Ομιλία του καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη, ευρωβουλευτή και αντιπροέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με θέμα: "Η προοπτική ενός Συντάγματος για την Ευρώπη των 25".

Τίτλος ομιλίας: "Η αποτυχία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης".



Θεσσαλονίκη, 23.01.2004

Οι συνάδελφοι κύριοι Μανιτάκης και Κουσκουβέλης με ένα ιδιαιτέρως τεκμηριωμένο κριτικό λόγο προσπάθησαν να αναδείξουν τις αδυναμίες, αντιφάσεις, αδιέξοδα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος για τη συνταγματοποίηση της ΕΕ. Παρόλο που η δική μου προσέγγιση είναι διαφορετική, σπεύδω να διευκρινίσω ότι συμμερίζομαι τις θέσεις τους. Βέβαια, τελικά, θα τεθεί το ερώτημα πώς είναι δυνατόν διαφορετικές θέσεις να είναι ταυτόχρονα σωστές, πράγμα που θυμίζει λίγο τη λογική του Χότζα. Όμως, η πολιτική δεν είναι κουζίνα που γίνεται με μόνο ένα φαγητό.
Αλλά και γενικότερα οι ευρωσκεπτικιστές προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία, όχι μόνο γιατί προσγειώνουν τους ευρωοραματιστές, αλλά γιατί με τις θέσεις τους ανοίγουν το δρόμο για την αντιμετώπιση των κωλυμάτων στην πορεία ενοποίησης. Όμως, αν τους είχαμε ακολουθήσει κατά γράμμα, δεν θα είχαμε τη σημερινή Ευρώπη του ελεγχόμενου ανταγωνισμού με κοινές πολιτικές σε πολλά σημεία, με κοινές επιδιώξεις για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής, αλλά μια Ευρώπη ανελέητου ανταγωνισμού που στο τέλος του δρόμου καταλήγει σε συγκρούσεις, όπως έδειξε με το πρόσφατο παράδειγμα των βαλκανικών συγκρούσεων.

1. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει καταγραφεί ως ένα πρωτότυπο από πολιτική και νομική άποψη εγχείρημα για αυτό και δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τα παραδοσιακά εργαλεία. Είναι συγχρόνως και γοητευτικό και για αυτό σπεύδουν να το μιμηθούν και άλλες περιφέρειες στον πλανήτη. Το εγχείρημα αυτό γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικό από τη στιγμή που η Ευρώπη της αγοράς αποφάσισε να μετατραπεί σε πολιτική Ευρώπη. Γίνεται δε από νομική άποψη ακόμη πιο ενδιαφέρον με τη μεταφορά της ιδέας του Συντάγματος, που ιστορικά είναι συνδεδεμένη με το έθνος-κράτος, στο υπό εκκόλαψη μόρφωμα ένωσης κρατών και ένωσης λαών, που δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι παραδοσιακοί Συνταγματολόγοι πρόβαλλαν στην πρώτη γραμμή τα προβλήματα συνταγματικής τάξης που δημιουργούνται από το φιλόδοξο σχέδιο ευρωπαίων οραματιστών για τη συνταγματοποίηση της ΕΕ. Έχει δίκιο ο κ. Μανιτάκης όταν λέει ότι Σύνταγμα της Ευρώπης, χωρίς να προηγηθεί η αναγνώριση μιας ευρωπαϊκής λαϊκής κυριαρχίας, περικλείει όντως μια ασυνέπεια. Η πρόταξη του συναδέλφου Μανιτάκη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συντελείται μέσα από μια συνεχή, αδυσώπητη αλλά ειρηνική και έλλογη αντιπαράθεση με την εθνική κυριαρχία και η υπενθύμιση ότι ο διπλασιασμός της κυριαρχίας στη θέση μιας αδιαίρετης και ενιαίας κυριαρχίας, δείχνουν το δρόμο του βασικού κορμού των αναλύσεων στις οποίες καλούνται οι ερευνητές να ενσκήψουν με περισσή φροντίδα.

Συνταγματολόγοι μιας άλλης σχολής σπεύδουν να μας καθησυχάσουν. Μας λένε, ότι είτε το θέλουμε είτε όχι, η ΕΕ, κυρίως μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχ, έπαψε να δομείται με υλικά υπερεθνικής οργάνωσης και άρχισε να οικειώνεται με όλο και περισσότερο θεσμούς που πλησιάζουν στην Πολιτεία και ότι η έννοια του Συντάγματος μετεξελίσσεται και δικαίως αποκτά την ενωσιακή της λειτουργία.

Σε κάθε περίπτωση και χωρίς να θέλω να δικαιώσω τη μια ή την άλλη πλευρά οι οποιεσδήποτε αντιφάσεις δεν μπορούν να ανακόψουν τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΕΕ που συνιστά πρωτίστως πολιτικό θέμα, που περικλείει την αναζήτηση ενός οράματος, και δευτερογενώς νομικό θέμα. Αυτό το κοινό όραμα για την Ευρώπη συμπυκνώνεται σήμερα, όπως προκύπτει από τις μέχρι σήμερα ανακοινώσεις της Επιτροπής και τα πορίσματα της Συντακτικής Συνέλευσης, σε ένα μοντέλο αλληλέγγυας και βιώσιμης ανάπτυξης, που εμπεριέχει κοινές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, στην οικοδόμηση ενός μοντέλου ασφάλειας και δικαιοσύνης, με νέους τύπους δικαστικής συνεργασίας, κοινούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως η Eurojust, η Europol και η ευρωπαϊκή εισαγγελία, και στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, που η πρόσφατη κρίση του Ιράκ κατέδειξε την αναγκαιότητα της.

2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμα που εξέδωσε εκφράζει την ικανοποίηση του σχετικά με την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την δημοκρατική αναδιάταξη της Ευρώπης.

Ως τέτοια βήματα, που αποκρυπτογραφούν μια όντως περίεργη και κρυμμένη δυναμική της ΕΕ, καταγράφονται κυρίως η προώθηση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, οι βασικές αλλαγές στα θεσμικά όργανα, η νέα ενιαία δομή της ΕΕ με την κατάργηση των τριών πυλώνων, η απόκτηση νομικής προσωπικότητας και η καθιέρωση ιεραρχικής τάξης κατ' απομίμηση των πηγών του εθνικού δικαίου για τα νομοθετήματα που εκδίδει η ΕΕ, η επέκταση του κανόνα της πλειοψηφίας στις αποφάσεις του Συμβουλίου και η ουσιαστική καθιέρωση δύο ευρωπαϊκών νομοθετικών οργάνων. Θετικές είναι επίσης οι κρίσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την πρόοδο που επιτεύχθηκε ως προς την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων της ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη Μέλη, καθώς και τα νέα βήματα που έγιναν ως προς την ενίσχυση των κοινών πολιτικών.

3. Θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί από τις γραμμές αυτές η παρουσίαση του κεφαλαίου του σχεδίου Συντάγματος που αναφέρεται στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ίσως, είναι το κατεξοχήν θέμα που έχει για τους πολίτες ιδιαίτερη πρακτική σημασία, γιατί αφορά στην απόλαυση του αγαθού της ελευθερίας, στην ασφάλεια του από τις νέες μορφές εγκληματικότητας και στη δυνατότητα να έχει ευχερή πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ και αν βρίσκεται και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Είναι όμως και κατεξοχήν θέμα που ενδιαφέρει πολλούς τομείς της νομικής επιστήμης, όπως το αστικό δίκαιο, την πολιτική δικονομία, το ποινικό δίκαιο, την ποινική δικονομία και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

Ειδικότερα, με το άρθρο Ι-13 τα θέματα του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντάσσονται στις συντρέχουσες αρμοδιότητες. Αν συνεκτιμηθεί ότι καταργήθηκαν οι περίφημοι τρεις πυλώνες και ότι πολλά θέματα δικαιοσύνης κυρίως ποινικού δικαίου που ανήκαν στο τρίτο πυλώνα, δηλαδή στη διακυβερνητική μέθοδο, καταλήγουμε στο πρακτικό αποτέλεσμα ότι για τα θέματα αυτά θα έχουμε κοινοτική νομοθεσία. Οι όροι και οι προϋποθέσεις νομοθέτησης ορίζονται στο τρίτο μέρος του Συντάγματος από τα άρθρα 158 και επόμενα.

Κατά πρώτο λόγο η Ένωση αναπτύσσει πολιτική σχετικά με τους ελέγχου στα σύνορα, το άσυλο και την μετανάστευση. Εδώ εντάσσονται μέτρα, όπως κοινή πολιτική θεωρήσεων, ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα, προϋποθέσεις που οι υπήκοοι τρίτων χωρών κυκλοφορούν ελεύθερα στην Ένωση, ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών και πολλά άλλα συναφή θέματα.

Κατά δεύτερο λόγο έχουμε τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. Ευρωπαϊκός νόμος ή νόμος πλαίσιο θεσπίζει μέτρα όπως αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων και σχετικών με την εκτέλεση τους, διασυνοριακή επίδοση, συνεργασία κατά την αποδεικτική διαδικασία, υψηλό επίπεδο πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών με την προώθηση της συμβατότητας των κανόνων πολιτικής δικονομίας, ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών. Για τα θέματα οικογενειακού δικαίου που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις διευρύνθηκε το καθεστώς ομοφωνίας στο Συμβούλιο των Υπουργών.

Δικαστική συνεργασία προβλέπεται και σε ποινικές υποθέσεις. Και εδώ ο ευρωπαϊκός νόμος ή νόμος πλαίσιο μπορεί να θεσπίζει μέτρα για την αναγνώριση όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, την πρόληψη και επίλυση των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών μελών, τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ δικαστικών ή άλλων ισοδυνάμων αρχών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και εκτέλεση αποφάσεων. Προβλέπονται επίσης ελάχιστοι κανόνες για το αμοιβαίο παραδεκτό των αποδείξεων μεταξύ των κρατών μελών, για τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων σε τομείς ιδιαίτερα σοβαρή εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση. Τέλος προβλέπεται και αστυνομική συνεργασία.

Οι κύριες αντιρρήσεις που με μεγάλη πλειοψηφία εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφορούν στο ρόλο του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνδυάζεται με την κατάργηση της εκ περιτροπής προεδρίας, στη νέα σύνθεση της Επιτροπής που από τη μια μεριά δεν θα εκπροσωπείται από Επιτρόπους από όλα τα κράτη και από την άλλη θίγει τη μέχρι σήμερα συλλογική της ευθύνη, τους δισταγμούς για τον περιορισμό της αρχής της ομοφωνίας στο Συμβούλιο και την απροθυμία του σχεδίου για την ενίσχυση της πολιτικής της ΕΕ σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

Πέρα από τις αντιρρήσεις θεσμικού χαρακτήρα υπάρχουν και αντιρρήσεις με καθαρά πολιτικό χαρακτήρα που προέρχονται κυρίως από τις κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις. Η κριτική που ασκείται εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού συνταγματοποιείται, όπως και άλλες φιλελεύθερες πολιτικές. Έτσι, καταλήγουμε στο παράδοξο να συνταγματοποιούνται πολιτικές ενώ αυτές ανήκουν στην ευθύνη των κυβερνήσεων, ανάλογα με το τι κυβερνήσεις επιλέγουν οι λαοί.

Και σε αυτό το σημείο θα έλεγα ότι θα πρέπει να είμαστε λιγότερο απόλυτοι. Μπορεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός να κατοχυρώνεται με απόλυτο τρόπο, αλλά παράλληλα έχουν ενταχθεί στο Σύνταγμα και αναφορές για κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, για καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, για ισότητα μεταξύ γυναικών και αντρών, για αλληλεγγύη μεταξύ γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού. Και γενικότερα στους στόχους της ΕΕ εντάσσεται και η προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών.

Από αυτές τις διατυπώσεις, όπως και από παρόμοιες διατυπώσεις σε άλλες διατάξεις, προκύπτει ότι δεν υπάρχει νομικό κώλυμα για την προώθηση του κοινωνικού κράτους και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Το θέμα της κοινωνικής Ευρώπης παραμένει πολιτικό και δεν είναι νομικό. Αν κάποια στιγμή η πλειοψηφία των κυβερνήσεων και του ΕΚ ανήκει στην κεντροαριστερά η ΕΕ θα έχει τη δυνατότητα να λάβει πολλά μέτρα κοινωνικού περιεχομένου. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να ανατρέψει τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς. Όμως κάτι τέτοιο σε μεγάλο βαθμό ισχύει για όλα τα Συντάγματα των χωρών της Ευρώπης, τα οποία πάντα κατοχύρωναν το θεσμό της αγοράς, αλλά με ανοικτό τρόπο που επέτρεπε τους διάφορους προσανατολισμούς.

Το νέο στοιχείο που εισάγει το ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι οι άμεσες δεσμεύσεις των κρατών-μελών από την κατοχύρωση του ελεύθερου ανταγωνισμού που οδηγεί απλώς στην ανάγκη αναπροσδιορισμού των μέτρων κοινωνικής πολιτικής.

4. Αντιρρήσεις για τις επιμέρους προβλέψεις του σχεδίου Συντάγματος υπήρξαν πολλές στη Σύνοδο Κορυφής από τους πρωθυπουργούς των κρατών-μελών, αλλά όπως επαίρεται και ο προεδρεύων κατά τη σύνοδο των Βρυξελλών Ιταλός πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι, όλες, τις οποίες μάλιστα ο ίδιος ανέβαζε σε 82 τον αριθμό, διευθετήθηκαν. Το βασικό θέμα στο οποίο σκόνταψε η συμφωνία αφορούσε το σύστημα λήψης απόφασης στο Συμβούλιο για τον τρόπο προσδιορισμού της πλειοψηφίας. Πρωταγωνιστές σε αυτό υπήρξαν η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η ένταση γύρω από αυτό οφείλεται στο ότι ουσιαστικά υποκρύπτει τον βαθμό εξουσίας κάθε κράτους να επηρεάζει τις αποφάσεις ή όπως σωστά λέχθηκε, το βαθμό εξουσίας να εμποδίζει τη λήψη μιας απόφασης.

Να υπενθυμίσουμε ότι το Συμβούλιο είναι το κύριο νομοθετικό όργανο της ΕΕ παρόλο που συνομοθέτης βέβαια είναι και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, το ΕΚ δεν συνομοθετεί για όλα τα θέματα. Οι περιπτώσεις που συνομοθετεί σταδιακά αυξήθηκαν και πέρασαν στις 37 με τη συνθήκη της Νίκαιας και σε 80 με το σχέδιο Συντάγματος.

Μπορεί βέβαια η διανομή νομοθετικής εξουσίας με το ΕΚ να μην είναι ακόμα ισότιμη. Όμως, η θέση του ΕΚ, του μοναδικού οργάνου που έχει άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά. Αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη για όσους ενδιαφέρονται για τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος. Προς την ίδια κατεύθυνση, την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, θα πρέπει να εντάξουμε τη διάταξη του Συντάγματος που δίδει το δικαίωμα στο ΕΚ να εκλέγει τον πρόεδρο της Επιτροπής. Αυτό το δικαίωμα μαζί με το παράλληλο δικαίωμα του ΕΚ για έλεγχο της Επιτροπής που μπορεί να οδηγήσει και σε ανατροπή της αποτελεί ένα άνοιγμα των ευρωπαϊκών θεσμών στην αρχή του κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Στο Συμβούλιο οι ψηφοφορίες γίνονται άλλοτε με ομοφωνία και άλλοτε με αυξημένη πλειοψηφία. Με ομοφωνία αποφασίζει σε μια σειρά από περιπτώσεις που αριθμούν περίπου 57. Αυτές είναι και οι σημαντικότερες, όπως είναι τα θέματα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής προστασίας, άμυνας, φορολογίας κοκ. Στην αυξημένη πλειοψηφία υπάγονται περίπου 100 περιπτώσεις. Όταν η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία, ο τρόπος υπολογισμού των ψήφων προσδιορίζει τον βαθμό εξουσίας του κάθε κράτους. Η Συνθήκη της Νίκαιας μετά από ατέρμονες διαπραγματεύσεις καθόρισε ότι για να ληφθεί μια απόφαση, αυτή πρέπει να συγκεντρώσει το μισό αριθμό των κρατών μελών (13 στα 25) με δύο πρόσθετους όρους. Αυτά θα πρέπει να αντιστοιχούν στο 72,3% του αριθμού των ψήφων και το 62 % του πληθυσμού της Ευρώπης. Δεν αρκεί λοιπόν το ήμισυ των κρατών, δεν αρκεί αυτά να αντιστοιχούν στο 62% του πληθυσμού, αλλά πρέπει να αντιστοιχούν και στο 72,3% του αριθμού των ψήφων.

Για να γίνει κατανοητός ο τελευταίος αυτός όρος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν ισχύει η αρχή ένα κράτος μία ψήφος. Ο αριθμός των ψήφων που κατέχει ένα κράτος προσδιορίστηκε βέβαια ανάλογα με τον πληθυσμό τους, αλλά όχι με μαθηματικό τρόπο. Έτσι, οι μεγάλες χώρες Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία Βρετανία, παρά την πληθυσμιακή τους διαφορά διαθέτουν από 29 ψήφους η κάθε μια. Ο μεγάλος χαμένος ήταν η Γερμανία που ενώ έχει σημαντική πληθυσμιακή υπεροχή από τις άλλες περιορίστηκε η δύναμή της. Οι δύο χώρες, που δημιούργησαν το πρόβλημα στις Βρυξέλλες, έλαβαν από 27 ψήφους παρόλο ότι πληθυσμιακά υστερούσαν κατά πολύ από τις άλλες χώρες.

Το πολύπλοκο αυτό σύστημα θέλησε να καταργήσει το σχέδιο Συντάγματος που καθιέρωσε αντί την τριπλή πλειοψηφία την διπλή πλειοψηφία δηλαδή την πλειοψηφία των κρατών μελών που εκπροσωπούν το 60% των πληθυσμών. Έφυγε λοιπόν η διάκριση των ψήφων. Αυτό το σύστημα που είναι και απλό και λειτουργικό συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση της Ισπανίας και της Πολωνίας, γιατί κατά αποτέλεσμα μείωνε την εξουσία τους να θέτουν φραγμούς στη λήψη μιας απόφασης. Οι δύο χώρες χάνουν το status των μεγάλων χωρών που θα τους έδινε αυξημένη εξουσία μπλοκαρίσματος αποφάσεων.

Η πολιτική συνέπεια της αλλαγής του συστήματος δεν περιορίζεται μόνο στη μείωση της επιρροής της Ισπανίας και της Πολωνίας, αλλά περιέχει και κάτι πολύ σημαντικότερο. Αν παρέμενε το σύστημα της Νίκαιας μικρές μειοψηφίες θα μπορούσαν να μπλοκάρουν τη λήψη της απόφασης. Με βάση μαθηματικούς υπολογισμούς που έγιναν μόνο για το 2% των ψήφων εξασφαλιζόταν η λήψη απόφασης. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς αυτό οδηγεί σε παράλυση του συστήματος λειτουργίας της ΕΕ.

Ως προς την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος από τη στιγμή που δόθηκε το δικαίωμα στο ΝΑΤΟ να δίδει ή να μη δίδει το πράσινο φως σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία σε θέματα άμυνας ή εξωτερικής δράσης. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα μέλη της ΕΕ είναι και μέλη της ΝΑΤΟ αφήνει πολύ μικρά περιθώρια για μία αυτονομίας της Ευρώπης στα θέματα άμυνας. Βέβαια, σύμφωνα με το σχέδιο Συντάγματος, άρθρο Ι-40, ειδικά για τον τομέα της άμυνας προβλέπει τη δυνατότητα για τα κράτη-μέλη που πληρούν υψηλότερα κριτήρια στρατιωτικών δαπανών και έχουν αναλάβει μεταξύ τους δεσμευτικότερες υποχρεώσεις για την πραγματοποίηση των πλέον απαιτητικών αποστολών, να θεσμοθετούν διαρθρωμένη συνεργασία στο πλαίσιο της Ένωσης.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο I-43, η ΕΕ και για άλλα θέματα και συγκεκριμένα για τους τομείς που δεν έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, τα κράτη-μέλη μπορούν να καθιερώσουν μεταξύ τους ενισχυμένη συνεργασία, με απόφαση του Συμβουλίου και έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αυτή επιτρέπει στα κράτη που επιθυμούν να προχωρήσουν πιο γρήγορα σε κοινές πολιτικές. Αλλά οι περιορισμοί που τίθενται δυσκολεύουν ένα παρόμοιο εγχείρημα. Για να προχωρήσουν ορισμένα κράτη σε ενισχυμένη συνεργασία απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία και με την προϋπόθεση ότι θέλει να συμμετάσχουν 8 τουλάχιστον μέλη.

Όσον αφορά τα λοιπά κρίσιμα σημεία του Συντάγματος, τα αποτελέσματα των εργασιών της Διακυβερνητικής μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: δεν θα ισχύσει η διχοτόμηση του Συμβουλίου σε Συμβούλιο νομοθετικού και μη νομοθετικού έργου, αλλά κάθε σύνθεση του Συμβουλίου θα έχει νομοθετική αρμοδιότητα. Ακόμη, διαμορφώθηκε η πλειοψηφία που προβλέπει σύστημα ομαδικής προεδρίας, τριμελών ομάδων θητείας 18 μηνών. Οι συνθέσεις του Συμβουλίου θα κατανέμονται ισότιμα ανάμεσα στα κράτη μέλη της ομάδος για όλη τη διάρκεια της θητείας ενώ για το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων τα κράτη μέλη θα εναλλάσσονται ανά εξάμηνο.

Για τον Υπουργό Εξωτερικών της Ένωσης, υπάρχει συμφωνία με την προσθήκη διάταξης που ορίζει ότι ο ΥΠ.ΕΞ. παραιτείται από τη θέση του αν αυτό ζητηθεί από τον Πρόεδρο της ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ακόμη με την προσθήκη διάταξης που προβλέπει ότι όταν το ΕΚ ψηφίσει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής ο ΥΠ.ΕΞ. παραιτείται από αυτήν.

Για τη σύνθεση της Επιτροπής επικρατεί η άποψη για τη διατήρηση της αρχής ένας Επίτροπος ανά κράτος μέλος. Για το πρόβλημα που δημιουργείται σε αυτήν την περίπτωση σχετικά με την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας μιας Επιτροπής με 25 Επιτρόπους εκφράστηκε η θέση ότι αυτό μπορεί να ληφθεί με τη σωστή εσωτερική της οργάνωση.

Μεγάλη διάσταση απόψεων υπάρχει σχετικά με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας. Ένα μεγάλο μέρος κρατών, μεταξύ των οποίων και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν επιθυμεί την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας σε θέματα φορολογίας, δικαστικής και ποινικής συνεργασίας, κοινωνικής ασφάλισης, ιδίων πόρων και δημοσιονομικών αλλαγών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμπίπτουν οι θέσεις τους για τα ίδια θέματα. Η Ελλάδα είναι υπέρ της διατήρησης των διατάξεων του Συντάγματος.

Στα θέματα της κοινής ασφάλειας και άμυνας η Φιλανδία και η Σουηδία θεωρούν αμφίβολη την αποτελεσματικότητα της ρήτρας αμοιβαίας άμυνας λόγω των περιορισμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων. Η Πολωνία και οι βαλτικές χώρες υπογράμμισαν την ανάγκη να μην υπονομευτεί ο ρόλος του ΝΑΤΟ με τις μορφές στενότερης συνεργασίας που προβλέπει το σχέδιο Συνθήκης του Συντάγματος. Οι Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ελλάδα τάχτηκαν υπέρ των νέων στοιχείων που εισάγει το νέο σχέδιο Συνθήκης του Συντάγματος.

Οι θέσεις του κ. Παπανδρέου απέναντι στις αντιπροσωπείες που εξέφρασαν επιφυλάξεις ήταν οι ακόλουθες: κατά πρώτο λόγο υποστήριξε ότι οι περιορισμένες στρατιωτικές δυνατότητες της ΕΕ δεν μειώνουν την αξία της ρήτρας της αμοιβαίας συνδρομής αφού αυτή προβλέπει και τη χρήση μη στρατιωτικών μέσων. Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ δεν διαταράσσονται αφού αυτές ρυθμίστηκαν πρόσφατα επαρκώς. Τέλος υποστήριξε, ότι οι ρυθμίσεις για την διαρθρωμένη συνεργασία δεν πρέπει να δημιουργούν ανησυχία για τον αποκλεισμό κάποιων κρατών μελών αφού η συνεργασία αυτή παραμένει ανοικτή. Εδώ, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόφαση για την καθιέρωση της διαρθρωμένης συνεργασίας θα λαμβάνεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία κατά την πρόταση της Ιταλίας. Ο κίνδυνος για αποκλεισμό προέρχεται από το γεγονός ότι η απόφαση για τη συμμετοχή ενός Κ-Μ στην ήδη λειτουργούσα διαρθρωμένη διαδικασία θα λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών που μετέχουν στη συνεργασία.

Πάντως, στη Σύνοδο Κορυφής αποφασίστηκε η δημιουργία αυτόνομης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης μέσα στο 2004, που θα λειτουργεί επικουρικά προς το ΝΑΤΟ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι τα 25 κράτη επέτρεψαν στα κράτη που επιθυμούν να προχωρήσουν στο θέμα αυτό γρηγορότερα. Αν είχε ψηφιστεί το Σύνταγμα η συμφωνία θα είχε ενταχθεί σε παράρτημα. Φόβοι εκφράζονται, μήπως τέτοιες πρωτοβουλίες στη συνέχεια εξελίσσονται εκτός των δομών της ΕΕ.

Στο ερώτημα, πού βρισκόμαστε σήμερα κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει μια σαφή απάντηση αφού η ιταλική προεδρία απέφυγε επιμελώς να καταγράψει επίσημα τα σημεία στα οποία υπήρξε συμφωνία. Εν όψει αυτής της αβεβαιότητας σε ένα φαίνεται να συμφωνούν οι περισσότεροι, ότι και αν υπάρχουν συμφωνίες σε επιμέρους θέματα αυτές έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Για όσο δεν υπάρξει συνολική αποδοχή από όλα τα κράτη μέλη για όλα τα θέματα, τίποτε δεν θεωρείτε συμφωνημένο.

Αν δεν υπάρξει τελικά συμφωνία για το Σύνταγμα, τότε ορισμένες χώρες θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν το δικαίωμα να προχωρήσουν μόνες τους σε θεσμοποίηση της πολιτικής τους συνεργασίας. Το τρένο της ΕΕ, όπως είπε και ο κ. Πρόντι δεν μπορεί να τρέχει πάντοτε με την ταχύτητα του πιο αργού βαγονιού. Ειδικά για τις χώρες της ΟΝΕ η διατήρηση του ενιαίου νομίσματος θα είναι επισφαλής, χωρίς ενδυνάμωση της πολιτικής τους συνεργασίας. Η απλή διακυβερνητική συνεργασία είναι ανεπαρκής για μια Ευρώπη της συνοχής, με αξιόπιστο πολιτικό ρόλο στη διεθνή σκηνή.

Είναι αναμφίβολο ότι η συνταγμολαγνεία την οποία καταγγέλλουν ορισμένοι δεν μπορεί να καθυποτάξει μια αντίθετη πραγματικότητα. Η ιστορία όμως δεν περιχαρακώνεται από στερεότυπα. Η συναρπαστική υπόθεση της ενωσιακής διαδικασίας υπήρξε στο παρελθόν μια ουτοπία. Σήμερα πολλοί πιστεύουμε ότι είναι ένα πολιτικό όραμα για την πραγματοποίηση του οποίου χρειάζεται η θαρραλέα συμμετοχή μας. Οι συμβολισμοί που περικλείει ένα Σύνταγμα για κοινό πεπρωμένο, για ένα πανευρωπαϊκό κράτος δικαίου μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο.