Απαντήσεις του ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου της εφημερίδας "Ελεύθερος Τύπος", κας Βασιλικής Νικολούλια.

Θεσσαλονίκη, 06.02.2003

1. Κατά τη γνώμη σας, είναι σήμερα εφικτή η επίτευξη μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και παράλληλα η διατήρηση της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων;

Το ερώτημα αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο ερώτημα, γιατί συμπυκνώνει τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις που επιθυμούν να συνδυάσουν την οικονομική με την κοινωνική ανάπτυξη. Πλήρη απάντηση στο ερώτημα κανένας δεν μπορεί να δώσει, γιατί και οι πιο προωθημένες πολιτικές βρίσκονται ακόμη στην αναζήτηση ισορροπίας.
Όλες οι κυρίαρχες πολιτικές ξεκινούν από το δεδομένο ότι η ευελιξία της οικονομίας και συνεπώς των επιχειρήσεων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο μιας σύγχρονης ανταγωνιστικής κοινωνίας. Πρέπει λοιπόν να μην αποτελούμε εμπόδιο στην ευελιξία των επιχειρήσεων.
Η κοινωνική προσέγγιση αγωνίζεται να μας πείσει ότι αυτή η οικονομική ευελιξία δεν πρέπει να μετατρέπεται σε κοινωνική ανασφάλεια. Για να μην γίνει αυτό πρέπει να δημιουργήσουμε νέους κανόνες προστασίας που οριοθετούν τα όρια της επιτρεπτής ευελιξίας. Ουσιαστικά βρισκόμαστε στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού δικαίου που καθορίζει νέους όρους προστασίας απέναντι στο νέο τρόπο οργάνωσης της οικονομίας. Παύει λοιπόν η ευελιξία να αποτελεί μονοπώλιο του νεοφιλελευθερισμού και οι κοινωνικές δυνάμεις προωθούν τη δική τους αντίληψη για ευελιξία.
Παραδείγματα τέτοιας ισορροπίας ευελιξίας και κοινωνικής ασφάλειας είναι η διαμόρφωση δικαιωμάτων του μερικώς απασχολούμενου, όπως τα δικαιώματα του για ισότιμη μεταχείριση, για επαναπρόσληψη, για διασφάλιση της συνταξιοδότησης του, του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου, του τηλεργαζόμενου μισθωτού κτλ. Πάνω από όλα όμως η ισορροπία αποκαθίσταται με την αναγνώριση συγκεκριμένων δικαιωμάτων στον απασχολήσιμο, δηλαδή στον εργαζόμενο για το διάστημα που έπαψε να εργάζεται. Τέτοιο δικαίωμα είναι το δικαίωμα για ανάπτυξη νέας δεξιότητας, όπου το κομβικό στοιχείο για επανένταξη στην αγορά και αύξηση της αμοιβής του.
Συμπέρασμα. Αν ευελιξία σημαίνει ελευθερία επιλογής, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι όροι κατά τέτοιο τρόπο ώστε την ελευθερία επιλογής να την έχουν όχι μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και οι εργαζόμενοι. Θα πρέπει το σύστημα να λειτουργήσει με εκείνες τις μορφές ευελιξίας που δεν παραδίδουν τον εργαζόμενο στο έλεος των οικονομικών αποφάσεων. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συμβάλει μακροχρονίως στη μακροβιότητα του ίδιου του συστήματος.

2. Η οικονομική ανάπτυξη και η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής είναι στην εποχή μας, εποχή παγκοσμιοποίησης, έννοιες αντίθετες ή συμβατές;

Η φιλελεύθερη αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, την εννοεί ως ένα σύστημα κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων χωρίς κανόνες. Η λογική της είναι απλή: Όσο πιο αδέσμευτο είναι το κεφάλαιο στη μετακίνηση τόσο πιο αποδοτικό είναι και συνακόλουθα τόσο περισσότερη απασχόληση και ευημερία παράγει. Χάρη σε αυτές τις μετακινήσεις αναπτύχθηκε η νοτιοανατολική Ασία και αυτές οι μετακινήσεις αποτελούν την ελπίδα ότι μια μέρα και άλλες φτωχές χώρες θα μπουν στην τροχιά ανάπτυξης. Η παγκοσμιοποίηση της κοινωνικής συνοχής θα ακολουθήσει με αυτόματο τρόπο την οικονομική παγκοσμιοποίηση.
Η ανταπάντηση που δίδεται αποδέχεται μέρος αυτής της λογικής, την συμπληρώνει όμως με ένα πρόσθετο στοιχείο. Με άλλα λόγια δεν αμφισβητεί ότι η ενίσχυση του παγκοσμίου εμπορίου αποτελεί βασικό μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη. Όμως συμπληρώνει τη θέση αυτή με την ανάγκη, και εδώ βρίσκεται η διαφορά, ύπαρξης ρυθμιστικών κανόνων, χωρίς τους οποίους η αγορά μετατρέπεται σε ένα πεδίο ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων. Το δε περίφημο θετικό αυτόματο αποτέλεσμά μιας πλήρους ελεύθερης αγοράς περιορίζεται σε μια μειοψηφία του λαού και πάντως το ενδεχόμενο για καθολική διάχυση της προστιθέμενης αξίας και αληθές να είναι μεταφέρεται στις επόμενες γενιές.
Ο πολιτικός αγώνας για το ποια από τις δυο εκδοχές θα κυριαρχήσει βρίσκεται σε εξέλιξη. Η πολιτική διαμάχη κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού έχει μετατραπεί σήμερα σε διαμάχη μεταξύ των οπαδών του άκρατου φιλελευθερισμού που εκφράζεται με το αμερικανικό πρότυπο και των οπαδών της παγκοσμιοποίησης των κοινωνικών ρητρών που εκφράζεται από το ευρωπαϊκό πρότυπο.
Το συμβατό λοιπόν ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή είναι νοητό με ορισμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η κοινωνική συνοχή δεν μπορεί πλέον να διασφαλιστεί στα στενά όρια ενός κράτους. Αυτό οδηγεί σε μια δεύτερη προϋπόθεση. Στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού το διακύβευμα είναι ποιο πρότυπο θα εξαχθεί και θα γίνει αποδεκτό από την πλειοψηφία των λαών. Χρειάζεται λοιπόν εξαγωγή του κοινωνικού προτύπου πέραν της Ευρώπης. Μόνο έτσι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, τα Ηνωμένα Έθνη και άλλοι οργανισμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης θα οδηγηθούν στη λήψη μέτρων που θα αντιμετωπίζουν τις ακραίες ανισότητες, θα καταπολεμούν τη φτώχεια, θα περιορίζουν τους αποκλεισμούς.
Η ενίσχυση μιας παγκόσμιας πολιτικής για κοινωνική συνοχή είναι περισσότερο αναγκαία σήμερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Χωρίς μια τέτοια πολιτική οι πλούσιες χώρες της δύσης θα εισάγουν συνεχώς φτώχεια και οι ανισότητες μεταξύ των κρατών θα μετατραπούν σε έντονες ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών αυτών.
Παραμένει όμως αναπάντητο το ερώτημα αν μακροχρονίως η βιώσιμη ανάπτυξη σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον μερικών δισεκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί να στηριχθεί στο σημερινό καταναλωτικό σύστημα που εξυπηρετεί μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπων.