Εισήγηση του ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη στην ημερίδα που οργανώνει το Ε.Κ.Ε.Π.Π. με θέμα: "Ευρωπαϊκή και εθνική πολιτική για το περιβάλλον".

Τίτλος εισήγησης: "Νεότερες εξελίξεις στη περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ".

Θεσσαλονίκη, 05.12.2003

Το υγιές περιβάλλον αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ύπαρξη μακροχρόνιας ευημερίας και ποιότητας ζωής. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι πώς αυτή η αλήθεια μετατρέπεται σε ενεργό πολιτική και πώς συνδυάζεται με την οικονομική ανάπτυξη.

Το ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας πήρε μια σειρά από μέτρα και καθόρισε δράσεις και χρονοδιαγράμματα σε πολλούς τομείς προτεραιότητας στο εσωτερικό επίπεδο, όπως είναι η ενέργεια, οι μεταφορές, η ανθρώπινη υγεία, οι φυσικοί πόροι, η βιοποικιλότητα. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική του περιβάλλοντος δεν πρέπει να σχεδιάζεται ή να ασκείται αποκομμένα από τις λοιπές πολιτικές. Ακόμα και θέματα όπως η απασχόληση, ο πολιτισμός και μνημεία, ο τουρισμός εκ πρώτης όψεως φαίνονται ξεκομένα από τους προβληματισμούς για το περιβάλλον είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτό. Για αυτό το θέμα θα μιλήσουμε παρακάτω.

Παράλληλα, προβλέφθηκαν και συμπληρωματικές δράσεις σε εξωτερικό επίπεδο, όπως η καταπολέμηση της φτώχειας, βιώσιμα πρότυπα παραγωγής κατανάλωσης. Δεν είναι ακόμα τυχαίο ότι όλα αυτά τα μέτρα έχουν ληφθεί ως μέρος υλοποίησης της στρατηγικής της Λισσαβόνας ενισχύοντας έτσι την περιβαλλοντική της διάσταση. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να επιτύχουν μια εξισορρόπηση ανάμεσα στην οικονομική διάσταση της ανάπτυξης, τη μεγέθυνση με τις νέες τεχνολογίες και την κοινωνική διάσταση, μια ισορροπία μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος. Πρακτικά, με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται η πολιτική της αειφόρου ανάπτυξης που σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό προσδιορίζεται ως η ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες χωρίς να υποθηκεύει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους. Το θέμα δεν είναι λοιπόν να σταματήσει η ανάπτυξη αλλά να αποσυνδέσουμε τις επιπτώσεις και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος από την οικονομική ανάπτυξη. Οι πιέσεις από τον επιθυμητό στόχο για αύξηση της ευημερίας που ασκούνται στην ικανότητα του πλανήτη να στηρίξει τη ζήτηση πόρων ή να αφομοιώσει τη ρύπανση δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στο να απαρνηθούμε τον κατεξοχήν κοινωνικό ρόλο που είναι η συνολική ευημερία.

Εξάλλου, η ύπαρξη υψηλών περιβαντολλογικών προτύπων αποτελεί κίνητρο για καινοτομία και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Οι περιβαλλοντικές δαπάνες δεν συνιστούν μόνο κόστος, αλλά περιέχουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία και δίδουν στον ανταγωνισμό την πραγματική του αναπτυξιακή διάσταση που είναι ο ανταγωνισμός ποιότητας. Πρέπει λοιπόν να ωθήσουμε τις επιχειρήσεις να παράγουν τα ίδια ή περισσότερα προϊόντα με λιγότερες εισροές και λιγότερα απόβλητα ενώ τα καταναλωτικά πρότυπα πρέπει να καταστούν πιο αειφόρα.
Αυτός ο δεύτερος τρόπος οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη για το σχεδιασμό μιας πολιτικής ευαισθητοποίησης των καταναλωτών και των τοπικών αρχών, προκειμένου να αυξηθεί η πίεση από την πλευρά τους προς τις επιχειρήσεις για να λειτουργούν με πιο αποδοτικό οικολογικά τρόπο. Οι καταναλωτές πρέπει να αποτελούν ένα μοχλό καθοδήγησης της αγοράς. Χωρίς να διαμορφώσουμε αντίστοιχη γνώμη στους καταναλωτές για τη λήψη σωστών αποφάσεων καμιά πολιτική περιβάλλοντος δεν μπορεί να πετύχει. Η πολιτική αυτή δεν περιορίζεται απλώς στην εκφορά λόγων αλλά περιλαμβάνει και την οργάνωση δεδομένων και πληροφοριών για την κατάσταση του περιβάλλοντος, προώθηση της διαφάνειας και της πρόσβασης στις πληροφορίες για τις πρωτοβουλίες των κοινοτικών και εθνικών οργάνων, τη βελτιωμένη ανταλλαγή πληροφοριών για τις βέλτιστες πρακτικές εφαρμογής μεταξύ χωρών για την πραγματοποίηση των τελευταίων προβλέπεται η χρησιμοποίηση ευρωπαϊκού δικτύου για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος (Δίκτυο ΙΜΠΕΛ).

Μια τρίτη διάσταση στην πολιτική για το περιβάλλον είναι η εφαρμογή της διαδικασίας του Κάρντιφ (Σύνοδος του Κάρντιφ 1998), σύμφωνα με την οποία πρέπει να έχουμε μια προϊούσα ενσωμάτωση των περιβαλλοντογικών απαιτήσεων στις επιμέρους τομεακές πολιτικές της ΕΕ και εξασφάλιση συνοχής μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών της Ένωσης. Συγχρόνως αναπόσπαστο τμήμα της όλης στρατηγικής της ΕΕ αποτελεί η προϋπόθεση πρωτοβουλιών τύπου ΙΙ του Γιοχάνεσμπουργκ.

Η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ έχει 30 χρόνια ζωής και συνιστά ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόληψης ελέγχου, ενημέρωσης και παρότρυνσης με στόχο την αειφορία. Για το 1992-1999 είχε υιοθετηθεί το 5ετές πρόγραμμα δράσης που είχε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την μείωση των επιπέδων ρύπανσης αλλά ο τελικός στόχος για τη μείωση της φθοράς του περιβάλλοντος δεν επιτεύχθηκε. Η εμπειρία των 5 ετών απόδειξε ότι για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πρόοδος στην εφαρμογή της περιβαλλοντική νομοθεσίας, να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος η ένταξη της περιβαλλοντικής διάστασης στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, κυρίως αυτές που δημιουργούν πιέσεις στο περιβάλλον, να αναληφθεί μεγαλύτερο βάρος από τα εμπλεκόμενα μέρη και τους πολίτες στην προσπάθεια για την προστασία του περιβάλλοντος και να ληφθούν νέα μέτρα για την αντιμετώπιση ορισμένων σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Με βάση το πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε το έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον 2002-2012.

Το πρόγραμμα αναζητεί νέους τρόπους εργασίας με οικολογική αποδοτικότητα και ευρεία εμπλοκή της κοινωνίας. Αναζητεί μεθόδους βελτιωμένης εφαρμογής της υφιστάμενης τεχνολογίας. Προωθεί την αξιολόγηση των επιμέρους πολιτικών με δείκτες και σημεία αναφοράς που να αποδίδουν την ένταξη των περιβαλλοντικών πτυχών στις αντίστοιχες πολιτικές. Ενισχύει τη συνεργασία με την αγορά και παράλληλα με τις κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεων προβλέπει και συστήματα επιβράβευσης της σωστής συμπεριφοράς και πρωτοβουλίες με τις οποίες θα ενθαρρύνονται οι επιχειρήσεις να καινοτομούν εκμεταλλευόμενες την χρήση καθαρών τεχνολογιών.

Δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε τέσσερις τομείς προτεραιότητας, που είναι οι κλιματολογικές μεταβολές, η φύση και η βιοποικιλότητα, η ποιότητα ζωής και η υγεία, η αειφόρος χρήση φυσικών πόρων και η διαχείριση των αποβλήτων. Σε κάθε έναν από τους επιμέρους τομείς προβλέπονται επιμέρους στόχοι, συγκεκριμένες δράσεις και στοχοδοτούνται επιδόσεις.

Σε σχέση με την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος αντικειμενικός στόχος είναι να σταθεροποιηθούν οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις των μορίων του θερμοκηπίου σε επίπεδο που να μην προκαλούν μεταβολές στο κλίμα τις γης. Βασική προτεραιότητα είναι η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Κιότο για μείωση εκπομπών θερμοκηπίου κατά 8% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, μέχρι το 2008-2012. Αυτό θεωρείται ένα πρώτο βήμα προς το μακροχρόνιο ποσοστό της μείωσης κατά 70%.

Ως προς τη βιοποικιλότητα, αντικειμενικός στόχος είναι να αποκατασταθεί η λειτουργία των φυσικών συστημάτων και να σταματήσει η απώλεια βιοποικιλότητας καθώς και να προστατευθούν τα εδάφη από τη διάβρωση και τη ρύπανση. Εδώ, εκτός από την πλήρη εφαρμογή της νομοθεσίας για το περιβάλλον σε σχέση με τις πιέσεις από τη ρύπανση, τη μη αειφόρο χρήση της γης και της θάλασσας και σε σχέση με τους κινδύνους για τη βιοποικιλότητα επιδιώκεται η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος Natura 2000 και την ένταξη για τις πολιτικές για τη γεωργία για τα δάση και τη θάλασσα της διάστασης του περιβάλλοντος και της βιοπικοιλότητας.

Όσον αφορά την υγεία επιδιώκεται μια ποιότητα περιβάλλοντος όπου τα επίπεδα των ανθρωπογενών ρυπαντών, χημικά, θόρυβοι, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων τύπων ακτινοβολιών να μην προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις και κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια ολιστική και περιεκτική προσέγγιση του περιβάλλοντος και της υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες όπως τα παιδιά και τους ηλικιωμένους.

Σε σχέση με την ποιότητα ζωής δίνεται μια διευρυμένη διάσταση που ξεπερνάει τα θέματα παραγωγής βιώσιμων καταναλωτικών αγαθών, ρύπανση περιβάλλοντος, κατασπατάληση μη ανανεώσιμων πόρων και περιλαμβάνει και την πολιτισμική διάσταση. Το ΕΚ σε μια σειρά από ψηφίσματα κάνει σαφείς αναφορές για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς και συνδέει άμεσα το θέμα αυτό με την πολιτική περιβάλλοντος και την πολιτική για αειφόρο ανάπτυξη. Η πολιτιστική κληρονομιά είναι μέρος του περιβάλλοντος που εμπεριέχει τον άνθρωπο και αντιμετωπίζεται ως τμήμα των μη ανανεώσιμων πόρων. Έτσι στα διάφορα χρηματοδοτούμενα προγράμματα λαμβάνονται υπόψη το κατά πόσο η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστά μέρος για πολιτική ανάπτυξης της περιοχής. Εξάλλου, στα διάφορα προγράμματα σχετικά με τις αειφόρους πόλεις η πολιτιστική, πολεοδομική και φυσική κληρονομιά είναι ένας από τους κυριότερους πόρους.

Σε σχέση με τους φυσικούς πόρους στόχος είναι κατά πρώτο λόγο να διασφαλιστεί η ανάλωση των ανανεώσιμων και μη ανανεώσιμων πόρων να μην υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότατα του περιβάλλοντος και να επιτευχθεί η αποσύνδεση της χρήσης των πόρων από την οικονομική ανάπτυξη μέσω σημαντικής βελτίωσης της αποδοτικότητας των πόρων, της απεξάρτησης της οικονομίας από του υλικούς πόρους και της πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων. Ειδικά για τους ανανεώσιμους πόρους, όπως το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας και η ξυλεία επιδιώκεται με διάφορα μέτρα όπως φόροι και κίνητρα να διασφαλιστεί η βιωσιμότερη χρήση τους. Για τα απόβλητα σχεδιάζονται διορθωτικές δράσεις που θα περιλαμβάνουν τόσο την πρόληψη της δημιουργίας τους όσο και ενθάρρυνση

Αυτή η πολιτική υλοποιείται με σειρά από νομοθετικά μέτρα, προγράμματα χρηματοδότησης, έρευνας, διεθνείς συνεργασίες και άλλες πρωτοβουλίες. Έτσι, πρόσφατα έχει επέλθει πολιτική συμφωνία σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου όσο αφορά την περιβαντολλογική ευθύνη και την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαντολλογικών ζημιών. Η πρόταση εγκαθιδρύει αντικειμενική ευθύνη για ζημίες στο έδαφος, τα ύδατα και τη βιοποικιλότητα την οποία όμως περιορίζει στους οικοτόπους και τα είδη που καλύπτονται από τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά. Ο περιορισμός αυτός περιορίζει το πεδίο εφαρμογής μόνο στο 13% της επικράτειας της ΕΕ. Για το θέμα αυτό υπάρχει μεγάλη συζήτηση. Η αντικειμενική ευθύνη επίσης περιορίζεται από δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα , όπως είναι η λειτουργία εγκαταστάσεων εφόσον χορηγήθηκε σχετική άδεια σύμφωνα με επιμέρους οδηγίες. Η πετρελαϊκή ρύθμιση για πυρηνικές ζημίες αποκλείονται από την οδηγία.
Μεγάλο θέμα προκάλεσε ο προσδιορισμός της περιβαντολλογικής ζημίας. Προβλέπονται εξαιρέσεις που απαλλάσσουν τους παραγωγείς εκμετάλλευσης γενετικά τροποποιημένων οργανισμών από κάθε είδους ζημία στο περιβάλλον. Σύμφωνα με το σχέδιο της οδηγίας δεν μπορεί να υπάρξει ευθύνη για γεγονότα ή δραστηριότητες που έχουν εγκριθεί ή τα οποία δεν έχουν θεωρηθεί επιβλαβή με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής εκείνης. Συναπαντάται εδώ ότι ο καταμερισμός ευθύνης θα είναι ουτοπία γιατί όποια επιβλαβή επίπτωση και αν προκαλείται από τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς δεν θα δημιουργεί περιβαλλοντική ευθύνη, εφόσον υπήρχε προηγούμενα έγκριση για ελεύθερη διάθεση.
Το ενδιαφέρον της οδηγίας είναι στο ότι ιδρύει την ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης με βάση του κανόνα ότι ο "ρυπαίνων πληρώνει", αλλά παράλληλα δημιουργεί και επικουρική ευθύνη του κράτους για τη λήψη όχι μόνο κατάλληλων μέτρων πρόληψης, αλλά και επανόρθωσης. Βέβαια, δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί ποια άποψη θα επικρατήσει ανάμεσα στις δύο επιλογές να είναι η ευθύνη υποχρεωτική ή δυνητική.
Όσο αφορά το θέμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη αναγνωρίζεται ότι οι ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να προσφύγουν κατά των αρχών που παραλείπουν τα μέτρα, υπάρχει όμως μεγάλη αντίρρηση στο να αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα προσφυγής και των ρυπαινόντων.
Προωθείται πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 97/18. Αυτή αφορά τον περιορισμό σωματιδιακών και άλλων αερίων από μη οδικά και άλλα μηχανήματα τα οποία οφείλονται για σημαντικό ποσοστό σωματιδιακών και άλλων ρύπων όταν λειτουργούν κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Το σημαντικό είναι ότι εντάσσει και τους κινητήρες των σκαφών ναυσιπλοΐας στο πεδίο εφαρμογής της. Προωθείται ακόμα πρόταση οδηγίας για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και πρόταση απόφασης σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην κοινότητα και την εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο. Ακόμη, είναι εν εξελίξει η πρόταση οδηγίας για την εμπορεία δικαιώματα εκπομπών αερίων και θερμοκηπίων και η πρόταση κανονισμού για την ανιχνευσιμότητα και επισήμανση των ΓΤΟ.
Σε δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο είναι και η τροποποίηση της οδηγίας για τα απόβλητα υπηρεσιών και απόβλητα συσκευασιών. Αλλά και πρωτοβουλίες μη νομοθετικού περιεχομένου βρίσκονται εν εξελίξει, όπως η πολιτική συμφωνία για τη θέσπιση συστήματος παρακολούθησης των δασών και των δασικών οικοσυστημάτων που εγγυάται την αποτελεσματική προστασία των δασών από τις συνέπειες της ρύπανσης και τις πυρκαγιές.
Ως συνέχεια του 6 προγράμματος για τα δάση και το περιβάλλον προβλέπεται και η ανάπτυξη μιας στρατηγικής για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος με στόχο την προώθηση της αειφορικής χρήσης των θαλασσών και της διατήρησης των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.