Άρθρο του ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθηγητή Ι. Δ. Κουκιάδη για την εφημερίδα "Μακεδονία" και τον δημοσιογράφο κ. Μπλιάτκα με τίτλο: "Η γαλλογερμανική πρόταση για τη διακυβέρνηση της Ευρώπης".
Βρυξέλλες, 29 Ιανουαρίου 2003
Η γαλλογερμανική πρόταση, αν μη τι άλλο αναζωπύρωσε την πολιτική συζήτηση, και με τις δημόσιες δηλώσεις πολιτικών παραγόντων από τις διάφορες χώρες πέτυχε να μετατρέψει τις εσωτερικές συζητήσεις της συντακτικής συνέλευσης σε δημόσιο διάλογο.
Η γαλλογερμανική πρόταση αποτελεί την πρώτη επίσημη πρόταση για τον τρόπο κατανομής της εξουσίας μεταξύ κρατών και Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την ισορροπία στο τριγωνικό σύστημα οργάνων της ΕΕ, που είναι το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Οι αντιδράσεις υπήρξαν πολλές. Στο σημείο κυρίως στο οποίο συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των διαφωνούντων είναι η εκλογή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου "ως πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης" και για μεγάλη διάρκεια, δυόμισι ή πέντε έτη. Ένα τέτοιο σύστημα κατά τους επικριτές θα οδηγήσει στην πλήρη εξάρτηση της Επιτροπής από το Συμβούλιο, στην υποταγή με άλλα λόγια του κατεξοχήν κοινοτικού οργάνου που εκφράζει το κοινοτικό συμφέρον, στα εθνικά συμφέροντα. Αντί για κοινοτικοποίηση της Ευρώπης θα έχουμε επανεθνικοποίηση.
Το ίδιο έντονες ήταν οι κριτικές και στην πρόταση για την άσκηση αυτών των καθηκόντων του προέδρου του Συμβουλίου από έναν μη εν ενεργεία πολιτικό. Η κριτική είναι εύλογη γιατί πρακτικά οδηγεί σε έναν κυβερνήτη υπηρεσιακού τύπου να εκφράζει τους νόμιμα εκλεγμένους κυβερνήτες των κρατών μελών. Κάτι τέτοιο είναι αντιφατικό. Ένας πρόεδρος Συμβουλίου ασκεί τα καθήκοντά του και αντλεί τη νομιμοποίησή του ως εκπρόσωπος των κρατών. Συνεπώς αν δεν είναι ένας εν ενεργεία αρχηγός κράτους ή πρωθυπουργός στερείται τη βάση της νομιμοποίησης του. Αλλά αν αυτό είναι σωστό μπαίνει το αμέσως επόμενο ερώτημα για το πώς θα είναι δυνατόν ένας Πρωθυπουργός να ασκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα παράλληλα με τα εθνικά του καθήκοντα τις συνεχώς αυξανόμενες αρμοδιότητες της ΕΕ.
Η κριτική συμπληρώνεται από τους διαφωνούντες με την πρόταξη του κινδύνου να ανατραπεί η ισορροπία μικρών και μεγάλων κρατών. Η απάντηση που δίνεται σε αυτό το σημείο είναι αντί για έναν Πρόεδρο να υπάρχει μια Τρόικα, στην οποία θα εκπροσωπούνται μια μεγάλη, μια μεσαία και μία μικρή χώρα.
Αυτή είναι μία πλευρά όσον αφορά το θέμα της διακυβέρνησης της Ευρώπης. Η άλλη αφορά τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Η πρόταση να εκλέγεται ο πρόεδρος της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οδηγεί βέβαια σε ισχυροποίηση του Προέδρου της Επιτροπής, που θα μπορεί έτσι, ως εκπρόσωπος του κοινοτικού συμφέροντος, να αποτελέσει ένα αντίβαρο στον πρόεδρο του Συμβουλίου. Αλλά αυτό οδηγεί σε παράλληλη ύπαρξη δύο Προέδρων και συνακόλουθα σε ένα σύστημα διαρχίας, που η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο για την άσκηση κυβερνητικών ευθυνών. Βέβαια, αν υπάρχει σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων οι κίνδυνοι σύγκρουσης μειώνονται. Όμως, παραμένει το ζωτικό θέμα γύρω από το ποιος θα είναι τελικός διαιτητής. Πολλοί μιλούνε αντί για δυαδικό σύστημα να υπάρχει ένας επικεφαλής μιας ομόσπονδης εξουσίας που όμως, κατά τον Επίτροπο Barnier, μόνο ως προσημείωση για το μελλοντικό σχήμα της Ευρώπης είναι δυνατό. Πάντως, το μείζον ενδιαφέρον σημείο της πρότασης βρίσκεται στο ότι με τον τρόπο αυτό πολιτικοποιούνται οι ευρωπαϊκές εκλογές με συνέπεια να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του ευρωπαίου πολίτη.
Για την εκλογή του Πρόεδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο εκφράζονται και οι φόβοι ότι θα οδηγηθούμε σε κομματικοποίηση της Επιτροπής, με την ταύτισή της με το πολιτικό χρώμα της πλειοψηφούσης παράταξης και την εμπλοκή της στις κομματικές αντιπαραθέσεις, που θα οδηγήσει στην απομάκρυνση της από τον τριπλό της ρόλο, του εμψυχωτή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του φύλακα των Συνθηκών και του εκπροσώπου του γενικού συμφέροντος της Ένωσης. Ως ανταπάντηση στους κινδύνους αυτούς προτείνεται η αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή του. Πολλοί μιλούν για τα δύο τρίτα. Πάντως χωρίς εκλογή, η Επιτροπή θα οδεύει όλο και περισσότερο στην υποταγή της στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.
Παρά τις επιφυλάξεις για τη γαλλογερμανική πρόταση η βασική αίσθηση είναι ότι αυτές δεν είναι ικανές να μειώσουν τη σημαντική πρόοδο που συνιστά για τη νέα θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, η πρόταση περιέχει και άλλες θέσεις, λιγότερο γνωστές, όπως η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Υπουργείου εξωτερικών Υποθέσεων, ο περιορισμός της ομοφωνίας στο Συμβούλιο μόνο σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, η δημοσιότητα των συζητήσεων του Συμβουλίου όταν ενεργεί ως νομοθετικό όργανο και η συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για όλες τις αποφάσεις νομοθετικής φύσης. Πρόκειται για προτάσεις που πριν από λίγο καιρό δεν θα τολμούσε κανείς να τις διατυπώσει.
Εύλογα θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης πώς σε αυτό το πέλαγος των συγκρουόμενων αντιλήψεων θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια τελική πρόταση. Η απάντηση που δίνεται είναι ότι πρώτα από όλα πρέπει να συμφωνήσουμε σε ορισμένα κριτήρια με τα οποία θα λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις. Τα κριτήρια που προτείνονται είναι η διπλή νομιμοποίηση της Ευρώπης, ως Ευρώπη των κρατών και των λαών - πολιτών, η ανάγκη απλοποίησης, για να είναι κατανοητό το σύνταγμα από τους πολίτες, η αποτελεσματικότητα των οργάνων, η διασφάλιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης και η ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της Ευρώπης. Μόνο έτσι θα ενεργοποιηθεί το ενδιαφέρον των λαών και όχι με τις στερεότυπες διαφωνίες για το ποιες εξουσίες θα έχει κάθε όργανο.
Έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι η Ευρώπη αποτελεί ήδη μια παγκόσμια δύναμη παρά
το γεγονός ότι συγκροτείται από μια πανσπερμία κρατών. Μπορεί κανείς εύκολα
να φανταστεί τον ηγεμονικό ρόλο που ήταν δυνατό να παίξει στην παγκόσμια σκηνή
αν ενισχύονταν οι κοινοτικοί θεσμοί. Αυτό νομίζω αποτελεί το κοινό συμφέρον
των ευρωπαϊκών λαών.