Ομιλία του καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη, ευρωβουλευτή, αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο πρόγραμμα της δεύτερης ενημερωτικής συνάντησης Δικαστών από χώρες της Ν.Α. Ευρώπης και του Ευξείνου Πόντου, που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστών.

Τίτλος εισήγησης: "Η σημασία της ενσωμάτωσης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα".

Θεσσαλονίκη, 14.11.2003

1.1 Το θέμα της κατοχύρωσης ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει μακρά ιστορία. Επανήλθε όμως στην επικαιρότητα μετά το Συμβούλιο της Κολονίας το 1999 στην προοπτική να έχουμε έναν κατάλογο δικαιωμάτων εύληπτο για τους πολίτες της ΕΕ.

Αυτό όμως εν μέρει αποδίδει όλη την αλήθεια. Η πρωτοβουλία προήλθε από τη Γερμανία, γιατί το δικό της Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε σε αμφισβήτηση την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου (υπόθεση Solange I, 1974) με τη γνωστή του θέση ότι όσο τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν διασφαλίζονται σε κοινοτικό επίπεδο από το ΔΕΚ το Συνταγματικό Δικαστήριο θα ασκεί έλεγχο επί κοινοτικού δικαίου. Πρακτικά, έθετε την προτεραιότητα του κοινοτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Αυτή η θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου οδήγησε το ΔΕΚ στη γνωστή μας απόφαση που αναφέρεται στο σεβασμό των κοινών συνταγματικών παραδόσεων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, νομολογία που τηρήθηκε με συνέπεια, στη συνέχεια.

Με μεταγενέστερες αποφάσεις το Συνταγματικό Δικαστήριο άφηνε να εννοηθεί ότι ανάλογα με τη θέση του ΔΕΚ για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα καθόριζε τη δική του στάση. Η ευαισθησία των Γερμανών για το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ο κίνδυνος διάσπασης του κοινοτικού δικαίου από τη μη ενιαία εφαρμογή του και η αντίληψή τους για τα θεμελιώδη δικαιώματα ως δικαιώματα εξ' υποκειμένου επιτάχυναν τις διαδικασίες για την επεξεργασία ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

1.2 Στην αμέσως επόμενη Προεδρία, το Συμβούλιο του Τάμπερε το 1999 καθόρισε τη μέθοδο επεξεργασίας του Χάρτη και τους βασικούς προσανατολισμούς. Η Επιτροπή που ανέλαβε την επεξεργασία του αποτελεί με βάση τον τρόπο συγκρότησης της, που εξάλλου πήρε το όνομα Συνέλευση, τον προάγγελο της Συντακτικής που συνέταξε το σχέδιο του Συντάγματος. Αφέθηκε ανοικτό το θέμα για το αν ο Χάρτης θα λάβει δεσμευτική ισχύ, για τον τρόπο που αυτό θα μπορούσε να γίνει, και για το αν θα εντασσόταν το κείμενο στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.

Η Συνέλευση με τον πρόεδρο τον Ρόμαν Χέρτσοκ άρχισε τις εργασίες 17.12.1999. Το Σεπτέμβριο του 2000 οι εργασίες τελείωσαν και το σχέδιο του Χάρτη υποβλήθηκε στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου στο Μπιαρίτς, που τελικά ενεκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας στις 07.12.2000. Μετά τη Σύνοδο με την οποία λύθηκε η απόφαση για τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος με τη συγκρότηση Συντακτικής Συνέλευσης, το σχέδιο Χάρτη, που είχε υιοθετηθεί ως σαφή διακήρυξη, πέρασε στην εξουσία της Συνέλευσης αυτής. Η Συνέλευση δεν επανέφερε προς συζήτηση το περιεχόμενο του Χάρτη, αλλά επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στον τρόπο με τον οποίο θα ενσωματώνονταν στο Σύνταγμα και καλούνταν να δώσει απάντηση για την απόκτηση ή μη δεσμευτικής ισχύος του Χάρτη. Έτσι, σήμερα αποτελεί το δεύτερο μέρος του σχεδίου Συντάγματος που υποβλήθηκε στη Διακυβερνητική.

Οι αντιρρήσεις ορισμένων χωρών για την αναγκαιότητα ενός Χάρτη με δεσμευτική ισχύ ξεπεράστηκαν εν πολλοίς και γι' αυτό θεωρείται περίπου βέβαιο ότι στη Διακυβερνητική της Ρώμης το Δεκέμβριο η ενσωμάτωση του Χάρτη στον κύριο κορμό του Συντάγματος, που προτείνει η Συντακτική, θα γίνει αποδεκτή.

1.3 Πάντως, για να κλείσουμε αυτό το σύντομο κεφάλαιο της προϊστορίας δεν θα πρέπει να υποτιμούμε το ρόλο της σε βάθος συζήτηση που είχε αναπτυχθεί τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως από την Επιτροπή σοφών το 1996, που πέτυχε να περιληφθεί ο προβληματισμός για τα θεμελιώδη δικαιώματα στην πολιτική ατζέντα και στη συνέχεια από την ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του Σπύρου Σημίτη που είχε υποβάλλει το 1999 έκθεση με τίτλο: "Επιβεβαίωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Είναι καιρός για δράση". Σε αυτή την έκθεση είχε προταθεί και η ενσωμάτωση στις Συνθήκες της ΕΕ ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ακόμη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το ΕΚ υπήρξε πάντα ένθερμος οπαδός ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για τον Ευρωπαίο πολίτη. Ήδη από το 1973 είχε εκδώσει ψήφισμα για να ληφθούν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών στα κράτη μέλη κατά την ανάπτυξη του κοινοτικού δικαίου.

2.1 Η υιοθέτηση του Χάρτη αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα. Ωστόσο, τόσο για την επιστήμη όσο και για τους πολίτες εξακολουθούν να έχουν σημασία τα ερωτήματα που ετέθησαν για το αν είναι αναγκαία η υιοθέτηση ενός τέτοιου χάρτη, για το ποια η χρησιμότητά του και ακόμη, σύμφωνα με μια άλλη ποιο ακραία θέση για το αν η υιοθέτηση αντί να αποσαφηνίσει τα πράγματα μήπως δημιουργήσει κινδύνους επιπλοκής.

Το μη αναγκαίο της υιοθέτησης προτάσσεται κυρίως με βάση τη σκέψη ότι το ΔΕΚ και χωρίς το Χάρτη προσφέρει έναν ικανοποιητικό βαθμό προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης στην οποία αναφέρονται οι Συνθήκες λίγο ως πολύ περιέχει έναν πλήρη κατάλογο δικαιωμάτων.

Παράλληλα, υποστηρίχθηκε ότι η υιοθέτηση ενός Χάρτη όχι μόνο δεν σημαίνει κάποια πρόοδο στον αγώνα προστασίας των δικαιωμάτων αλλά ίσως να δημιουργούσε και περιπλοκές. Έτσι, προβάλλονται τα επιχειρήματα ότι η αποκρυστάλλωση των δικαιωμάτων σε ένα Χάρτη θα εμπόδιζε τη νομολογιακή επεξεργασία νέων δικαιωμάτων, θα οδηγούσε στην αντίληψη ότι η ΕΕ μετατρέπεται σε μια κρατική οντότητα, πράγμα το οποίο δεν είναι επιθυμητό από πολλούς. Μάλιστα για να ενισχυθεί αυτή η φοβία προσέθεταν ορισμένοι ότι με την υιοθέτηση του Χάρτη θα ενισχύονταν η αντίληψη των πολιτών ότι η ΕΕ τείνει να γίνει εξίσου επικίνδυνη στην άσκηση εξουσίας όπως και κάθε κράτος μέλος .

Ακόμα, αντιτάσσουν ότι με την υιοθέτηση του Χάρτη θα δημιουργούνταν οι βάσεις για αξιώσεις των ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην ΕΕ με περαιτέρω συνέπεια τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ πράγμα το οποίο αντιστρατεύεται στη λογική του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Εξάλλου προστίθεται ότι για μια σειρά από δικαιώματα όπως τα κοινωνικά, η κατοχύρωσή τους θα ήταν χωρίς αντίκρισμα και θα δημιουργούσαν ψευδείς προσδοκίες τις οποίες η ΕΕ δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει για πολλούς λόγους αλλά πρωτίστως από έλλειψη χρηματοδοτικής ικανότητας.

2.2 Άλλοι λοιπόν, προέβαλαν την έλλειψη χρησιμότητας. Άλλοι, μετά τη σύνταξη του σχεδίου, την έλλειψη προόδου σε σχέση με τις κατοχυρώσεις στη Σύμβαση Δικαιωμάτων της Ρώμης. Και άλλοι, θεωρούσαν το Χάρτη προοίμιο αυξημένου παρεμβατισμού από την ΕΕ.

Μπορεί καθένα από τα επιχειρήματα αυτά να έχει δόση αληθείας. Κανένα όμως δεν συλλαμβάνει την κοινοτική πραγματικότητα σε όλη την έκφρασή της και τη δυναμική που δημιουργούσε η σύνταξη ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την ενίσχυση της ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην αυξανόμενη διείσδυση της ΕΕ στις επιμέρους πολιτικές. Μερικοί βέβαια, θέλουν ακριβώς το αντίθετο, τον περιορισμό των ρόλων της ΕΕ. Όμως, αν προσχωρούσαμε σε αυτή την αντίληψη, θα κινδύνευε να μετατραπεί η Ευρώπη σε μια απλή ζώνη ελευθέρων συναλλαγών.

Πάντως, για να αμβλυνθούν οι φόβοι για την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση του Χάρτη ως εφαλτηρίου για την υφαρπαγή νέων αρμοδιοτήτων από την ΕΕ τέθηκε η ασφαλιστική δικλείδα του άρθρου 52, παρ. 2. Σύμφωνα με αυτήν ο παρών Χάρτης δεν επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν δημιουργεί καμία νέα αρμοδιότητα και κανένα νέο καθήκον για την Ένωση. Ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που καθορίζονται στα άλλα μέρη του Συντάγματος. Η ρήτρα αυτή ασφάλειας τέθηκε με τόσο αυστηρούς όρους που εύλογα μας οδηγεί να διερωτηθούμε μήπως τελικά αποδυναμώνει το περιεχόμενο πολλών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Χάρτη.

Η θετική έκβαση στο όλο εγχείρημα της υιοθέτησης του Χάρτη δεν σημαίνει ότι η υιοθέτησή του είναι άμοιρη από την πρόκληση προβλημάτων νομικών ή πολιτικών, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

3.1 Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα στην ΕΕ ένας Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει αναγνωριστεί κυρίως με τη συμβολή του ΔΕΚ η αρχή της υποχρέωσης σεβασμού εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει. Αυτός είναι ο λόγος που ορισμένοι θεώρησαν ότι για να υπάρξει προστιθέμενη αξία από την υιοθέτηση ενός Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων θα πρέπει αυτός να συνιστά μια πρόοδο σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση.

Ανεξάρτητα, όμως, από αυτήν την υπόδειξη, η νομολογιακή και μόνο αναγνώριση του σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων μερικώς μόνο καλύπτει τις ανάγκες, πρώτον γιατί πρόκειται για έμμεση αναγνώριση, στη συνέχεια γιατί γίνεται κυρίως αναφορά σε γενικές αρχές ή σε μέρος των προστατευομένων δικαιωμάτων και πάνω απ΄ όλα γιατί πρέπει κάθε φορά να αναζητούμε αυτά τα δικαιώματα από συνδυασμένες ερμηνείες πράγμα το οποίο δημιουργεί αβεβαιότητα.

3.2 Ακόμη θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι με βάση τις Συνθήκες προκύπτουν διαφορετικές νομικές δεσμεύσεις ανάλογα από το αν μια χώρα είχε προσχωρήσει σε μια διεθνή σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων πριν από την ένταξή της και μετά. Σύμφωνα με το άρθρο 307 παρ. 1 ΣΕΚ "τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προς της 1ης Ιανουαρίου 1958, ή για τα κράτη που προσχωρούν, προ της ημερομηνίας της προσχώρησής τους, μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών αφενός και ενός η περισσότερων τρίτων χωρών αφετέρου, δεν θίγονται από την παρούσα Συνθήκη".

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να προτάξει μια δέσμευση από διεθνή σύμβαση απέναντι στο κοινοτικό δίκαιο και συνεπώς, να μην είναι υποχρεωμένο να εκπληρώσει μια υποχρέωση σύμφωνα με μια θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Και όπως σωστά παρατηρήθηκε, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αντίθετες διατάξεις από ανειλημμένες διεθνείς δεσμεύσεις των κρατών μελών. Πρακτικά, λοιπόν, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απόκλιση από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου αφού ένα κράτος μέλος μπορεί να προτάξει τη δέσμευσή του από μία διεθνή σύμβαση που κατοχυρώνει δικαιώματα απέναντι στη διαφορετική λύση που δίνει το κοινοτικό δίκαιο.

Το συμπέρασμα είναι ότι το περιεχόμενο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν πρέπει να αντιβαίνει στις υφιστάμενες διεθνείς δεσμεύσεις αν θέλουμε να έχουμε ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Μερική λύση στο πρόβλημα αυτό δόθηκε με το άρθρο 52, παρ. 3, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Όσον αφορά τις προσχωρήσεις των κρατών μελών σε διεθνείς συμβάσεις προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων μετά την ένταξή τους στην ΕΕ, είτε πρόκειται για νέες συμβάσεις είτε για αναθεώρηση παλαιών συμβάσεων, περίπτωση στην οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο 307 ΣΕΚ, ένα κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανόνα του διεθνούς δικαίου θα μπορεί να προτάσσει τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο. Πρόβλημα βέβαια γεννιέται αν θα μπορεί ένα κράτος μέλος να αντισταθεί σε μια τροποποίηση των κοινοτικών Συνθηκών κατά το μέτρο που αυτή η τροποποίηση το εμποδίζει να σεβαστεί τις υποχρεώσεις του από την προσχώρηση σε μια διεθνή σύμβαση.

Όλα αυτά οδηγούν στο γενικότερο συμπέρασμα ότι για να έχουμε ομαλή εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θα πρέπει οι επιμέρους εγγυήσεις να μην υπολείπονται των προϋπαρχουσών εγγυήσεων και εν πιάσει περιπτώσει να μην ερμηνεύονται με τρόπο που να χειροτερεύουν το καθεστώς των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη.
Και στο ερώτημα αυτό, σε σχέση τουλάχιστον με τη Σύμβαση της Ρώμης, δίνεται απάντηση από το Χάρτη.

Πάντως, σε σχέση με τη Σύμβασης της Ρώμης σωστά αντιτάσσεται ότι υπάρχει μια σφαίρα σχέσεων μεταξύ Ευρωπαίων πολιτών και ΕΕ που δεν υπόκειται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης.

3.3 Θα θέσετε βέβαια το ερώτημα γιατί να μην κάνει η ΕΕ το απλούστερο που ήταν η απευθείας ενσωμάτωση της σύμβαση της Ρώμης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό υπήρξε αρνητική για πολλούς λόγους. Η σύμβαση της Ρώμης απονέμει το δικαίωμα ατομικής προσφυγής του πολίτη που στο επίπεδο της ΕΕ θα οδηγούσε σε πολλαπλασιασμό των προσφυγών στις οποίες δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί το ΔΕΚ. Εξάλλου η ΕΕ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύεται στα όργανα ελέγχου της σύμβασης ως συμβαλλόμενο μέρος. Με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα μετατρεπόταν σε υπερκείμενο δικαστήριο σε σχέση με το ΔΕΚ όταν θα καλούταν να επίλυση μια διαφορά ανάμεσα στην Κοινότητα και σε ένα κράτος μέλος. Στη συνέχεια αυτής της σκέψης θα οδηγούμασταν στην συνύπαρξη δύο δικαιοδοτικών συστημάτων και το ΔΕΚ θα έχανε την αυτονομία του.

Οι σχετικοί προβληματισμοί απασχολούσαν από παλιά την ΕΕ. Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ δόθηκε μια ενδιάμεση λύση με το άρθρο 6, προσαρμοσμένη στα κοινοτικά δεδομένα. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, δημοκρατίας, σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θεμελιωδών ελευθεριών και τους κράτους δικαίου, αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται στο σύστημα αξιών της ΕΕ, έστω κατά τρόπο γενικόλογο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο δε άρθρο 7 προβλέπεται ειδική διαδικασία ελέγχου σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων από ένα κράτος μέλος. Η διαδικασία αυτή προτάθηκε να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Αυστρίας.

Στη συνέχεια με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και μετατρέπει τη Σύμβαση σε πηγή υποχρεώσεων για την ΕΕ χωρίς όμως να την ενσωματώνει, αφήνοντας έτσι στο ΔΕΚ την κυρίαρχη εξουσία να ερμηνεύει τα δικαιώματα αυτά με τρόπο προσαρμοσμένο στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Η υιοθέτηση λοιπόν του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων από το Σύνταγμα της Ευρώπης συνιστά ένα βήμα παραπέρα σε αυτή την επιλογή γιατί η ΕΕ θα έχει και αυτή δικό της κατάλογο δικαιωμάτων με δικό της σύστημα ερμηνείας και ελέγχου, που με τον τρόπο αυτό θα περιορίζει τη διακριτική εξουσία του ΔΕΚ.

Τελικά, το σχέδιο Συντάγματος στο άρθρο 52, παρ. 3 περιέχει ειδική ρύθμιση που αποσκοπεί στο να αποτρέψει ορισμένες από τις ενδεχόμενες συγκρούσεις με τη Σύμβαση της Ρώμης. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό αναφέρει τα εξής: "Στο μέτρο που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία".

Με τη διάταξη αυτή τίθεται φραγμός στη διακριτική εξουσία του ΔΕΚ και πρακτικά, νομίζω, η Σύμβαση της Ρώμης αποτελεί το ελάχιστο όριο προστασίας. Πρόκειται για σημαντική πρόοδο, αν σκεφθεί κανείς ότι το ΔΕΚ με την προηγούμενη νομολογία του είχε μια χαλαρή αντίληψη για την προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, γιατί έδινε προτεραιότητα στην διαφύλαξη του κοινοτικού συμφέροντος. Προηγείτο η διαφύλαξη της τάξης απέναντι στη διαφύλαξη των αξιών.

Όπως σωστά παρατηρήθηκε, ενώ προηγούμενα το ΔΕΚ ενεργούσε περισσότερο ως διοικητικό δικαστήριο, τώρα από τα πράγματα θα ασκεί το δικαιοδοτικό του ρόλο περισσότερο ως συνταγματικό δικαστήριο.

4.1 Ο Χάρτης ευρωπαϊκών δικαιωμάτων που ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής από τις υπάρχουσες εγγυήσεις των εθνικών συνταγμάτων και των διεθνών συμβάσεων. Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη σύμφωνα με το άρθρο 51 ορίζεται ως ακόλουθα. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα όργανα, τους οργανισμούς και τους φορείς της Ένωσης τηρούμενης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης ή όταν ενεργούν στο πλαίσιο προβλεπομένων εξαιρέσεων από το κοινοτικό δίκαιο.

Συνεπώς το ΔΕΚ δεν θα μπορεί να κρίνει ένα εθνικό μέτρο όταν αυτό δεν συνδέεται με εφαρμογή κοινοτικής νομοθεσίας: Το ΔΕΚ θα αξιολογεί τα εθνικά μέτρα με βάση τα δικαιώματα του Χάρτη μόνο όταν εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης. Η λύση αυτή είχε δοθεί και προηγούμενα από το ΔΕΚ (υπόθεση Wachauf, 13.07.1989).

Βέβαια και ο εθνικός δικαστής θα μπορεί να αξιολογεί τα εθνικά μέτρα όταν αυτά είναι σύμφωνα με το παράγωγο δίκαιο κατά τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου, αλλά όταν η συγκεκριμένη διάταξη του κοινοτικού δικαίου είναι αντίθετη προς το Χάρτη. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να απευθύνεται στο ΔΕΚ. Πρόκειται, όπως σωστά παρατηρήθηκε, για μια εφαρμογή του μηχανισμού συνεργασίας του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ΔΕΚ και όχι για άμεση προσφυγή.

4.2 Όσον αφορά τις σχέσεις με τα εθνικά Συντάγματα, στην περίπτωση που θα υπόκειται σε κρίση ένα μέτρο που θα συνδέεται με την κοινοτική νομοθεσία και θα κρίνεται και σε σχέση με το σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Χάρτη, η παρ. 4 του άρθρου 52 του Χάρτη δίνει μια απάντηση, η οποία βέβαια, θα αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών.

Συγκεκριμένα, αυτή η διάταξη ορίζει τα ακόλουθα: "Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης αναγνωρίζει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα όπως αυτά απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών τα εν λόγω δικαιώματα ερμηνεύονται σύμφωνα με τις παραδόσεις αυτές".

Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς με τη διάταξη αυτή θέλησε να αμβλύνει τις επιφυλάξεις ορισμένων κρατών και τις φοβίες για ανατροπή των συνταγματικών τους παραδόσεων. Το ερώτημα βέβαια που μπαίνει είναι πως συμβιβάζεται η παραχώρηση αυτή για σεβασμό των εθνικών συνταγματικών παραδόσεων με την κατοχύρωση από την προηγούμενη παράγραφο της ενιαίας αντίληψης για τη Σύμβαση της Ρώμης.

5. Κλείνοντας αυτή την εισήγηση, θα ήταν παράληψη αν δεν δινόταν και μια απάντηση σε ένα ερώτημα που τίθεται συχνά και που αναφέρεται στη συμβολή του Χάρτη στην εν γένει συνταγματική μορφοποίηση της ΕΕ.

Τα Θεμελιώδη Δικαιώματα αποτελούν στα περισσότερα Συντάγματα αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου τους. Η κατοχύρωση τους είναι συνυφασμένη με την ιδιότητα του πολίτη και την προστασία τους απέναντι στην κρατική εξουσία. Η ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Σύνταγμα αποτελεί ένα βήμα παραπέρα στην αναγνώριση της ιδιότητας του Ευρωπαίου Πολίτη και στην μετάβαση από την Ευρώπη της αγοράς στην πολιτική Ευρώπη.

Ήδη, και ο απλός διακηρυχτικός χαρακτήρας που είχε μέχρι σήμερα θεωρήθηκε ότι καθιστά το Χάρτη ένα είδος soft law με μεγάλη πολιτική σημασία, αλλά και με έμμεσες νομικές συνέπειες. Πράγματι, αναγνωριζόταν ότι δύσκολα θα μπορούσαν να προωθηθούν αποφάσεις από τα κοινοτικά όργανα που θα έρχονταν σε αντίθεση με τις διακηρύξεις του Χάρτη, ενώ παράλληλα, αποτελούσε σημαντικό ερμηνευτικό εργαλείο για το ΔΕΚ. Με την απόκτηση δεσμευτικής ισχύος και την ενσωμάτωση του στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος ως ισότιμου μέρους με τις υπόλοιπες διατάξεις του επαληθεύεται ότι τίθεται ένα λιθάρι ακόμα σε αυτό, που ήθελαν να αποφύγουν πολλοί που αντιδρούσαν για την ενσωμάτωση του, στο ότι η ΕΕ μετατρέπεται σε συντεταγμένη εξουσία.