Άρθρο του ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη, αντιπροέδρου της επιτροπής νομικών θεμάτων και εσωτερικής αγοράς, στην εφημερίδα "Αγγελιοφόρος της Κυριακής" και στον δημοσιογράφο κ. Νίκο Οικονόμου, με τίτλο: "Οι νέες σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ"

Θεσσαλονίκη, 04.04.2003

Για να δώσει κάποιος αξιόπιστες απαντήσεις στο ερώτημα για τις μελλοντικές σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ πρέπει να ανατρέξει στο ιστορικό της γένεσης της ΕΕ. Η ΕΕ αποτελεί αναμφισβήτητα δημιούργημα των Ευρωπαίων οραματιστών και των πραγματιστικών λύσεων που πρότεινε ο Μονέ και ο Σούμαν. Δεν θα είχε όμως την τύχη να ευδοκιμήσει το σχέδιο τους αν δεν είχε τις ευλογίες των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι και τότε δημιουργήθηκε πρώτα το ΝΑΤΟ και μετά υπογράφηκε η συνθήκη της Ρώμης, όπως και τώρα πριν από τη διεύρυνση της ΕΕ πραγματοποιήθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ.

Το ιστορικό αυτό στοιχείο μας θυμίζει το σύνθημα της δεκαετίας του ΄80 "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο", που ήταν ακριβές ως προς το περιεχόμενο. Άλλο το θέμα ότι είχαν συναχθεί λανθασμένα πολιτικά συμπεράσματα. "Το ίδιο συνδικάτο" δεν σήμαινε ότι ταυτίζονταν αναγκαίως οι πορείες των δυο οργανισμών. Η ΕΚ ακολούθησε μια σημαντική πορεία συνεργασίας και πέτυχε θαυμαστά πράγματα για την ευημερία των λαών της Ευρώπης. Είχε δε ως βασικό κανόνα την αρχή της ισοτιμίας των κρατών-μελών κατά την προώθηση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, που για τα μικρά κράτη αποτελούσε πραγματική ασπίδα στα συμφέροντά τους.

Αυτό που επιδιώκεται λοιπόν σήμερα, με την ενίσχυση της πολιτικής ενότητας της Ευρώπης, είναι να μην χάσουμε αυτά τα θετικά κεκτημένα της ευρωπαϊκής πορείας για την οικονομία, από τη στιγμή που στο στρατιωτικοπολιτικό σχήμα δημιουργείται για πρώτη φορά ένα σχίσμα με τις ΗΠΑ. Θα πρέπει ακόμα να υπενθυμίσω στην αντίληψη των ΗΠΑ, όπως αυτή εκφραζόταν από τον τότε ΥΠΕΞ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν αναγκαία μόνο ως ανοικτή αγορά. Η θέση αυτή ανταποκρινόταν στον αμερικανικό φιλελευθερισμό που θεωρούσε υπερβολικά αντιπαραγωγικό να υπάρχουν φραγμοί στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων από χώρα σε χώρα. Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι υποστηρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπήρξε και ήταν μέχρι πρότινος βασικά μια ενιαία αγορά. Άπλουστατα, η θέση αυτή δεν είναι απόλυτα ακριβής, γιατί η Κοινότητα επέτρεψε παράλληλα να αναδειχθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που την κατηύθυναν σε μια στενότερη οικονομική και κοινωνική συνεργασία, σε πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και σε πολιτικές που διευκόλυναν στο να ωριμάζει σιγά σιγά η συνείδηση ότι είναι δυνατή και η πολιτική ενοποίηση.

Η πολιτική λοιπόν ενοποίηση, η αναζήτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής, κοινών πολιτικών θεσμών που θα διαμορφώσουν τη νέα ταυτότητα της ΕΕ και θα της προσδώσουν τη δυνατότητα αυτόνομου πολιτικού λόγου απέναντι στις ΗΠΑ είναι κάτι καινούριο. Δεν εντάσσεται ούτε στη λογική του αρχικού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, ούτε στην παραδοσιακή πολιτική των ΗΠΑ. Ακόμα περισσότερο δεν εντάσσεται στη νέα πολιτική που προωθούν οι ΗΠΑ μετά το τέρμα του ψυχρού πολέμου, κατά την οποία ο παραδοσιακός τους ρόλος του πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares) και οι συλλογικοί σχηματισμοί, όπως το ΝΑΤΟ και ο ΟΗΕ, τους είναι εμπόδιο στην επιθυμία τους για απόλυτη ηγεμονία. Η κρίση του Ιράκ ανέσυρε στην επιφάνεια αυτά που διαδραματίζονταν στο παρασκήνιο.

Το μέλλον της πολιτικής Ευρώπης και η ρητορική για κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική άμυνας προϋποθέτουν ότι υπάρχει μια κοινή πολιτική βούληση για τις νέες διατλαντικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές μέχρι σήμερα στηρίζονταν στις θέσεις που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, σύμφωνα με τις οποίες η δύση κατά ενιαίο τρόπο έχει κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα, την δε ασφάλεια τους οι Ευρωπαίοι εμπιστεύονταν στις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ. Στην λογική αυτών των σχέσεων, όπως έλεγε και ένας Βέλγος Υπουργός, ήταν δύσκολο να πει οποιοδήποτε κράτος της Ευρώπης ένα όχι στις ΗΠΑ.
Η Ευρώπη με τα νέα δεδομένα έχει να επιλέξει ανάμεσα στη συνέχεια αυτής της κατάστασης, που όμως μετά το τέρμα του ψυχρού πολέμου αναδεικνύει περισσότερο τα μειονεκτήματα της, γιατί οδηγεί στην τελεσίδικη περιθωριοποίηση της Ευρώπης. Με το υφιστάμενο πλαίσιο η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να παραμείνει σύμμαχος, αλλά θα πρέπει περιοριστεί σε ρόλο δορυφόρου των ΗΠΑ.

Η άλλη εναλλακτική λύση είναι να προτάξει το κοινό της πεπρωμένο και να θεωρήσει ως πρωταρχικό στόχο της την πλήρη πολιτική της αυτονομία. Να επιβεβαιώσει με άλλα λόγια αυτό που έλεγε ο Ντε Γκώλ ότι: "θέλουμε μια Ευρώπη ευρωπαϊκή, δηλαδή όχι αμερικανική". Αυτό νομίζω αποτελεί μονόδρομο και όσο πιο γρήγορα προωθηθεί τόσο θα επιτευχθεί με καλύτερους όρους.

Για να έχει όμως πλήρη επιτυχία απαιτεί πέρα από το γαλλογερμανικό άξονα και την συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας. Παρά τις διαφορές που χαρακτηρίζουν την εξωτερική πολιτική της τελευταίας, είναι πολλοί που υποστηρίζουν, όπως οι επίτροποι Μπαρνιέ και Πάτεν, ότι η προσέγγιση κυρίως ανάμεσα στις δυο πυρηνικές δυνάμεις, την Αγγλία και Γαλλία, είναι δυνατή, με την προώθηση της επεξεργασίας κοινών γεωπολιτικών αναλύσεων ως πρώτο βήμα για τις μελλοντικές κοινές πολιτικές αποφάσεις. Κάτι τέτοιο θα αποτρέψει και τη διαίρεση της Ευρώπης σε γηραιά και νέα, που πρακτικά σημαίνει τη διαίρεση σε ατλαντική Ευρώπη και ευρωπαϊκή Ευρώπη.

Κανείς βέβαια δεν θεωρεί ότι η επιλογή αυτή πρέπει να οδηγήσει σε πλήρη διαίρεση της δύσης και σε ένα αντιαμερικανικό μέτωπο. Απλώς, περικλείει έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τους, που για μεν την Ευρώπη αποτελεί θέμα επιβίωσης, για δε την Αμερική την αναγκαία τροχοπέδη για κείνες τις δυνάμεις που την ωθούν σε επιλογές αυτοκρατορικής αλαζονείας. Όλα αυτά προϋποθέτουν λεπτούς χειρισμούς τους οποίους η Ελλάδα που έχει την προεδρία στην παρούσα δύσκολη φάση πραγματοποίησε όπως ομολογούν όλοι οι εταίροι μας με ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο.