Ομιλία του καθηγητή Ι.Δ.Κουκιάδη, ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, στο πλαίσιο της διημερίδας του ΕURONEM με τίτλο:

"Κοινωνική επιχειρηματικότητα για το ευρωπαϊκό κοινωνικό επιχειρηματικό μοντέλο"

Αθήνα, 2 Απριλίου 2004

1. Εδώ και καιρό έχει περάσει στις αξίες της κοινωνίας με συνδρομή της ΕΕ το πνεύμα του επιχειρείν, η επιχειρηματικότητα. Ζητείται δηλαδή από όλη την κοινωνία να αποδεχθεί την μεγάλη προστιθέμενη αξία των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και προτρέπεται να στραφούν προς αυτές οι νέοι. Το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς νοείται μια τέτοια δραστηριότητα, που συνδέεται με την παραγωγή κέρδους να θεωρείται συγχρόνως ως μέρος της πολιτικής για την κοινωνική συνοχή και να συμβιβάζεται με τις αξίες του κοινωνικού μοντέλου;

Οι στατιστικές δείχνουν ότι αυτά δεν είναι εξ'ορισμού αντιφατικά. Αντιφατικά γίνονται από μια συγκεκριμένη προσέγγιση για το επιχειρείν. Έτσι, για παράδειγμα έχει καταδειχθεί ότι χώρες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στα ποσοστά της παραγωγικότητας τείνουν να παρουσιάζουν και την μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών ανεργίας. Σύμφωνα δε με την κοινή έκθεση του Συμβουλίου της ΕΕ το 2001 για την κοινωνική ένταξη, η επιχειρηματικότητα μπορεί να αποτελεί το βασικό μοχλό για την ανάπτυξη στις περιφέρειες που παρουσιάζουν υστέρηση, μέσω ένταξης μειονεκτούντων ατόμων στην ενεργό ζωή, και γενικότερα για τη προώθηση της κοινωνικής συνοχής.

Για να επιτύχει αυτός ο στόχος πρέπει να συλλάβουμε την επιχειρηματικότητα ως μια πολυδιάστατη έννοια. Η νέα της διάσταση, σύμφωνα με την Πράσινη βίβλο, που αναφέρεται στο θέμα της επιχειρηματικότητας στην Ευρώπη, περικλείει τη δραστηριοποίηση και ικανότητα που έχει ένα άτομο, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ενός οργανισμού, να αναγνωρίζει τις ευκαιρίες και να τις εκμεταλλεύεται προκειμένου να έχει προστιθέμενη αξία. Η επιχειρηματικότητα είναι νοοτροπία, τρόπος δημιουργίας δραστηριότητας, μέσω συνδυασμού της ανάληψης κινδύνου, της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, με τη χρηστή διαχείριση και ικανότητα προσαρμογής. Αφορά λοιπόν τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων, τις μικρές και τις μεγάλες, οικογενειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας (όπως συνεταιρισμούς, ταμεία αλληλασφάλισης, ενώσεις και ιδρύματα) αλλά ακόμα και μη κυβερνητικούς οργανισμούς. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το επιχειρείν παράγει πλούτο, θέσεις εργασίας και ποικιλία επιλογών για τους καταναλωτές.

Ειδικά για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα προωθείται όλο και περισσότερο η αντίληψη ότι για να είναι βιώσιμες πρέπει να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες προσδοκίες της κοινής γνώμης όσον αφορά τον αντίκτυπο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στην κοινωνία και το περιβάλλον. Μέσα στο πλαίσιο αυτό προωθείται και η στρατηγική για την εταιρική κοινωνική ευθύνη.

2. Λέγοντας εταιρική κοινωνική ευθύνη, σύμφωνα με ένα άλλο πράσινο βιβλίο που εξέδωσε η ΕΕ, εννοούμε την ενσωμάτωση από τις εταιρείες σε εθελοντική βάση των κοινωνικών και περιβαλλοντογικών ανησυχιών στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και στις επαφές τους με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή η ενσωμάτωση γίνεται εθελοντικά γιατί εξυπηρετεί τα ίδια τα συμφέροντα των επιχειρηματιών. Με άλλα λόγια, στο σύγχρονο επιχειρείν ενσωματώνεται η υπεύθυνη συμπεριφορά σε όλους τους τομείς, γιατί μόνο αυτή οδηγεί σε βιώσιμη επιχειρηματική επιτυχία.

Συνεπώς αποκλειστικός στόχος του επιχειρηματία δεν είναι μόνο η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η υπεύθυνη συμπεριφορά που αναγνωρίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς και από την κοινωνία, τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους κλπ. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβόνας για ανταγωνιστικότερη οικονομία της γνώσης, για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και για καλύτερη κοινωνική συνοχή περνά μέσα από το μοντέλο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Σε αυτό συμφωνούν όλοι. Και επιχειρήσεις και επενδυτές και οργανώσεις καταναλωτών. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις επιμένουν στην απόλυτα εθελοντική φύση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) χωρίς καμία ρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ, ενώ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς να αμφισβητούν πλήρως τον εθελοντικό της χαρακτήρα, προτείνουν ένα πλαίσιο που καθορίζει ελάχιστα πρότυπα και που προβλέπει κανόνες αξιολογήσεις. Αυτό είναι εύλογο γιατί δεν μπορούν οι πρακτικές της ΕΚΕ να αξιολογούνται μονόπλευρα από τις επιχειρήσεις.

Η ΕΕ με τη σειρά της πρεσβεύει την ανάγκη δημόσιας δράσης προκειμένου να προωθηθούν η κοινωνική και η περιβαλλοντική υπεύθυνη πρακτική των επιχειρήσεων, χωρίς να αμφισβητεί τον εθελοντικό χαρακτήρα. Η πρόταξη ορισμένων προδιαγραφών είναι όντως αναγκαία γιατί χωρίς ορισμένες εγγυήσεις μπορεί η προσφυγή στην ΕΚΕ να μετατραπεί από μέσο αξιόπιστης φήμης σε μέσο παραπλάνησης.

Ακόμη για να ενσωματώσουμε τα κοινωνικά και περιβαλλοντογικά δεδομένα στα ενδιαφέροντα όλων των επιχειρηματιών χρειάζεται συντονισμένη δράση από τις δημόσιες αρχές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι δημόσιες αρχές καλούνται να προωθήσουν τις κοινωνικά και περιβαλλοντογικά υπεύθυνες πρακτικές των επιχειρήσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι η έλλειψη ευαισθητοποίησης διάδοσης και υιοθέτησης των πρακτικών της ΕΚΕ οφείλονται στην έλλειψη γνώσεων σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην ΕΚΕ και την επίδοση της επιχείρησης, στην έλλειψη διδασκαλίας και κατάρτισης σχετικά με το ρόλο της ΕΚΕ, ιδίως στις εμπορικές σχολές και σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, ειδικά δε για τις ΜΜΕ στην έλλειψη πόρων. Ακόμη, υπάρχει ένα έλλειμμα διαφάνειας που προέρχεται από την έλλειψη γενικώς αποδεκτών εργαλείων για το σχεδιασμό, τη διαχείριση και την κοινοποίηση πρακτικών για την ΕΚΕ. Με μια σειρά από προτάσεις επιδιώκει να διασφαλίσει διαφάνεια στους κώδικες δεοντολογίας, τα πρότυπα διαχείρισης απέναντι στα πολύπλοκα προβλήματα που θέτουν οι σχέσεις με το προσωπικό, τους προμηθευτές και τους καταναλωτές, στη μέτρηση και επικύρωση αποτελεσμάτων και στις κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η προώθηση της υποστήριξης της ΕΚΕ από τους καταναλωτές.

3. Δεδομένο ότι το θέμα μας είναι η κοινωνική επιχειρηματικότητα για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο θα μου επιτρέψετε να πω δύο ακόμα λόγια για τις ευθύνες των επιχειρήσεων για τις κοινωνικές υποθέσεις. Η ΕΚΕ συνδέεται, όπως τονίζει και η ανακοίνωση της Επιτροπής, με μια μεγάλη ομάδα κοινωνικών υποθέσεων, όπως η προώθηση της ποιοτικής απασχόλησης, η δια βίου μάθηση, η πληροφόρηση και συμμετοχή των εργαζομένων, η ισότητα των ευκαιριών, η ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες, η πρόβλεψη της βιομηχανικής αλλαγής και η αναδιάρθρωση.

Στο έγγραφο της Επιτροπής "πρόληψη και διαχείριση της αλλαγής: μια δυναμική προσέγγιση των κοινωνικών απόψεων της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων", η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο σωστός συνυπολογισμός και η αντιμετώπιση του κοινωνικού αντίκτυπου της αναδιάρθρωσης συμβάλλει στην αποδοχή της και αυξάνει τις θετικές της δυνατότητες. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι σε μια εποχή, που όλα συναρτώνται από την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών στα νέα δεδομένα της οικονομίας, είναι λάθος να επιχειρείται η προώθηση της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων χωρίς συγκεκριμενοποίηση του περιεχομένου τους και ενός σαφούς καταμερισμού του κόστους που επιρρίπτεται σε κάθε πλευρά. Μόνο με μια τέτοια προσέγγιση θα επιταχυνθεί η προσαρμογή στην νέα οικονομία. Οι αντιστάσεις στις αναδιαρθρώσεις οφείλονται σε μεγάλο ποσοστό στο θολό τοπίο που δημιουργούν.

4. Αν τώρα θελήσουμε να εντάξουμε την πρακτική της ΕΚΕ στο σύνολο της βιομηχανικής πολιτικής και πολιτικής ανάπτυξης καταλήγουμε στο εξής ενδιαφέρον συμπέρασμα. Η μονομερής οικονομική προσέγγιση δεν μπορεί να μας δώσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επιχειρηματιών (μια χάρτα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων). Οι επιχειρηματίες για να έχουν οι δραστηριότητες τους προοπτική σε βάθος χρόνου πρέπει να γνωρίζουν και το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο. Αυτό μεταφράζεται σε νέου τύπου υποχρεώσεις και σε περιορισμούς στις τυχόν αυθαιρεσίες σε επιμέρους θέματα. Με την προσέγγιση αυτή η Ευρώπη ανθίσταται στην πλήρη αμερικανοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, μαζί με το αγροτικό μοντέλο, που εκφράζει την πολυλειτουργικότητα της γεωργίας και την κοινή πολιτική της βιομηχανίας των οπτικοακουστικών μέσων, ως απαραίτητο μέσο για την αναπαραγωγή των πολιτιστικών αξιών, αποτελεί το τρίπτυχο της επιτυχίας της και της ηγεμονίας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Θα με ρωτήσετε μετά από αυτά, η επιχείρηση είναι τελικά ένας κοινωνικός οργανισμός που αποδυναμώνεται από το βασικό της ρόλο ή είναι ένας φορέας εκμετάλλευσης διαφόρων παραγόντων και επιδίωξης κέρδους; Η απάντηση που δίδεται είναι ότι η επιχείρηση, ως φορέας παραγωγής πλούτου, από τη στιγμή που δημιουργηθεί και η αντίστοιχη συνείδηση των καταναλωτών, αποκτά με την κοινωνική επένδυση ένα ισχυρό στοιχείο διαφήμισης και εδραιώνει τη φήμη της. Κυρίως όμως η κοινωνική της επένδυση θεωρείται ως αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης έννοιας της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, έχουμε έναν εμπλουτισμό της έννοιας της ανταγωνιστικότητας με νέα στοιχεία.Με βάση τις νέες αντιλήψεις, η ανταγωνιστικότητα για τις επιχειρήσεις της Ευρώπης δεν μπορεί να στηρίζεται στην απλοϊκή αντίληψη της μείωσης του κόστους, αλλά πρέπει να προσανατολίζεται στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος και των παραγόμενων υπηρεσιών. Είναι ανταγωνιστικότητα ποιότητας.

Για να μπορέσει όμως να ενσωματώσει την ποιότητα πρέπει το σύνολο της διαδικασίας παραγωγής, της διαχείρισης, των μεθόδων εργασίας να εμπνέεται από ποιοτικά στοιχεία, χρειάζεται δηλαδή μια συνολική αντίληψη για την ποιότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε ποιότητα προϊόντος χωρίς ποιότητα στις μεθόδους διαχείρισης και στις εργασιακές σχέσεις. Όπως σωστά έχει λεχθεί, οι κοινωνικά υπεύθυνες πρωτοβουλίες των επιχειρηματιών δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που διακρίνει τη σημερινή κατανόηση της ΕΚΕ από τις πρωτοβουλίες του παρελθόντος είναι η προσπάθεια στρατηγικής διαχείρισης της και η ανάπτυξη εργαλείων για τον σκοπό αυτό.

Με τον τρόπο αυτό αναζητείται μια άλλη προσέγγιση του επιχειρείν που τοποθετεί την αρχή της διαρκούς βελτίωσης της καινοτομίας στο κέντρο των επιχειρηματικών στρατηγικών. Μια επιχείρηση για να είναι βιώσιμη πρέπει να ενθαρρύνει εργαλεία που προωθούν καινοτομικές προσεγγίσεις. Έτσι, το όλο θέμα εμπλέκεται με την προώθηση της καινοτομίας που αποτελεί το Α και το Ω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας μιας σύγχρονης επιχείρησης.

5. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να πω δύο λόγια για αυτή τη μεγάλη πρόκληση των σύγχρονων επιχειρήσεων που είναι η αναγκαιότητα ανάπτυξης επιδόσεων των επιχειρήσεων στις καινοτομίες. Η καινοτομία δεν πρέπει να την αντιλαμβάνεται κανείς με γραμμικό τρόπο και να την ταυτίζει με μόνη την επιτυχή εφαρμογή ερευνητικών αποτελεσμάτων. Μια τέτοια θεώρηση δίνει στην καινοτομία μια περιορισμένη διάσταση.

Η καινοτομία σύμφωνα με έναν περιεκτικό ορισμό που περιέχεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την πολιτική καινοτομίας, εμπεριέχει στο σύνολο της επιτυχή παραγωγή, αφομοίωση και αξιοποίηση νεωτερισμών και στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα. Και η καινοτομία λοιπόν, περικλείει κοινωνικά στοιχεία. Ο νεωτερισμός μπορεί να προκύπτει από την εφαρμογή νέας εφεύρεσης ή από την αξιοποίηση μίας ιδέας. Όμως παράλληλα πρέπει να συνδέεται με νέα επιχειρηματικά μοντέλα, με νέους τρόπους οργάνωσης της εργασίας, τη λεγόμενη οργανωτική καινοτομία, όπως η θετική προσέγγιση για τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων ούτως ώστε η οργάνωση της εργασίας να αποτελεί συλλογική πηγή καινοτομίας. Αυτή επεκτείνεται και σε νέου τύπου σχέσεων με τους καταναλωτές και την κοινωνία γενικότερα. Συνδέεται λοιπόν με μία άλλη νοοτροπία διαφορετική από αυτή που χαρακτηρίζει τις παλαιές επιχειρήσεις.

Πράγματι, η καινοτόμος επιχείρηση εξαρτάται όλο και περισσότερο από την παροχή υπηρεσιών από τρίτους, από την παροχή συμβουλών, από την ποιότητα των όρων εργασίας, από την ποιότητα των σχέσεων με τους πελάτες. Έτσι, για παράδειγμα μια επιχείρηση δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στην παραγωγή υλικών αγαθών αλλά πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή της στην παραγωγή, μετατροπή και αξιοποίηση των γνώσεων. Αυτό με τη σειρά του μεταφράζεται σε σύνδεσή της με τη δια βίου κατάρτιση, σε πολιτική για αναβάθμιση των δεξιοτήτων του προσωπικού της και σε τρόπο οργάνωσης της εργασίας που να ανταποκρίνεται και στα συμφέροντα των εργαζομένων προκειμένου και αυτοί να ενσωματωθούν στα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Για όλα αυτά χρειάζονται καινοτόμες δράσεις.

Για τον ίδιο λόγο σταδιακά οδηγούμεθα και σε έναν αναπροσανατολισμό του περιεχομένου των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει σε όλα τα επίπεδα να εργάζονται στην κατεύθυνση ενός πλαισίου, που θα διευκολύνει τον εκσυγχρονισμό στην οργάνωση εργασίας, με παράλληλο στόχο την ανάπτυξη των δεξιοτήτων όλων των ηλικιακών ομάδων και την αναβάθμιση της ποιότητας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, οι ευελιξίες που χρειάζονται οι επιχειρήσεις δεν θα ταυτίζονται μόνο με τις μονομερείς αποφάσεις των εργοδοτών αλλά θα δίνουν τη δυνατότητα για επιλογές και για τους εργαζόμενους (αμφίδρομη ευελιξία).

Θα πρέπει ακόμη μέσα από διάλογο να δούμε με νηφαλιότητα σε ποια σημεία η ακαμψία της αγοράς εξακολουθεί να αποτελεί φραγμό στην καινοτομία στην Ευρώπη και να συνδυάσουμε την πολιτική για την απασχόληση με την ικανότητα καινοτομίας. Όπως παρατηρείται στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ορισμένα κράτη έχουν ήδη να επιδείξουν επιτυχή αποτελέσματα στη σύνδεση της καινοτομίας με τη δημιουργία θέσεων εργασίας με παράλληλη αντιμετώπιση της ανασφάλειας που δημιουργείται.

Από τη στιγμή λοιπόν που γίνει κατανοητό ότι ευρωπαϊκή ευημερία κινδυνεύει, αν δεν κερδίσουμε τη μάχη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, και ότι συγχρόνως τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο μπορούν να διατηρηθούν μόνο αν αποδεχθούμε την πρόκληση αυτή, πολιτεία και κοινωνικοί εταίροι καλούνται να κάνουν τους αναγκαίους συμβιβασμούς πάνω στην νέα αντίληψη εταιρικής διαχείρισης που αναφέραμε και πιο πάνω. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η με κάθε θυσία διατήρηση υφισταμένων δομών και πρακτικών αλλά η προώθηση των αναγκαίων προσαρμογών που ταυτόχρονα θα επιτρέψουν υψηλότερες επιδόσεις στις επιχειρήσεις και αποτελεσματικότερη διαχείριση των ανασφαλειών και ανισοτήτων που προκύπτουν. Το μεγάλο έλλειμμα της σύγχρονης πολιτικής είναι το ότι επιμένει σε μια γραμμική αντιμετώπιση του σύγχρονου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για να καλύψει την αδυναμία της να βρει εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν ένα δίκτυ προστασίας αντίστοιχο σε αποτελεσματικότητα με αυτό που αντιπαράθεσε στο βιομηχανικό τρόπο παραγωγής.

Ένα νέο επιχειρηματικό περιβάλλον αναδύεται. Αυτή η αλλαγή του πρέπει να γίνει αντιληπτή από όλους. Παράλληλα, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας περνά μέσα από την αφομοίωση των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης, που για την Ευρώπη περιλαμβάνει και τις παραμέτρους του κοινωνικού μοντέλου, του οποίου, ενώ οι αξίες του παραμένουν σταθερές η εφαρμογή του ζητά νέες λύσεις