Εισήγηση  του Ευρωβουλευτή  του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη σε Διεθνές Συνέδριο  με θέμα "Οι προοπτικές του εθνικού εργατικού δικαίου στο πλαίσιο της ΟΝΕ "που συνδιοργανώθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, το Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών της Νομικής Σχολής του  Πανεπιστημίου Αθηνών  καί το ηλεκτρονικό περιοδικό  "fe-mail.gr"

Αθήνα 28 & 29 Σεπτεμβρίου 2001

 

1.1 Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπήρξε σε όλη της την ιστορική διαδρομή μια οργάνωση που κυριαρχούνταν από την έννοια της ενιαίας αγοράς. Αυτή η αντίληψη παρά τις διαφοροποιήσεις και την αποδυνάμωση που υπέστη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της Κοινότητας, εξακολουθεί να ασκεί πίεση σε όλες τις άλλες επιχειρούμενες προσεγγίσεις, κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές. Γι' αυτό, το κοινωνικό δίκαιο και η κοινωνική πολιτική υπήρξαν οι παρίες. 
Στην πρώτη φάση άμεση αρμοδιότητα της Κοινότητας υπήρχε για θέματα ίσης αμοιβής αντρών και γυναικών, υγιεινής και ασφάλειας, άδειας με αποδοχές, μαζί με το θέμα που ενδιέφερε τη λειτουργία της αγοράς, ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Η περιορισμένη αυτή εξουσία της Κοινότητας να διαμορφώνει κανόνες που θα ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις επεκτάθηκε σταδιακά είτε με διευρυμένη ερμηνεία των άρθρων που αφορούσαν τη λειτουργία της αγοράς είτε με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, όπως αυτές με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ. Έτσι διαμορφώθηκε σταδιακά ένα ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο που αποτέλεσε τη βάση εκσυγχρονισμού των εθνικών δικαίων για τις χώρες εκείνες τουλάχιστον που προέβλεπαν περιορισμένη εργασιακή προστασία. 
1.2 Σήμερα το νομικό πλαίσιο της νομοθετικής παρέμβασης, όπως προσδιορίζεται από τα άρθρα 136 επ. της Συνθήκης του Άμστερνταμ μπορεί να συνοψιστεί ως εξής :Δεν υπάρχει νομοθετική αρμοδιότητα της Κοινότητας στα θέματα των αμοιβών, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο οποίο εμπεριέχεται το συνδικαλιστικό δικαίωμα, στα δικαιώματα απεργίας και ανταπεργίας. Υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία και συναπόφαση του Κοινοβουλίου στα θέματα βελτίωσης του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων, όρων εργασίας, ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους, αφομοίωσης των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, ισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών, όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία.
Παράλληλα, υπάρχει δυνατότητα, με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου και απλή διαβούλευση με το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να λαμβάνονται αποφάσεις για την κοινωνική προστασία των εργαζομένων, την προστασία τους σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, την εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και εργοδοτών, τις συνθήκες απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών και την προώθηση της απασχόλησης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας με χρηματικές συνεισφορές. 
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι έχουμε τομείς που αποκλείονται παντελώς από την κοινοτική αρμοδιότητα, ενώ στους τομείς που υπάρχει αρμοδιότητα έχουμε διαδικασία δύο ταχυτήτων. Όσον αφορά το συλλογικό δίκαιο, άνοιξε ο δρόμος για τον κοινωνικό διάλογο και για τη θέσπιση κανόνων μέσω ευρωπαϊκών συλλογικών συμβάσεων .
1.3 Είναι λοιπόν αναμφισβήτητο ότι το εργατικό δίκαιο των 15 χωρών γνωρίζει μια προϊούσα κοινοτικοποίηση. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια οποιαδήποτε μεταρρύθμιση γνωρίσαμε οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στην κοινοτική επιρροή. 
Αυτό, όμως, δε γίνεται χωρίς αντιδράσεις. Ιδίως, σε εκείνες τις χώρες που αισθάνονται ότι περιορίζονται ορισμένες φιλελεύθερες ή συντεχνιακές παραδόσεις με τις οποίες επιμένουν να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Παρατηρούνται αντιδράσεις για μεταρρυθμίσεις σε θέματα που σε άλλες χώρες αποτελούν κεκτημένο από πολύ καιρό. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την τελευταία έκθεση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στην οποία είχα την τιμή να είμαι εισηγητής, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες καταγγελίες για τη μη λήψη εθνικών μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας ή για την κακή εφαρμογή αφορούσαν θέματα εργασίας και ότι όλες οι προσφυγές στο ΔΕΚ σε δεδομένη χρονική περίοδο αφορούσαν και πάλι εργασιακά θέματα. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι όχι μόνο ζητείται από ορισμένες χώρες μακρά μεταβατική περίοδο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν χώρες που εξακολουθούν να αρνούνται τη εφαρμογή και μετά τη μεταβατική περίοδο. Έχουμε λοιπόν σθεναρά αντίσταση στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου.
Ένα άλλο θέμα παράλληλο που αφορά τις σχέσεις εθνικού εργατικού δικαίου και κοινοτικού, είναι η τάση των εθνικών διοικητικών και δικαστικών αρχών για επανεθνικοποίηση κοινοτικών ρυθμίσεων με την έννοια ότι προσπαθούν να ερμηνεύσουν ή να εντάξουν κοινοτικές ρυθμίσεις σε υφιστάμενες εθνικές που είναι όμως διαφορετικές. Αναφέρω για παράδειγμα ότι ορισμένες χώρες επιμένουν στον ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας απασχόλησης να μην περιλαμβάνουν τις υπερωρίες. Το θέμα συνδέεται και με το αν για βασικές έννοιες, όπως οι έννοιες του μισθωτού, των αποδοχών, του χρόνου εργασίας, της σύμβασης εργασίας, η κοινοτική νομοθεσία θα στηρίζεται στην αντίστοιχη εθνική αντίληψη της κάθε χώρας ή θα διαμορφώνει μια ενιαία κοινοτική αντίληψη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα μια ενιαία απάντηση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τραγελαφικές πολλές φορές καταστάσεις και βέβαια να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής μιας οδηγίας ανάλογα με το αν σε μία χώρα επικροτούν στενότερες ή ευρύτερες αντιλήψεις για τις έννοιες αυτές. Αντιλαμβάνεστε ότι κάτι τέτοιο οφείλεται σε σθεναρές αντιδράσεις των κρατών μελών και ότι η διαιώνιση αυτού του προβλήματος δεν μπορεί να παραταθεί για πολύ αν θέλουμε πραγματικά τη λειτουργία μιας ενιαίας αγοράς.
Τέλος, σημείο σημαντικό στη δημιουργία ενός κοινοτικού εργατικού δικαίου είναι η αναμφισβήτητη δικαιοπλαστική συμβολή του ΔΕΚ που με την προοδευτική παράδοση που το χαρακτηρίζει έδωσε λύσεις σε θέματα που προκαλούσαν εθνικές αντιδράσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας σεβαστός αριθμός μεταγενέστερων τροποποιήσεων των οδηγιών έχει ως επίσημη αιτιολογία την ανάγκη προσαρμογής στις αποφάσεις του ΔΕΚ. Δεν ξέρω αν κανείς πρέπει να χαίρεται γι' αυτό, αλλά τουλάχιστον ως λύση ανάγκης είναι θετικό.

2.1 Παράλληλα με τη νομοθετική διαδικασία προβλέπεται η συνεργασία με πρωτοβουλία της Επιτροπής των κρατών μελών και ο συντονισμός της δράσης τους για όλα τα παραπάνω θέματα, περιλαμβανομένων των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτή η δεύτερη μέθοδος αξιοποιήθηκε από την πολιτική συγκυρία, με την πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στο Συμβούλιο, και επέτρεψε να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις σε διαδοχικά συμβούλια που καθιστούν ορατές τις συνέπειες για τις εθνικές νομοθεσίες. Πρόκειται για αποφάσεις ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής που προσδιορίζουν στρατηγικούς στόχους και μέσα δράσης, ανάμεσα στα οποία ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού, που αποτελεί ισχυρό πολιτικό μέσο για την αναθεώρηση εθνικών νομοθεσιών για το σύνολο των προβλημάτων που συνδέονται με την εργασία και συγκεκριμένα για το εργατικό δίκαιο στην ευρεία έννοιά του, που περιλαμβάνει και το δίκαιο απασχόλησης και τα θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
Η Ανακοίνωση της Επιτροπής (COM (2000)379 28/6/2000) για την ατζέντα κοινωνικής πολιτικής αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό κείμενο, γιατί καθορίζει τους όρους εκσυγχρονισμού του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου που το θεωρεί μοναδικό στο είδος του και μετατρέπει τις βασικές αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής στη Λισσαβόνα σε συγκεκριμένες ενέργειες, που εκφράζουν την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επίτευξη από κοινού οικονομικής και κοινωνικής ανανέωσης.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής για νέες αγορές εργασίας ανοικτές σε όλους και με πρόσβαση από όλους (COM(2001)116), καθώς και τα προτεινόμενα μέτρα για τη νέα πολιτική μετανάστευσης (Πρόταση Οδηγίας της Επιτροπής 13/3/2001, COM(2001)127) μας καθορίζουν τον ορίζοντα μιας νέας αντίληψης για την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Σε αυτήν την αγορά η κινητικότητα των εργαζομένων αποκτά ιδιαίτερη σημασία, με έμφαση στα μέτρα που προτείνονται για την αυτόματη αναγνώριση επαγγελματικών δεξιοτήτων και μείωση κόστους προσαρμογής. Πρόκειται για μια προσπάθεια που επιδιώκει να καταπολεμηθεί το θέμα της ανεργίας και από άλλη κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η παραδοσιακή έννοια του εργατικού δικαίου προστασίας του εργαζομένου αποκτά νέες προσεγγίσεις και το δίκαιο εργασίας γίνεται πραγματικά ένα δίκαιο απασχόλησης. Η εναρμόνιση ή ο συντονισμός των εθνικών ρυθμίσεων για τα θέματα εργασίας ουσιαστικά αποτελεί και κατεξοχήν μέσο επιτάχυνσης της ανανέωσης παραδοσιακών αντιλήψεων στην αντιμετώπιση των εργασιακών θεμάτων.
2.2 Ειδικότερα, με τις κατευθυντήριες οδηγίες για την απασχόληση που είναι προϊόν αυτής της μεθόδου και που εκδίδονται εδώ και τρία χρόνια, προκύπτει ένας άνεμος εκσυγχρονισμού εθνικών νομοθεσιών και πολιτικών σε τέσσερις βασικούς τομείς. Πρόκειται για τους τέσσερις πυλώνες όπως αυτοί αποφασίστηκαν στη Σύνοδο του Λουξεμβούργου και που αφορούν:
α) τη βελτίωση της ικανότητας για απασχόληση, με προτεινόμενα μέτρα για την επαγγελματική εκπαίδευση και τη δια βίου εκπαίδευση, για την επανένταξη ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας, την καταπολέμηση των διακρίσεων, 
β) την ανάπτυξη του πνεύματος επιχείρησης, με διάφορα μέτρα φορολογικής και διοικητικής φύσεως που διευκολύνουν τη δημιουργία επιχείρησης, αλλά και με μέτρα όπως καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, προώθησης της ανεξάρτητης εργασίας που ανοίγουν νέες προοπτικές για το εργατικό δίκαιο, 
γ) την προώθηση της προσαρμογής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στα δεδομένα της νέας οικονομίας, που συνδέονται με τις γνωστές μας ρυθμίσεις για την ελαστικότητα, που όμως από την κοινοτική σκοπιά πρέπει να προωθούνται με διάλογο και με εξισορρόπηση ελαστικότητας και ασφάλειας. Και μόνον αυτή η παράμετρος της κοινοτικής παρέμβασης είναι ικανή να δείξει το μέγεθος της επιρροής της στους προσανατολισμούς των εθνικών εργατικών νομοθεσιών,
δ) την ενίσχυση των μέτρων για την ισότητα αντρών και γυναικών, με μία σειρά από μέτρα που να καθιστούν αποτελεσματικό στην πράξη τον στόχο της ισότητας, που ισχυροποιούν την αντίληψη όχι απλώς ισότητα στην αφετηρία, αλλά ισότητα στο αποτέλεσμα, αντίληψη που δεν είναι ακόμη κυρίαρχη σε πολλά κράτη.
2.3 Με τη Σύνοδο κορυφής της Λισσαβόνας ανάμεσα στα άλλα δόθηκε έμφαση στην προώθηση της Κοινωνίας της γνώσης και τέθηκε για πρώτη φορά στον κοινωνικό τομέα στόχος για υλοποίηση, κατά αντιγραφή της μεθόδου του Μάαστριχτ για τους οικονομικούς στόχους, που είναι η πλήρης απασχόληση μέχρι το 2010. Και τα δύο αυτά μέτρα προϊδεάζουν για μια σειρά από αναγκαίες τροποποιήσεις των εθνικών νομοθεσιών για θέματα απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων. 
2.4 Με τη Σύνοδο κορυφής του Γκέτενμποργκ, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ποιοτική διάσταση της απασχόλησης με την προώθηση δεικτών ποιοτικής αξιολόγησης, γεγονός που σημαίνει ότι στο εξής τα κράτη μέλη θα πρέπει κατά έτος με αντίστοιχες εκθέσεις να παρουσιάζουν τα αποτελέσματα ποιοτικής βελτίωσης στα θέματα εργασίας. Έμμεσα, αλλά αναπόφευκτα οι εθνικές εργατικές νομοθεσίες θα πρέπει να περιλάβουν στις προτεραιότητές τους ρυθμίσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο, διότι θέλει να συνδυάσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με την κοινωνική συνοχή και την ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας ενός μέγιστου ορίου που αγγίζει το 70% του πληθυσμού. Ταυτοχρόνως, ο στόχος αυτός έχει εξόχως πολιτικό χαρακτήρα, γιατί αποτελεί μια απάντηση στην καθαρά φιλελεύθερη ιδεολογία, που επιδιώκει την υποταγή άνευ όρων στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Στο πλαίσιο του στόχου αυτού οι εθνικές νομοθεσίες καλούνται να υπερασπίσουν ελάχιστα όρια προστασίας, να προάγουν τη βελτίωση των όρων εργασίας, συνδυάζοντας ελαστικότητα με ασφάλεια, να προωθήσουν λύσεις συγκερασμού επαγγελματικού και οικογενειακού βίου, να δημιουργήσουν ένα πιο ασφαλές περιβάλλον εργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο εκσυγχρονισμός των εργασιακών σχέσεων δεν ισοδυναμεί με απορρύθμιση και ότι η εναρμόνιση δε γίνεται με αποκλειστικό στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αυτή η μετεξέλιξη που δυστυχώς έχει περάσει απαρατήρητη αποτελεί μια απάντηση στις προκλήσεις που το ρεύμα της αντιπαγκοσμιοποίησης μας υπενθύμισε, γιατί ανοίγει το δρόμο για τη μόνη αξιόπιστη οδό αντιμετώπισης της παγκοσμιοποίησης, που δεν είναι βέβαια η απόρριψή της, αλλά η προώθηση της συνεργασίας των λαών με διαμόρφωση κοινών κανόνων διαχείρισης του ανταγωνισμού και καταπολέμησης του αποκλεισμού και της φτώχειας.

3.1 Αν έρθουμε τώρα στον τομέα των καθαρά δεσμευτικών ρυθμίσεων, παρατηρούμε έναν επιταχυνόμενο αριθμό μεταρρύθμισης κοινοτικής εργατικής νομοθεσίας και δημιουργίας νέας εμπνευσμένων από τις αρχές που αναφέραμε πιο πάνω και που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ο κατεξοχήν χώρος κοινωνικής προόδου.
3.2 Κατά πρώτο λόγο θα ήθελα να αναφερθώ στην τριάδα των οδηγιών που είχαν θεσπιστεί με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τη λειτουργία της κοινής αγοράς και συγκεκριμένα, μία κοινή προστασία από το κόστος που θα είχαν για τους εργαζόμενους οι ανασυγκροτήσεις, συγχωνεύσεις, διαδοχές και χρεοκοπίες επιχειρήσεων. Και οι τρεις αυτές οδηγίες εκδόθηκαν στα χρυσά χρόνια του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου και αφορούν αντίστοιχα τις ομαδικές απολύσεις (1975), μεταβίβαση επιχειρήσεων (1977) και αφερεγγυότητα του εργοδότη (1980). Οι δύο πρώτες τροποποιήθηκαν αντιστοίχως το 1992 και 1998, ενώ για την τρίτη οι τροποποιήσεις βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε αυτές τις τρεις οδηγίες είναι προφανής, όπως είναι προφανής και μία άλλη κοινή επιρροή στο εθνικό δίκαιο που είναι μια διεργασία σύγκλισης πτωχευτικού και εργατικού δικαίου που θεωρούνταν παραδοσιακά σαφώς διακεκριμένοι κλάδοι, με σκοπό αφενός τη διάσωση επιχειρήσεων και αφετέρου, την κατά το δυνατό προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων. 
Στην τροποποίηση της οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις υπάρχουν αρκετές καινοτομίες, όπως η εξομοίωση με τις απολύσεις και άλλων μορφών λήξεως της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη, η καταρχήν εφαρμογή της και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, η υποχρέωση έγκαιρης διαβούλευσης, η επιβολή στα κράτη μέλη υποχρέωση δυνατότητας προσφυγής προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Και εδώ όμως πρέπει να επισημανθεί η διεθνική διάσταση που δόθηκε με την έννοια της διασφάλισης των υποχρεώσεων για ομαδικές απολύσεις και όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται από μία ελέγχουσα επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός του κράτους μέλους στο οποίο προσφέρουν εργασία οι εργαζόμενοι. Εδώ φαίνεται η σημασία του υπερεθνικού δικαίου σε σχέση με τα στενά όρια του εθνικού δικαίου. 
3.3 Η οδηγία για τη μεταβίβαση θεωρείται ότι εξασφάλισε με ειρηνικό και συναινετικό τρόπο την οικονομική και τεχνολογική αναδιάρθρωση καθορίζοντας ελάχιστα πρότυπα για την προώθηση του δικαίου ανταγωνισμού όσον αφορά τέτοιες αλλαγές. Η μεταρρύθμισή της αφορούσε κατά πρώτο λόγο τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες και την παράλειψη ρητής μνείας της διεθνικής διάστασης της αναδόμησης των επιχειρήσεων. Από το 1988 παρατηρείται μια ταχεία αύξηση του αριθμού των προσαρτήσεων που αφορούν κοινοτικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη. Στο χρονικό διάστημα 1988 - 1989 τέτοιες συγκεντρώσεις αντιπροσώπευαν το 40% τέτοιων προσαρτήσεων. Χρειάστηκε πάλι να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο σχήμα προστασίας εργαζομένων στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή σοβαρών οικονομικών δυσχερειών. Παράλληλα, αποσαφηνίστηκε ο όρος μεταβίβαση, ορίστηκε ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις δημόσιες και ιδιωτικές με δραστηριότητες οικονομικής ή εμπορικής φύσεως είτε κερδοσκοπικές είτε όχι και ότι η κάλυψη αφορά και τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου ή τους ευκαιριακά απασχολούμενους.
3.4 Όσον αφορά την οδηγία για την αφερεγγυότητα περιορίζομαι λόγω έλλειψης χρόνου να αναφερθώ στην επέκταση της έννοιας της αφερεγγυότητας και σε άλλες καταστάσεις που δεν καλύπτονται από την παραδοσιακή έννοια πτώχευσης.
3.5 Όσον αφορά του όρους εργασίας μεγάλη είναι η συμβολή της οδηγίας - πλαίσιο για την υγιεινή και ασφάλεια για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί επέτρεψε ένα ριζικό εκσυγχρονισμό του περιβάλλοντος εργασίας σε τέτοιο βαθμό που οι χώρες υπό ένταξη να ζητούν μεταβατικές περιόδους προσαρμογής εν όψει του κόστους που συνεπάγονται οι ρυθμίσεις αυτές. Παράλληλα, όμως, αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση μιας γενικής οδηγίας για τη διευθέτηση όλων των θεμάτων του χρόνου εργασίας (Οδηγία 93/104), που στη συνέχεια, επεκτάθηκε και στους μετακινούμενους εργαζόμενους, στις οδικές, θαλάσσιες, εναέριες μεταφορές. Έτσι, οδηγούμεθα σε μια εναρμονισμένη αντίληψη για όλα τα θέματα που συνδέονται με το χρόνο εργασίας όπως μέγιστος χρόνος απασχόλησης, νυχτερινή εργασίας, υπερωρίες, άδειες με αποδοχές, διαλείμματα, εβδομαδιαία ανάπαυση κλπ.
Σε σχέση με το χρόνο εργασίας θα πρέπει να μνημονεύσουμε την οδηγία 97/81 σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για τη μερική απασχόληση που συνήφθη από τη CES, τη UNICE και το CEEP και την οδηγία 99/70 σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου. Θα μπορούσαμε ακόμη να κάνουμε μνεία της οδηγίας 94/33 για την προστασία των νέων στο χώρο της εργασίας.
3.6 Στις πρόσφατες ρυθμίσεις θα πρέπει να αναφέρουμε τις οδηγίες που σχετίζονται με τα δικαιώματα πληροφόρησης, διαβούλευσης και γενικότερα, συμμετοχής των εργαζομένων. Μετά από μία περιπετειώδη διαδικασία δεκαετιών ψηφίστηκε επιτέλους ο κανονισμός για το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Εταιρίας (Societas Europaea) το Σεπτέμβριο του έτους αυτού. Υπενθυμίζουμε ότι η πρώτη πρόταση είχε υποβληθεί το 1970. Ο κανονισμός συμπληρώνεται από οδηγία του Συμβουλίου που αφορά το ρόλο των εργαζομένων. Η μεγάλη διαμάχη όσον αφορά το μονιστικό ή το δυϊστικό σύστημα διάρθρωσης και το ποιο εθνικό μοντέλο συμμετοχής θα επικρατήσει, έληξε με σολομώντεια λύση που σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο θέλησε να αποφύγει δύο κινδύνους: α) Να μεταφερθεί ένα ορισμένο μοντέλο συμμετοχής ολιγοτέρων κρατών στα υπόλοιπα κράτη (όχι στην εξαγωγή της συμμετοχής), β) να παρακαμφθεί η εκτεταμένη συμμετοχή σε ορισμένες χώρες με τη βοήθεια ενός ευρωπαϊκού νομικού μέσου (όχι στη φυγή από τη συμμετοχή). Τελικά η λύση που επικράτησε είναι ότι το μοντέλο συμμετοχής θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διοικητικών οργάνων των συμμετεχουσών εταιριών και ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας των εταιριών αυτών. Αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις ισχύουν οι διατάξεις περί ενημέρωσης και διαβούλευσης που ισχύουν στα κράτη μέλη στα οποία η Ευρωπαϊκή Εταιρία έχει εργαζομένους.
Όσον αφορά την Οδηγία 94/45 σχετικά με τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας εκδόθηκε στις 4/9 του έτους αυτού ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση εφαρμογής της Οδηγίας αυτής. Οι επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας στις οποίες εφαρμόζεται αριθμούν περίπου 1100 πολυεθνικές επιχειρήσεις που απασχολούν 15.000.000 εργαζομένων. Εκτός από την προώθηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και ειλικρινούς διαλόγου σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης εργαζομένων σε κοινοτικό επίπεδο, η Οδηγία βελτιώνει τη ροή πληροφοριών προς ολόκληρο το εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, παρατηρείται ότι οι ευρωπαϊκές επιτροπές επιχείρησης δεν καλούνται επί μονίμου βάσεως να διατυπώσουν τις απόψεις τους σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας. Επισημάνθηκε ακόμη η ασάφεια της απαίτησης διεξαγωγής μιας συνεδρίασης ενημέρωσης και διαβούλευσης σε περίπτωση έκτακτων περιστατικών που επηρεάζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων, ιδίως η περίπτωση μετεγκατάστασης, παύσης λειτουργίας και ομαδικών απολύσεων. Το θέμα προέκυψε από το κλείσιμο μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων σε μία νύχτα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των εργαζομένων. Έτσι, το ψήφισμα καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει προτάσεις για την ενίσχυση και επέκταση της υποχρέωσης ενημέρωσης και διαβούλευσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επιχείρησης επί θεμάτων στρατηγικής σημασίας.
Τέλος, σε αυτό το διάστημα ολοκληρώνεται η διαδικασία για τη ψήφιση της οδηγίας γενικού πλαισίου ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και που έχει ως βάση το άρθρο 137 παρ. 2 ΣΕΚ. Η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπεί στη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου ελάχιστων προδιαγραφών, όσον αφορά το δικαίωμα των εργαζομένων να ενημερώνονται και να διατυπώνουν τις απόψεις τους, ενώ παράλληλα επιδιώκει να συμπληρώσει τις υφιστάμενες οδηγίες σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις και τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, καθώς και την οδηγία για την ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης, που εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.
4. Οι νέες προκλήσεις που συνεπάγεται η οικονομία της γνώσης προσφέρουν και τρομερές δυνατότητες. Η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική μετά από ταλαντεύσεις βρίσκεται στο δρόμο για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, όπου θεωρεί την κοινωνική πολιτική ως παραγωγικό παράγοντα και την ανάπτυξη ως συνδυασμό οικονομικής και κοινωνικής ανανέωσης. Το μήνυμα λοιπόν είναι ότι ο μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι συμβατός με τις βασικές αρχές του κοινωνικού μας μοντέλου, που αποτελεί και το μεγάλο κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών.