Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων
Συνέδριο Επιτροπής Νεολαίας
Βέροια-Κατερίνη, 20-21 Ιουνίου 2003


Ομιλία του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ιωάννη Δ. Κουκιάδη, αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Θέμα: Η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας

Η ανάληψη της πρωτοβουλίας από την Επιτροπή Νεολαίας να οργανώσει αυτό το συνέδριο σε χρονική στιγμή, που οι ραγδαίες εξελίξεις στην Ευρώπη οδηγούν σε έναν νέο πολιτικό ορίζοντα, αποδεικνύουν όχι μόνο τις μεγάλες ευαισθησίες τη ποντιακής νεολαίας αλλά και το υψηλό πολιτικό ένστικτο. Πράγματι, αυτά που γίνονται στον ευρωπαϊκό χώρο σήμερα, οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν, όπως είπε και η υπουργός εξωτερικών της Ισπανίας ιστορική επανάσταση. Όλο το τοπίο γεωγραφικό, πολιτικό, πολιτιστικό, όπως το γνωρίζαμε εδώ και αιώνες, από την πτώση του Βυζαντίου, αλλά ακόμη και πιο μπροστά, αλλάζει ριζικά.

Κατά παράξενο παιχνίδι της ιστορίας, η πόλη της Θεσσαλονίκης, η συμβασιλεύουσα στην εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και γενικότερα ο ελληνικός χώρος που ιστορικά εμπλέκεται με τις διαχωριστικές γραμμές, αποτελεί σήμερα τον τόπο που πραγματοποιείται το όνειρο της επανένωσης ανατολής - δύσης, βορρά - νότου. Θέτοντας τέρμα στις διαιρέσεις του παρελθόντος, πρακτικά θέτουμε στο περιθώριο της ιστορίας τους λόγους που μας κρατούσαν με το όπλο παρά πόδας στο παρελθόν.

Στο παρελθόν κάθε γενιά κατέβαλε το φόρο αίματος. Σήμερα για πρώτη φορά στην Ευρώπη γνωρίζουμε μια διαρκή ειρήνη και αυτό αποτελεί το πρώτο μεγάλο κεκτημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για να εδραιωθεί αυτό θα πρέπει με βάση τις κοινές πολιτισμικές μας αξίες να πορευτούμε από εδώ και στο εξής με κοινούς στόχους, να συνδέσουμε τις κοινές μας προσδοκίες, και να διαμορφώσουμε το κοινό μας πεπρωμένο.

Με το Σύνταγμα λοιπόν της Ευρώπης, που διαμορφώνεται αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη, περνάμε από την Ευρώπη της αγοράς στην πολιτική Ευρώπη, από τη Ευρώπη της διαίρεσης στην ενωμένη Ευρώπη και από τα ευρωπαϊκά κράτη του περιθωρίου σε μια Ευρώπη με ηγεμονική αίγλη.

Εύλογα λοιπόν μπαίνει και το ερώτημα αν σε αυτό το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι που οικοδομούμε αυτήν τη στιγμή χωράει και η Τουρκία, αν η επανασύνδεση της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης εμπεριέχει και την Τουρκία. Είναι περιττό νομίζω να σας πείσω ότι το θέμα της πορείας της Τουρκίας προς την ΕΕ αποτελεί πολιτικό θέμα με προεκτάσεις που δύσκολα μπορεί κανείς να τις συλλάβει όλες στο σύνολό τους.

Αν αυτό είναι αληθές για το σύνολο της Ευρώπης, για ένα περισσότερο λόγο ισχύει για την Ελλάδα. Η χώρα μας καλείται ταυτόχρονα να ξαναδεί όλη την ιστορία των σχέσεων της με την Τουρκία από την αρχή, να ξεπεράσει τα τραύματα του παρελθόντος που δημιουργήθησαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση με το μεγάλο εκπατρισμό του ποντιακού ελληνισμού, τις καταστροφές της Κωνσταντινούπολης, το κυπριακό και με πολλά άλλα συμβάντα. Πρέπει, λοιπόν, να πειστούμε όλοι ότι τα συμφέροντα της χώρας μας εξυπηρετούνται πολύ καλύτερα με τη συμπόρευση της Τουρκίας στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, παρά με το να την έχουμε απέναντί μας.

Όμως αυτή η θέση για να έχει αντίκρισμα πρέπει να συνδυαστεί με το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι Τούρκοι είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να αποδεχτούν τις αξίες της δυτικής κοινωνίας, που δεν έχουν σχέση ούτε με το αυτοκρατορικό σύνδρομο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ούτε με το μωαμεθανικό επεκτατισμό ούτε με τον κεμαλικό εθνικισμό.

Έτσι περνάμε στη δεύτερη παράμετρο των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας. Συνήθως, πολίτες των διαφόρων κρατών της Ευρώπης, ευρωβουλευτές και άλλοι ευρωπαίοι πολιτικοί, εκφράζουν από επιφυλάξεις μέχρι πλήρη αντίρρηση για τη δυνατότητα συμπόρευσης της Ευρώπης με την Τουρκία. Τα παιχνίδια της ιστορίας είναι περίεργα. Επί αιώνες αγωνιζόμασταν μόνοι μας να αντισταθούμε στην αλλοτρίωσή μας από το οθωμανικό και στη συνέχεια το τουρκικό στοιχείο και οι Ευρωπαίοι συμπολίτες μας ήταν συνήθως παρατηρητές. Τώρα που εμείς, μετά την εύστοχη στροφή της ελληνικής διπλωματίας, συμπαραστεκόμαστε στην Τουρκία για την ευρωπαϊκή της προοπτική, μία θέση που πρέπει να την εκτιμήσει ιδιαίτερα η τουρκική διπλωματία και να αναθεωρήσει την όλη στάση της απέναντι στη χώρα μας, οι Ευρωπαίοι συμπολίτες μας ανακάλυψαν τα πολλά που τους χωρίζουν από την Τουρκία, τους ζώνουν φοβίες και αναζητούν τρόπους για να διατηρήσουν τις αποστάσεις. Θα έλεγα ότι τους διατρέχει ένα είδος εσωτερικού πανικού.

Υπάρχει όμως στο σημείο αυτό ένα λάθος. Το λάθος δεν είναι το ότι διακατέχονται από επιφυλάξεις και φοβίες αλλά το ότι το πρόβλημα με την Τουρκία το κάνουν πρωτίστως δικό τους πρόβλημα ενώ στη βάση δεν είναι πρόβλημα της Ευρώπης αλλά πρόβλημα της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι αν η Τουρκία είναι διατεθειμένη να κάνει στροφή στη μέχρι σήμερα πορεία της και να αποδεχτεί τις αξίες που μπορούν να τη νομιμοποιήσουν ως μέλος της ευρωπαϊκής κοινωνίας, αν δέχεται να γίνει ευρωπαϊκή δημοκρατία. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν είναι δυνατόν να γίνει με τους δικούς της όρους αλλά με εξασφάλιση των προϋποθέσεων που θα την καταστήσουν ευρωπαϊκή χώρα. Με άλλα λόγια αναζητείται ο εκδυτικισμός της Τουρκίας και όχι ο εκτουρκισμός της Ευρώπης. Όλο το θέμα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας περιστρέφεται γύρω από αυτό το κομβικό στοιχείο.

Η Τουρκία υπήρξε η πρώτη χώρα που πέτυχε συμφωνία σύνδεσης με την ΕΚ. Έκτοτε κύλησαν σαράντα χρόνια. Η Τουρκία λίγο ως πολύ παρέμεινε στο ίδιο καθεστώς ,ενώ στο μεταξύ η ΕΚ συνεχώς διευρυνόταν. Όπως αναφέρεται και στο πρόσφατο Ψήφισμα του ΕΚ, είναι σαράντα χρόνια χαμένα, γιατί ελάχιστα ήταν διατεθειμένη η Τουρκία για συμμόρφωση με το κοινοτικό κεκτημένο. Οι δικτατορίες της Δύσης, η ελληνική, η πορτογαλική και η ισπανική ανετράπησαν, αποκαταστάθηκε η δημοκρατική νομιμότητα και οι χώρες αυτές έγιναν ισότιμα μέλη της ΕΕ. Οι κλειστές κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης χρειάστηκε και αυτές να αποτινάξουν πλήρως τους αντιδημοκρατικούς θεσμούς του παρελθόντος για να γίνουν και αυτές με την πρόσφατη διεύρυνση μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας. Το γεγονός ότι η Τουρκία έμεινε ουραγός σε αυτέ τις εξελίξεις είναι δείγμα της αποτυχίας της μέχρι σήμερα τουρκικής πολιτικής και επιβεβαιώνει τη δεδηλωμένη θέληση της Ευρώπης να μπει η Τουρκία με τους όρους που θέτει η Ευρώπη και όχι με τους όρους που θέλει η ίδια. Δεν πρόκειται για μια δυσμενή μεταχείριση έναντι της Τουρκίας αλλά απλώς για μια ισότιμη μεταχείριση της Τουρκίας με τις άλλες χώρες. Με άλλα λόγια η Ευρώπη πετώντας το μπαλάκι στην Τουρκία της λεει ότι για να μπείτε πρέπει να κάνετε τα ίδια που κάνανε και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

Αυτό είναι το γενικό σκηνικό. Θα πρέπει, όμως, να δούμε και πώς πρακτικά αυτό υλοποιείται με τις μέχρι σήμερα αποφάσεις της ΕΕ.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι το 1999 αποφασίστηκε ότι η διαδικασία της διεύρυνσης περιλαμβάνει 13 κράτη και ότι υποψήφια κράτη πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της ΕΕ. Τονίζει ιδιαίτερα την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε εύλογο χρονικό διάστημα. Και συνεχίζει η απόφαση του Ελσίνκι, το αργότερο στα τέλη του 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Η απόφαση όσον αφορά πάντα τις εξωτερικές σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό περιέχει τη γνωστή θέση, ότι αν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν επιτευχθεί πολιτική λύση στο κυπριακό πρόβλημα, η προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ θα γίνει χωρίς αυτήν την προϋπόθεση. Με τη δεύτερη αυτή θέση πετύχαμε τη θριαμβευτική πορεία της Κύπρου για την ένταξη στην ΕΕ. Με την πρώτη θέση πετύχαμε η πάγια ελληνική θέση ότι οι διαφορές πρέπει να λύονται με βάση το διεθνές δίκαιο, να μετατραπεί σε θέση της ΕΕ. Αργά ή γρήγορα περιμένουμε να εγκαταλείψει η Τουρκία τις μονομερείς ενέργειες στο Αιγαίο, να αποτελέσει για αυτήν παρελθόν η πολιτική επιβολής του δίκαιου του ισχυρού και να αποδεχτεί χωρίς προϋποθέσεις τη δύναμη του δικαίου και συγκεκριμένα του διεθνούς δικαίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αύξηση των παραβιάσεων του εναερίου χώρου στο Αιγαίο αποτελούν για μένα το κύκνειο άσμα μιας πολιτικής που δεν έχει μέλλον. Γι'αυτό, και δεν πρέπει να δώσουμε λαβή στις προκλήσεις δεδομένου ότι με βάση τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπάρχει καταλυτική ημερομηνία που είναι το τέλος του 2004. Η Τουρκία βρίσκεται στο εξής στο δίλημμα ή να λύσει τις διαφορές της με διάλογο με την Ελλάδα ή να πάει τις διαφορές της στο Διεθνές Δικαστήριο.

Μία τρίτη παράμετρος εξίσου σημαντική στις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας είναι αυτή που αφορά την υποχρέωση της Τουρκίας να προβεί σε ριζικές εσωτερικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό το αναφέρει ξεκάθαρα η Ανακοίνωση της Επιτροπής της 9 Οκτωβρίου 2002 για τη διευρυμένη Ευρώπη, η οποία αποτελεί την ετήσια έκθεση για την πρόοδο κάθε χώρας όσον αφορά την πορεία ένταξής της. Το κεφάλαιο για την Τουρκία είναι, θα έλεγα, ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Ακόμα περισσότερο ξεκάθαρη για τις υποχρεώσεις της Τουρκίας είναι η έκθεση Oostlander που ψηφίστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια του ΕΚ. Κοινό στοιχείο αυτών των εγγράφων είναι ότι αν θέλει η Τουρκία να αποκτήσει συγκεκριμένη ημερομηνία υποψήφιας χώρας, θα πρέπει να υποβάλλει το ταχύτερο δυνατό ένα σαφή χάρτη πορείας και χρονοδιαγράμματα για την υλοποίηση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης.

Αυτό σημαίνει, κατά πρώτο λόγο, ότι πρέπει να κάνει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που να αλλάξουν τις δομές του σημερινού κράτους και να το μετατρέψουν σε ένα γνήσιο δημοκρατικό κράτος με πλήρη σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Είναι προφανές ότι η προτροπή αυτή θα αποτελέσει τη βάση για την ανεμπόδιστη παρουσία όλων των ελληνικών κοινοτήτων στην Τουρκία, το σεβασμό των παραδόσεών τους και συνεπώς, και των παραδόσεων του ποντιακού ελληνισμού.

Πράγματι, η ουσιαστική και ενδιαφέρουσα για μας πλευρά αυτών των υποδείξεων είναι ότι θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποτελέσουν παρελθόν για την Τουρκία οι μισαλλοδοξίες και οι θρησκευτικοί εξτρεμισμοί, οι κάθε είδους διακρίσεις με βάση τη φυλή, το φύλο και τη θρησκεία και όπως λέει η έκθεση Oostlander η διαμόρφωση μιας κοινωνίας ανοχής σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα που προσδιορίζονται με ακρίβεια στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ατόμου. Και για μην αφήσει καμία αμφιβολία για το τι πρέπει να κάνει η Τουρκία, της υποδεικνύεται με ρητό τρόπο ότι θα πρέπει να υπογράψει τη σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων και προσθέτει ότι θα πρέπει και να την εφαρμόσει.
Αυτή η τελευταία παρατήρηση για ουσιαστική εφαρμογή επαναλαμβάνεται πολλές φορές στην Έκθεση και νομίζω ο καθένας μας αντιλαμβάνεται τη σημασία της. Δεν αρκεί η Τουρκία να επαγγέλλεται διάφορες μεταρρυθμίσεις. Ήδη βρίσκεται στο έκτο πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, και αυτό βέβαια είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι η Τουρκία θέλει να φανεί αξιόπιστη απέναντι στην ΕΕ. Αλλά για να το πετύχει αυτό, πρέπει κάθε φορά να δίνει σαφή δείγματα ότι οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται στην πράξη.

Στο ίδιο πάντα πλαίσιο πρέπει να υπογραμμιστεί και η παρ. 15 της έκθεσης που αναφέρει ρητά ότι πρέπει να προωθηθεί και να ενθαρρυνθεί από το τουρκικό κράτος η ίδρυση ελεύθερων κοινωνικών οργανώσεων στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα. Η υπόδειξη αυτή θα επιτρέψει την οργάνωση των διαφόρων μειονοτήτων σε συλλογικούς φορείς προκειμένου να μπορούν να εκφράζονται αποτελεσματικότερα μέσα σε μια πλουραλιστική κοινωνία.
Εξίσου σημαντικό και ίσως το πλέον επώδυνο για το σημερινό κατεστημένο στην Τουρκία είναι ότι η έκθεση διαπιστώνει με λύπη της ότι ο στρατός διατηρεί κεντρική θέση στο τουρκικό κράτος και ότι ο υπέρμετρος ρόλος τους αποτελεί τροχοπέδη προς ένα δημοκρατικό πλουραλιστικό κράτος. Ζητά, λοιπόν, στην παρ. 8 να καταργηθούν εν καιρώ το εθνικό συμβούλιο ασφάλειας και τα δικαστήρια κρατικής ασφάλειας, να εξασφαλιστεί ο πολιτικός έλεγχος επί των ενόπλων δυνάμεων και να υπάρξει εναρμόνιση με την πρακτική των κρατών μελών της ΕΕ.

Το εγχείρημα για τις μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι εύκολο. και από εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η ΕΕ έχει πλήρη γνώση και το επισημαίνει και το ΕΚ στην έκθεσή του ότι βασική φιλοσοφία του τουρκικού κράτους περιλαμβάνει στοιχεία όπως ο εθνικισμός, ο ισχυρός ρόλος του στρατού, η άκαμπτη στάση απέναντι στη θρησκεία, τα οποία δύσκολα συμβιβάζονται με τις ιδρυτικές αξίες της ΕΕ. Για να προχωρήσει, λοιπόν, η υποψηφιότητα της Τουρκίας πρέπει να προσαρμοστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτρέψει μια λιγότερο άκαμπτη και περισσότερο ανοιχτή πολιτισμική και περιφερειακή πολυμορφία, καθώς μια σύμφωνη και ανεκτική θεώρηση του έθνους-κράτους.

Από τη μεριά της, η Τουρκία γνωρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν και πάντως δεν έχει ακόμη βρει το μυστικό που θα της εξαλείψουν το φόβο για διάλυση του τουρκικού κράτους. Αναγκασμένη, όμως, να πετύχει μια συγκεκριμένη ημερομηνία αναγνώρισης της υποψηφιότητας της και πιεζόμενη να δείξει κάτι που δεν είναι, προβαίνει σε σταδιακές μεταρρυθμίσεις, στην αρχή σε περισσότερο ανώδυνα θέματα προσπαθώντας έτσι να κερδίσει τις εντυπώσεις και χρόνο.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενόψει αυτής της κατάστασης με τόλμη περιέλαβε στην έκθεσή του ότι η ΕΕ πρέπει να μιλήσει ξεκάθαρα για το πώς αντιλαμβάνεται την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και να μη δημιουργεί εσφαλμένες προσδοκίες. Έτσι, το μεγάλο πολιτικό διακήβευμα για το Δεκέμβριο του 2004, όπου θα ληφθεί η οριστική απόφαση, δεν είναι αν θα πει ναι ή όχι η ΕΕ, αλλά αν το ναι θα είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τις προϋποθέσεις που οι συνθήκες και οι αποφάσεις της ΕΕ επιβάλλουν προκειμένου μια χώρα να γίνει μέλος της ΕΕ.

Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να συνδράμει την Τουρκία στην ευρωπαϊκή της πορεία, αλλά νομίζω ότι δεν έχει πολλούς λόγους να πραγματοποιηθεί αυτή η ένταξη με τους όρους που θα ήθελε η Τουρκία. Στο μεταξύ, πρέπει να παρακολουθούμε τις μεταρρυθμίσεις που γίνονται στο τουρκικό κράτος, να τις ενθαρρύνουμε και να δείχνουμε στην Τουρκία ότι εμείς δεν είμαστε αντίθετοι προς τη φιλία της, αλλά αντίθετοι προς μια συγκεκριμένη ξεπερασμένη πολιτική της.