Ομιλία του καθηγητή Ι. Δ. Κουκιάδη, ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή την δωρεά της βιβλιοθήκης του Νικολάου Ι. Πανταζόπουλου στο Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Δήμου Βόλου.

Βόλος, 7 Μαρτίου 2003

Νικόλαος Πανταζόπουλος

1. Οι μνήμες που με συνδέουν είναι πολλές. Άλλες προέρχονται από τη σχέση μαθητή και δασκάλου, άλλες από τη σχέση ως συναδέλφων στην ίδια νομική σχολή και άλλες από την κοινή μας καταγωγή από τον τόπο αυτό. Νομίζω όμως και ο οποιοσδήποτε γνώρισε τον Νικόλαο Πανταζόπουλο δεν μπορεί να ξεχάσει τη σπινθηροβόλα και αντισυμβατική προσωπικότητα του, το αεικίνητο του, με εκείνα τα εντυπωσιακά τινάγματα από τη θέση της διδασκαλίας το ιδιαίτερα εντυπωσιακό του χιούμορ και τις τρομερές ατάκες του στην ώρα του μαθήματος και στην ώρα των εξετάσεων, που έκαναν όλες του φοιτητές του να συναρπάζονται και να μη τους ενδιαφέρει το ότι τελικά πολλές φορές αυτά δεν σήμαιναν και επάνοδο στην άλλη περίοδο.
Είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς μεγάλους δασκάλους στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δάσκαλο όμως που να διοχετεύει με τόση ένταση όλο το πάθος του στη μάθηση και να πλημμυρίζει από συναισθηματική φόρτιση, όπως ο Πανταζόπουλος, δεν συνάντησα ποτέ. Ποιος φοιτητής δεν θυμάται το μεγάλο αυτό δάσκαλο να δακρύζει κατά την ώρα της διδασκαλίας του.
Πήρε την έδρα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1957 και έκτοτε δέθηκε με αυτό όσο κανένας άλλος δάσκαλος.

Η επίσημη ονομασία της έδρας του ήταν της Ιστορίας του ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου. Στην πράξη όμως η διδασκαλία περιοριζόταν στην ανάλυση των θεσμών του ρωμαϊκού δικαίου. Ο Πανταζόπουλος όμως γρήγορα άφησε να φανεί ότι τα στενά όρια των θεσμών του ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου δεν ανταποκρινόταν στους ορίζοντες του και στα μεγάλα πετάγματα της σκέψης του. Κατά αντίστροφο τρόπο επικέντρωσε το ενδιαφέρον στη σπουδή της ιστορίας του ελληνικού δικαίου που ήταν ιδιαίτερα υποβαθμισμένη στα ενδιαφέροντα των ιστορικών του δικαίου. Η μεγάλη του καινοτομία όμως δεν ήταν η ίδια αυτή η επέκταση της έρευνάς του αλλά η αναζήτηση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ελληνικό δίκαιο και στους θεσμούς του Ρωμαϊκού δικαίου, η επιρροή του πρώτου στο δεύτερο και η διασπαστική επίδραση του δεύτερου επί του πρώτου. Πρόκειται για δυο βασικές θέσεις που διατρέχουν όλο το έργο του Ν. Πανταζόπουλου.

Γνωρίζουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν είχαμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα δικαίου γιατί η αντίληψη για τη οργάνωση της Πολιτείας ήταν διαφορετική. Η ελληνική πόλη ως κέντρο εξουσίας δεν ταυτίζεται με το ρωμαϊκό imperium και το δίκαιο σε αυτή δεν είναι ένα δεοντολογικό σύστημα που απλώς συνενώνει το λαό υπό την κυριαρχία του. Το δίκαιο για τους αρχαίους έλληνες ήταν ένα πολιτισμικό επίτευγμα και ως τέτοιο το αντιλαμβανόταν ο Νικόλαος Πανταζόπουλος. Έτσι, τα στοιχεία δικαίου δεν τα αντλεί μόνο από τις ελληνικές νομοθεσίες αλλά και από τους έλληνες φιλόσοφους και στοχαστές. Μέσα από τις διάσπαρτες φιλοσοφικές αναζητήσεις τους ανακαλύπτει βασικές αρχές που άσκησαν καταλυτική επιρροή στη διαμόρφωση του ρωμαϊκού δικαίου. Πρόκειται για αρχές, όπως η αρχή της καλής πίστης, της επιείκειας, της ομολογίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, της αυτονομίας, της αυτάρκειας, της διαιτησίας, της άμεσης αντιπροσωπείας, που κατέστησαν έκτοτε πάγιο τμήμα του νομικού μας πολιτισμού.

2.Το πρώτο λοιπόν επίτευγμα του Νικολάου Πανταζόπουλου ήταν ότι ανέτρεψε τη βασική αντίληψη ότι το δίκαιο αρχίζει και τελειώνει την ιστορία του με το ρωμαϊκό δίκαιο και καταδεικνύει ότι και σε αυτό τον τομέα η προσφορά του ελληνικού πολιτισμού ήταν μεγάλη.

Κατά δεύτερο λόγο αγωνίζεται να αποκαταστήσει τη συνέχεια της δικαιϊκής παράδοσης και των λοιπών παραδόσεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στο βιβλίο του "Ελλήνων συσσωματώσεις κατά την Τουρκοκρατίαν" περιγράφει τις επιμέρους μορφές οργάνωσης των υποδούλων Ελλήνων, όπως είναι θρησκευτικές οργανώσεις με τον κλήρο, οι πολιτικές οργανώσεις με τις κοινότητες και τις εταιρίες, οι στρατιωτικές με τα καπετανάτα, τους αρματολούς, τους κλέφτες και τους κουρσάρους και τις οικονομικές με τα εσνάφια, τα ρουφέτια και τις κομπανίες. Εντυπωσιάζει εδώ η προσπάθεια του να καταδείξει ότι όλες αυτές οι μορφές συσσωμάτωσης έχουν ως βασική αφετηρία τη σωματειακή ιδέα, όπως αυτή αναδείχθηκε από του Έλληνες ήδη από τον 6ο π.χ. αιώνα. Αυτή την αναζήτηση της συνέχειας τη βρίσκουμε και κατά την εξέταση άλλων θεσμών. Συνήθιζε να λέγει ότι οι θεσμοί έχουν άπειρο παρελθόν και ελάχιστο παρόν. Συνεπώς προέχει πάντοτε η γνώση της ιστορίας.

Μια βασική παράμετρος στις ιστορικές του αναβυθίσεις είναι ότι δεν εξετάζει αποκομμένα την ιστορία του ρωμαϊκού και του ελληνικού δικαίου αλλά ανακαλύπτει και επεξεργάζεται τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο δίκαια και την αλληλεπίδραση τους, προβάλλοντας συγχρόνως μια συγκρουσιακή διάσταση στην εξέλιξη διάφορων θεσμών της κοινωνίας. Αυτή τη σχέση τη βιώνει σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του ελληνικού έθνουςΈτσι, μετατρέπει την απλή ιστορία του δικαίου σε μέσο ανάγνωσης των πολιτισμικών, θρησκευτικών, εθνοτικών, οικονομικών μετεξελίξεων της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από αυτή ανακαλύπτει και προσδιορίζει τις ατέρμονες συγκρούσεις δύο διαφορετικών κόσμων: αυτού που εκφράζεται από το συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας και που αποσκοπεί απλώς στην αναπαραγωγή της εξουσίας και των προνομίων της και αυτού που εκπορεύεται από τη λαϊκή βάση. Για παράδειγμα η νομοθετική πολιτική του Ιουστινιανού με την περίφημη κωδικοποίηση που θεωρείται σταθμός από τους παραδοσιακού θεωρητικούς του δικαίου και συνέβαλε στην αναβίωση του μεγαλείου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατά τον Πανταζόπουλο συνιστά μια εσκεμμένη ανακοπή στην ομαλή δικαιϊκή εξέλιξη στην Ανατολή. Με απλά λόγια εμπόδισε να καταστούν επίσημο δίκαιο οι αντιλήψεις που είχαν οι λαοί της Ανατολής για το δίκαιο.

3. Αυτή η πολιτική του Ιουστινιανού δεν αντιμετωπίζεται ως ένα στιγμιαίο γεγονός και ούτε περιορίζεται μόνο στα θέματα του δικαίου αλλά συνιστά μείζονα πολιτική επιλογή που διαχέεται σε όλο το φάσμα των κοινωνικών προβλημάτων και την ξαναβρίσκουμε και στις επόμενες φάσεις στην ιστορία του ελληνικού βίου. Πρόκειται για την ίδια αφετηρία που οδηγεί σε σύγκρουση ανάμεσα στη δυναστεία των Μακεδόνων και σε αυτή των Ισαύρων, ανάμεσα στην επικράτηση της ελληνικής και λατινικής γλώσσας και σε συνέχεια στη σύγκρουση ανάμεσα στη δημοτική και καθαρεύουσα., ανάμεσα στη ροπή των ξενόφερτων επεμβάσεων και της απόρριψης των αυτοχθόνων λαϊκών στοιχείων, ανάμεσα στους εικονολάτρες και εικονομάχους, ανάμεσα σε συντηρητικές ή λόγιες τάσεις και τις δημοτικές παραδόσεις. Διατρέχει λοιπόν και τις μετέπειτα φάσεις της ιστορίας μας και αναδεικνύει τη διαρκή πάλη ανάμεσα στη λόγια παράδοση και τη δημοτική στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, την επίσημη και τη λαϊκή.

Η σύγκρουση αυτή διαρκεί κατά τον Πανταζόπουλο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ως σύγκρουση ανάμεσα στο δίκαιο των ελληνικών κοινοτήτων με τις επιμέρους τοπικές παραδόσεις και εθιμικές κωδικοποιήσεις και στο εφαρμοζόμενο από την ελληνική εκκλησία επίσημο δίκαιο, παράλληλα βέβαια με το δίκαιο του κατακτητή. Πρόκειται για τη λεγόμενη κατά τον Πανταζόπουλο τριπλή διαμάχη δικαίου. Η σύγκρουση μεταξύ του βυζαντορωμαϊκού δικαίου, που προσπαθούσε να επιβάλλει η εκκλησία, και του δημώδους δικαίου των ελληνικών κοινοτήτων ήταν κατά τον Πανταζόπουλο μια σύγκρουση ανάμεσα στη πολιτική και δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας και της τοπικής εξουσίας των κοινωνιών, έκφραση της βούλησης της εκκλησίας να διατηρήσει την επιρροή του κλήρου απέναντι στις αναδυόμενες λαϊκές δυνάμεις. Μια σύγκρουση ανάμεσα στο συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και στην αποκέντρωση, ανάμεσα στη συντήρηση και τις νεωτεριστικές τάσεις.

4. Η ίδια σύγκρουση ξαναεμφανίζεται όμως στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ως σύγκρουση ανάμεσα στην επιβολή από την βαυαροκρατία του ξενόφερτου δικαίου και της λαϊκής παράδοσης και οτιδήποτε συνιστούσε έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, όπως καταγράφηκε και στο έργο του "Από τη λογία παράδοση στον αστικό κώδικα". Η χρησιμοποίηση για μια ακόμη φορά ως κυρίαρχου δικαίου, του δικαίου των πανδεκτών ή του ξενόφερτου δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των κωδίκων που συντάχθηκε από τον Μάουερ, του δικαίου με αποκλειστική προέλευση την κρατική εξουσία και η εξουδετέρωση του εθιμικού δικαίου, το μόνο που πηγάζει από τη συνείδηση του λαού, αποτελούσε το επινίκιο της επικράτησης της συντηρητικής τάσης και της επιβολής της λόγιας παράδοσης. Εύλογα λοιπόν στην εργασία του "η προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα ολοκληρωτική στροφή της νεοελληνικής νομοθεσίας" καταγγέλλει την πλήρη άλωση του ελληνικού δικαίου από τα ξένα πρότυπα..

Ο Πανταζόπουλος επιτίθεται κατά της αντιβασιλείας που κατήργησε την ισοτιμία νόμου και εθίμου, που αγνόησε το αντιπροσωπευτικό σύστημα που πήγαζε από τον κοινοβουλευτισμό και οδηγήθηκε στη σύσταση ενός άκρως συντηρητικού κράτους. Η επιβολή από τον Όθωνα της απόλυτης μοναρχίας δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την κατάλυση του κοινοτισμού και της δημοκρατικής αρχής που εκφραζόταν από αυτόν. Ούτε και ο συγκερασμός των δυο δικαίων ήταν αποδεκτός. Μόνο με την ολοκληρωτική επιβολή του ενός επί του άλλου κατά την αντίληψη της αντιβασιλείας θα λυνόταν το θέμα εξουσίας. Το περίφημο διάταγμα του 1835 όρισε ότι μέχρι τη δημοσίευση του νέου πολιτικού κώδικα ισχύον δίκαιο στην Ελλάδα είναι οι πολιτικοί νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιέχονται στην εξάτομο του Αρμενοπούλου "και τα έθιμα όσα η πολυχρόνιος και αδιάκοπος συνήθεια ή αποφάσεις δικαστικαί καθιέρωσαν. Αυτή η ισορροπία εθιμικού και επίσημου δικαίου δεν διατηρήθηκε". Η επικρατήσασα θέση προέβαλε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και την έλλειψη συγκεκριμένης και ολοκληρωμένης νομικής παράδοσης για να επιβάλλει την αποκλειστική εφαρμογή του επίσημου δικαίου. Επειδή όμως η ιστορία εκδικείται, τελικά δεν εφαρμόστηκε το δίκαιο των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων με το οποίο η άρχουσα τάξη προσπάθησε να δελεάσει τους Έλληνες προσφέροντας δήθεν τη συνέχεια της νομικής παράδοσης, αλλά εφαρμόστηκε το ρωμαϊκό δίκαιο των πανδεκτών όπως το επεξεργάστηκαν στη Γερμανία..

Η επιβολή του εκσυγχρονισμού κατά τρόπο αυθαίρετο με επιβολή χωρίς αφομοίωση των ξενικών στοιχείων δεν είναι άμοιρη των τάσεων αφελληνισμού της εν γένει πολιτικής και πολιτιστικής μας ζωής. Το δίκαιο όπως γνωρίζουμε συνιστά έκφραση της νομιμοποιημένης βίας. Αυτή η ρυθμιστική καταναγκαστική λειτουργία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό. Αλλά για να επιτελέσει τον σκοπό του χρειάζεται να αναζητεί και μια άλλη λειτουργία την ιδεολογική νομιμοποιητική λειτουργία του, που συνήθως υποβαθμίζεται από την άρχουσα τάξη. Η εμμονή του Νικόλαου Πανταζόπουλου στην ελληνική παράδοση και στο εθιμικό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί ως εμμονή στην αναζήτηση της νομιμοποιητικής λειτουργίας του δικαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι με τη στάση του αυτή οι έρευνές του ξεπέρασαν τα στενά όρια της ιστορίας του δικαίου και άγγιξαν όλα τα μεγάλα προβλήματα.

5. Ο Πανταζόπουλος είναι αθεράπευτα ένας ιδεαλιστής. Δεν επεκτείνει της έρευνα του στις συγκρούσεις που διαδραματίζονται στην ίδια τη βάση της κοινωνίας. Εκλαμβάνει σωστά το έθιμο ότι προέρχεται από τη συνείδηση του λαού, δεν προχωρεί όμως περαιτέρω τη μελέτη του για να διερευνήσει πώς σε κάθε λαό μέσα από τις σχέσεις ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους, οικονομικά ισχυρούς και οικονομικά εξαρτημένους διαμορφώνονται οι κοινωνικές και κατ' επέκταση μέσω του εθίμου δικαιϊκές σχέσεις.

Δεν νομίζω ότι από το όλο έργο του υπήρξε αντίθετος προς τη δυτικόστροφη γραμμή που ακολούθησε η Ελλάδα και την επιδίωξή της να ενταχθεί στην πολιτισμένη Ευρώπη. Εκείνο που ήθελε να δείξει είναι ότι αυτή η στροφή έγινε με μονομερή τρόπο σε βάρος της ιστορικής μας εθνικής συνέχειας με παραγκωνισμό των εθνικών μας παραδόσεων, με έλλειψη δηλαδή μιας πολιτικής αφομοίωσης του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με τα ελληνικά στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την εξέταση του έργου του Ρήγα Βελεστινλή, ο Πανταζόπουλος το προσεγγίζει έτσι ώστε να αναδεικνύεται η γονιμοποίηση των φιλελεύθερων ρευμάτων που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη της εποχή εκείνη με στοιχεία κληροδοτημένα από την εθνική παράδοση. Θεωρεί λοιπόν τον Ρήγα την κατεξοχήν προσωπικότητα που επιχείρησε να μεγιστοποιήσει τα μηνύματα της Γαλλικής επανάστασης με την ελληνική παράδοση.

Αλλά ο μεγάλος δάσκαλος δεν αρκέστηκε στη συγγραφή των περισπούδαστων έργων. Αφιέρωσε μέγα μέρος της ζωής του στην αναζήτηση σε κάθε γωνία της Ελλάδας των άμεσων πηγών του δικαίου όπως αυτά είναι καταγεγραμμένα σε παπύρους, τουρκικά έγγραφα, τοπικούς κώδικες, συμβόλαια. Επιστράτευε για αυτό κάθε επισκέπτη και κάθε μαθητή για τον οποίο διαπίστωνε ότι είχε κάποιο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου μας. Ο καθένας μπορούσε να δείξει την αγάπη του σε αυτόν μόνο με την προθυμία του να συμβάλει στην αναζήτηση εγκαταλελειμένων και διάσπαρτων αρχείων. Διέσωσε με αυτό τον τρόπο ως συλλέκτης ένα ανεκτίμητο υλικό που θα διευκολύνει τα μέγιστα για όσους από τις νεότερες γενεές θα έχουν το μεράκι να αναζητούν τις ρίζες των παραδόσεων μας και των εθίμων μας. Η προσωπική του βιβλιοθήκη στο Δημοτικό Κέντρο Βόλου θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερους τόπους έρευνας και πνευματικής συγκέντρωσης, όπως απετέλεσε ήδη, κατά την έκφραση του πρόωρα χαμένου συναδέλφου και φίλου Παύλου Πετρίδη, τόπο προσκυνήματος για τους εναπομείναντες πνευματικούς πιστούς.