωστά τονίστηκε από την στιγμή που όλο το σύστημα γίνεται ευέλικτο, από τις εργασιακές σχέσεις μέχρι τις επιχειρήσεις, αυτές οι ευέλικτες μορφές θέλουν και κάποια πιο ευέλικτη μορφή αντιμετώπισης και στα θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Δεν μπορεί να έχουμε αυτό το τσιμεντένιο ασφαλιστικό σύστημα που επινοήθηκε σε παλαιότερες εποχές αγνοώντας τα προβλήματα που θέτουν οι σύγχρονες μορφές απασχόλησης. 

Ενδιαφέρουσες υπήρξαν ακόμη οι ιδέες που αφορούν τη μετάβαση από ένα ασφαλιστικό σύστημα καθορισμού των παροχών σε ένα σύστημα καθορισμού εισφορών ή ακόμα και καθορισμού του μηχανισμού αυτόματης ισορροπίας, τον επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου της αλληλεγγύης, τον καθορισμό ενός γενικού ανωτάτου ορίου για τον πρώτο κυρίως πυλώνα, καθώς και την εισαγωγή της εξατομικευμένης ασφαλιστικής κάλυψης. Αυτά είναι θέματα που μπορούν να αξιοποιήσουν οι κοινωνικού εταίροι στον κοινό στόχο για ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Ειδικά όσον αφορά το θέμα αλληλεγγύης, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι ακόμη και σε χώρες όπως η Ισπανία με έντονα τα στοιχεία του συντεχνιακού συστήματος, η αναδιανομή μεταξύ συνταξιούχων ακολούθησε μια πορεία προς την κατεύθυνση μιας πιο ισότιμης αναδιανομής.

Ακόμη, κοινή συνισταμένη όλων των μεταρρυθμίσεων υπήρξε η αναγνώριση της συμμετοχής του κράτους με τον ένα ή άλλον τρόπο και η αναπόφευκτη σύνδεση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης με τη φορολογική μεταρρύθμιση. Πάντως, το θέμα δεν είναι μόνο η συμμετοχή του κράτους, αλλά η οργάνωσή του με διαφάνεια, με θεσμικό θα έλεγα τρόπο, γιατί όπως είπαν και οι περισσότεροι από τους εισηγητές οι μελλοντικές ευθύνες του κράτους πρέπει να είναι προκαθορισμένες και όχι να συνδέονται περιστασιακά με τα εκάστοτε ελλείμματα που προκύπτον

Μια άλλη πλευρά του ασφαλιστικού προβλήματος που αφορά ιδιαίτερα την ελληνική πραγματικότητα και που παρουσιάζει πολλές συγγένειες με το ισπανικό σύστημα είναι οι δυσλειτουργίες οργανωτικής μορφής που είναι έντονες και στις δύο χώρες και που ξεκινούν, όπως είπε και ο Ισπανός εισηγητής, από την εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, τις ασφαλιστικές απάτες και τη μη ορθολογιστική διαχείριση των ασφαλιστικών φορέων. Το πρόβλημα υπήρξε ιδιαίτερα έντονο στη Ισπανία, αλλά χάρη στην αποφασιστικότητα που έδειξαν οι πολιτικές δυνάμεις και οι κοινωνικοί εταίροι φαίνεται ότι μπόρεσαν να το επιλύσουν σε μεγάλη έκταση. Το επισημαίνω, το θέμα της εισφοροδιαφυγής έγινε σημαία για τους δύο εταίρους, το αντιμετώπισαν με ειλικρίνεια, πράγμα που σημαίνει δέχτηκαν να αποκαλυφθούν όλες οι κρυφές πτυχές, και σε σταθερή βάση χωρίς υπαναχωρήσεις.

Κλείνοντας μπορώ να πω ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι μια αφορμή για εξυγίανση του σημαντικότερου θεσμού του κοινωνικού κράτους που είναι το ασφαλιστικό σύστημα και ότι όπως έδειξαν οι εμπειρίες από τις άλλες χώρες μπορούμε να πετύχουμε μια μεταρρύθμιση που για όλους να έχει ένα θετικό αποτέλεσμα
Ευχαριστώ πάρα πολύ τους προσκεκλημένους που μας έκαναν την τιμή να έρθουν, γιατί χωρίς την συνδρομή τους δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αυτήν την πληροφόρηση και βέβαια, ευχαριστώ όλους τους παράγοντες που συμβάλλανε στην επιτυχία αυτού του Συνεδρίου και τον αρχηγό μας τον κύριο Κατηφόρη, που από την πρώτη στιγμή ήταν ένθερμος οπαδός αυτής της Ημερίδας. Θα ήταν παράλειψη όμως να μην τονίσω ιδιαίτερα τη στενή συνεργασία με τον πρόεδρο του ΙΣΤΑΜΕ κ.Γιάννη Σουλαδάκη χάρη καί στην οποία ξεπεράσαμε τα δύσκολα πραγματικά προβλήματα.

Ευχαριστώ πάρα πολύ.