Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Δ Κουκιαδη στο πλαίσιο διαλέξεων της σειράς "τιμή Δημητρίου Ευρυγένη" στο Κέντρο Διεθνούς καί Ευρωπαικού Οικονομικού Δικαίου, με θέμα: " Οι νεότερες εξελίξεις στην ΕΕ κατά των διακρίσεων και της ξενοφοβίας"

Θεσσαλονίκη, 1 Μαρτίου 2001

Εισαγωγή

Το δικαίωμα ισότητας ανήκει στα παραδοσιακά ατομικά δικαιώματα και μαζί με το δικαίωμα ελευθερίας κατοχυρώνονται από τα Συντάγματα των ευρωπαϊκών χωρών ως θεμελιώδεις δικαιώματα. Στα νεότερα Συντάγματα συνεπικουρείται από το δικαίωμα του καθενός να συμμετέχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών θα αρκούσε για να καταστήσει μη συμβατές ενέργειες που θα εισήγαγαν αυθαίρετες διακρίσεις. Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι ακριβώς στην πράξη, κυρίως γιατί δεν υπήρχε ενιαία αντίληψη για το τι είναι αυθαίρετο κριτήριο αφού αυτές συνδέονται με την ιστορική εξέλιξη. Για αυτό χρειάστηκε να εκπονηθούν προγράμματα πολιτικής δράσης για να καθοριστεί το πεδίο των αυθαίρετων διακρίσεων και να υιοθετηθούν επιμέρους νομικά κείμενα για την νομική επένδυση αυτής της πολιτικής. Η εξέλιξη των νομοθετημάτων κατά των διακρίσεων αποτελεί επιβεβαίωση της τάσης για διαδοχική διεύρυνση των λόγων που συνιστούν αυθαίρετη μεταχείριση. Κατά δεύτερο λόγο, όπως γνωρίζουμε, με τις νεότερες εξελίξεις επεκτάθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων έτσι ώστε να καλύπτεται η προστασία και στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των πολιτών, γεγονός που επέβαλε αντίστοιχη προσαρμογή των νομοθετικών κειμένων προς την κατεύθυνση αυτή. Εκ παραλλήλου αναγνωρίστηκε η ανάγκη για τη λήψη θετικών μέτρων δράσης για την κατά αποτέλεσμα αποτροπή των μη δυσμενών διακρίσεων. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι νεότερες εξελίξεις καταπολέμησης των αυθαίρετων διακρίσεων.

Η συμβολή της έκθεσης Ευρυγένη

Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το θέμα μπήκε στην ημερησία διάταξη για πρώτη φορά το 1984 μετά την επιτυχία που σημείωσαν στις ευρωεκλογές τα ακροδεξιά κόμματα. Τότε υποβλήθηκε μια πρόταση από τη σοσιαλιστική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που την υπέγραψαν 109 βουλευτές προκειμένου να συσταθεί εξεταστική επιτροπή με αντικείμενο τη διερεύνηση της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού. Αυτή η πρόταση υπήρξε η αφορμή για τη λήψη της γνωστής απόφασης του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για σύσταση μιας τέτοιας επιτροπής προκειμένου να συντάξει έκθεση με το θέμα αυτό. Εισηγητής της οποίας υπήρξε ο αείμνηστος Ευρυγένης. Η έκθεση αυτή που έκτοτε φέρει το όνομά του και που εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί βασικό κείμενο αναφοράς, παραδόθηκε το Δεκέμβριο του 1985. Σε αυτή γίνονται συστάσεις σε μια σειρά από μέτρα για την καταπολέμηση του ρατσισμού της ξενοφοβίας και του αντισημιτισμού και προτείνει ως σημείο αφετηρίας τη σύνταξη μιας διακήρυξης από την πλευρά των ευρωπαϊκών οργάνων.

Το 1986 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και εκπρόσωποι των κρατών μελών συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου και υιοθέτησαν κοινή διακήρυξη κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Με αυτή καταδικάζονται όλες οι εκδηλώσεις μη ανοχής, εχθρότητας και χρησιμοποίησης βίας απέναντι σε ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων για λόγους διαφορετικής φυλής, θρησκείας, πολιτισμού, κοινωνικής θέσης ή εθνότητας. Επισημαίνεται ακόμη η ανάγκη να αποτραπεί ή να καταπολεμηθεί κάθε πράξη αυθαίρετης διάκρισης.

Η αναφορά στην έκθεση Ευρυγένη δεν γίνεται μόνο με αφορμή τη σημερινή μέρα απότισης τιμής στο μεγάλο εμπνευστή της αλλά και για δύο πρόσθετους ουσιαστικούς λόγους. Ο ένας, το αναφέραμε, οριοθετεί την έναρξη ενδιαφέροντος της ΕΕ στα θέματα αυτά. Ο άλλος συνδέεται με τις μεταγενέστερες εξελίξεις. Όπως σωστά αναφέρεται, αναμενόταν από την Κοινότητα δίνοντας συνέχεια στη διακήρυξη να πάρει τα αναγκαία μέτρα. Όμως η μάχη κατά του ρατσισμού χάθηκε στα επόμενα χρόνια στις ατέρμονες συζητήσεις για την έκταση αρμοδιότητας στην Κοινότητα στο θέμα αυτό και στο ανέτοιμο διαφόρων οργάνων και κρατών να αφομοιώσουν τη σημασία των προτάσεων και να το μετατρέψουν σε πολιτική. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια με πληθώρα αποφάσεων, ψηφισμάτων, διακηρύξεων που να περιστρέφονται γύρω από το θέμα αυτό χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα έως ότου φτάσουμε στη συνθήκη του Άμστερνταμ, που αποτελεί στο σημείο αυτό σταθμό για τη νομιμοποίηση της ΕΕ στον αγώνα κατά των διακρίσεων, και στις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ που βάζουν το αγώνα κατά των διακρίσεων σε στερεές νομικές βάσεις διευρύνοντας την έννοια των αυθαίρετων διακρίσεων σε πρωτόγνωρα έως σήμερα πεδία. Αυτές τις εξελίξεις θα προσπαθήσω να παρουσιάσω αφού προηγουμένως μου επιτρέψετε να πω δυο λόγια σε ορισμένα σημεία της συνεισφοράς έκθεσης Ευρυγένη.

Ο Ευρυγένης είχε να αντιμετωπίσει ανάμεσα στα άλλα θέματα τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς των όρων φασισμός, ρατσισμός, ξενοφοβία και να απαντήσει στο ερώτημα που σταματάει ο ρατσισμός και αρχίζει το δικαίωμα στη διαφορά. Για τον προσδιορισμό του φασισμού ενόψει της ποικιλίας των ορισμών θεωρεί ότι δεν πρέπει η Επιτροπή να εμπλακεί σε θεωρητικά προβλήματα που ανήκουν στη σφαίρα των πολιτικών επιστημών και να περιοριστεί σε μια έννοια που να δίδει τη δυνατότητα για την πρακτική αξιοποίησή της σε πολιτικό επίπεδο. Αποφεύγει τον σκόπελο των θεωρητικών αποχρώσεων ανάμεσα στα διάφορους φασισμούς, όπως τον εθνικοσοσιαλισμό, τον ιταλικό φασισμό, τον ισπανικό φαλλαγγισμό με τη σφραγίδα του καθολικισμού. Έτσι, την εκλαμβάνει ως έννοια γένος η οποία περικλείει μια σειρά από εναλλακτικούς όρους όπως ο εξτρεμισμός της δεξιάς, ο νεοναζισμός και ο φασισμός και καταλήγει ότι το θεμελιώδες στοιχείο του φασισμού με την τεχνική του ότου έννοια συνίσταται σε μια εθνικιστική στάση που κατ' ουσία αντιστρατεύεται τις αρχές της δημοκρατίας καθώς και σε παράλογο εκθειασμό μια συγκεκριμένης κοινότητας που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για συστηματικές διακρίσεις εις βάρος άλλων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται σε επίπεδο των ιδεών, του λόγου, της δράσεως και των στόχων.

Για τον ρατσισμό στηρίζεται στον υπάρχοντα διατυπωθέντα ορισμό από την UNESCO σύμφωνα με τον οποίο ο ρατσισμός συνίσταται σε αντικοινωνικές πεποιθήσεις και πράξεις που βασίζονται στην πλάνη ότι υπάρχουν βιολογικοί λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν τις διακρίσεις μεταξύ των φυλετικών ομάδων. Ο κοινωνικός στόχος του ρατσισμού είναι να φροντίζει ότι οι υπάρχουσες διαφορές πρέπει να παραμείνουν άθικτες προκειμένου να διατηρούνται εσαεί οι τρέχοντες σχέσεις μεταξύ των ομάδων. Με βάση τον ορισμό αυτό εντάσσει φαινόμενα όπως οι ιδεολογίες με αντίστοιχο περιεχόμενο, ομάδες που διαδίδουν τις θεωρίες αυτές ή καθεστώτα που προβαίνουν σε φυλετικούς διωγμούς καθώς και πιο εκλεπτυσμένες περιπτώσεις, όπως θεσμοποιημένες φυλετικές διακρίσεις, φανερές, έμμεσες, συγκαλυμμένες, ίχνη των οποίων μπορούμε να βρούμε στις ευρωπαϊκές χώρες και στις τρέχουσες κοινωνικές εκδηλώσεις διακρίσεων, φυλετικού, εθνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα (έκφραση προκαταλήψεων, μεροληπτικές συμπεριφορές που φθάνουν μέχρι και τη βία).

Παρόλο ότι φασισμός και ρατσισμός τέμνονται σε μεγάλο βαθμό δεν δέχεται την πλήρη ταύτιση γιατί η πολιτική πραγματικότητα είναι και εδώ πιο σύνθετη. Κάποιες μόνο θέσεις ρατσιστικών τάσεων μπορούν να παρατηρηθούν και εκεί που λείπουν οι αυταρχικές τάσεις και να εκδηλωθούν στο πλαίσιο πολιτικών σχηματισμό, ή σε κοινωνικά στρώματα που δεν μπορούν να κατηγορηθούν για φασισμό ή για αυταρχισμό.

Κατά μείζονα λόγο δέχεται ότι τα διαδεδομένα αισθήματα ξενοφοβίας που αποκαλύπτουν οι δημοσκοπήσεις στις ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλο αριθμό μεταναστών, δεν πρέπει οπωσδήποτε να αποδίδονται σε ένα αντιδημοκρατικό κοινωνικό υπόστρωμα. Έτσι, φτάνουμε στη τρίτη έννοια, την ξενοφοβία, που τη θεωρεί ως αίσθημα, μια στάση, που προηγείται του φασισμού και του ρατσισμού και η οποία μπορεί να τους προετοιμάσει το έδαφος, αλλά καθεαυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου και της καταστολής. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που καθιστά την πολιτική κατά των διακρίσεων δύσκολο εγχείρημα. Η ξενοφοβία συνδέεται με το προοδευτικό ξεπέρασμα των κλειστών κοινωνιών καθώς και με τη φάση μετεξέλιξης που διέρχεται η νομιμότητα του εθνικού κράτους που αλλάζει τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα.

Τέλος, θέλοντας να αποτρέψει τον κίνδυνο για αποδυνάμωση του φαινομένου του ρατσισμού από ένα υπερβολικά ευρύ ορισμό του, οριοθετεί τη ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι στο δικαίωμα στη διαφορά. Ο σεβασμός και η προάσπιση των παραδόσεων μιας κοινωνίας, των φυσικών και νομίμων δικαιωμάτων της δεν μπορούν να επισύρουν την υποψία για ρατσισμό, φυλετικό διαχωρισμό ή ξενοφοβία, Ακολουθεί στο σημείο αυτό το Levy Strauss σύμφωνα με το οποίο δεν πρέπει να στιγματιστούν ως ρατσιστικοί οι πολιτισμοί εκείνοι των οποίων η πίστη σε ορισμένες αξίες τους καθιστούν μερικώς ή πλήρως αδιάφορους έναντι των άλλων αξιών.

Τέλος επισημαίνει ότι στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν στοιχεία που ευνοούν τις φυλετικές διακρίσεις και τα οποία βρίσκουμε στη νομοθεσία, στη νομολογία και ίσως στην καθημερινή διοικητική πρακτική. Την κατάσταση αυτή αποδίδει ως θεσμοποιημένο φυλετικό διαχωρισμό, αρνείται όμως να την ταυτίσει με ένα κλασσικό ρατσισμό.

Οι παρατηρήσεις αυτές είναι νομίζω χρήσιμες για να κατανοήσουμε τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε η κοινότητα και τα κράτη στο να προχωρήσουν, παρά τις αρχικές διακηρύξεις και παρά το γεγονός ότι οι προσεγγίσεις του Ευρυγένη ήταν μετριοπαθείς, για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένα μέτρα. Χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια για να καταλήξουμε σε ριζοσπαστικές λύσεις απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα. Η κατάληξη αυτή δεν οφείλεται μόνο σε μια ψυχολογική ωρίμανση των κοινωνιών αλλά και σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα που επέβαλαν οι ταχείες εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης. Η αρχικώς απλή τάση για ανοικτές κοινωνίες που μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν μετατράπηκε σε ρέουσα πραγματικότητα και η ανάγκη ενδυνάμωσης του ενεργού πληθυσμού επέβαλαν σταδιακά μια πολιτική ενσωμάτωσης φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών ομάδων στο παραγωγικό σύστημα και την ανάγκη διεύρυνσης των κριτηρίων ανεπίτρεπτων διαφοροποιήσεων.

Εξελίξεις μέχρι τη Συνθήκη του Άμστερνταμ

Η πολιτική κατά του ρατσισμού συνδέθηκε με την πολιτική αύξησης του ενεργού πληθυσμού και με την πολιτική κατά των αποκλεισμών. Το 1989 το Κοινοβούλιο απαίτησε σε ένα ψήφισμά του κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας να υιοθετηθεί μια κοινοτική νομοθεσία κατά των διακρίσεων. Η πρόταση τότε απορρίφθηκε ελλείψει νομικής βάσης. Η Επιτροπή αντί για δεσμευτικούς κανόνες παρουσίασε μια ανακοίνωση που καλούσε τα κράτη μέλη να πάρουν τα αναγκαία μέτρα. Παρόλα αυτά χρειάστηκαν δύο χρόνια για να συμφωνήσει το Συμβούλιο των Υπουργών στην πρόταση (27.06.1990). Με βάση την απόφαση αυτή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1991 συνέστησε νέα Επιτροπή Έρευνας επιφορτισμένη να εξετάσει σε βάθος την άνοδο των ρατσιστικών και ξενόφοβων πεποιθήσεων. Η έκθεση που καταρτίστηκε, γνωστή ως έκθεση Φορντ, περιείχε 17 προτάσεις από μέτρα και αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις για την καταπολέμηση όλων των μορφών των διακρίσεων. Αλλά ούτε και αυτή η εισήγηση είχε καλύτερη τύχη.

Το Κοινοβούλιο επέμενε στη μάχη κατά του ρατσισμού και εκφράστηκε στη δεκαετία του 1990 πάνω στο θέμα αυτό με δύο ψηφίσματα για το ρατσισμό και τη ξενοφοβία της 20.11.1993 και 23.12.1994. Με αυτά καλεί την Επιτροπή το συντομότερο δυνατό να επεξεργαστεί οδηγία που θα προέβλεπε τρόπους ενίσχυσης νομικών μέτρων εφαρμοστέων στα κράτη μέλη που θα κάλυπταν ευρύτατους τομείς κοινωνικής δράσης. Αλλά και η τύχη αυτής της πρότασης όπως και άλλων αποφάσεων που ακολούθησαν συνόδους κορυφής δεν υπήρξε καλύτερη. Η πολιτική βούληση για λήψη δεσμευτικών κανόνων δεν υπήρχε. Ακόμη πρέπει να μνημονεύσουμε τη συμβουλευτική επιτροπή με τον τίτλο "Ρατσισμός και ξενοφοβία" γνωστή ως επιτροπή Kahn που το ενδιαφέρον της βρίσκεται στο ότι προτείνει ευθέως τροποποίηση των συνθηκών προκειμένου να υλοποιηθεί η πολιτική κατά των διακρίσεων που στηρίζεται σε φυλετικούς και εθνοτικούς λόγους. Η Επιτροπή αποδέχτηκε την πρόταση της Επιτροπής Kahn και σε ανακοίνωση της εκφράζει την πεποίθηση της την αναγκαιότητα το να δημιουργηθεί μια κοινοτική αρμοδιότητα με τη Διακυβερνητική του 1996.

Το πιο ουσιώδης μέτρο που ελήφθη εντωμεταξύ ήταν η ανακήρυξη του έτους 1997 ως ευρωπαϊκό έτος κατά του ρατσισμού και η ίδρυση του ιδίου έτους με τον κανονισμό 1035/97 ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τη μελέτη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας . Σκοπός του παρατηρητηρίου ήταν να προσφέρει στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη τις αναγκαίες πληροφορίες, αντικειμενικές και συγκρίσιμες για τα φαινόμενα του ρατσισμού, τις ξενοφοβίας και του αντισημιτισμού να μελετήσει το εύρος και την εξέλιξή τους να αναλύσει τα αίτια, συνέπειες και αποτελέσματα και να εξετάσει τα παραδείγματα καλών πρακτικών των διαφόρων χωρών. Το Παρατηρητήριο εγκαινιάστηκε στις 7 Απριλίου του 2000. Στο πλαίσιο της δράσης του δημιουργήθηκε το ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφοριών σχετικά με το ρατσισμό και τη ξενοφοβία (RAXEN), το οποίο με τη συλλογή και μεταφορά σε μια κεντρική μονάδα εθνικών και στατιστικών στοιχείων θα δημιουργήσει μια βάση δεδομένων για τη διάδοση των πληροφοριών. Το παρατηρητήριο συντάσσει ετήσια έκθεση, λεπτομερή για την κατάσταση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ευρώπη.

Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ παρεμβλήθηκε το άρθρο 6Α της ΣΕΚ (σημερινό άρθρο 13) το οποίο ορίζει ότι με την παρούσα Συνθήκη "και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχει αυτή στην Κοινότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού". Το άρθρο 13 της ΣΕΚ δίνει πλέον την αναγκαία νομική βάση για να δράσει η Κοινότητα στην πολιτική κατά των διακρίσεων με συναρμόδια και τα τρία όργανα, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή. Όμως απαιτείται ομοφωνία του Συμβουλίου ενώ η γνώμη του Κοινοβουλίου είναι συμβουλευτική γεγονός που δείχνει τις υπάρχουσες φοβίες για το θέμα. Εξάλλου, ο δυνητικός χαρακτήρας του άρθρου αποκλείει το να θεωρηθεί ότι δημιουργεί ατομικό δικαίωμα και ότι μπορεί να παράγει άμεσα αποτελέσματα.

Είναι εντυπωσιακό σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητα που έδειχναν τα κράτη μέλη σε όλη τη διάρκεια μετά την έκθεση Ευρυγένη, ότι υιοθετεί μια ευρεία αντίληψη της πολιτικής καταπολέμησης των διακρίσεων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση "αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων". Η τακτική της Κοινότητας είναι σοφή. Όταν υπάρχουν αντιστάσεις για τη ρύθμιση ενός θέματος δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια αλλά το επαναφέρει σε διάφορες άλλες φάσεις έως ότου ωριμάσουν τα πράγματα. Η διατύπωση του άρθρου 13 θεωρείται ότι περιλαμβάνει πολλούς τύπους με διαφορετικές δράσεις. Εκτείνεται από κατευθυντήριες οδηγίες και μέσα πληροφόρησης ή ακόμα και μέτρα εκπαίδευσης μέχρι την απαγόρευση οριζοντίων διακρίσεων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, υπονοεί ακόμη προγράμματα δράσης και υποστήριξης σε μειονεκτούντα άτομα με χρηματοδοτικά μέσα ή άλλα πλεονεκτήματα. Η δυνατότητα λήψης συγκεκριμένων μέτρων είναι πλέον πραγματικότητα. Ωστόσο, η φράση "μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων που η Σύμβαση παρέχει στην Κοινότητα" φαίνεται ότι συνιστά κάποιο περιορισμό. Όμως πολλοί θεωρούν ότι μέσα στο πλαίσιο της νομολογίας του ΔΕΚ για ωφέλιμη αποτελεσματικότητα και το γεγονός ότι η Συνθήκη καλύπτει όλες τις πολιτικές, αυτή δεν συνιστά σοβαρό περιορισμό.

Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής καλύπτει φυσικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα. Κατά την εγκυρότερη άποψη καλύπτει και τους αλλοδαπούς που εργάζονται νόμιμα σε μια χώρα. Πιο σημαντική όμως καινοτομία είναι ότι ενώ παραδοσιακά η απαγόρευση των διακρίσεων νοούνταν ως απαγόρευση των διακρίσεων που στηρίζονταν στη θρησκεία, τη φυλή ή το έθνος, το άρθρο 13 εισάγει νέα κριτήρια απαγορευμένων διακρίσεων που είναι οι αναπηρίες, η ηλικία και ο γενετήσιος προσανατολισμός. Πρόκειται για πραγματική καινοτομία.

Η απαγόρευση διακρίσεων που βασίζονται στις αναπηρίες όχι μόνο δεν προβλέπονταν από τις Συνθήκες αλλά και ούτε από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε διατυπωθεί η αρχή ότι η προστασία κατά διάκρισης που βασίζεται στην αναπηρία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, ενώ θεωρούνταν ως τέτοιο δικαίωμα η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ φύλων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν αυτό που σε αποφάσεις του κυρίως αυτής της 22.1.1996 είχε επισημάνει ότι το καθεστώς των ατόμων με ειδικές ανάγκες εξομοιώνεται με το καθεστώς των citoyens invisible και ότι οι διακρίσεις σε βάρος αυτών αποτελούν καθημερινή πρακτική και καλούσε τα κράτη μέλη να περάσουν στις Συνθήκες το κριτήριο αυτό στις απαγορευμένες διακρίσεις. Αντίστοιχη πολιτική είχε προταθεί στη Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική το 1994. Η συγκομιδή μετά την θέση σε ισχύει του άρθρου 13 υπήρξε πλούσια γιατί εκπονήθηκε ένα σύνολο από αποφάσεις και μέτρα που αφορούν τα άτομα αυτά.

Καινοτομία αποτελεί και το κριτήριο της ηλικίας που εισάγεται γιατί ούτε αυτό προβλεπόταν προηγουμένως. Και εδώ προηγήθηκε μια προεργασία, όπως το ψήφισμα του 1990, η θέσπιση του 1992 ως έτους για τα ηλικιωμένα άτομα και η πρόταση μέτρων προς όφελος των ηλικιωμένων ατόμων το 1994. Τα ηλικιωμένα άτομα υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις και ως προς την επαγγελματική τους ζωή και ως προς τη λοιπή τους ζωή. Το νέο μήνυμα είναι ότι μια προσαρμοσμένη συμμετοχή των ηλικιωμένων στην οικονομική ζωή αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγικότητα και την ευημερία και ότι πρέπει να ληφθούν θετικά μέτρα προκειμένου να διευκολύνεται η εργασίας τους. Άρα περιορισμοί ή εμπόδια που αφορούν την αναζήτηση απασχόλησης ή τη διαρκή εκπαίδευση ή διαφοροποιήσεις σε βάρος τους ως προς τις απολύσεις πρέπει να αναθεωρηθούν ενώ καλούνται τα κράτη να λάβουν μέτρα που να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή.

Ενδιαφέρον είναι και το τρίτο νέο κριτήριο διάκρισης που βασίζεται στο γενετήσιο προσανατολισμό. Και εδώ δεν υπήρχε παρόμοια απαγόρευση. Υπήρχε μόνο μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που στηριζόταν στην οδηγία 76/207 που έλεγε ότι η ισότητα των φύλων πρέπει να ερμηνευθεί έτσι ώστε να περιλαμβάνει και τη δυνατότητα απόλυσης εργαζομένων όταν η απόλυση δικαιολογείται από την πρόθεση του εργαζομένου να αλλάξει φύλο. Η απαγόρευση διάκρισης λόγω φύλου περιλαμβάνει και την απαγόρευση διάκρισης που οφείλεται και στην αλλαγή φύλου. (υπόθεση P contre S, Cornwall city).

Σε μια άλλη όμως υπόθεση το ΔΕΚ θεώρησε νόμιμη την άρνηση του εργοδότη, και ότι συνεπώς δεν υπάρχει αντίθεση στο παρών άρθρο 119 της ΣΕΚ και την οδηγία 75/117, να παράσχει προς όφελος προσώπου του ιδίου φύλου με τον οποίο ο εργαζόμενος διατηρούσε σταθερή σχέση, επιδόματα που θεωρούνταν μέρος του μισθού του (Liza Zacqueline Grant contre South West Trence Ltd). Το Δικαστήριο όμως μνημονεύει ότι στο πλαίσιο της Συνθήκης του Άμστερνταμ όταν αυτή θα τεθεί σε ισχύ, το Συμβούλιο θα μπορεί να πάρει μέτρα για να εξαλείψει διάφορες μορφές διακρίσεων και κυρίως αυτές που βασίζονται στο γενετήσιο προσανατολισμό. Έτσι, υποστηρίζεται ότι η παραπάνω περίπτωση μπορεί να κριθεί διαφορετικά με το σημερινό καθεστώς. Την θεωρητική επεξεργασία της απαγόρευσης αυτού του είδους της διάκρισης την βρίσκουμε στην έκθεση Roth του 1994 όπου ανέλυε με λεπτομέρειες τις διακρίσεις στις οποίες είναι θύματα οι ομοφυλόφιλοι.

Επίσης και η διάκριση που βασίζεται στη θρησκεία και τις πεποιθήσεις αναφέρεται για πρώτη φορά ρητώς στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Και εδώ προηγήθηκαν ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όπου καταδεικνύεται ο σύνδεσμος που υπάρχει στις προκαταλήψεις για τη φυλή και την ξενοφοβία και τις μορφές θρησκευτικής καταπίεσης. (ψηφίσματα 20.12.1993 και 21.11.1994)

Η τελική φάση υλοποίησης του άρθρου 13 ΣΕΚ

Όπως αναφέραμε πιο πάνω το άρθρο 13 δεν έχει άμεση εφαρμογή και συνεπώς χρειάζονται μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα προκειμένου να υλοποιηθεί στην πράξη η αρχή της απαγόρευσης κατά των διακρίσεων. Η ΕΕ αυτή τη φορά υπήρξε συνεπής και έδρασε έγκαιρα. Δύο οδηγίες που συμπληρώνονται από μια απόφαση του Συμβουλίου για πρόγραμμα δράσης συνιστά την πλούσια συγκομιδή της δραστηριότητας της ΕΕ. Η μια οδηγία γενικού περιεχομένου αναφέρεται στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των προσώπων χωρίς διακρίσεις φυλετικής ή εθνικής καταγωγής (2000/43 της 29.06.2000), η άλλη αφορά τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (2000/78 της 27.11.2000). Το νομοθετικό αυτό έργο συμπληρώνεται με την απόφαση του Συμβουλίου της 27.11.2000 (απόφαση 2000/750) σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων (2001-2006)

Η οδηγία 2000/43 εντάσσει το δικαίωμα για μη διάκριση στα θεμελιώδη δικαιώματα και θεωρεί ότι οι διακρίσεις που στηρίζονται στη φυλή και στην εθνοτική καταγωγή μπορούν να διαταράξουν τις αρχές της Ένωσης. Οι υπό διακινδύνευση σκοποί είναι το επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας η ανύψωση του επιπέδου και η ποιότητα ζωής, η οικονομική και κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη. Ακόμα προστίθεται ότι μπορεί να διακυβευτεί η ανάπτυξη του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Η αρχή της μη διάκρισης εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο για τον ιδιωτικό όσο και για το δημόσιο τομέα και αφορά εξίσου φυσικά αλλά και νομικά πρόσωπα. Καλύπτει το σύνολο των όρων πρόσβασης σε οποιασδήποτε μορφής απασχόλησης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης, των επαγγελματικό προσανατολισμό και επαγγελματική εκπαίδευση, τους όρους εργασίας, τη δυνατότητα να καταστεί κάποιος μέλος οποιουδήποτε οργανισμού, το σύνολο της κοινωνικής προστασίας, την κοινωνική ασφάλιση, την παροχή ιατρικών φροντίδων, το σύνολο των κοινωνικών παροχών, την εκπαίδευση, το σύνολο της παροχής δημοσίων υπηρεσιών περιλαμβανομένης και της παροχής κατοικίας.

Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο η καθολικότητα που διέπει την εφαρμογή του κανόνα της απαγόρευσης καθώς και η εδραίωση της αντίληψης ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν προέκταση της αρχής της ισότητας με την έννοια της απαγόρευσης των αρνητικών διακρίσεων. Δεν απαγορεύεται όμως η θετική δράση προκειμένου να συμψηφιστούν τα μειονέκτημα μιας ομάδος όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 5. Κατά τρίτο λόγο η απαγόρευση εφαρμόζεται και σε σχέση με τους υπηκόους τρίτων χωρών με επιφύλαξη τις διαφορές στη μεταχείρισης που στηρίζονται στο κριτήριο της υπηκοότητας και τις διατάξεις που αφορούν την είσοδο αλλοδαπών στη χώρα υποδοχής.

Στην δεύτερη παράγραφο της οδηγίας 2000/43 προσδιορίζονται οι έννοιες της έμμεσης και άμεσης διάκρισης που δεν απέχουν από την παραδοσιακή αντίληψη που έχουμε για αυτές, όπως διαμορφώθηκαν και στη νομολογία του ΔΕΚ. Σύμφωνα με αυτή η έννοια της ανεπίτρεπτης διάκρισης δεν προϋποθέτει πρόθεση του διακρίνοντος για αρνητική στάση (υπόθεση Flynn 237/1994). Ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην έννοια της διάκρισης εισάγεται και η παρενόχληση. Πράγματι στο άρθρο 2 παράγραφο 3 ορίζεται ότι παρενόχληση εννοείται ως μια μορφή δυσμενούς διάκρισης όταν εκδηλώνεται μια συμπεριφορά μη επιθυμητή που συνθέτεται με τη φυλή ή τη εθνοτική καταγωγή και που έχει για σκοπό ή για αποτέλεσμα να προσβάλλει την προσωπικότητα ενός προσώπου και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η έννοια της παρενόχλησης μπορεί να προσδιοριστεί από την εθνική νομοθεσία. Ακόμα εντάσσεται στην έννοια της δυσμενούς διάκρισης η εντολή για την εφαρμογή διακριτικής διαχείρισης προσώπων που συνδέεται με έναν από τους λόγους που αναφέρονται στην οδηγία.

Η οδηγία συμπληρώνεται με διατάξεις που προβλέπουν τα μέσα προσφυγής και εφαρμογής του κανόνα. Κατά πρώτο λόγο επιβάλει στα κράτη την υποχρέωση να μεριμνούν, όπως όλες οι σχετικές δικαστικές, διοικητικές και συμφιλιωτικές διαδικασίες είναι προσιτές σε όλα τα πρόσωπα, την υποχρέωση όπως οι οργανώσεις κάθε είδους που έχουν έννομο συμφέρον για το σεβασμό των σχετικών διατάξεων να μπορούν για λογαριασμό του θιγόμενου να κινούν τη σχετική διαδικασία και εκ τρίτου την υποχρέωση να παρέχουν πλήρη ενημέρωση για τις σχετικές ρυθμίσεις και μέτρα με κάθε μέσο στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Προβλέπεται ακόμη η λήψη μέτρων για να προφυλάσσει τα πρόσωπα που κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους από αντεκδίκηση και η αναστροφή του βάρους απόδειξης όταν υπάρχει τεκμήριο διάκρισης. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για το θέμα των κυρώσεων, ο προσδιορισμός των οποίων επαφίεται σε κάθε κράτος μέλος με τον περιορισμό ότι οι κυρώσεις πρέπει να είναι ανάλογες και αποτρεπτικές. Το σύστημα προστασίας συμπληρώνεται με τις υποδείξεις προς τα κράτη μέλη να προωθήσουν τον κοινωνικό διάλογο με τα θέματα αυτά, τον διάλογο των πολιτών με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις καθώς επίσης και την υποχρέωση των κρατών να καθορίσουν τους οργανισμούς παροχής βοήθειας στους ενδιαφερομένους σύνταξης εκθέσεων, διεξαγωγής ερευνών κλπ.

Η δεύτερη οδηγία είναι συμπληρωματική της πρώτης και σε ορισμένες περιπτώσεις οι δύο οδηγίες τέμνονται. Ειδικότερα, διότι έχει πεδίο εφαρμογής αποκλειστικά τον τομέα της απασχόλησης αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των υπολοίπων κριτηρίων που εμπεριέχονται στο άρθρο 13. Αφορά δηλαδή λόγους απαγορευμένων διακρίσεων που δεν αναφέρονται στην προηγούμενη όπως οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Από την παρατήρηση προκύπτει ότι έχει πιο περιορισμένο πεδίο διότι το πεδίο της δεν καλύπτει κοινωνικές παροχές από τα δημόσια συστήματα, περιλαμβάνει όμως την πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού. Έχουμε πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής αλλά πολύ μεγαλύτερο αριθμό κριτηρίων που αφορούν απαγορευμένη διάκριση. Κατά τα λοιπά η δομή που ακολουθεί και οι ρυθμίσεις που δίνει είναι λίγο ως πολύ κοινές με την προηγούμενη οδηγία.

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η ειδική μέριμνα που λαμβάνεται για την περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εκκλησιών ή άλλων ενώσεων η ιδεολογία των οποίων εργάζεται στην θρησκεία ή στις πεποιθήσεις καθώς και ειδική μέριμνα για εύλογες προσαρμογές από τον εργοδότη για τα πρόσωπα με τις ειδικές ανάγκες. Συγκεκριμένα ο εργοδότης πρέπει να αναλαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση στις θέσεις εργασίας να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση από τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν θεωρείται δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στα πλαίσια της πολιτικής ενός κράτους υπέρ ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Ο κύκλος της προστασίας που αρχίζει με νομικά μέσα κλείνει με την απόφαση του Συμβουλίου που αφορά το κοινοτικό πρόγραμμα δράσης. Αυτό προβλέπει την προώθηση μέτρων καταπολέμησης των κάθε είδους διακρίσεων που αναφέραμε και πιο πάνω με στόχους τη βελτίωση της κατανόησης των θυμάτων που έχουν σχέση με τις διακρίσεις, την ανάληψη αποτελεσματικής πρόληψης και αντιμετώπισης των διακρίσεων. Οι κοινοτικές δράσεις είναι πολλαπλής υφής. Αυτές αναφέρονται στην ανάλυση των παραγόντων που αναφέρονται στις διακρίσεις με μελέτες ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες κλπ στην διακρατική συνεργασία και προώθηση της δικτύωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην ευαισθητοποίηση των πολιτών. Το ποσό της χρηματοδότησης ανέρχεται σε 98,4 εκατομμύριο ευρώ.

Επίλογος

Οι εξελίξεις στο δίκαιο των διακρίσεων, όπως και στο σύνολο του δικαίου, αποτελούν πρωτόγνωρους ρυθμούς. Είμαστε μακριά από την εποχή του ρωμαϊκού δικαίου με τις πάγιες για αιώνες περί δικαίου αντιλήψεις. Η διεύρυνση του πεδίου των απαγορευμένων διακρίσεων δεν αντιστρατεύεται στο δικαίωμα του καθενός για την ετερότητα και δεν αποσκοπεί, όπως τουλάχιστο νομίζουν ορισμένοι, στην αμφισβήτηση της ταυτότητας μας. Αποτελεί απλώς ένα μέσο κατά του αποκλεισμού που θα επιτρέψει στις οργανωμένες κοινωνίες την ανάπτυξη τους μέσα από την συνύπαρξη.

ΠΙΣΩ