Ιωάννης Δ. Κουκιάδης
καθηγητής, ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ
Για το περιοδικό του ΕΚΕΠΠ, European Prospect.
Το μεγάλο εγχείρημα της διεύρυνσης και ο σχεδιασμός του νέου
πολιτικού μέλλοντος της Ευρώπης
1. Οι προσδοκίες από την επανένωση της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζει την ιστορική στιγμή του περάσματος από μία μερική ένωση,
συνήθως πλουσίων χωρών, σε μία ολική ένωση Βορρά-Νότου, Ανατολής-Δύσης, που
με παλιότερους όρους εκφράζει την επανένωση ανατολικής και δυτικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Σε μια μεταγενέστερη φάση θα περιλαμβάνει και όλα τα Βαλκάνια
και με οποιαδήποτε εκδοχή και την Τουρκία. Ειδικότερα για την Ελλάδα, με λίγη
ιστορική φόρτιση θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει το άνοιγμα των συνόρων μας
προς τον Βορρά, τον ενιαίο οικονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί με Βουλγαρία,
Ρουμανία και άλλες ανατολικές χώρες, με τη Βυζαντινή περίοδο. Πρόκειται ουσιαστικά
για ένωση της Ηπείρου. Για πρώτη φορά το όραμα μιας χιλιετίας αγγίζει τα όρια
της πραγματικότητας.
Θα έχει διερωτηθεί εύλογα ο καθένας μας γιατί όλα τα κράτη, το ένα μετά το άλλο,
σπεύδουν να χτυπούν την πόρτα της Ευρώπης. Και παρά τις αναμενόμενες αντιδράσεις
από ένα μέρος των λαών τους, η πλειοψηφία ευνοεί την ένταξη των χωρών τους.
Οι απαντήσεις βρίσκονται εν μέρει στα μέχρι σήμερα επιτυχή αποτελέσματα της
Ένωσης και εν μέρει στις μελλοντικές προσδοκίες.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετέτρεψε την Ευρώπη των πολέμων σε μια Ευρώπη διαρκούς ειρήνης. Ακόμη και ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας που θεωρείται μια αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής, θα είχε αποφευχθεί αν οι βαλκανικές χώρες, αντί να επιδίδονται στο να τρώνε τις σάρκες τους με διαστρέβλωση των ιστορικών καταβολών, είχαν ακολουθήσει την πορεία ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτό που τελικά κάνουν σήμερα, κατόπιν εορτής, θα μπορούσαν να το είχαν κάνει προτού πληρώσουν το βαρύ τίμημα αίματος .
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανοίγει το δρόμο συνύπαρξης μικρών και μεγάλων χωρών και στη θέση της πολιτικής ηγεμονίας των μεγάλων στους μικρούς, μια πολιτική που ταλαιπώρησε επί αιώνες την Ευρώπη, δημιουργείται ένα σκηνικό ισότιμης κατά το δυνατό μεταχείρισης μικρών και μεγάλων με τους κοινοτικούς μηχανισμούς της πλειοψηφίας και σε ορισμένες περιπτώσεις της ομοφωνίας. Ακόμη πέρα από τον κονιορτό των κρατών, που είναι αδύνατο μόνα τους να αντιμετωπίσουν τις προσκλήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, δημιουργείται μια ευρεία περιφερειακή ένωση κρατών με δημοκρατική νομιμοποίηση, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη της πολιτικής παρακμής να ξαναβρεί τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο παγκόσμιο σκηνικό.
Αλλά και το γεγονός ότι θα συνευρεθούν κάτω από την ίδια ομπρέλα πλούσιες με λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, με τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η συνένωση αυτή για αναδιανεμητικές πολιτικές, δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες για μια καλύτερη κατανομή του πλούτου στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Ήδη τα παραδείγματα της Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας που αποτελούν επιτυχή δείγματα ενσωμάτωσης των φτωχότερων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν ότι οι προσδοκίες αυτές είναι βάσιμες.
Η Ελλάδα, για την οποία πολλές φορές με αυτοσαρκασμό λέμε ότι είναι η τελευταία στις επιδόσεις, προσέγγισε κατά 10% το μέσο όρο βιοτικού επιπέδου των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Οι όποιες αδυναμίες που συνοδεύουν ακόμη την ελληνική οικονομία και την εν γένει οργάνωση της ελληνικής πολιτείας δεν μπορούν να απομειώσουν το βασικό κεκτημένο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ατενίζει το μέλλον της με όρους ανεπτυγμένης χώρας. Αν θελήσουμε να ξαναφέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα της Ελλάδος, όχι πολλών δεκαετιών πριν, αλλά μόλις μιας δεκαετίας θα δούμε ότι πρόκειται σε πολλά σημεία για μια άλλη Ελλάδα. Είναι η Ελλάδα που διεκδικεί τη νεωτερικότητά της, τη συμμετοχή της με αξιόπιστους τίτλους στα κέντρα αποφάσεων των αναπτυγμένων χωρών. Η Ελλάδα που προωθεί την κινητοποίηση των δυναμικών της στοιχείων για την κατάκτηση της σύγχρονης οικονομίας. Βέβαια, αυτή η αναπροσαρμογή δεν γίνεται χωρίς αναταράξεις, χωρίς ανατροπές κατεστημένων καταστάσεων, χωρίς περιθωριοποιήσεις παλιών επαγγελμάτων και χωρίς μια αύξουσα αγωνία για τις ανασφάλειες του μέλλοντος. Αλλά για να βγάλει κανένας το τελικό ισοζύγιο θα πρέπει να θέσει το ερώτημα πότε στο σύνολό τους οι νέες γενιές είχαν περισσότερες ευκαιρίες για ένα καλύτερο μέλλον από ότι σήμερα;
Η Ενωμένη Ευρώπη παρά τις ταλαντεύσεις και αμφισβητήσεις που διατρέχουν κατά καιρούς διάφορα στρώματα των πολιτών της, εξακολουθεί να παραμένει η μεγάλη ελπίδα της πλειοψηφίας των λαών της. Για να μην υπάρχουν απογοητεύσεις θα πρέπει να συνδυάζουμε μέσα μας το όραμα με τις πολιτικές πραγματικότητες.
Η Ευρώπη δεν είναι ένωση αγγέλων, αλλά ένωση συμφερόντων, πολλαπλώς συγκρουόμενων μεταξύ τους. Λέγεται ακόμη ότι είναι υπερασπιστής των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, των μονοπωλίων, και στον κοινωνικό τομέα, η Ευρώπη της ανεργίας. Όλα αυτά και αληθινά να ήταν, θα είχαν αποφασιστική πολιτική βαρύτητα αν η μη ένταξη στην Ευρώπη προσέφερε καλύτερες πολιτικές. Οι φτωχότερες και οι μικρότερες χώρες καταλαμβάνονται από δέος περισσότερο από τις μεγάλες, στη σκέψη για τυχόν διάλυση της Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει και για τα ασθενέστερα στρώματα που έχουν να χάσουν πολλά περισσότερα από ότι τα διεθνή μονοπώλια τα οποία έχουν κάθε συμφέρον να δρουν σε μία άναρχη παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Τα κινήματα τύπου Σιάτλ και Γένοβας που φέρονται ως κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, στην πραγματικότητα έχουν ως κοινό αίτημα την πρόβλεψη κανόνων για τον περιορισμό της αυθαιρεσίας του παγκόσμιου κεφαλαίου. Αυτούς, όμως, τους κανόνες δεν μπορούν να τους δημιουργήσει ένα κράτος από μόνο του. Σε μια πρώτη φάση μόνο ισχυρές περιφερειακές ενώσεις κρατών, όπως η ΕΕ, μπορούν αξιόπιστα να προωθήσουν ρυθμίσεις κοινωνικής ή περιβαλλοντολογικής υφής. Η πρώτη γραμμή άμυνας κατά της παγκοσμιοποίησης, με την έννοια της ασύδοτης κυκλοφορίας του παγκόσμιου κεφαλαίου, είναι η πολιτική ενίσχυσης των περιφερειακών ενώσεων των κρατών.
Σε τελευταία ανάλυση δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Ευρώπη αποτελεί τη μόνη περιοχή στον κόσμο, όπου η παράδοση του κοινωνικού κράτους εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της επίσημης πολιτικής. Μόνο η ευρεία συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών θα μπορέσει να διαφυλάξει αυτή την κληρονομιά. Θα ήταν αφελής όποιος θα πίστευε ότι η Ελλάδα ή και μεγαλύτερες χώρες όπως η Γαλλία θα μπορούσαν απομονωμένα να διατηρήσουν συστήματα κοινωνικών παροχών, κοινωνικών ασφαλίσεων και ελέγχου της αγοράς, χωρίς αντίστοιχη πολιτική από τις άλλες χώρες, και ακόμη να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες προκλήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Το κοινωνικό κράτος ως εθνικό κράτος εξάντλησε τα όριά του.
Με όσα αναφέραμε πιο πάνω, γίνεται σαφές ότι τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα των λαών της Ευρώπης είναι συνδεδεμένα με τις δυνάμεις εκείνες που επενδύουν στην προώθηση και ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά η ατραπός για την ολοκλήρωσή της δεν είναι ευθύγραμμη και χωρίς προσκόμματα που απορρέουν από τις παραδόσεις και τις ιδεοληψίες του παρελθόντος. Ένας καινούριος αγώνας αρχίζει για το ποια Ευρώπη ακριβώς θέλουμε και πιο συγκεκριμένα για τη μορφή και το βαθμό της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, που αντίστοιχα θέτει το ζήτημα της έκτασης της εθνικής κυριαρχίας που είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε. Αυτός είναι ο λόγος που παράλληλα με τη διεύρυνση προχωρούν και οι εργασίες της Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία επεξεργάζεται το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης. Πρόκειται για δύο αλληλένδετα θέματα με τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον που αφορούν τον κάθε πολίτη. Το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα είναι αν θα επικρατήσουν τα ενοποιητικά στοιχεία με τα οποία συνδέεται η ολοκλήρωση της Ευρώπης ή οι φυγόκεντρες δυνάμεις που πρεσβεύουν την υπεροχή των εθνικών πολιτικών. Κατά τη γνώμη μου, αν συμβεί το τελευταίο, αυτό θα σημάνει και το τέρμα του κοινοτικού οράματος. Προτού, όμως, ασχοληθούμε με αυτό, θα ήταν σκόπιμο να πούμε μερικές σκέψεις για τις επιπτώσεις που θα έχει η διεύρυνση για την Ελλάδα.
2. Οι προοπτικές για την Ελλάδα.
Από πολιτική άποψη, η ένταξη των δέκα νέων χωρών ενισχύει τις εταιρικές σχέσεις
της Ελλάδας με τις χώρες αυτές, που πρακτικά μεταφράζονται σε ενδυνάμωση του
ρόλου της Ελλάδας έναντι τρίτων χωρών. Αλλιώς διαμορφώνονται σχέσεις με τα κράτη
που συναποφασίζουν με πλειοψηφίες και ομοφωνίες σε κοινά όργανα για οικονομικά
και πολιτικά θέματα και αλλιώς όταν χρειάζονται διμερείς διαπραγματεύσεις. Δεν
είναι τυχαίο ότι η Τουρκία παρά τα όσα προβλήματα έχει στο εσωτερικό της, που
δεν την ευνοούν για μια ενσωμάτωση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τρέχει ασθμαίνουσα
για να προλάβει το τρένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ενιαίος οικονομικός χώρος που ανοίγεται προς τον Βορρά θα δώσει για πρώτη φορά το στίγμα της εδαφικής συνέχειας της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της Κοινότητας. Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο η νέα αγορά των υπό ένταξη χωρών, που είναι από παράδοση πιο προσβάσιμες στα ελληνικά προϊόντα, θα διευκολύνει τις ελληνικές εξαγωγές. Θα διευκολύνει, όμως, κυρίως, με την άρση των εμποδίων που επιφέρει η αποδοχή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, τη μετακίνηση ελληνικών κεφαλαίων προς τις χώρες αυτές και τη διεύρυνση του χώρου των ελληνικών επενδύσεων. Πολύ πιο εύκολα για τα ελληνικά δεδομένα είναι μια επένδυση στη Ρουμανία, Τσεχία και Βαλτικές χώρες, από ότι στην Ολλανδία ή στη Γερμανία. Ο ορίζοντας για τον Έλληνα επιχειρηματία είναι ανοικτός και ελπιδοφόρος, αρκεί να κατανοήσει τις υποχρεώσεις του, να αφομοιώσει καλά τους κανόνες που επιβάλλει η σύγχρονη οικονομική συνεργασία και να αξιοποιήσει τους ψυχολογικούς παράγοντες που καθιστούν τον Έλληνα επενδυτή πιο προσιτό στους παράγοντες της εγχώριας αγοράς. Κυρίως θα πρέπει να επαγρυπνεί στο να διατηρήσει το προβάδισμα απέναντι στις νέες αγορές που ανοίγονται, το οποίο θα του επιτρέψει να διατηρεί την πρωτοβουλία κινήσεων σε αυτές. Για να το πω με απλά λόγια, το πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί η εθνική μας περηφάνια είναι ακριβώς το πεδίο της συγκρισιμότητας με τις υπό ένταξη χώρες.
Στο γεωργικό τομέα θα επέλθουν αναταράξεις, γιατί πολλές από τις νέες χώρες
είναι γεωργικές χώρες. Ο ανταγωνισμός θα οξυνθεί. Όμως, προετοιμαζόμενοι κατάλληλα
και αποσαφηνίζοντας τους στρατηγικούς στόχους της ελληνικής γεωργίας ενόψει
των δεδομένων της διεύρυνσης, θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε επιτυχώς τον ανταγωνισμό,
κυρίως γιατί τα πλεονεκτήματα της ελληνικής γεωργίας προσφέρονται για ευρύτερες
αγορές και γιατί για πολλά προϊόντα μας οι αγορές δεν είναι ταυτόσημες.
Πρόβλημα γεννιέται βέβαια με την τύχη των αναδιανεμητικών πόρων που αφορούν
τόσο τη γεωργία όσο και τις λοιπές κοινωνικοοικονομικές χρηματοδοτήσεις. Αρχίζει
η μάχη για την αύξηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μάχη αυτή είναι πολιτική,
γιατί από την έκβασή της θα κριθεί αν η κοινωνική συνοχή, η καταπολέμηση των
ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών, νέων και παλαιών μελών, θα παραμείνει στις
προτεραιότητες της κοινωνικής πολιτικής, ή θα ξεθωριάσει κάτω από τις πιέσεις
των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων και την υποβόσκουσα ερωτοτροπία ορισμένων χωρών
για επανεθνικοποίηση κοινοτικών κοινωνικών πολιτικών. Μερικές φορές η υποκρισία
περισσεύει, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η επιταχυνθείσα ένταξη των νέων μελών έγινε
με πολιτικά κριτήρια και ότι το κόστος από τη μη διεύρυνση θα ήταν πολλαπλάσιο
από το αναγκαίο κόστος των αναδιανεμητικών πολιτικών. Πέρα, όμως, από αυτό,
αξιοσημείωτο είναι ότι ίσως σε πρώτη φάση δε χρειάζεται καν αύξηση των πόρων,
αρκεί η ήδη υπάρχουσα οροφή για πόρους μέχρι το 1,27% του ΑΕΠ να εξαντληθεί.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ως πρώτη συνέπεια καταγράφεται η απώλεια της σχετικά μονοπωλιακής θέσης που είχε μεταξύ των φτωχότερων χωρών που την καθιστούσαν κερδισμένη στις αναδιανεμητικές πολιτικές. Με την ένταξη των νέων χωρών λογιστικά θα περάσει για τις περισσότερες περιοχές το κατώφλι των φτωχών περιφερειών, γεγονός που θα της στερούσε σημαντικό μέρος των πόρων. Όμως, και στο σημείο αυτό άρχισαν να επικρατούν οι ουσιαστικές προσεγγίσεις που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει ένα σημαντικό μέρος των μέχρι σήμερα πόρων. Για τη γεωργία έγινε ήδη μια διευθέτηση μέχρι το 2013 που πρακτικά δε δημιουργεί μείζονα προβλήματα για τον έλληνα γεωργό. Αρκεί να εκμεταλλευτεί τους νέους προσανατολισμούς της αγροτικής πολιτικής και να ξεφύγει από τις βραχυκυκλώσεις ορισμένων συνδικαλιστικών και κομματικών κύκλων. Εξάλλου, αν με τόσες αδυναμίες στο παρελθόν, συνδεδεμένες με μια παράδοση που πολλή λίγη σχέση είχε με τα πρότυπα της σύγχρονης οικονομίας, πετύχαμε τόσες σημαντικές προόδους, εύλογα πρέπει να αναμένουμε ότι η ανάπτυξη μας θα συνεχιστεί με γρηγορότερους ρυθμούς. Η επιδίωξη πόρων δεν είναι αυτοσκοπός. Οι νέες, λοιπόν, προκλήσεις θα μας υποχρεώσουν να ενισχύσουμε εκείνα τα στοιχεία της ανταγωνιστικότητας που θα επιτρέψουν την επιβίωση μας στον νέο οικονομικό χώρο.
3. Το διακύβευμα της πολιτικής ενοποίησης
Όπως είπαμε παραπάνω, με τη διεύρυνση συνδέεται ο επανασχεδιασμός της ΕΕ με
κύριο άξονα την κατά το δυνατό προώθηση στοιχείων πολιτικής ενοποίησης. Από
Ευρωπαϊκή Ένωση της αγοράς και από Ένωση κατά κύριο λόγο των κρατών καλείται
να γίνει και Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών, αναγκαίο προηγούμενο για να διατηρηθεί
ένα ελάχιστο όριο συνοχής στις ετερόκλητες σε πολλά σημεία κοινωνίες των 450
εκατομμυρίων πολιτών της. Πολλά θα αλλάξουν.
Βέβαια, Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι έτοιμη να καταργήσει τα κράτη με τις μεγάλες ιστορικές καταβολές τους. Είναι, όμως, έτοιμη να βοηθήσει την Ένωση των λαών της και να προωθήσει ένα πολιτικό μόρφωμα που θα έχει δική του νομική προσωπικότητα και θα παίρνει αποφάσεις στο όνομα ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Αυτό θα συνυπάρχει με τα κράτη, αλλά όπως είναι επόμενο, ένα μέρος της κυριαρχίας των κρατών θα μεταφερθεί σε αυτό το νέο πολιτικό σχήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλη η συζήτηση για το ποιές αρμοδιότητες θα έχει η ΕΕ και ποιές θα παραμείνουν στα κράτη, για το αν θα υπάρχουν κοινές πολιτικές στην οικονομία, στην καταπολέμηση του εγκλήματος, κοινή εξωτερική πολιτική, κοινή πολιτική ασφάλειας, έχουν μια κοινή βάση συζήτησης. Αυτή με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο συνδέεται με το ποσοστό της εθνικής κυριαρχίας που είναι διατεθειμένη κάθε χώρα να παραχωρήσει, που με τη σειρά του συνδέεται με το βαθμό ωρίμανσης στον μέσο ευρωπαίο πολίτη της συνειδητοποίησης του κοινού συμφέροντος στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Από τον Μάρτιο μήνα λειτουργεί η Συντακτική Συνέλευση που αποτελεί το πρώτο πείραμα στην ιστορία υπερεθνικής Συντακτικής συνέλευσης, όπως πρωτόγνωρη είναι και η επιδίωξή της για τη δημιουργία ενός υπερεθνικού συντάγματος. Αυτές οι εξελίξεις από μόνες τους αποτελούν συμβολική, και όχι μόνο, επανάσταση στις πολιτειακές παραδόσεις. Γιατί τα Συντάγματα ήταν συνυφασμένα πάντοτε με την εθνική κυριαρχία. Έχουμε, λοιπόν, ένα πρώτο θετικό βήμα για το ξεπέρασμα των εθνικών εναγκαλισμών.
Τα μέλη της Συνέλευσης είναι χωρισμένα σε αυτά που πιστεύουν ότι η ενίσχυση των πολιτικών θεσμών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ισχυροποίηση της Ευρώπης και σε εκείνα που επιμένουν να δίνουν προτεραιότητα στην εξουσία των κρατών μελών. Με την πρώτη ομάδα, με την οποία συντάσσεται και η Ελλάδα, προωθούνται οι θέσεις για ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής και του προέδρου της που εκφράζουν το κοινοτικό συμφέρον, για κοινοτικοποίηση σε μεγάλο βαθμό της πολιτικής για την ασφάλεια και δικαιοσύνη με την προώθηση ενός ευρωπαϊκού νομικού χώρου (EUROPOL, EUROJUST, Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή, δικαστική συνεργασία, πολιτική μετανάστευσης, καταπολέμηση οργανωμένου εγκλήματος, αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων κλπ.), για επέκταση του πεδίου της κοινής εξωτερικής πολιτικής, καθώς και για τη σύζευξη της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής με την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής επιδιώκεται η συγχώνευση του ρόλου του
Ύπατου Εκπροσώπου της ΚΕΠΠΑ με τον Επίτροπο με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες,
καθώς και ο νέος καθορισμός των θεματικών που θα μπορούν να εκφράζονται με ενιαία
φωνή από την ΕΕ. Η επέκταση των περιπτώσεων λήψης απόφασης με πλειοψηφία σε
νέες πτυχές εξωτερικών σχέσεων, που θα περιλαμβάνει πέρα από τους τομείς του
εμπορίου, της νομισματικής πολιτικής, της έρευνας και του περιβάλλοντος και
θέματα πολιτικής ασφάλειας, διαχείρισης κρίσεων, συμμετοχής σε αποστολές κ.ο.κ.,
είναι από τα μείζονα αντικείμενα της Συντακτικής Συνέλευσης. Βέβαια, πλήρη αναγνώριση
κοινής εξωτερικής πολιτικής σε όλα τα θέματα δεν είναι δυνατή, αφού δεν πρόκειται
η Ευρώπη στη φάση αυτή να μετατραπεί σε μια καθαρή ομοσπονδία. Όμως, η μέχρι
σήμερα εμπειρία δείχνει μια σταδιακή ωρίμανση για την ενσωμάτωση όλο και περισσοτέρων
θεμάτων στην περιοχή των θεμάτων του κοινού συμφέροντος.
Με ιδιαίτερη έμφαση τίθεται και το θέμα της σύζευξης της ευρωπαϊκής νομισματικής
πολιτικής με την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Οι αναμενόμενες εντάσεις
στις περιφερειακές ανισότητες που μπορούν να οδηγήσουν σε εκρήξεις καθιστούν
περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαία την κοινοτικοποίηση των τριών αυτών πολιτικών.
Το θέμα αυτό ανέλαβε να προωθήσει μια ομάδα εργασίας με την επωνυμία "Οικονομική
Διακυβέρνηση". Τα βασικά ερωτήματα που έχουν τεθεί στην ομάδα αυτή είναι
τρία. Το ένα αναφέρεται στο βαθμό που θα πρέπει η κοινωνική πολιτική να θεωρείται
τμήμα των συνολικών στόχων της Ένωσης. Το δεύτερο αφορά στο αν και πώς πρέπει
να επεκταθούν οι υπάρχοντες τομείς αρμοδιότητας στα κοινωνικά θέματα και το
τρίτο στο νέο ρόλο των κοινωνικών εταίρων.
Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ενώ η νομισματική πολιτική αποτελεί αποκλειστική
αρμοδιότητα της Κοινότητας, η οικονομική και κοινωνική πολιτική δεν ανήκουν
ούτε στη δεύτερη κατηγορία των αρμοδιοτήτων, τις λεγόμενες κοινές αρμοδιότητες,
αλλά στην τρίτη κατηγορία που περιλαμβάνει τις συμπληρωματικές αρμοδιότητες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στο χώρο αυτό μόνο με προγραμματικές δηλώσεις, κατευθυντήριες
οδηγίες και με την ανοιχτή μέθοδο του συντονισμού επεμβαίνει η ΕΕ. Οι θιασώτες
αυτής της μεθόδου υπερτονίζουν τον εθνικό χαρακτήρα των πολιτικών αυτών. Όμως,
ξεχνούν ότι ο στενός σύνδεσμος ανάμεσα στη νομισματική, οικονομική και κοινωνική
πολιτική επιβάλλει κοινές θέσεις και κοινούς στόχους. Αυτός ο σύνδεσμος δεν
οδηγεί οπωσδήποτε σε άκαμπτα σχήματα, όπως φοβούνται πολλοί, γιατί μπορεί να
περιλαμβάνει ιεράρχηση μέτρων που θα επιτρέπουν τη διατήρηση της αναγκαίας ευελιξίας
των εθνικών πολιτικών.
Αν πιστεύουμε πραγματικά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, πρέπει να περάσουν στη Συνταγματική
Συνθήκη με ξεκάθαρο τρόπο ορισμένα από τα κεκτημένα του ευρωπαϊκού κοινωνικού
προτύπου. Οι στόχοι της καταπολέμησης της ανασφάλειας από τις επιδιωκόμενες
ευελιξίες, του συνδυασμού του ελεύθερου ανταγωνισμού με την πολιτική της καταπολέμησης
των ανισοτήτων, της ποιοτικής διάστασης της απασχόλησης σε οποιαδήποτε πολιτική
για την απασχόληση, που δεν είναι, όπως εσφαλμένα διατυπώνεται, μόνο ποσοτικό
μέγεθος, της συμπληρωματικότητας της κοινωνικής πολιτικής με τις επιμέρους άλλες
πολιτικές, της ευρωπαϊκής διάστασης της αλληλεγγύης που θα νομιμοποιεί τις αναδιανεμητικές
πολιτικές, της μετάβασης από τις κενολόγες διακηρύξεις στην ανάληψη υποχρεώσεων
και από την απλή αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου στη μέριμνα ουσιαστικής ενσωμάτωσης
αυτού του κεκτημένου στην καθημερινή ζωή, πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο
μέρος της νέας Συνταγματικής Συνθήκης.
4. Αντί επιλόγου
Η ΕΕ με την ηπειρωτική διάσταση που παίρνει έχει περισσότερο ανάγκη παρά ποτέ
από την ενίσχυση των πολιτικών συνοχής, την περαιτέρω κοινοτικοποίηση των πρωτοβουλιών
και τον περιορισμό των φυγοκέντρων δυνάμεων. Αν αυτά είναι αδύνατο να γίνουν
από την αρχή και για τις 25 χώρες, είναι προτιμότερο να ακολουθηθεί η μέθοδος
της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων, γιατί είναι βέβαιο ότι αν η πολιτική ολοκλήρωση
επιτευχθεί στην πρώτη φάση από έναν κύκλο κρατών, αυτή θα επεκταθεί και στα
υπόλοιπα. Αρκεί ο πρώτος κύκλος να είναι ανοιχτός σε όλα τα κράτη. Ένα είναι
βέβαιο ότι δεν μπορεί η Ένωση των 450 εκατομμυρίων πολιτών να επιβιώσει όταν
σε αυτή θα έχουμε μόνο τη θέση των καταναλωτών. Σε αυτή πρέπει να αποκτήσουμε
και την ιδιότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Και επειδή σε μια τέτοια εξέλιξη που
θα μας προσδώσει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, θα είμαστε εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο
βαθμό στους κοινωνικούς κινδύνους, θα είναι αναγκαία η σοσιαλιστική προσέγγιση
για τον επιβαλλόμενο έλεγχο της διευρυμένης αγοράς.
Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης διατρέχει όλη την ιστορία της. Ήδη τον 19ο αιώνα
γίνεται λόγος για θεσμούς διαιτησίας μεταξύ των ευρωπαίων ηγεμόνων, ενώ στο
μεγάλο σχέδιο του Ερρίκου Δ' γίνεται λόγος για πολιτική ενοποίηση. Τον 17ο αιώνα
προτείνεται από άλλους στοχαστές η Κυρίαρχη Πανευρωπαϊκή Συνέλευση ή Δίαιτα.
Ο Βολταίρος κάνει λόγο για την πολιτισμική συμπολιτεία. Αυτό το αίτημα για τη
διαμόρφωση μιας πολιτικής κοινότητας που διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης έχει
σαν βάση μονίμως δύο κατηγορίες λόγων. Η μία αναφέρεται στους εσωτερικούς λόγους,
όπου το ζητούμενο είναι η ειρήνη μεταξύ κυριάρχων κρατών και το υπόβαθρο οι
κοινές πολιτισμικές αξίες. Η άλλη σε εξωτερικούς λόγους που συνοψίζονται στη
συσπείρωση της Ευρώπης έναντι κοινού εξωτερικού εχθρού. Για μεγάλο χρονικό διάστημα
αυτός ήταν ο οθωμανικός κίνδυνος. Σήμερα αυτοί οι εξωτερικοί λόγοι δεν αναφέρονται
σε κάποιο στρατιωτικό κίνδυνο, αλλά στους κινδύνους που δημιουργεί για την ευρωπαϊκή
συνοχή η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.