Άρθρο με τίτλο : "Προτάσεις για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Σύνταγμα", που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"στις 16 Μαρτίου 2003.

Καθηγητής Ιωάννης Δ. Κουκιάδης,
Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ


Μετά από πολλές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις συγκροτήθηκε τελικά η ομάδα εργασίας στη Συντακτική Συνέλευση για να συζητήσει τις διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου που θα ενσωματωθούν στο αναμενόμενο για πρώτη φορά Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα θα φανεί εάν η Ευρώπη εννοεί τα όσα κατά καιρούς επαγγέλλεται για το ότι το παραγωγικό της σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει μιμούμενο το αμερικάνικο σύστημα και ότι πρέπει να μείνει πιστή στη δική της παράδοση του κοινωνικού κράτους.
Για να μην παραμείνει αυτό απλό ευχολόγιο, η μόνη λύση είναι να γίνουν δεκτές ορισμένες συγκεκριμένες προτάσεις που θα αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο του υπό διαμόρφωση Συντάγματος της ΕΕ. Στην ημερίδα που οργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Αριστερά είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω μια σειρά από θέσεις, που φαίνεται να βρίσκουν μια ευρύτερη ανταπόκριση σε αυτούς που είναι αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη για την κοινωνική Ευρώπη.

Το πρώτο και ίσως πιο συμβολικό στοιχείο, είναι η αναγνώριση της κοινωνικής ρήτρας ή ρήτρας του κοινωνικού κράτους, που αποτελεί περιεχόμενο πολλών συνταγμάτων, να αποτελέσει περιεχόμενο των λεγόμενων κοινών ευρωπαϊκών αξιών. Με αυτήν την έννοια, τα άρθρα 4, 98 και 105 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ) πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να περιλαμβάνουν παράλληλα με την αναφορά σε μια "οικονομία της αγοράς ανοιχτή στον ελεύθερο ανταγωνισμό" και την αναφορά στην "οικονομία της κοινωνικής αγοράς".

Στη συνέχεια, θα πρέπει η ΕΕ να αναλάβει την υποχρέωση να επικυρώσει τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας και οπωσδήποτε τις θεμελιώδεις συμβάσεις. Αυτό θα αποτελέσει μια εύλογη συνέπεια αφού ήδη το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) κάνει μνεία στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το δε άρθρο 136 ΣΕΚ αναφέρεται στα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Νίκαιας θα αποτελέσει μέρος του Συντάγματος.

Δεν μπορούν λοιπόν όλα αυτά να έχουν κάποιο νόημα χωρίς να διασφαλίσουμε ελάχιστα κοινωνικά στάνταρ τα οποία σήμερα μας τα δίνουν οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας, που σημειωτέον αποτελούν προϊόν συμβιβασμού εργαζομένων, εργοδοτών και κυβερνήσεων. Αυτή, λοιπόν, η στοιχειώδης κοινωνική τάξη μπορεί να αποτελέσει μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνικής τάξης και να διατηρήσει τις ελπίδες για το ευρωπαϊκό όραμα. Άλλωστε, η υιοθέτησή της αποτελεί αποφασιστικό επιχείρημα για να είναι πειστικοί οι ευρωπαίοι διαπραγματευτές, όταν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ ζητούν από τις χώρες του τρίτου κόσμου να σέβονται τις κοινωνικές ρήτρες. Είναι ο μόνος τρόπος για να εξαχθεί και να παγκοσμιοποιηθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Πρέπει ως Ευρωπαίοι να έχουμε τη δική μας απάντηση στην παγκοσμιοποίηση.

Δεδομένου ακόμη ότι γίνεται πολύς λόγος και σωστά, για την αμοιβαία σύνδεση και συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην νομισματική, οικονομική και κοινωνική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και της πολιτικής απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης, πρέπει να βγάλουμε το αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η συμπληρωματικότητα αυτή οδηγεί στο να ενταχθούν αυτές στις κοινές πολιτικές των κρατών μελών και της ΕΕ. Οι δισταγμοί που υπάρχουν και που θα ξανασυζητηθούν στο εαρινό συμβούλιο της απασχόλησης φέτος για το συντονισμό των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής και των κατευθυντηρίων γραμμών απασχόλησης, ξεχνούν το αυτονόητο ότι η επιδίωξη της κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί ήδη ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι αδιανόητη χωρίς κοινές πολιτικές από την ΕΕ στα παραπάνω θέματα. Αυτό δε θα εμποδίσει τη δυνατότητα ιεράρχησης των μέτρων και τα περιθώρια ευελιξίας που ζητούν τα κράτη μέλη.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η πολλάκις μνημονευόμενη ευρωπαϊκή κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να αποτελέσει βασική δέσμευση των ευρωπαϊκών λαών και να προβάλλεται παράλληλα με τις αναφορές που γίνονται στη Συνθήκη για τον ανταγωνισμό και στις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Μεγάλη συζήτηση γίνεται ακόμη για το αν πρέπει στο Σύνταγμα ή στη Συνθήκη να γίνεται αναφορά στο στόχο της πλήρους απασχόλησης. Η παρούσα Συνθήκη στο άρθρο 127 έχει δεχτεί ως κοινοτικό στόχο την επιδίωξη ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης. Αυτή η αναφορά δεν είναι επαρκής, διότι δε μας επιτρέπει να έχουμε ένα στόχο ποσοτικοποιημένο - που με άλλα λόγια σημαίνει ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων -, ενώ παράλληλα δεν κάνει καμία μνεία στην ποιότητα απασχόλησης, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε ότι η ποιοτική διάσταση της απασχόλησης έχει υιοθετηθεί από καιρό σαν μια συμβολή για τον εκπολιτισμό της αγοράς. Αυτή αποτελεί τη μόνη ορατή πολιτική επιδίωξη από τη στιγμή που οι ανατροπές της κοινωνίας δεν αποτελούν σήμερα μέρος μαζικών κινημάτων

Στο σημείο, όμως, που θα κριθεί η σοβαρότητα των προθέσεων των μελών της Συντακτικής Συνέλευσης και των κυβερνήσεων για μια Ευρώπη των εργαζομένων, είναι η τροποποίηση των διατάξεων της ΣΕΚ που καθορίζουν το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις για τα εργασιακά θέματα. Συγκεκριμένα, ενώ αναγνωρίζεται από το άρθρο 136 ΣΕΚ ότι ανήκει στις αρμοδιότητες της Κοινότητας το θέμα της καλυτέρευσης των όρων εργασίας, μόνο για ένα μέρος από αυτούς δέχεται η Συνθήκη τη λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία. Ένα άλλο μέρος, όπως είναι οι μισθοί και το δικαίωμα απεργίας αποκλείεται από κάθε αρμοδιότητα της Κοινότητας, ενώ υπάρχει κι ένας τρίτος κύκλος, όπως τα θέματα πωλήσεων, για τον οποίο απαιτείται ομοφωνία. Ούτε αυτό όμως αρκεί. Η πείρα έχει δείξει ότι όπου απαιτείται ομοφωνία στα κοινωνικά θέματα δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος.

Στη ίδια σειρά σκέψης για τα εργασιακά θέματα θα πρέπει να προσθέσουμε και την αναγκαιότητα να αποκτήσει η ΕΕ μια ξεκάθαρη θέση για τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις. Όπως αναφέρουν και τα ευρωπαϊκά συνδικάτα είναι καιρός να γίνει αποδεκτός ο σεβασμός των διεθνικών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, να διασφαλιστεί η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το δικαίωμα να κάνουν τόσο ευρωπαϊκές γενικές συλλογικές συμβάσεις όσο και συμβάσεις κατά κλάδους, ενώ παράλληλα πρέπει να τους αναγνωριστεί ο ρόλος ως συνρυθμιστές. Το τελευταίο θα λύσει και το επίμαχο σημερινό πρόβλημα της έλλειψης νομικής βάσης προκειμένου κατά την εαρινή σύνοδο να έχουμε πλέον ένα θεσμοθετημένο τριμερή διάλογο.

Υπάρχει ένα ακόμη θέμα που το αφήσαμε για τελευταίο όχι γιατί είναι λιγότερο σπουδαίο, αλλά γιατί καλύπτει όλο το φάσμα των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών. Συνδέεται με την αναγνώριση της ελαστικότητας ως κυρίαρχου στοιχείου της νέας οικονομίας. Είναι γεγονός σε κανένα κέντρο αποφάσεων δεν αμφισβητείται ότι η ελαστικότητα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του σύγχρονου συστήματος παραγωγής. Αυτό έχει σαν συνέπεια τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις των ευρωπαϊκών νομικών συστημάτων. Η φιλελεύθερη εκδοχή που κυριάρχησε στην αρχή οδήγησε στο να πιστεύουμε ότι ελαστικότητα των επιχειρήσεων και η κοινωνική ανασφάλεια ταυτίζονται και ότι έτσι πρέπει να ξεχάσουμε κάθε κοινωνική προσέγγιση. Η σύγχρονη σοσιαλιστική πρωτοπορία πρέπει να καταδείξει ότι η ελαστικότητα της οικονομίας δεν είναι ασυμβίβαστη με την κοινωνική προστασία.
Οφείλουμε, λοιπόν, να διακρίνουμε την απορύθμιση του κοινωνικού κράτους από την προσαρμογή του που αποτελεί υποχρέωση των σοσιαλιστών ως το βασικό εργαλείο κατά της αναρχίας της αγοράς, να αποδεχτούμε ότι η μεταρρύθμισή του αποτελεί μέσο για τη διαφύλαξή του και να επινοήσουμε νέα δικαιώματα των εργαζομένων προσαρμοσμένα στη νέα οικονομία.

Το δικαίωμα για επαγγελματική κατάρτιση σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής πρέπει να αποτελέσει συγκεκριμένο δικαίωμα κάθε εργαζόμενου. Το δικαίωμα για ένα κοινωνικό μισθό και κοινωνική ασφάλιση στη διάρκεια της απασχολησιμότητα, το δικαίωμα στην ποιότητα της εργασίας, το δικαίωμα κάθε πολίτη για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, έστω και αν ιδιωτικοποιούνται οι επιχειρήσεις, είναι μερικά από τα καινούρια δικαιώματα που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των εργαζομένων. Συγχρόνως, με το νέο δεδομένο ότι όλο και περισσότερο η εξαρτημένη εργασία παίρνει τη μορφή ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά με πλήρη οικονομική εξάρτηση του εργαζομένου, είναι καιρός η νέα συνθήκη της ΕΕ να λάβει υπόψη αυτήν την εξέλιξη και να νομιμοποιηθούν οι αντίστοιχες δυνατότητες για την προστασία της.

Όμως, πριν από όλα, πρέπει με τη νέα συντακτική συνθήκη να διασφαλιστεί το δικαίωμα για αντικειμενική πληροφόρηση. Αυτή επιβάλλει την υιοθέτηση ενός νέου ευρωπαϊκού καθεστώτος για το σύνολο των ΜΜΕ. Χωρίς μια τέτοια μέριμνα, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, αλλά και το ίδιο το δημοκρατικό μας σύστημα θα μετρούν μέρες. Η πληροφόρηση δεν μπορεί να γίνει μονοπώλιο ορισμένων οικονομικών κέντρων.