Ομιλίες

    Ομιλία του Ευρωβουλευτή καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για την επιστημονική εκδήλωση που διοργανώνει ο δικηγορικός σύλλογος με θέμα: «Ο ενιαίος νομικός χώρος στην  ΕΕ. Ζητήματα δικηγορικού ενδιαφέροντος σχετικά με τη διαδικασία της νομικής ολοκλήρωσης».

  Θεσσαλονίκη 2/06/2000

Από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέφθηκε σε νέες βάσεις η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης  που συνοπτικά εκφράζεται μερικές φορές  ως ενιαίος δικαστικός χώρος η ακριβέστερα ενιαίος νομικός χώρος που αντιπαρατίθεται πλέον στον ενιαίο οικονομικό χώρο. Συγκεκριμένα ύστερα από αίτημα των  αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων το Συμβούλιο του Κάρντιφ προχώρησε στην έκδοση ενός σχεδίου δράσης βασιζόμενο στον τίτλο IV της συνθήκης για την ΕΕ

Αυτό  εγκρίθηκε από το ΕΚ  και επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο της Κολωνίας το 1999 με την προσθήκη από αυτό της απόφασης για εκπόνηση χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων μέχρι το Δεκέμβρη του 2000. Κατά τα λοιπά καθορίστηκε ένας κατάλογος στόχων ένα μέρος του οποίου θα πραγματοποιηθεί στα δύο έτη και ένα μέρος σε πέντε έτη. Μια  ειδική συνεδρίαση στο Τάμπερε αφιερώθηκε εξολοκλήρου στη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης όπου και επισημάνθηκε ότι η σπουδαιότητα του Ευρωπαϊκού δικαστικού και ευρύτερα νομικού χώρου έχει ίση σημασία με τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς

Οι τρεις βασικοί όροι που χρησιμοποιούνται χώρος ελευθερίας, χώρος προστασίας και χώρος δικαιοσύνης έχουν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο χώρος ελευθερίας περιέχει την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων με βάση το πρότυπο του Σένγκεν και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων , καθώς και την καταπολέμηση κάθε μορφής διακριτικής μεταχείρισης Επιπλέον  εντάσσεται η διασφάλιση του συμβιβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων  Τέλος συνδέεται και με τα θέματα ασύλου και μετανάστευσης που πρακτικά σημαίνει αντιμετώπιση των τα αντίστοιχων θεμάτων με κοινοτικά μέσα μετά από χάραξη κοινοτικής πολιτικής. Ο χώρος προστασίας περιλαμβάνει την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και κυρίως της τρομοκρατίας της εμπορίας ανθρώπων των εγκλημάτων που στρέφονται κατά των παιδιών της διακίνησης ναρκωτικών, εμπορίας όπλων, διαφθοράς και απάτης. Συνακόλουθα περιλαμβάνει τη συνεργασία των κρατών μελών σε επιχειρησιακό επίπεδο Όσον αφορά τον χώρο δικαιοσύνης αυτός καλείται να διασφαλίσει του Ευρωπαίους πολίτες την ισότιμη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ δικαστικών αρχών. Καλύπτει τόσο τις αστικές υποθέσεις όσο και τις ποινικές υποθέσεις αλλά με διαφορετικό τρόπο γιατί οι πρώτες εμπίπτουν στον πρώτο πυλώνα ενώ οι δεύτερες στον τρίτο. Όλα αυτά ακούγονται κάπως συγκεχυμένα και δεν δίνουν το πραγματικό στίγμα των σημαντικών εξελίξεων που προαναγγέλλουν και που θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στο εθνικό νομικό περιβάλλον. Προτού λοιπόν ασχοληθούμε με τα συγκεκριμένα μέτρα προτάσεις που έχουν ληφθεί  πρόκειται να ληφθούν στο πλαίσιο της επιδίωξης για διαμόρφωση ενιαίου νομικού χώρου  πρέπει να συνδέσουμε τις εξελίξεις αυτές με την προϊστορία της συνεργασίας των κρατών μελών στα αντίστοιχα θέματα

                                                              Β

Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα των δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων αναπτύχθηκε σε διάφορα επίπεδα και με διάφορα μέσα όπως είναι το διμερές , το περιφερειακό , για παράδειγμα στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και το παγκόσμιο στο πλαίσιο της Ιντερπόλ και των Ηνωμένων Εθνών . Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής κοινότητας παρά το γεγονός ότι ένας από τους κύριους στόχους της συνθήκης  της Ρώμης ήταν η ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών δεν προβλέπονται νομικά μέσα η άλλα μέτρα για την διαχείριση της κινητικότητας και των συνεπειών της. Υπήρχε μόνο ένα άρθρο στη συνθήκη της Ρώμης (220 νυν 293) που έκανε μνεία με δυνατότητα απλούστευσης αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων . Όμως τα μεγάλα προβλήματα  από τις διασυνοριακές συναλλαγές την ανάμειξη πληθυσμών το οργανωμένο έγκλημα , κατέστησαν αναγκαία μια  πραγματική συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών  υποθέσεων από τη δεκαετία του 1970.

Το 1975 αρχίζει μια ειδική διακυβερνητική συνεργασία των κρατών μελών που όμως κινείται εκτός νομικού πλαισίου ευρωπαϊκής κοινότητας. Περιλαμβάνει άτυπες ανταλλαγές εμπειριών και πληροφοριών προαιρετικό τρόπο θέσπισης δικτύων, και άτυπη ίδρυση ομάδων εργασίας από υπαλλήλους κρατών μελών , για μελέτη θεμάτων τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος κτλ μετανάστευσης ,καταπολέμησης ναρκωτικών κτλ

Μετά  την ενιαία πράξη τα κράτη δημιουργούν νέες ομάδες εργασίας, πάντοτε όμως εκτός κοινοτικού πλαισίου και αυτό γιατί η νέα ώθηση στην ελεύθερη κυκλοφορία όλων των συντελεστών επέβαλλε από τη μια μεριά αντισταθμιστικά μέτρα έναντι των τρίτων χωρών και από την άλλη αυξανόμενο έλεγχο των συνεπειών από την εσωτερική διακίνηση η έλλειψη όμως νομικών βάσεων απλώς δίνει δυνατότητες για μεγαλύτερη διακυβερνητική συνεργασία. .

Οι δυσκολίες για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας ατόμων και της συνεργασίας σε θέματα δικαιοσύνης , ανάγκασε ορισμένες χώρες το 1985 να υπογράψουν συμφωνία στο Σένγκεν που συμπληρώθηκε από μια σύμβαση εφαρμογής το 1990. Και εδώ όμως χρησιμοποιήθηκε η διακυβερνητική μέθοδος που έχει σημαντικά μειονεκτήματα . Πρώτον γιατί δεν ασκεί έλεγχο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεύτερον γιατί η εφαρμογή τω συμφωνηθέντων εξαρτάται  από την κύρωση από το κάθε κράτος των συμφωνιών, που άλλοτε γίνεται πολύ καθυστερημένα και άλλοτε  καθόλου.  Ενώ οι ομάδες εργασίας δρούσαν ασυντόνιστα μεταξύ τους .Έτσι αντελήφθησαν ότι είναι αναγκαίο να ενσωματωθούν οι ομάδες εργασίες σε μια ευρύτερη νομική δομή εντός του πλαισίου της ΕΕ. Η συνθήκη για της ΕΕ το 1993(Συνθήκη του <Μάαστριχ) διοργανώνει τη συνεργασία όλων των κρατών μελών σε θέματα δικαιοσύνης σε νέα βάση προσθέτοντας ένα τρίτο πυλώνα στο κοινοτικό οικοδόμημα (τίτλος VI). Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει εννέα θέματα καινούργιου ενδιαφέροντος όπως το άσυλο, η διεύρυνση των εξωτερικών συνόρων, η μετανάστευση,  ή  καταπολέμηση των ναρκωτικών και της τοξικομανίας, η καταπολέμηση της απάτης σε διεθνές επίπεδο η συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις η, τελωνειακή και αστυνομική συνεργασία. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής οι ομάδες εργασίας απέκτησαν σύνθετη δομή αποτελούμενη από 5 επίπεδα. Επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών Επιτροπής συντονισμού, διευθυντικές ομάδες κτλ.

Το σύστημα Σένγκεν έμεινε απέξω γιατί δεν έγινε δεκτό από όλα τα κράτη μέλη. Όμως ενώ δόθηκε σημαντική προώθηση στην ενδοκοινοτική συνεργασία απεδείχθη προβληματικό το σύστημα  λήψης αποφάσεων  του 3ου πυλώνα όπου είχαν ενταχθεί τα θέματα αυτά το οποίο σύστημα ήταν εμπνευσμένο από την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Δημιουργούνταν προβλήματα για το αν ένα θέμα εμπίπτει στον τρίτο πυλώνα οπότε ήταν αδύνατη η ανάληψη δεσμευτικής δράσης ή ενέπιπτε σε θεματικές που προέβλεπαν διάφορα άρθρα της συνθήκης της ΕΕ όπως πχ το άρθρο 129 που περιλαμβάνει διατάξεις για την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Άρα δεν είχαμε ξεκάθαρη απάντηση τι υπάγεται στον τρίτο πυλώνα και πως λαμβάνονται οι αποφάσεις.

Από την άλλη προβλέπονταν τρία νομικά μέσα στον τρίτο πυλώνα μη δεσμευτικά με την παραδοσιακή έννοια του όρου και από πολλούς χαρακτηρίζονταν ως πρωτόγνωρα νομικά μέσα. Πρόκειται για την κοινή θέση που σημαίνει προσέγγιση σε ένα θέμα (ποίο είναι το πρόβλημα και ποιο το προσφορότερο μέτρο αντιμετώπισης),την κοινή δράση με την οποία εγκρίνονταν προγράμματα τελωνειακής αστυνομικής η και δικαστικής συνεργασίας και τη σύμβαση που είναι κλασσικό μέσο του διεθνούς δικαίου η οποία όμως όπως είπαμε δεν επέτρεπε την ταχεία εφαρμογή μέτρων. Αναφέρεται ότι η σύμβαση για την αστυνομική υπηρεσία (Europolo) σχεδιάστηκε το 1991 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υπεγράφη το 1995 τέθηκε σε ισχύ το 1998 και μπόρεσε να εφαρμοστεί από την 1η Ιουλίου του 1999.

Ο 3ος πυλώνας ακόμη παρά την ώθηση που ήθελε να δώσει στη συνεργασία των κρατών στον νομικό χώρο εξακολουθούσε να προσφέρει περιορισμένο ρόλο στα κοινοτικά όργανα, να μην νομιμοποιεί τον έλεγχο από το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων να αποτρέπει τον έλεγχο από το ΕΚ και να αφήνει βασικά την πρωτοβουλία στον τομέα της δικαστική συνεργασίας στα κράτη μέλη. Γι’ αυτό και οι πρόοδοι στον τομέα αυτό υπήρξαν μικρές.

 Επακολούθησε έτσι η Συνθήκη του Άμστερνταμ που επεδίωξε να ενισχύσει την συνεργασία αυτή με μεθόδους πιο αποτελεσματικές πιο δημοκρατικές και με πνεύμα ενίσχυσης της κοινοτικοποίησης των μέτρων  τέθηκε σαφής στόχος για τα προσεχή 5 χρόνια από την έναρξη ισχύος της με την οργάνωση μέτρων για έναν ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος υπάγονται σε δύο κατηγορίες: πρώτη κατηγορία είναι ο νέος τίτλος της Συνθήκης (θεωρήσεις εισόδου, άσυλο μετανάστευση και άλλες πολιτικές που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων). Οι τομείς αυτοί υπάγονται πλέον στον πρώτο πυλώνα καί στα κοινοτικά μέσα δεσμευτικής ρύθμισης όπως είναι η Οδηγία και ο Κανονισμός. Αυτό σημαίνει απλούστευση του νομικού περιβάλλοντος και διευκόλυνση της ζωής των ευρωπαίων πολιτών

Πρόκειται για πραγματική κοινοτικοποίηση της διαδικασίας έστω κι αν αυτή δεν είναι πλήρης.

Δεύτερη κατηγορία  είναι η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις με την προσθήκη της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας .Αυτές εξακολουθούν να υπάγονται στον 3ο πυλώνα ο οποίος αναδιαρθρώνεται με έμφαση στην ενίσχυση της  κοινοτικοποίησης. Πράγματι  έχουμε υποκατάσταση της κοινής δράσης από νέα νομικά  μέσο  όπως είναι η απόφαση πλαίσιο» και η «απόφαση που προσεγγίζει ως προς το πνεύμα τους την Οδηγία και τα μέσα εφαρμογής της. Επιπλέον κάθε σύμβαση μπορεί πλέον να τεθεί σε ισχύ μετά την κύρωση της από το ήμισυ των κρατών μελών που την είχαν υπογράψει γεγονός που επιταχύνει τη διαδικασία Παράλληλα η επιτροπή διαθέτει από κοινού με τα κράτη μέλη το δικαίωμα πρωτοβουλίας που καλύπτει όλους τους τομείς του 3ου πυλώνα και καθορίζει τους όρους διαβούλευσης με το ΕΚ.

Παράλληλα επιτρέπεται η ενσωμάτωση των συμφωνιών του Σένγκεν καθώς τα μέτρα που ελήφθησαν στη βάση αυτή προστίθενται  στον τίτλο  VI  έτσι πού όλες οι πρωτοβουλίες στον τομέα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων εξαρτώνται στο εξής από την ΕΕ που διευκολύνει τη χάραξη πολιτικών χαρακτηριζομένων από συνοχή σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι τα κράτη μέλη που επιθυμούν να προχωρήσουν περαιτέρω τη συνεργασία τους δεν χρειάζονται πλέον τη διακυβερνητική.

                                                     Γ 

                                         Τα ειδικότερα μέτρα

Ι Άσυλο. Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει την πρόβλεψη κανόνων διαδικασίας υποδοχής προσφύγων και αιτούντων άσυλο , πράγμα που σημαίνει διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής εφαρμογή της σύμβασης Eurodack που αναφέρεται στη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων κατανομή οικονομικής επιβάρυνσης για υποδοχή προσφύγων στρατηγική στα θέματα μετανάστευσης στην οποία εντάσσονται και οι εταιρικές σχέσεις με τις τρίτες χώρες προκειμένου να μειωθεί το ρεύμα εξόδου οικονομικών μεταναστών

ΙΙ. Μετανάστευση. Προβλέπονται κοινές διατάξεις εισόδου διαμονής –επιστροφής μεταναστών καταπολέμησης λαθρομεταναστών και αναγνώρισης δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν στην ΕΕ

ΙΙΙ .Συνεργασία στις αστικές υποθέσεις. Για τα προσεχή δύο έτη προβλέπονται α) εκσυγχρονισμός των υφισταμένων συμβάσεων, β)πρόβλεψη ρυθμίσεων για εφαρμοστέο δίκαιο σε εξωσυμβατικές ενοχές , γ)δημιουργία δικαστικού δικτύου με πρότυπο το δίκτυο που υπάρχει στον κοινοτικό τομέα. Για την 5ετία προβλέπονται ρυθμίσεις για το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο για το δίκαιο και τη δικαιοδοσία που θα ισχύει  στις περιουσιακές σχέσεις συζύγων και την κληρονομική διαδοχή , καταγραφή κανόνων πολιτικής δικονομίας με διασυνοριακές συνέπειες , μέτρα για συνεργασία δικαστηρίων για συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, μέτρα για μεσολάβηση σε οικονομικές διαφορές , σύστημα ενημέρωσης για δημιουργία δικτύου εθνικών αρχών  όλα αυτά τα μέτρα επιλέγονται και προσδιορίζονται με στόχο τη βελτίωση της νομικής ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών την ισότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων. Οι πολίτες υπογραμμίζεται ότι δεν θα πρέπει να αποθαρρύνονται να διεκδικούν τα δικαιώματα τους λόγω πολυπλοκότητας η ασυμβατότητας των νομικών συστημάτων

             Ορισμένες προτάσεις για τη συνεργασία στις αστικές υποθέσεις βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο η έχουν υλοποιηθεί.

Ετσι μπορούμε να αναφέρουμε: α) την πρόταση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της ΕΕ δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ……………..

……………..

……………..

β)την πρόταση για αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ……..

………………

………….

γ)την πρόταση για αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές…….

………………

………….

δ)αναθεώρηση σύμβασης Ρώμης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές   ενοχές…….

……….

…………

ε)βελτίωση και επιτάχυνση  των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις

………

……….

στ) Οδηγία για την καταπολέμηση πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές που ήδη πέρασε από το ΕΕ Η καθυστέρηση των πληρωμών στις συναλλαγές αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ΕΕ όπως επισημαίνει ο εισηγητής Murphy…Μια από τις 4 πτωχεύσεις οφείλεται σε καθυστερημένες πληρωμές Αυτό έχει ως συνέπεια την απώλεια 450.000 θέσεων εργασίας ετησίως. Ακόμη οι καθυστερημένες πληρωμές έχουν ως συνέπεια την απώλεια ανεξόφλητων λογαριασμών ύψους 23,6 δισεκατομμύρια  ευρώ ετησίως .

……………..

ζ)Πρόταση οδηγίας σχετική με ορισμένες πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου και εσωτερικής αγοράς………

…………

……….

η) 1που αφορά την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (τροποποιεί οδηγίες 73/239 και 88/357)Αφορά τον διακανονισμό ζημιών από τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν εκτός της χώρας προέλευσης του ζημιωθέντος. Είναι ένα πρόβλημα που δεν καλύπτεται από το σύστημα της πράσινης κάρτας Ειδικότερα πρόκειται για τις περιπτώσεις στις οποίες συμβαίνει ατύχημα στις χώρες του προσώπου που προκαλεί το ατύχημα ενώ το θύμα δεν διαμένει στο ίδιο κράτος η στις περιπτώσεις όπου το ατύχημα συμβαίνει σε τρίτο κράτος στο οποίο δεν διαμένει ούτε ο ζημιωθείς ούτε ο υπεύθυνος για το ατύχημα Κάθε χρόνο σημειώνονται περίπου 500.000 περιπτώσεις. Σκοπός της οδηγίας είναι ότι ο ασφαλιστής πρέπει να καταστεί περισσότερο προσιτός στο θύμα του ατυχήματος και προτείνονται μια σειρά από μέτρα .

                                          Δ                                                             

                         Χώρος ασφάλειας(ποινικός τομέας)

1.Αστυνομική συνεργασία ως μέρος της τελωνειακής και δικαστικής συνεργασίας

Νομική βάση τίτλος VI  της συνθήκης …………άρθρο 29/30

Επιδιώκεται η ενίσχυση διοικητικής  και επιχειρησιακής συνεργασίας ανάμεσα σε κράτη και Ιnterpol ……

ΠΙΣΩ

 

Ομιλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ  καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη σε διημερίδα για του απόδημους Μαγνησιώτες. Διοργανώνει η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας.
Τίτλος ομιλίας : Η πολιτική της ΕΕ απέναντι στους μετανάστες

    Θεσσαλονίκη , 6 Αυγούστου 2000

 

   1.Η μετανάστευση ως οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο υπόκειται, όπως και τα άλλα οικονομικά φαινόμενα, με την είσοδο μας στη νέα οικονομία  σε αρκετές διαφοροποιήσεις σε σχέση  με το φαινόμενο της μετανάστευσης, όπως τη γνωρίσαμε στην παραδοσιακή οικονομία μέχρι σήμερα.

   Η διαχείριση της μετανάστευσης αποτελούσε μέχρι σήμερα καθαρά εθνικό θέμα. Η εθνική μας πολιτική αναφέρεται κατά πρώτο λόγο στα προβλήματα των ελλήνων μεταναστών που ζουν στο εξωτερικό και στη διατήρηση των σχέσεων με την μητέρα πατρίδα, που συνθέτουν την πολιτική του αποδήμου Ελληνισμού. Κατά δεύτερο λόγο αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παλιννοστούντες και συνδέεται με την πολιτική επανένταξη τους στην ελληνική κοινωνία.

   1.2. Ως προς την πολιτική αποδήμου ελληνισμού ιστορική υπήρξε η στιγμή συγκρότησης  του ΣΑΕ που λειτουργεί εδώ και τέσσερα χρόνια με έδρα τη Θεσσαλονίκη και συνενώνει έλληνες και φιλέλληνες. Η οργάνωση αυτή αποτελεί ένα μέσο διαλόγου με τα 7 εκατομμύρια ελλήνων. Αυτό συμπληρώνεται από τα 4 περιφερειακά ΣΑΕ και από το 1999 με τη δημιουργία παγκόσμιας οργάνωσης νεολαίας .Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά για πρώτη φορά από την εποχή του μεγάλου Αλέξάνδρου, παρέχεται η δυνατότητα συνένωσης και συνεργασιών των ελλήνων της διασποράς. Ακόμη, σύμφωνα με τη διατύπωση του προέδρου Athens, «αποκτήσαμε ένα μέσον για τους ξεχασμένους Έλληνες και πρωτίστως για τους Έλληνες που ζουν στις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης». Οι δυνατότητες που δίνονται πλέον με βάση το μητροπολιτικό κέντρο και η ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής σύνδεσης των συμφερόντων της Ελλάδος με τον απόδημο ελληνισμό σε όλους τους τομείς είναι προφανείς. Το πρόσφατο φόρουμ που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη την προηγούμενη φορά υπήρξε αποκαλυπτικό ως προς το σημείο αυτό.

  1.3.Όσον αφορά την πολιτική παλιννόστησης, αυτή ανήκει σε διάφορους φορείς που πρόσφατα φαίνεται να επιδιώκουν μια πιο σφαιρική προσέγγιση. Είναι πάντως κι αυτή πολιτική εθνική γιατί απευθύνεται στην ενσωμάτωση ελλήνων μεταναστών. Γι’ αυτά τα θέματα  θα μιλήσουν οι άλλοι ομιλητές και δεν θέλω να επεκταθώ. Εγώ θα προσπαθήσω στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεση μου,  με βάση και την ιδιότητα μου ως ευρωβουλευτή, να προσεγγίσω το θέμα από μια άλλη σκοπιά, την ευρωπαϊκή.

   2. Η Ελλάδα αποτελεί μέλος της ΕΕ. Με το θεσμικό πλαίσιο που επικρατεί πλέον, η μετανάστευση μετατρέπεται σε μετακίνηση που αποτελεί δικαίωμα του κάθε έλληνα, όπως άλλωστε  και  κάθε άλλου Ευρωπαίου, για ελεύθερη μετακίνηση σε κάθε χώρα από τις δεκαπέντε, για  ελεύθερη αναζήτηση εργασίας, μισθωτής ή ανεξάρτητης ,  για ελεύθερη εγκατάσταση μιας οποιασδήποτε μορφής επιχείρησης του.

    Η αλλαγή βέβαια του χαρακτηρισμού του φαινομένου από μετανάστευση σε μετακίνηση δεν μετασχηματίζει και όλα τα προβλήματα που συνδέονται με τη μετανάστευση. Όμως κατά το μέτρο που συνδέεται με νέο θεσμικό πλαίσιο, υπερεθνικό αυτή τη φορά , δίνει νέα τροπή στα προβλήματα που συνδέονται με τη μετανάστευση,  αφού δίνει τη βάση για νέα δικαιώματα. Πράγματι έχει δημιουργηθεί ένα πλέγμα αρκετά εκτεταμένο  από κανόνες, που πολλές φορές είναι αρκετά πολύπλοκοι , που αγγίζουν λίγο έως πολύ τα σημαντικότερα προβλήματα που συναντά ο μετανάστης στον ενδο- ευρωπαϊκό χώρο.

   2.1.Υπενθυμίζω συνοπτικά την κατάργηση περιορισμών στη μετακίνηση μισθωτών και ελεύθερων εργαζομένων στο εσωτερικό της κοινότητας που επεκτάθηκε και στα μέλη της οικογένειας του και πιο πρόσφατα ακόμη και αν κάποιο μέλος δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους, -στην κατάργηση περιορισμού παραμονής του μετανάστη σε ένα κράτος -μέλος ακόμη κι όταν παύσει τη δραστηριότητα του, πράγμα που σημαίνει πως αποσυνδέεται η παραμονή από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Ακόμη μπορούμε να αναφέρουμε την κατάργηση διακρίσεων όσον αφορά απασχόληση, αμοιβή, λοιπούς όρους, δικαίωμα στέγασης καθώς και τη διασφάλιση δικαιωμάτων  κοινωνικής ασφάλισης .

   2.2. Μετά τη δημιουργία της ΟΝΕ και τη δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού χώρου το καθεστώς του μετανάστη – μετακινουμένου αποκτά νέο πρόσωπο και νέο περιεχόμενο. Η ΟΝΕ όπως ξέρουμε σημαίνει ενιαία αγορά και συνεπώς η ευρωπαϊκή αγορά οφείλει να εξομοιωθεί  με τους κανόνες που ίσχυαν προηγούμενα για την εσωτερική αγορά σε κάθε κράτος μέλος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρέχονται  διευκολύνσεις για τη μετακίνηση , που με τη σειρά τους  αυξάνουν τις μορφές προσωρινής μετανάστευσης, τη συχνότητα αλλαγής χώρας εργασίας κι ακόμη, όσον αφορά τους παλιννοστούντες υπερατλαντικούς μετανάστες,  μετατρέπουν την παλιννόστηση από καθαρά εθνικό θέμα  και σε ευρωπαϊκό  αφού ένας  που παλιννοστεί μπορεί ελεύθερα να επιλέξει αντί του ελλαδικού χώρου μια άλλη χώρα. Αυτές οι νέες δυνατότητες, όπως είναι προφανές, οδηγούν και πρέπει να οδηγήσουν και στην  τοποθέτηση της ελληνικής πολιτικής μετανάστευσης σε νέες βάσεις.

Οι νέες συνθήκες μετακίνησης στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο οδηγούν  κατά πρώτο λόγο σε ένα ενοποιητικό σύστημα όσον αφορά τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς. Άμεση συνέπεια αυτού είναι η ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων υπηρεσιών στον ελλαδικό χώρο και μετασχηματισμού του τρόπου δράσης τους. Αλλά και οι συμπεριφορές των ατόμων παίρνουν σιγά σιγά το δρόμο νέου προσανατολισμού.

  Εξάλλου σε επίπεδο ΕΕ δημιουργήθηκαν υπηρεσίες παροχής πληροφοριών που είναι γνωστές ως «Άμεση Ευρώπη» και που παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σε κάθε χώρα  με δωρεάν  ανοιχτή  τηλεφωνική γραμμή για διάφορα θέματα, για τα οποία ο Ευρωπαίος πολίτης που θέλει να μετακινηθεί ή μετακινείται αναζητεί μια απάντηση. Οι πληροφορίες αναφέρονται  σε θέματα εργασίας, σπουδών, όρων διαμονής κοκ. Για την Ελλάδα ο αριθμός  είναι  00-800-321-2254 ενώ υπάρχει και ακόμη η δυνατότητα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ηλεκτρονική διεύθυνση

 HYPERLINK mailto:mail@europe-direct.cec.eu.int 

mail@europe-direct.cec.eu.int

  καθώς επίσης ενημέρωσης μέσω του διαδικτύου σε ειδική διεύθυνση που είναι η ακόλουθη: http //europa.eu.int/europedirect.

    Σημαντική βοήθεια προσφέρει για όσους επιθυμούν να εργαστούν σε άλλη περιοχή και το δίκτυο συνεργασίας EURES, που συνδέει υπηρεσίες απασχόλησης των κρατών μελών και είναι στελεχωμένο με τους λεγόμενους  ευρωσυμβούλους,  που παρέχουν πληροφορίες όχι μόνο σ’ αυτούς που επιθυμούν να μετακινηθούν αλλά και σ’ αυτούς που αναζητούν μια διεθνή πρόσληψη. Έτσι διευκολύνεται η μετακίνηση από χώρα σε χώρα  αφού ο κάθε ενδιαφερόμενος έχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες. Πρακτικά αυτό οδηγεί  σε μια νέα αντίληψη πραγμάτων, που θέλει  τη μετανάστευση -μετακίνηση να μην  αντιμετωπίζεται πλέον ως αναγκαίο  κακό αλλά και ως βασική συνιστώσα της ενιαίας αγοράς. Γι’ αυτό και ενθαρρύνεται.

   Βέβαια αυτή η μετανάστευση αφορά λίγο έως πολύ ειδικευμένους ανθρώπους  με αποτέλεσμα  να υπάρχει μια αλλαγή στην κοινωνική σύνθεση των μεταναστών – μετακινουμένων,  αφού όπως γνωρίζουμε αυτοί κατά κύριο λόγο ήταν ανεπάγγελτοι και ανειδίκευτοι. Σε ακραία περίπτωση γίνεται λόγος  και για «μετανάστευση πολυτελείας». Αυτό και μόνο δεικνύει τις νέες προσεγγίσεις που πρέπει να επιδιώξει η εθνική πολιτική, αφού πρέπει ο ορίζοντας της πλέον να μην είναι μόνο εθνικός, πρέπει  να ενισχύει τις διεθνείς συνεργασίες και να διευκολύνει τη μετακίνηση ως μέσο άσκησης πολιτικής κατά της ανεργίας. Το δίκτυο EURES  έχει ευρωσυμβούλους και στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη  με τους οποίους μπορεί να επικοινωνήσει στα τηλεφώνα 031/ 545-929 & 554147 και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http //europa.eu.int/jobs/ eures.

   Στο πλαίσιο του ενιαίου οικονομικού χώρου και του νέου τύπου μετακινήσεων, πρέπει να αναφέρουμε και το αυξανόμενο φαινόμενο  με τη μορφή αποσπάσεων μισθωτών ή μέσω προσωρινών μορφών απασχόλησης που προσφέρει το διαδίκτυο. Η νέα γενιά εξοπλισμένη  με γνώσεις, όλο και περισσότερο θα προσανατολίζεται προς αυτή την μορφή μετακινήσεων και εδώ διαμορφώνεται μια νέα κατηγορία μεταναστών οι “μετανάστευση υπό προθεσμία” ή “κινητοί μετανάστες” .Αντίστοιχες σιγά σιγά γίνονται και οι ρυθμίσεις της ΕΕ που επιδιώκουν τη διευκόλυνση με άρση οποιουδήποτε εμποδίου, γραφειοκρατικών διατυπώσεων, επιπτώσεων στα ασφαλιστικά θέματα. κοκ.

   Τέλος θα πρέπει να αναφέρω τις νέες προτάσεις για την άρση διοικητικών ή νομοθετικών περιορισμών που ισχύουν σε κάθε χώρα  προκειμένου να αναγνωριστεί η επαγγελματική ικανότητα, και η εμπειρία στα διάφορα επαγγέλματα η άσκηση των οποίων προϋποθέτει άδεια από τη δημόσια αρχή, όπως είναι τα επαγγέλματα του φαρμακοποιού, του μηχανικού, του αρχιτέκτονα, του νοσοκόμου κοκ. Με αυτόν τον τρόπο από τη μια μεριά εξομοιώνονται οι συνθήκες άσκησης επαγγέλματος και διευκολύνεται η μετακίνηση από χώρα από σε χώρα και από την άλλη αυξάνει ο ανταγωνισμός αφού ο εγχώριος απασχολούμενος θα έχει να αντιμετωπίσει και τον Ευρωπαίο συνάδελφο του. Η παραδοσιακή προστασία που επιζητούσε ο καθένας  με τις διάφορες άδειες  μπαίνει σε νέο δρόμο και ακόμη οι ρυθμίσεις για τα κλειστά επαγγέλματα χάνουν ένα μεγάλο μέρος από την αξία τους.

   3. Η μετανάστευση έχει και μια άλλη διάσταση, που βέβαια  μπορεί να μην ενδιαφέρει εκ πρώτης όψεως άμεσα τους παλιννοστούντες στον ελλαδικό χώρο, ενδιαφέρει όμως το σύνολο των ενδο-ευρωπαίων μεταναστών και τελικά όπως θα δούμε ενδιαφέρει και την πολιτική παλιννόστησης.  Κυρίως όμως έχει γενικότερη σημασία για τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και υπ’ αυτήν την έννοια παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για τη σύνδεση της    μετανάστευσης με τα φαινόμενα του ρατσισμού  και της  ξενοφοβίας. Και τα δύο αυτά φαινόμενα σύμφωνα με το ψήφισμα του ΕΚ της 24/1999 επιδιώκουν την κατάρρευση των θεμελιωδών αξιών της δημοκρατίας  καθώς και των συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών .

    3.1.Η προϊούσα απόκτηση ισχύος από ακροδεξιά κόμματα (Δανικό κόμμα, κόμμα εθνικού μετώπου στη Γαλλία, κόμμα φιλελευθέρων του Χάιντερ στη  Αυστρία ) θεωρείται  πλέον μια μόνιμη απειλή  για το μοντέλο που επιφυλάσσει η ΕΕ για τις κοινωνίες της .Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο παρελθόν είχε με διάφορα ψηφίσματα  αποκηρύξει τα φαινόμενα ρατσισμού. Όμως η ΕΕ  δεν είχε τη νομική βάση για να προβεί στη λήψη άμεσων μέτρων .Ήδη απέκτησε αυτή τη νομική βάση με το άρθρο 13 της Συνθήκης  του Αμστερνταμ και αυτό επέτρεψε στην Επιτροπή να προωθήσει ένα σχέδιο Οδηγίας “περί της εφαρμογής ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξάρτητα από τη φυλετική ή εθνική τους  καταγωγή” .Το 1997 ανακηρύχθηκε  έτος κατά του ρατσισμού και το 1998 είχε βγει η πρώτη ανακοίνωση για σχέδια δράσης κατά του ρατσισμού. Καταπολέμηση δράσης κατά την ΕΕ δεν σημαίνει λήψη κάποιων μέτρων κατά των διακρίσεων αλλά ενσωμάτωση της πολιτικής κατά των διακρίσεων σε όλους τους τομείς της εθνικής πολιτικής,  την οικονομική, κοινωνική, την πολιτική υγείας, την εκπαιδευτική πολιτική κτλ . Αυτό είναι εύκολο να λέγεται αλλά αν κανείς δει με προσοχή τι ισχύει σήμερα στους αντίστοιχους τομείς  και πως δρουν οι διάφοροι φορείς,  θα διαπιστώσει σωρεία τέτοιων διακρίσεων .

   3.3. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε τον προηγούμενο χρόνο έδωσε και μια νέα διάσταση στην πολιτική για τη μετανάστευση, που τη συνδέει πάντοτε με την καταπολέμηση του ρατσισμού, με την πρόταση για τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε μια ενιαία πολιτική αντιμετώπισης των προσφύγων, παροχής ασύλου, στενότερης συνεργασίας υπηρεσιών καταπολέμησης του εγκλήματος όπως επιδιώκεται με τη δημιουργία της Europol και της Eurojust. Η εμπορευματοποίηση της μετανάστευσης, η ανάληψη της από το οργανωμένο έγκλημα δίνει νέες διαστάσεις  στο όλο πρόβλημα των προσφύγων, των μεταναστών  και των αναζητούντων άσυλο που μόνο με μια ενιαία πολιτική σε επίπεδο ΕΕ είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί. Όσον αφορά τον ενιαίο χώρο δικαιοσύνης που προβλέπει η απόφαση του Τάμπερε, αυτός  οδηγεί στη δημιουργία ενιαίου νομικού χώρου που για τους νομικούς σημαίνει ένα νέο ενιαίο δίκαιο εμπορικό, αστικό και δικονομικό για τις διασυνοριακές συναλλαγές. Η σημασία του για τους μετανάστες κατανοείται εύκολα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μεταφράζονται  σε διευκόλυνση πρόσβασης στα δικαστήρια, σε νέους τύπους δικογράφων γραμμένες σε όλες τις γλώσσες,  σε κοινούς κανόνες για τις οικογενειακές υποθέσεις πχ διαζύγια, διατροφή τέκνων  κπλ. Πρακτικά λοιπόν έχουμε κι εδώ μια πολιτική διευκόλυνσης  του μετακινουμένου και εξομοίωσης του με τον ιθαγενή.

   3.4.Όσον αφορά τώρα την πρόταση οδηγίας για την καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αυτή αποσκοπεί σε μια απόλυτη και καθολική άρνηση των διακρίσεων. Απαγορεύονται  όχι μόνο κάθε άμεση διάκριση, δηλαδή ρύθμιση, κριτήριο ή πρακτική ικανά να ασκήσουν επίδραση σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων, αλλά και κάθε έμμεση διάκριση, δηλαδή πρακτική που ενώ δεν εμπεριέχει στοιχεία διάκρισης , οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στη διάκριση. Η απαγόρευση είναι και καθολική όπως είπαμε γιατί καλύπτει όλους τους τομείς όπως τους τομείς  α) απασχόλησης, με την πλήρη απαγόρευση κάθε διαφοροποίησης  όχι μόνο στους  όρους απασχόλησης αλλά και στις διάφορες διαδικασίες, επιλογής, πρόσληψης, προαγωγής στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, εκπαίδευσης με απαγόρευση κάθε είδους διακρίσεων  σε όλες τις βαθμίδες , διακρίσεων για υποτροφίες καθώς και στην επαγγελματική κατάρτιση για τις  επιδοτήσεις. β) υγείας  γ) κοινωνικής ασφάλισης  δ) στέγασης  με απαγόρευση διακρίσεων στην παροχή δανείων είτε διευκολύνσεων  ε)συνόλου υπηρεσιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα  όπως διακρίσεις δανειοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διακρίσεις σε διάφορα κοινωνικά προνόμια  από τις επιδοτήσεις εισιτηρίων μέχρι οποιασδήποτε μορφής απαλλαγή.

   Σε όλα αυτά τα θέματα , δεν θεσμοθετείται μόνον η απαγόρευση των διακρίσεων αλλά προβλέπεται και η λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της ζημίας από τις διακρίσεις, μέτρων διοικητικών ή δικαστικών. Δύο προτάσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία: η μία αφορά το δικαίωμα συλλογικής εκπροσώπησης του μετανάστη, που σημαίνει ότι η προσφυγή  στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές μπορεί να  γίνεται από ένα σύλλογο και όχι ατομικώς από τον ενδιαφερόμενο, και η άλλη αφορά την αναστροφή του βάρους της απόδειξης της διάκρισης, που οι νομικοί γνωρίζουν ότι αυτό διευκολύνει στο να υπερασπιστεί τη θέση του ο επικαλούμενος μια διάκριση.

  3.5. Η πολιτική κατά της διάκρισης ως πολιτική καταπολέμησης του ρατσισμού , ανοίγει νέους ορίζοντες σε  κάθε κράτος- μέλος όσον αφορά τις αντιλήψεις και πρακτικές που κυριαρχούσαν μέχρι σήμερα  στη σχέση ημεδαπού- αλλοδαπού, δικού μας ή ξένου. Η Ευρώπη πορεύεται σε μια ανοιχτή κοινωνία  με πολυφυλετική και πολυθρησκευτική συγκρότηση και οποιαδήποτε πολιτική για τη διατήρηση παραδόσεων και της  ταυτότητας και οποιουδήποτε άλλου συναφούς, δεν μπορεί να στηριχθεί σε απαγορεύσεις ή σε πολιτικές διαφοροποίησης μεταναστών. Ακόμη η  πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών δεν μπορεί να βασίζεται σε προνομιακές μεταχειρίσεις ελλήνων μεταναστών. Μια νέα πολιτική από τα πράγματα είναι αναγκαία  που ο στόχος της πλέον θα είναι η ευρύτερη κοινωνική συνοχή με προσεγγίσεις των «διαφορετικών» με συνεργασία, αλληλεγγύη, κατανόηση. Την έλλειψη αυτών των αγαθών  περισσότερο από κάθε άλλο αισθάνθηκε περισσότερο από μια φορά ο μετανάστης. Μια νέα εποχή αρχίζει λοιπόν για τους μετανάστες με ποιοτικά στοιχεία  που πράγματι θα δικαιώσουν για πρώτη φορά την πολιτισμική παράδοση της Ευρώπης. Αυτός ο προσανατολισμός θα επιτρέψει στην Ελλάδα να προσδώσει το πραγματικό νόημα στην κληρονομιά του ελληνικού πολιτισμού, που στηριζόταν πάντοτε σε κοινωνίες ανοιχτές προς τα έξω  και στην ορθοδοξία  να ξαναβρεί τη διαταραγμένη ταυτότητα της και το δρόμο προς την οικουμενική της αποστολή.

ΠΙΣΩ

    

Ομιλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ  καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη για την εκδήλωση πολιτικού διαλόγου με θέμα: «Οι εργασιακές σχέσεις. Η ελληνική και Ευρωπαϊκή διάσταση. Η προοδευτική πρόταση.»
Τίτλος ομιλίας: «Πολιτική Απασχόλησης: Η Ευρωπαϊκή Προσέγγιση»

Θεσσαλονίκη, 12 Οκτωβρίου 2000

Α.

 Αν υπάρχει κάτι που διακρίνει αυτή την περίοδο τις χώρες της ΕΕ είναι μια πρωτόγνωρη κινητικότητα που εκφράζει την αγωνιώδη προσπάθεια τους για να μη χάσουν το τρένο για τη νέα οικονομία. Οι χώρες τις ΕΕ και η ίδια η ΕΕ αποδέχθηκαν την πρόκληση του ανταγωνισμού των ΗΠΑ. Αυτό δεικνύει ότι, σε πείσμα των όσων την κατηγορούν ότι είναι γερασμένη, έχει μεγάλα αποθέματα δυναμισμού.

Η πραγμάτωση ή μη αλλαγών δεν είναι θέμα πολιτικών επιλογών. Οι πολιτικές επιλογές αφορούν τον τρόπο προσέγγισης στη διαχείριση των αλλαγών. Η σοσιαλιστική Ευρώπη, με όλα τα αμφιλεγόμενά της, προσπαθεί να δώσει την κοινωνική διάσταση, γεγονός που είναι εμφανές σε όλα τα πρόσφατα κείμενα της, που τα διαφοροποιούν από τα κείμενα των αρχών της δεκαετίας του 1990 με κυριαρχία τότε των στοιχείων του φιλελευθερισμού.

Νέα φρασεολογία, νέοι στόχοι, νέοι μέθοδοι δράσης συνιστούν τα επιμέρους στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δράση των κοινωνικών εταίρων και εκφράζουν τη νέα πολιτική. Η εξοικείωση με αυτά και των ελλήνων πρωταγωνιστών στα θέματα πολιτικής απασχόλησης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου και η χώρα μας να παρακολουθήσει τις εξελίξεις με αποτελεσματικό τρόπο μαζί με τις άλλες χώρες.

Η σταδιακή επίτευξη στον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια ενός μακροοικονομικού πλαισίου για σταθερότητα και μεγέθυνση, θεωρείται από τις περισσότερες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις ότι δημιούργησε μια ευνοϊκή οικονομική προοπτική για την ΕΕ, που επιτρέπει την επίτευξη ορισμένων θεμελιωδών στόχων. Ένας από τους θεμελιώδης αυτούς στόχους που προσδιορίζεται και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας είναι η πλήρης απασχόληση (ποσοτική διάσταση) με καλύτερες θέσεις εργασίας (ποιοτική διάσταση) και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή (κοινωνική διάσταση). Συνεπώς, η πολιτική απασχόλησης στην ΕΕ συνδυάζει μακροοικονομικές πολιτικές που απευθύνονται στη μεγέθυνση και στη σταθερότητα, οικονομική μεταρρύθμιση που προωθεί την ανταγωνιστικότητα, και κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση που στηρίζονται σε τέσσερις άξονες που αποβλέπουν στη βελτίωση της απασχολησημότητας ή ικανότητα επαγγελματικής ένταξης, στην προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος, στην προσαρμοστικότητα και στην ισότητα των ευκαιριών. Αυτές συνιστούν τη λεγόμενη διαδικασία του Λουξεμβούργου που επιτεύχθηκε χάρη στην πρωτοβουλία των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων.

Οι αποφάσεις τις Λισσαβόνας και η διαδικασία του Λουξεμβούργου, με έντονη την ευαισθησία για την κοινωνική συνοχή και τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αποτελούν τις τελευταίες λέξεις στην ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης που βελτιώνεται κατευθυντήριες γραμμές για το έτος 2001 με την προσθήκη των λεγόμενων οριζόντιων στόχων προκειμένου να έχουμε μια πιο συνεκτική γενική στρατηγική. Αυτοί οι στόχοι αναφέρονται στον καθορισμό εθνικών στόχων  για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης που θα προκύψει από τη βελτίωση των ευκαιριών απασχόλησης και την παροχή κινήτρων σε όλους που είναι πρόθυμοι να εργαστούν.

Απευθύνονται στην κοινή ευθύνη δημοσίων αρχών, κοινωνικών εταίρων και κοινωνίας των πολιτών προκειμένου να προωθηθούν συνεκτικές στρατηγικές για τη δια βίου μάθηση με την ανάπτυξη συστημάτων αρχικής, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με προοπτική τη βελτίωση προσαρμοστικότητας και δεξιοτήτων, με την αποθάρρυνση πρόωρης εγκατάλειψης των σχολικών σπουδών, καθώς και στην προσαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών σε εθνικές πολιτικές, με καθορισμό των προτεραιοτήτων με ισορροπημένο τρόπο, με την ανάπτυξη κοινών ποιοτικών δεικτών, έτσι ώστε να αξιολογείται η πρόοδος σε όλους τους άξονες. Για τη δια βίου κατάρτιση γίνεται λόγος στο άρθρο για την κοινωνία της γνώσης. Πρέπει όμως να επαναλάβουμε και εδώ, ότι είναι τελείως αποπροσανατολιστική η καινοφανής θέση ορισμένων ότι η δια βίου κατάρτιση ισοδυναμεί με τη δια βίου ημιμάθεια. Γιατί η δια βίου κατάρτιση δεν αναπληρώνει την παραδοσιακή παιδεία αλλά την συμπληρώνει και την επεκτείνει στο μέλλον. Το σημείο στο οποίο η κριτική είναι αναγκαία αφορά την προσχηματική αξιοποίηση της δια βίου κατάρτισης για την απορρόφηση κονδυλίων. Το εγχείρημα για τη δια βίου κατάρτιση είναι από τα πλέον δυσχερή γιατί επιβάλει οριζόντιες δράσεις στα διάφορα υπουργεία και συνεργασίες για την ενσωμάτωση της πολιτικής αυτής στις νέες ανάγκες της οικονομίας. Επιβάλουν με άλλα λόγια τη ριζική αναθεώρηση εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Το πιο ενδιαφέρον από αυτή την πολιτική είναι ότι αναθέτει στους κοινωνικούς εταίρους την κύρια ευθύνη για την υλοποίηση της με τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη καλούνται να αναπτύξουν μια πλήρη εταιρική σχέση για την εφαρμογή, την παρακολούθηση και τις παρενέργειες της πολιτικής για την απασχόληση. Προηγείται συνεπώς η διαμόρφωση αυτής της σχέσης πριν από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων. Καλούνται οι κοινωνικοί εταίροι να αναπτύξουν το πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών και των στόχων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, σύμφωνα με τις δικές τους παραδόσεις και πρακτικές, τις δικές τους διαδικασίες υλοποίησης των κατευθυντηρίων γραμμών για τις οποίες, σύμφωνα πάντα με την Επιτροπή φέρουν την κύρια ευθύνη, και να εντοπίσουν τα θέματα που θα αποτελέσουν τη βάση των διαπραγματεύσεων. Ακόμη, καλούνται να υποβάλλουν εκθέσεις σε τακτικά διαστήματα σχετικά με την πρόοδο και με τον αντίκτυπο των ενεργειών τους στη λειτουργία της αγοράς απασχόλησης και εργασίας. Περαιτέρω καλούνται να διαπραγματευτούν και να συμφωνήσουν μέτρα σχετικά με την εκπλήρωση των σκοπών της δια βίου εκπαίδευσης και τη βελτίωση της επιμόρφωσης ενηλίκων, ώστε να πραγματοποιηθεί με βελτιωμένο τρόπο η προσαρμοστικότητα των εργαζομένων και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη καλούνται με τη σειρά τους να καθορίσουν με εθνικούς στόχους την αύξηση των επενδύσεων στους ανθρώπινους πόρους, να αναπτύξουν κοινούς ποιοτικούς δείκτες ώστε να αξιολογηθεί δεόντως η πρόοδος σε όλους τους άξονες, να ενισχυθούν ο καθορισμός συγκριτικών στοιχείων και ο εντοπισμός παραδειγμάτων ορθής πρακτικής. Πρόσφατα το Συμβούλιο Υπουργών ξανασυζήτησε τις προτάσεις για 27 δείκτες που καλύπτουν τέσσερις τομείς, την απασχόληση, την καινοτομία και έρευνα, την οικονομική μεταρρύθμιση και την κοινωνική συνοχή. Αυτοί οι δείκτες θα αποτελούν τη βάση για την εισήγηση σύνθεσης που θα υποβάλλεται στο Συμβούλιο κάθε άνοιξη. Παράλληλα, καλούνται και οι τρεις κοινωνικοί εταίροι να μετρούν και να παρακολουθούν την πρόοδο των ενεργειών τους. Αυτή η κατανομή ευθυνών αποτελεί ακόμη μία βασική παράμετρο στη νέα πολιτική προσέγγιση από τη σοσιαλδημοκρατία.

Το περιεχόμενο της πολιτικής των κατευθυντηρίων γραμμών, που πρέπει να ακολουθήσει κάθε κράτος, άρα και η Ελλάδα, κατά το σχεδιασμό της εθνικής πολιτικής δεν προήλθε από θεωρητικές κατασκευές. Στηρίχθηκε σε διαπίστωση μεγάλων μειονεκτημάτων της ευρωπαϊκής αγοράς σε σχέση με την αμερικανική, που είναι το μεγάλο χάσμα στην απασχόληση ανάμεσα στα δύο φύλα αλλά και ανάμεσα στις ηλικίες, στο χάσμα στην ανάπτυξη υπηρεσιών, στις περιφερειακές ανισότητες, στην αναντιστοιχία δεξιοτήτων και αγοράς εργασίας. Κυρίως όμως έλαβε υπόψη, τα μεγάλα κενά που παρουσιάζονται στην παραγωγή, στην απόκτηση και στη χρήση της νέας γνώσης, που είναι βασική πηγή παραγωγής νέων προϊόντων και υπηρεσιών, με άλλα λόγια, στην έλλειψη εκμετάλλευσης νέων ευκαιριών.

Η σοσιαλιστική πρόταση θεωρεί την εκμετάλλευση των νέων ευκαιριών κύριο μέσο προώθησης και μεγέθυνσης της απασχόλησης αλλά και κοινωνικής ένταξης για αυτό και δίνει βαρύτητα για ίση πρόσβαση σε όλα τα άτομα και για ίσες δυνατότητες για όλες τις περιφέρειες. Την κοινωνική συνοχή την βλέπει αδιαίρετα με την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας. Θεωρεί ότι τα νέα στοιχεία που εισάγει η κοινωνία της γνώσης επιφέρουν μη αναστρέψιμες αλλαγές στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στην οργάνωση της εργασίας και αναπόφευκτα δημιουργούν νέα πρότυπα εργασίας. Όλα αυτά που τα περιγράφουμε στο άρθρο για το νέο πρότυπο εργασίας, σχετίζονται σε πολλές περιπτώσεις με την αποσύνδεση χρονικών περιορισμών στη διαδικασία παραγωγής και με τις αποκεντρωμένες μορφές οργάνωσης, που οδηγούν βέβαια στη δημιουργία νέων εξειδικευμένων επιχειρήσεων, αλλά αποψιλώνουν τις παραδοσιακές επιχειρήσεις από μεγάλο μέρος του προσωπικού, με την έλλειψη στενού καταμερισμού καθηκόντων και με τη μεγαλύτερη αυτονομία των εργαζομένων στην επιχείρηση.

Βασική λοιπόν προϋπόθεση για να κατανοηθεί οποιαδήποτε σύγχρονη ευρωπαϊκή προσέγγιση είναι η αποδοχή των προκλήσεων για αλλαγές. Συνεπώς χωρίς μια κοινή αντίληψη για την ανάγκη διαχείρισης των αλλαγών, που σημαίνει εκσυγχρονισμό των αγορών προϊόντων, κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού δεν μπορεί να υπάρξει πεδίο συνεννόησης και χώρος για διαπραγμάτευση. Οι αλλαγές δεν προκύπτουν από πολιτικές προσεγγίσεις αλλά από τις χρηματοπιστωτικές αναστατώσεις, τις νέες τεχνολογίες, το διεθνή ανταγωνισμό, τις νέες καταναλωτικές συνήθειες. Η πολιτική προσέγγιση επικεντρώνεται στις επιπτώσεις των αλλαγών στην κοινωνική συνοχή.

Εκείνο λοιπόν που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι ότι οι αλλαγές αυτές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές χωρίς την κοινωνική διάσταση που στηρίζεται στην κληρονομιά του κοινωνικού μοντέλου. Αυτό όμως στηρίζεται λιγότερο στις παροχές, που συνδέονται με την παθητικοποίηση των μελών της κοινωνίας και δίνει περισσότερο βαρύτητα στην εκπαίδευση ανθρωπίνου δυναμικού, θεωρώντας την επαγγελματική κατάρτιση ως το μεγαλύτερο μέσο κατανομής εισοδήματος, στη διασφάλιση της ισότητας ευκαιριών και στην καταπολέμηση του αποκλεισμού, που αποτελεί αυτοτελές πλαίσιο κοινωνικής πολιτικής αλλά στενά συνδεδεμένο με την πολιτική απασχόλησης και στοιχείο αξιολόγησης της, και τέλος στη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών με την ανάπτυξη περιφερειακής εταιρικής σχέσης. Αυτά όλα είναι στοιχεία νέας προσέγγισης. Τελικό, ζητούμενο είναι η δίκαιη κατανομή των ωφελειών της οικονομικής μεγέθυνσης μεταξύ κερδών, μισθών, καινοτομιών, και αύξησης της απασχόλησης καθώς και αποφυγή νέων αποκλεισμών στο πλαίσιο της κοινωνίας της γνώσης.

Διαχείριση ακόμα των αλλαγών σημαίνει και αντίστοιχη ικανότητα. Τέτοια ικανότητα δεν μπορεί να επιδείξει το κράτος όσο δεν μπορεί να ξεφύγει από την παραδοσιακή γραφειοκρατική οργάνωση των υπηρεσιών του και δεν αποτολμά τον εκσυγχρονισμό τους, με επανεκπαίδευση του προσωπικού και την ανάπτυξη συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών, με σκοπό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις στρατηγικής για την πρόληψη και στην ευθύνη για συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Αντίστοιχα ισχύουν και για τους κοινωνικούς εταίρους. Τα συνδικάτα μαζί με  τον συνδικαλισμό της διεκδίκησης, που ήταν η κύρια μορφή συνδικαλισμού στις προηγούμενες δεκαετίες, πρέπει να εξοικειωθούν και με τον συνδικαλισμό της διαχείρισης των αλλαγών, πράγμα που δεν είναι εύκολο γιατί απαιτεί την επεξεργασία νέας τακτικής, νέων μεθόδων δράσης και νέων τρόπων πίεσης. Παρόμοιες προσαρμογές απαιτούνται και για τον εργοδοτικό συνδικαλισμό που πρέπει να απαγκιστρωθεί από τον μονομερή προσανατολισμό για την μείωση του κόστους εργασίας και να προσεταιριστεί την εμπιστοσύνη των μισθωτών όπως αναφέρεται και στην "έκθεση των σοφών" του 1998. Θα έλεγα ότι έχουν και την πρωταρχική ευθύνη για τη σωστή προσαρμογή στις απαιτήσεις της νέας οικονομίας.

Β.

Η γενική αυτή παρουσίαση δεν μας επιτρέπει να ασχοληθούμε διεξοδικά με τα μέτρα που προτείνονται από την ΕΕ για τους τέσσερις άξονες της πολιτικής απασχόλησης που προανέφερα και τα μέτρα που έλαβαν οι επιμέρους χώρες για το σκοπό αυτό. Ωστόσο, ορισμένες αναφορές είναι αναγκαίες για να περάσουμε από τις γενικές τοποθετήσεις σε συγκεκριμένες λύσεις.

Για την βελτίωση της απασχολησιμότητας προτείνεται ο έγκαιρος εντοπισμός των επιμέρους αναγκών της αγοράς εργασίας για περίοδο δύο ετών, που μπορεί να είναι μεγαλύτερη για τα κράτη με υψηλό ποσοστό ανεργίας σε συνδυασμό με μέτρα που δίνουν τη δυνατότητα νέας αρχής πριν τη λήξη 6 μηνών ανεργίας, αν πρόκειται για νέους, και 12 αν πρόκειται για ενήλικες. Περαιτέρω προτείνονται η αναθεώρηση συστημάτων παροχών, φόρων και κατάρτισης έτσι ώστε να υπάρχει πιο φιλική προσέγγιση στην απασχόληση, με παράταση του επαγγελματικού βίου στη βάση της αλλαγής της κοινωνικής τάσης που επικρατεί απέναντι σε εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και η παροχή κινήτρων με ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης και ειδικών ευέλικτων μορφών ρυθμίσεων εργασίας για αυτούς.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην καταπολέμηση των διακρίσεων με την παραδοχή νέων απαγορευμένων κριτηρίων για τις διακρίσεις, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και οι ιδιαιτερότητες των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Με μια σειρά από πολιτικά μέτρα προβλέπεται ότι θα μπορέσουν να ενταχθούν 37 εκατομμύρια άτομα με ειδικές ανάγκες στην αγορά εργασίας αυτών των ατόμων που συνιστούν μια μεγάλη κατηγορία αποκλεισμένων και φτωχών ατόμων.

Η ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης δεν απευθύνεται βεβαίως στο διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο έτσι και αλλιώς γνωρίζει να αναπτύσσεται, αλλά στην ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό επιχειρηματιών  για ίδρυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην ανάπτυξη νέων ιδεών στην παραγωγή  νέων προϊόντων και υπηρεσιών με νέες μεθόδους εργασίας και νέες υπηρεσιακές συμπεριφορές. Αυτό προϋποθέτει ενίσχυση της επιχειρηματικής παιδείας μέσα από τα νέα προγράμματα σπουδών.

Η επιχειρηματική παιδεία αποκτά προτεραιότητα όπως και η πολιτική βελτίωσης της πρόσβασης σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Το πόσο βέβαια μπορούν να συγκινούν όλα αυτά παραδοσιακούς συνδικαλιστές, ανυποψίαστους μικροεπιχειρηματίες και γραφειοκράτες  είναι το μεγάλο ζητούμενο που πρέπει να λύσει μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική ανάπτυξης.

Ο άξονας ανάπτυξης επιχειρηματικού πνεύματος συνδέεται με το στόχο αύξησης του αριθμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αυτοαπασχόλησης. Προτείνεται σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους η συμπερίληψη του μαθήματος του επιχειρείν στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι νέοι μας σε ένα μεγάλο ποσοστό πρέπει αντί να ψάχνουν δουλειά να μάθουν να δημιουργούν δουλειά. Η κοινωνία της καινοτομίας δίνει απεριόριστες δυνατότητες αρκεί να δωθεί η κατάλληλη καθοδήγηση από τα σχολεία. Ακόμα προτείνεται η απλοποίηση στο ελάχιστο δυνατόν των διοικητικών και φορολογικών επιβαρύνσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με τη μετάβαση στην αυτοαπασχόληση και με τη σύσταση μικρών επιχειρήσεων, και η ενθάρρυνση μέσα από αυτά τα μέτρα της μετατροπής της αδήλωτης εργασίας σε κανονική απασχόληση και της ανάληψης επενδύσεων κεφαλαίων κινδύνου που συνδέονται με την καινοτομία.

Όσον αφορά την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους, που αποτελεί ένα από τα πλέον δύσκολα σημεία, περιλαμβάνει την προώθηση ενός ευρύ πακέτου επεμβάσεων στη διεύθυνση και δομή των επιχειρήσεων τόσο όσον αφορά τις σχέσεις με τρίτους επενδυτές και πελάτες όσο και στο εσωτερικό της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η καθυστέρη που παρατηρείται στις διάφορες χώρες στις αλλαγές αυτές έχει ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις μέρος μόνο των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες ευκαιρίες. Ειδικότερα, καλούνται οι εταίροι να διαπραγματευτούν και να εφαρμόσουν συμφωνίες για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας με την απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας και με παράλληλο στόχο την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Όταν συναντούνται δυσχέρειες προτείνεται η δοκιμαστική εισαγωγή των μέτρων.

Τέτοια θέματα που αναφέρονται στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων είναι λίγο ως πολύ γνωστά, όπως η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, οι νέες μορφές εργασίας που εξασφαλίζουν παράλληλα τη δέουσα ασφάλεια και τη μεγαλύτερη δυνατή επαγγελματική αναγνώριση, η μέτρηση του ωραρίου εργασίας σε ετήσια βάση, η μείωση των ωρών εργασίας, η μείωση των υπερωριών, η πρόσβαση στις διακοπές της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αλλά κανένα από τα μέτρα αυτά δεν αποτελεί αυτοσκοπό για αυτό και η τύχη τους συνδέεται με τον αντίκτυπο που έχουν στην απασχόληση και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Συνεπώς είναι εξ υπαρχής υπό δυνατή αναθεώρηση. Κανένα μέτρο δεν επιβιώνει αν δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένους ποσοτικούς και κοινωνικούς στόχους.

Ιδιαίτερα σημαντικός θεωρείται και ο τέταρτος άξονας δηλαδή η ενίσχυση ευκαιριών για άντρες και γυναίκες γιατί σε αντίθεση με ότι πιστεύουν πολλοί το χάσμα στην απασχόληση των δύο φύλων αποτελεί ΄έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της οικονομικής καχεξίας των χωρών της ΕΕ σε σχέση με τον δυναμισμό της οικονομίας των ΗΠΑ. Προτείνονται και εδώ μια σειρά από μέτρα που συνδέονται με τις προϋποθέσεις που επηρεάζουν την απόφαση των γυναικών για την ανάληψη μιας εργασίας.

Όλο αυτό το σύστημα δεν στηρίζεται σε δεσμευτικές από νομική άποψη ρυθμίσεις, αλλά στη λεγόμενη ανοιχτή μέθοδο συντονισμού που συνεπάγεται πολιτικές δεσμεύσεις και συνδυάζεται με τη δυνατότητα αξιοποίησης επιμέρους προγραμμάτων και άλλων διευκολύνσεων. Για αυτό και ακολουθείται από έναν απολογισμό από τα κράτη κατά έτος και από μια κριτική που ανακοινώνεται με τη μορφή συστάσεων. Και ακόμη περισσότερο, γίνεται λόγος για συνεκτική πρόσμειξη μακροοικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων στους τομείς της κατάρτισης, της έρευνας και της καινοτομίας, με σκοπό, όπως λέγεται, ένα ανταγωνιστικό σύστημα και ένα ενεργό κοινωνικό κράτος. Είναι αξιοσημείωτο ότι χρησιμοποιείται συνήθως ο επιθετικός προσδιορισμός συνεκτικός, όπως συνεκτική πολιτική, συνεκτικά μέτρα, γιατί στην αντίληψη της Επιτροπής μόνο όταν γίνει συστηματικός συνδυασμός όλων των μέτρων και όχι επιλογή ορισμένων μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη πολιτική για την απασχόληση.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω υπάρχει αξιολόγηση, εκ μέρους της Επιτροπής, των προγραμμάτων απασχόλησης της κάθε χώρας με τη μορφή συστάσεων. Τέτοιες συστάσεις έγιναν και για την Ελλάδα που παράλληλα με τις διαπιστώσεις για ορισμένες θετικές προόδους περιέχουν υποδείξεις που συνδέονται με τα κενά που παρουσιάζει η πολιτική απασχόλησης στην Ελλάδα. Θα περιοριστώ σε αυτές γιατί αναφέρονται και στους κοινωνικούς εταίρους. Διαπιστώνονται λοιπόν αδυναμία για την επεξεργασία ενός συνόλου καλά διαρθρωμένων πολιτικών  για την υλοποίηση των κατευθυντηρίων γραμμών, η έλλειψη αποφασιστικών μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της ανεργίας νέων και ενηλίκων ανέργων σε μακροχρόνια ανεργία μέσω της ομαλής μεταρρύθμισης των υπηρεσιών απασχόλησης, η έλλειψη αναβάθμισης του στατιστικού συστήματος κατά τρόπο ώστε οι δείκτες πολιτικής για την πρόληψη και την ενεργοποίηση να είναι έτοιμοι σε εύθετο χρόνο.

Οι συστάσεις αναφέρονται επίσης, στα αντικίνητρα που περικλείονται στα συστήματα φόρων και παροχών, στην μη ενεργό εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων στην συνεχιζόμενη κατάρτιση και στη μη αποτελεσματική συμβολή της επαγγελματικής κατάρτισης στον εμπλουτισμό των διεξοτήτων του εργατικού δυναμικού, στην ανάγκη τόνωσης του επιχειρηματικού πνεύματος για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες στον τομέα των υπηρεσιών. Τέλος, αλλά με όχι λιγότερη σημασία, η Επιτροπή προτείνει να ενθαρρυνθεί η συνεργασία των κοινωνικών εταίρων και να προωθηθούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις εκ μέρους τους σε όλα τα κατάλληλα επίπεδα για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης εργασίας, με στόχο να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, επιτυγχάνοντας παράλληλα την απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Αν θέλουμε να συνοψίσουμε την κοινή συνισταμένη αυτών των συστάσεων είναι ότι την Ελλάδα την διακρίνει ακόμα ατολμία για να προχωρήσει στη διαχείριση των αλλαγών.

Γ.

Όσον αφορά τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τις διάφορες χώρες θα αναφέρω ορισμένα δειγματοληπτικά κατά τομείς. Η Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο είναι πιο προχωρημένες στη μείωση του χρόνου εργασίας αλλά πρόκειται για συμφωνημένη μείωση του χρόνου εργασίας και για σύνδεση του χρόνου εργασίας με την διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την εκπαίδευση και τη δια βίου κατάρτιση. Η Πορτογαλία προέβη σε περιορισμούς για την νυχτερινή εργασία ενώ η Γερμανία, η Σουηδία και οι Κάτω Χώρες έδωσαν προτεραιότητα στην αναδιοργάνωση του χρόνου εργασίας με τη μείωση των υπερωριών και με τη μεγαλύτερη ελαστικότητα με την επιμήκυνση της περιόδου αναφοράς. Ειδικά η Δανία επιχείρησε τη μεγαλύτερη ελαστικότητα στον υπολογισμό του αριθμού του μέσου όρου εργασίας, ενώ στις Κάτω Χώρες, με τον καινούριο νόμο για τις ώρες εργασίας, δίνεται η δυνατότητα στους μισθωτούς να συνδυάζουν πιο εύκολα την κύρια απασχόληση με άλλες ενασχολήσεις και με το δικαίωμα να επιλέγουν ανάμεσα σε ένα ωράριο πιο εκτεταμένο και πιο μειωμένο.

Για τους ηλικιωμένους εργαζομένους οι συμφωνίες στην Αυστρία περιλαμβάνουν ανάμεσα στα άλλα ειδικά μοντέλα χρόνου εργασίας, ελαστικούς τρόπους μερικής ανεργίας και παρότρυνση για μερική συνταξιοδότηση. Αντίστοιχα μέτρα συμφωνήθηκαν στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Αρκετά κράτη με αφορμή την οδηγία 97/81 προχώρησαν με περαιτέρω ρυθμίσεις για τη μερική απασχόληση. Στην Ισπανία, συμφωνία για τη μερική απασχόληση που ευνοούσε αυτόν τον τύπο απασχόλησης επέτρεψε να περάσει ο αριθμός των μερικώς απασχολουμένων από τις 147.000 το 1998 στις 261.000 το 1999. Στη Δανία, σε συνέχεια των καινούριων συμφωνιών ο αριθμός 50% των προσλήψεων, γίνεται με μερική απασχόληση. Το ενδιαφέρον σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι η μερική απασχόληση στηρίζεται σε εκούσια βάση. Επίσης, οι συμφωνίες για το χρόνο εργασίας περιέχουν ρυθμίσεις που δίνουν τη δυνατότατα για εργασία σε πρόσωπα που άλλως θα αποκλείονταν από την απασχόληση. Στη Γερμανία, στο πλαίσιο "συμμαχία για την απασχόληση", συμφωνήθηκαν οι "λογαριασμοί αποταμίευσης χρόνου" που επιτρέπουν στον εργαζόμενο να επιλέγει χρονικά διαστήματα απουσίας με συγκέντρωση των ρεπό. Όσον αφορά την προσαρμογή του εργατικού δικαίου έχουμε να αναφέρουμε την νομοθεσία της Ιταλίας για την παραμισθωτή εργασία. Η ιρλανδική κυβέρνηση ξαναεξετάζει τις φορολογικές και οργανωτικές δομές που αφορούν την τηλεργασία, ενώ η Σουηδία βελτίωσε την ασφάλεια απασχόλησης των εργαζομένων εξ αποστάσεως. Οι δραστηριότητες των γραφείων ευκαιριακής εργασίας απετέλεσαν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης στις Ιταλία, Πορτογαλία και, κυρίως, στην Ισπανία που προσπάθησε να βρει μια σωστή αναλογία μεταξύ ασφάλειας και ελαστικότητας.

Όσον αφορά τον άξονα ανάπτυξης του επιχειρείν διάφορα κράτη έχουν λάβει μέτρα προκειμένου να βοηθήσουν τη δημιουργία νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως η σύσταση ενιαίων θυρίδων για τη συγκεντρωτική παροχή των αναγκαίων υπηρεσιών, η μείωση του αναγκαίου χρόνου για την ίδρυση μιας επιχείρησης. Το Ηνωμένο Βασίλειο δίνει βαρύτητα στις λεγόμενες τράπεζες γνώσεων για τις νέες επιχειρήσεις. Επίσης η ίδια χώρα προέβη σε αναθεώρηση του προγράμματος διδασκαλίας στα σχολεία προκειμένου να ενισχύσει τους δεσμούς ανάμεσα στη διδασκαλία, την απασχόληση και την επιχείρηση.

Ειδικότερα για το ρόλο των κοινωνικών εταίρων παρατηρείται στις περισσότερες χώρες μια αυξανόμενη συμμετοχή με διάφορους τρόπους, συμμετοχή στην υλοποίηση των κατευθυντήριων γραμμών. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι ορισμένα σχέδια δράσης δεν δίνουν πληροφορίες για το ρόλο των κοινωνικών εταίρων και ως παράδειγμα αναφέρεται η Ελλάδα. Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην επεξεργασία των κατευθυντήριων γραμμών, γίνεται είτε με διάφορες μορφές τριμερούς διαλόγου είτε με σύναψη συλλογικών συμβάσεων. Η γενική συμφωνία πλαίσιο του Βελγίου θεωρείται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δεσμεύσεις των κοινωνικών εταίρων για ευρεία γκάμα θεμάτων όπως: η μείωση του κόστους εργασίας, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας και η αναδιοργάνωσή του, η κατάρτιση και η δια βίου εκπαίδευση. Στη Γαλλία μια στρογγυλή τράπεζα το Μάιο του 1999 ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους αποτέλεσε τη βάση για τη νομοθεσία που ακολούθησε για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας. Στη Δανία το πρόγραμμα "Δανία 2005" περιέχει μια εξαντλητική προσέγγιση για τα θέματα απασχόλησης και εκσυγχρονισμού της αγοράς εργασίας. Η τριμερής συμφωνία στην Ολλανδία με τον τίτλο "ευημερία και ισότητα" καλύπτει την περίοδο 2000-2002 για τα θέματα διαρκούς εκπαίδευσης πολιτικής αγοράς εργασίας, επέκτασης της κοινωνίας της πληροφορίας, ισότητα ευκαιριών και πολιτικές υπέρ της οικογένειας. Παράλληλα, στις περισσότερες χώρες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον τοπικό διάλογο και στις τοπικές συμφωνίες (Ιταλία, Σουηδία, Ισπανία).

Μετά από τις παραπάνω παρατηρήσεις ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται, είναι το εάν οι λύσεις που επιχειρούνται είναι αρκούντως σοσιαλιστικές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα παραμείνει εκκρεμής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βέβαιο είναι για την παρούσα κατάσταση πραγμάτων η μοναξιά του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είναι όντως μοναχικό. Έχει δύο αντιπάλους. Ένα γνωστό και έναν απρόσμενο. Ο γνωστός είναι το φιλελεύθερο σύστημα των ΗΠΑ, που με τις πρόσφατες επιτυχίες κερδίζει επί του παρόντος τις εντυπώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του. Ο άλλος είναι η "φιλελευθεριάζουσα" οικονομία των χωρών του τρίτου κόσμου, που παρουσιάζει και τις μεγαλύτερες αντιστάσεις στην εξαγωγή του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Η σύνοδος του Σιάτλ και οι συνεχιζόμενες συζητήσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, απεικονίζουν με έκδηλο τρόπο την αλήθεια των διαπιστώσεων αυτών. Εναπομένει στην Ευρώπη να αποδείξει την αποτελεσματικότητα του δικού της συστήματος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και την υπεροχή των επιλογών της σε μακροχρόνια βάση. Σε σχέση με τις τρίτες χώρες θα πρέπει να τις πείσει ότι η κοινωνική αλληλεγγύη δεν περιορίζεται στα ευρωπαϊκά σύνορα και ότι είναι έτοιμη να αποδεκτεί την παγκοσμιοποίηση της με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εκεί θα κερδηθεί το στοίχημα.

ΠΙΣΩ

 

Ομιλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ  καθηγητή Ιωάννη Δ. Κουκιάδη για την ημερίδα που διοργανώνει η Κάριτας Ελλάς με θέμα: «Πρόσφυγες και κοινωνικός αποκλεισμός
Τίτλος ομιλίας: «Η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική απέναντι στη νέα κατηγορία προσφύγων

Θεσσαλονίκη, 16 Οκτωβρίου 2000

Α

Η Ευρώπη κατέστη τελευταία σταυροδρόμι μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών που κατατάσσονται ανάμεσα στον παραδοσιακό πρόσφυγα και στο σύγχρονο μετανάστη. Το κοινωνικό τους πρόβλημα έγινε, είτε το θέλουμε είτε όχι, και κοινωνικό προβλημάτων χωρών της ΕΕ. Παράλληλα έγινε και μείζον πολιτικό πρόβλημα με την άνοδο των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, που η κύρια βάση τους είναι η ξενοφοβία. Οι χώρες της Ευρώπης αλλά και η ίδια η ΕΕ φάνηκαν απροετοίμαστες στο να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό. Στην αρχή η κάθε μια χώρα προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τα δικά της μέτρα, σύμφωνα με τις παραδόσεις της. Αυτό οδήγησε σε νέες παρενέργειες που δεν μπορούσε να αντέξει ο μόλις γεννηθείς ενιαίος νομικός χώρος. Έτσι, σε δεύτερη φάση άρχισε το αυξημένο ενδιαφέρον της ίδιας της ΕΕ, με μια σειρά από δράσεις και πρωτοβουλίες νομοθετικού και μη περιεχομένου με τις οποίες προσπαθεί να συντονίσει και να εναρμονίσει τις λύσεις απέναντι στο πρόβλημα αυτό. Το θέμα ενδιαφέρει και ιδιαίτερα τη χώρα μας που είναι από τις κύριες χώρες προσφυγικών ρευμάτων με την ευρεία του όρου έννοια. Το κεντρικό σημείο της νέας αυτής πολιτικής είναι ότι, χωρία να αμφισβητείται η ανάγκη των αστυνομικών λύσεων με την ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα, βιώσιμη λύση και πλέον αποτελεσματική για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της είναι η προσέγγιση με κοινωνικά κριτήρια. Αυτή η λύση αφορά τόσο την κοινωνική πολιτική για την ενσωμάτωση των ξένων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όσο και την πολιτική ενίσχυσης των χωρών που τροφοδοτούν της Ευρώπη με πρόσφυγες, προκειμένου να μειωθούν οι λόγοι παραγωγής προσφύγων. Παρά τις ελλείψεις και τα κενά που έχει αυτή η πολιτική δεν μπορεί κανένας να της αρνηθεί ότι είναι έκδηλα τα κοινωνικού προσώπου της και της ανθρωπιστικής της παράδοσης.

Το καθεστώς του πρόσφυγα διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης της 28/7/1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλό της Ν. Υόρκης της 3/1/1967. Η έννοια του πρόσφυγα που καθορίζεται στη Σύμβαση αυτή γίνεται αποδεκτή και από τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παράλληλα όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι μέλη της Σύμβασης και έχουν αναλάβει την υποχρέωση να προστατεύουν τον πρόσφυγα. Αυτή η κοινή έννοια του πρόσφυγα αναφέρεται στα άτομα εκείνα τα οποία βρίσκονται εκτός της χώρας της οποίας κατέχουν την υπηκοότητα λόγω αιτιολογημένου φόβου ότι θα υποστούν διώξεις για λόγους φυλετικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας, ή προέλευσης από μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή ακόμα και για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων.  Η Σύμβαση της Γενεύης συμπληρώνεται για τα κράτη μέλη της ΕΕ, από τη Σύμβαση του Δουβλίνου που υπογράφηκε στις 15/1/1990 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 1/9/1997. Η νέα αυτή Σύμβαση έχει  σκοπό να προσδιορίσει το κράτος που είναι αρμόδιο για τη διεκπεραίωση μιας αίτησης παροχής ασύλου η οποία έχει κατατεθεί σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη. Οι διατάξεις αυτές αντικαθιστούν ανάλογες διατάξεις της Σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν.

Η προστασία που παρέχεται από τη Σύμβαση της Γενεύης έχει ως προϋπόθεση ότι το άτομο αυτό δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις αποκλεισμού στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος στ΄ του άρθρου 1. Η Σύμβαση αυτή απαριθμεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα συμβαλλόμενα μέρη και εξακολουθεί να αποτελεί το κύριο σημείο αναφοράς και για τις χώρες μέλη της ΕΕ. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών είναι οι γενικού χαρακτήρα υποχρεώσεις, όπως είναι η μη επαναπροώθηση ή ακόμη η υποχρέωση συνεργασίας με την Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε. για τους πρόσφυγες, η υποχρέωση της μη διάκρισης με βάση τη φυλή, τη θρησκεία ή τη χώρα καταγωγής, η υποχρέωση για διευκόλυνση στην άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων με τους ίδιους όρους που τα ασκούν και οι υπήκοοι του κράτους υποδοχής. Πάντως, τουλάχιστο για μια περίοδο τριών ετών το καθεστώς των προσφύγων εξομοιώνεται με το καθεστώς του αλλοδαπού που  διαβιώνει νομίμως στη χώρα υποδοχής. Αυτό έχει σημασία για την άσκηση των επιμέρους αστικών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών γίνεται με τους ίδιους όρους που το ασκούν και οι υπήκοοι του κράτους υποδοχής, όπως είναι και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Στη βάση των αρχών αυτών καθορίζονται και τα δικαιώματα που συνδέονται με την εργασία. Ειδικότερα, για την άσκηση μισθωτής εργασίας προβλέπεται η μεταχείριση του πρόσφυγα στον ίδιο βαθμό με την ευνοϊκότερη μεταχείριση που παρέχεται σε έναν αλλοδαπό. Αυτό σημαίνει ότι ισχύουν όλοι οι περιορισμοί που αφορούν την εργασία αλλοδαπών. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν μετά πάροδο τριών ετών παραμονής στη χώρα υποδοχής και όταν ο πρόσφυγας αποκτά σύζυγο ή έχει παιδιά που έχουν την υπηκοότητα της χώρας υποδοχής. Το καθεστώς που ισχύει για τους αλλοδαπούς ισχύει και για την άσκηση μη μισθωτής εργασίας στους διάφορους κλάδους , το εμπόριο, τις υπηρεσίες, τη γεωργία, Ως προς την άσκηση ανεξαρτήτων επαγγελμάτων που απαιτούν την ύπαρξη πτυχίων, εφόσον έχουν τέτοια πτυχία που αναγνωρίζονται από το κράτος υποδοχής, προβλέπεται μια μεταχείριση όσο το δυνατό ευνοϊκότερη και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο ευνοϊκή από την προστασία που παρέχεται στους αλλοδαπούς.

Όσον αφορά τους όρους εργασίας, προβλέπεται η αναγνώριση των ίδιων όρων με τους όρους εργασίας των υπηκόων του κράτους υποδοχής αδιάφορα αν αυτοί ρυθμίζονται από νόμους, διοικητικές πράξεις ή συλλογικές συμβάσεις. Έτσι υπάρχει μη διάκριση όσον αφορά τους όρους αμοιβής, τα οικογενειακά επιδόματα, το χρόνο εργασίας, τις υπερωρίες, τις άδειες με αποδοχές, τους περιορισμούς στην κατ' οίκο απασχόληση, την ηλικία για εργασία, την επαγγελματική κατάρτιση, τους κανόνες που αφορούν την εργασία γυναικών και ανηλίκων.

Η ίδια αρχή ισχύει και για την κοινωνική ασφάλιση. Οι νομοθετικές διατάξεις που αναφέρονται στα εργατικά ατυχήματα, στις επαγγελματικές ασθένειες, στη μητρότητα, στην ασθένεια, στην αναπηρία, στο θάνατο, στην ανεργία, στα οικογενειακά βάρη ισχύουν και εφαρμόζονται και για τους πρόσφυγες, με εξαίρεση ειδικές παροχές της εθνικής νομοθεσίας που καλύπτονται αποκλειστικά από τα έσοδα του δημοσίου ή παροχές που δίνονται σε πρόσωπα που δεν καλύπτουν τους όρους ασφαλιστικής εισφοράς. Επίσης  η εξαίρεση αφορά ειδικές ρυθμίσεις για τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων.

Ως προς  την άσκηση του δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι»  και του δικαιώματος  ίδρυσης ή συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, προβλέπεται μεταχείριση ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τους αλλοδαπούς. Στα παράλληλα δικαιώματα μπορούμε να αναφέρουμε το δικαίωμα στην παιδεία και στη δημόσια βοήθεια με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους του κράτους υποδοχής, ενώ για τα θέματα κατοικίας προβλέπεται μεταχείριση ισοδύναμη με αυτή που παρέχεται σε αλλοδαπό.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ενόψει της ενιαίας αγοράς το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας. Ειδικότερα προβλέπεται ότι το κράτος υποδοχής χορηγεί στον πρόσφυγα που νομίμως διαμένει στο έδαφός του το δικαίωμα επιλογής του τόπου διαμονής και να μετακινείται ελεύθερα με την επιφύλαξη των περιορισμών που τίθενται υπό τις ίδιες συνθήκες και για τους αλλοδαπούς. Επίσης τα κράτη υποχρεούνται να εκδώσουν ταυτότητες καθώς και τους αναγκαίους τίτλους έτσι ώστε να μπορούν να ταξιδεύουν και εκτός χώρας με την επιφύλαξη της ρήτρας της δημόσιας τάξης.

Β

Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι αν οι πρόσφυγες μπορούν να επωφεληθούν και των διατάξεων της ΕΕ για  ελεύθερη μετακίνηση. Δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των προσφύγων δεν αναγνωρίζεται .

Ισχύει γι’ αυτούς ότι ισχύει για οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας. Η μετακίνηση είναι δικαίωμα εργαζομένων υπηκόων μελών ΕΕ. Ωστόσο από τη στιγμή που ένας υπήκοος τρίτης χώρας βρίσκεται νομίμως στο έδαφος χώρας- μέλους  το κοινοτικό συμφέρον άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί το κοινοτικό δίκαιο να μείνει αδιάφορο, όταν ένας υπήκοος τρίτης χώρας καλείται να εργασθεί ως μισθωτός ή ως αυτοαπασχολούμενος σε ένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Με το παραδοσιακό κοινοτικό δίκαιο η προσφορά υπηρεσιών τους σε άλλο κράτος μέλος παρεμποδίζεται από προβλήματα που ανακύπτουν σχετικά με τη θεώρηση του διαβατηρίου τους (βίζα), τη διαμονή και την άδεια εργασίας. Πιο απλά, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός  ότι εάν κάποιος  υπήκοος τρίτης χώρας  γίνει δεκτός σε κράτος- μέλος της ΕΕ ώστε να παρέχει τις υπηρεσίες του, αυτό δεν του δίνει αυτομάτως το δικαίωμα να μπορεί να εργαστεί και σε ένα άλλο κράτος μέλος  της ΕΕ. Υπό αυτή την έννοια εμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά.

Αυτό ήταν και το σκεπτικό της Επιτροπής η οποία εξέδωσε δυο προτάσεις οδηγιών που αφορούν την «κάρτα  παροχής υπηρεσιών- ΕΚ», ενός εγγράφου  που πρόκειται να λύσει το παραπάνω πρόβλημα.

Η πρώτη πρόταση στοχεύει στο να δώσει τη δυνατότητα απόσπασης των μισθωτών εργαζομένων, οι οποίοι  είναι υπήκοοι τρίτου κράτους –ανά πάσα στιγμή- από ένα κράτος μέλος της ΕΕ σε άλλο, με την υποβολή απλής προηγούμενης δήλωσης στις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η παροχή της υπηρεσίας.

Η δεύτερη πρόταση οδηγίας αποβλέπει στο να επεκτείνει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι ως αυτοαπασχολούμενοι στο εσωτερικό της Κοινότητας. Στόχος αυτής της οδηγίας είναι να εξασφαλίσει ότι οι υπήκοοι των τρίτων χωρών που είναι εγκατεστημένοι ως αυτοαπασχολούμενοι στην Κοινότητα, να μπορούν να παρέχουν προσωρινά υπηρεσίες σε ένα δεύτερο κράτος- μέλος χωρίς να χρειάζεται να εγκατασταθούν  σε αυτό.

Οι προτάσεις οδηγιών είναι υπό έγκριση αφού τροποποιήθηκαν από το Κοινοβούλιο στην πρώτη ανάγνωση και αναμένεται να υιοθετηθούν μέσα στο 2001.

Γ

Η σύμβαση της Γενεύης έχει μια σαφή έννοια για τον πρόσφυγα που προσδιορίζεται με βάση συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν αυτή την ιδιότητα και που αξιολογήθηκαν ενόψει μιας συγκεκριμένης κατάστασης για την εποχή της υπογραφής της. Αυτή η κατάσταση εν πολλοίς έχει ξεπεραστεί με την έννοια ότι έχουμε νέα προσφυγικά κύματα που οφείλονται σε άλλους λόγους και δημιουργούν νέα προβλήματα. Το θέμα αφορά κυρίως τις χώρες της ΕΕ που κατέστησαν κύριες χώρες υποδοχής ολοένα και αυξανόμενου αριθμού προσφύγων. Αυτή η νέα κατάσταση πραγμάτων κατέστησε ασαφή τα όρια μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη. Οδήγησε τις χώρες με διάφορους τρόπους να τους αποθαρρύνουν να έρθουν στην Ευρώπη. Ανάμεσα στους τρόπους αυτούς είναι η αυστηροποίηση των όρων χορήγησης της ιδιότητας του πρόσφυγα. Παράλληλα, πολλαπλασιάστηκαν οι συμφωνίες επαναπροώθησης σε χώρες που δεν μπορεί να θεωρούνται ασφαλείς.

Ενώ η επιδείνωση πολιτικής ασύλου στις χώρες της ΕΕ, που πραγματικά σημαίνει περιοριστική ερμηνεία της Σύμβασης της Γενεύης, είναι το νέο χαρακτηριστικό της πολιτικής ασύλου σε ορισμένες  χώρες, σε άλλες παρατηρείται  μια πιο γενναιόδωρη ερμηνεία. Υπάρχουν νομοθεσίες που προβλέπουν δυνατότητα χορήγησης προστασίας έξω από το πεδίο της Σύμβασης της Γενεύης σε άτομα που διώκονται για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που προβλέπονται από τη Σύμβαση, ή απλώς βρίσκονται σε εξαιρετικά σοβαρές συνθήκες που καθιστούν δικαιολογημένη τη επαναπροώθηση τους στη χώρα καταγωγής τους. Έτσι, διαμορφώθηκαν νέες μορφές προστασίας με μεγάλη κλίμακα ανομοιομορφίας λόγω των διαφορετικών προϋποθέσεων υποδοχής προσφύγων  και του άνισου καθεστώτος  στη μεταχείριση τους . Αυτό το γεγονός έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς  και  στην εκπλήρωση των λοιπών στόχων που εξαγγέλλει η Συνθήκη της ΕΕ. Παράλληλα έγινε κατανοητό ότι αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό αυτή τη νέα κατηγορία προσφύγων απαιτείται μια διαφορετική προστασία από αυτή που προβλέπεται για τον παραδοσιακό πρόσφυγα.

Το συμπέρασμα από αυτή την ανάλυση είναι ότι η Σύμβαση της Γενεύης και η ιδιότητα του πρόσφυγα που προσδιορίζεται σε αυτή με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε αυτόν εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση προστασίας. Όμως έχουμε και νέες  μορφές προστασίας που δεν  περιορίζονται μόνο στα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση. Η πρόσθετη προστασία που προβλέπεται για να καλυφθεί το νομικό κενό έχει δύο πόλους. Ο ένας αναφέρεται στο καθεστώς προσωρινής προστασίας που αφορά τις καταστάσεις κρίσεων και τη μαζική συρροή ατόμων. Ο άλλος αφορά επικουρικές μορφές προστασίας για τους λεγόμενους de facto πρόσφυγες στην Ευρώπη. Με αυτές τις δύο μορφές προστασίας θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.. Και θα κλείσουμε με μια Τρίτη διάσταση της κοινοτικής πολιτικής που αφορά την αλληλεγγύη των κρατών μελών στα θέματα υποδοχής προσφύγων.

1. Επικουρικές μορφές προστασίας στη ΕΕ

Η προστασία  αυτή αφορά όπως είπαμε τους λεγόμενους de facto πρόσφυγες. Πρόκειται για άτομα που δεν έχουν μπορέσει να αποκτήσουν την συμβατική προσφυγική ιδιότητα ή δεν μπορούν να τη ζητήσουν γιατί δεν υπάγονται στο γράμμα της Σύμβασης της Γενεύης. Ωστόσο, τα άτομα αυτά κινδυνεύουν σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους. Το καθεστώς της προστασίας αυτής που καλείται ενίοτε καθεστώς τύπου β΄ σε αντιδιαστολή με το καθεστώς που ρυθμίζεται απ' ευθείας από τη Σύμβαση της Γενεύης και καλείται καθεστώς τύπου α΄, συνδυάζει ατομικές εγγυήσεις προστασίας, που λαμβάνει υπόψη και τις ανάγκες της κοινωνικής ενσωμάτωσης, συνεπώς για αυτές τις συγκεκριμένες καταστάσεις περιέχει μια συνολική ρύθμιση. Αυτό το καθεστώς δεν ταυτίζεται με τις επιμέρους και κατά αποσπασματικό τρόπο εθνικές λύσεις, ανοχής ή αναστολής των μέτρων απέλασης που εφαρμόζουν ορισμένες χώρες. Αυτές οι λύσεις παρέχουν κάποια προστασία αλλά αυτή είναι αιωρούμενη και δεν μπορεί  να θεωρηθεί ότι αυτό συνιστά  πραγματικό καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση η αφετηρία αυτών των μορφών εργασίας είναι οι ανθρωπιστικοί λόγοι ή ο σεβασμός των ανθρωπίνων ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Οι επικουρικές μορφές προστασίας θεωρούνται συμπληρωματικές στο καθεστώς τύπου α΄ γιατί προσθέτουν ασφάλεια για όσους δεν καλύπτονται από τη Σύμβαση. Επειδή αυτό το καθεστώς διαμορφώνεται σε εθνικό επίπεδο κατά διαφορετικό τρόπο, θεωρείται ότι φέρει σοβαρά προβλήματα σε επίπεδο ΕΕ και αναζητείται η εναρμόνιση του. Η κυριότερη συνέπεια  εντοπίζεται στο ότι έχουμε άνιση κατανομή των βαρών μεταξύ των χωρών υποδοχής  με άμεση παρενέργεια την προτίμηση χωρών με μείζονα προστασία και την ανακύκλωση του προσφυγικού κύματος στο εσωτερικό της ΕΕ. Έτσι, προτείνεται από το ΕΚ μετά την υιοθέτηση  έκθεσης  να υιοθετήσει το Συμβούλιο ένα κοινό ορισμό για τους de facto πρόσφυγες που να καλύπτει : α. Τα άτομα που εγκατέλειψαν τη χώρα τους και δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτή επειδή η ζωή τους, η ασφάλειά τους,  η υγεία τους κινδυνεύει από μια κατάσταση γενικευμένης βίας, εξωτερικής επίθεσης, εσωτερικών συγκρούσεων, μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή από άλλες περιστάσεις που απειλούν σοβαρά τη δημόσια τάξη. Β. Τα άτομα που εγκατέλειψαν τη χώρα τους και δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτή επειδή έχουν βάσιμους λόγους ότι θα βασανιστούν, θα υποστούν απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση, θα καταδικαστούν σε θάνατο ή θα υποστούν άλλες παραβιάσεις των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων. Ένας τέτοιος εναρμονισμένος ορισμός ουσιαστικά διευρύνει την έννοια του πρόσφυγα .

Ανεξάρτητα από τη διαμόρφωση ενός τέτοιου εναρμονισμένου ορισμού, το καθεστώς τύπου β΄ είναι υπαρκτό και οι συνέπειες του διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η διαφορά δηλαδή δεν αφορά μόνο στις προϋποθέσεις απονομής της ιδιότητας του πρόσφυγα αλλά και στα δικαιώματα που απολαμβάνουν. Προβλέπεται  συνήθως η χορήγηση προσωρινής άδειας διαμονής αλλά  αυτή άλλοτε ανανεώνεται αυτόματα κι άλλοτε προϋποθέτει επανεξέταση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα  παραμονής. Πρόκειται για  ρύθμιση διαφορετική από αυτή που αφορά τον παραδοσιακό πρόσφυγα. Διαφέρουν επίσης και ποικίλλουν οι προϋποθέσεις που αφορούν τη συνένωση της οικογένειας, τα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ σημαντικοί περιορισμοί υπάρχουν και για το δικαίωμα εργασίας. Άλλο το θέμα  ότι σε  ορισμένες χώρες όπως η Δανία,  η Σουηδία, Φιλανδία και Ολλανδία τείνουν να εξομοιώσουν το καθεστώς αυτό με το καθεστώς του πρόσφυγα όπως προσδιορίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύης.

Η  αμοιβαία προσέγγιση των διαδικασιών για τη χορήγηση ασύλου και η εξέταση επικουρικών μορφών προστασίας αποτελούσαν προτεραιότητες στο πολυετές πρόγραμμα του Συμβουλίου, όπως φαίνεται και από το ψήφισμα του Συμβουλίου στις 14 /10/ 1996.  Σχετικά  είχε προταθεί από την Επιτροπή ένα σχέδιο Σύμβασης.  Όλα  αυτά  όμως έμειναν σε εκκρεμότητα.. Έτσι επανανανεώθηκε το 1998 μια νέα  πρωτοβουλία που είναι εν εξελίξει. 

Επί του παρόντος ισχύει η κοινή θέση της 4/3/1996 που περιέχει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κριτηρίων για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα και συγκεκριμένα στην εναρμονισμένη ερμηνεία του όρου πρόσφυγα που αποτελεί περιοριστική ερμηνεία της Σύμβασης της Γενεύης.

Στα δικαιώματα του πρόσφυγα ανήκει και το δικαίωμα του για επανένωση  με την οικογένεια του. Ο πρόσφυγας ανεξάρτητα  από τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής του έχει δικαίωμα  για οικογενειακή επανένωση στη χώρα υποδοχής. Παρόλο που αυτό το δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται ευθέως από τη Σύμβαση της Γενεύης,  τελικά θεμελιώνεται στη τελική πράξη της συνδιάσκεψης που θέσπισε τη Σύμβαση της Γενεύης το 1981.Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα  και από άλλα διεθνή κείμενα όπως τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1977. Υπάρχουν όμως  ορισμένοι περιορισμοί όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης αυτής. Η Σύμβαση αφορά μόνον τους μισθωτούς εργαζομένους και αφορά μόνο στους εργαζομένους οι οποίοι είναι υπήκοοι των κρατών που έχουν συμβληθεί στη Σύμβαση. Η Σύμβαση όμως αυτή δεν έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη. Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό ΄Χάρτη , τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν απλώς την υποχρέωση να διευκολύνουν στα μέτρα του δυνατού την επανένωση της οικογένειας  του διακινούμενου εργαζομένου που έχει λάβει άδεια για να εγκατασταθεί ο ίδιος στο έδαφος τους .

Το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο  των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης , προβλέπει ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται  στα μέλη της οικογένειας του μετακινούμενου Ευρωπαίου πολίτη  ανεξάρτητα από το αν τα μέλη αυτά είναι υπήκοοι κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Το δικαίωμα αυτό ανήκει  στον μετακινούμενο είτε κάποιος ασκεί μισθωτή εργασία (κανονισμός ΕΟΚ αριθμός  1612/68) είτε ανεξάρτητη(οδηγία 73/148) Αφορά λοιπόν τον πρόσφυγα μόνο κατά το μέρος που γίνεται μέλος οικογένειας υπηκόου κράτους μέλους της ΕΕ.

Με την πρόταση οδηγίας το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση αναγνωρίζεται ευθέως στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν  νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών . Συνεπώς ο πρόσφυγας  ή οποιοσδήποτε υπήκοος τρίτου κράτους  που με οποιονδήποτε τρόπο είναι κάτοχος τίτλου διαμονής σε οποιαδήποτε χώρα , έχει δικαίωμα να ζητήσει να φέρει την οικογένεια του χωρίς να ενδιαφέρει μάλιστα η διάρκεια του τίτλου διαμονής. Το δικαίωμα ατό δεν αναγνωρίζεται στον πρόσφυγα  που υπάγεται στο καθεστώς προσωρινής προστασίας. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια φάση διαμόρφωσης της μελλοντικής στρατηγικής της ΕΕ σε θέματα ασύλου που δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι για την ΕΕ εξετάζεται από κοινού  με τα  θέματα μετανάστευσης, γεγονός το οποίο δημιουργεί νέους συνειρμούς και νέους προβληματισμούς .

Από τις παραπάνω αναλύσεις βγαίνουν ορισμένα συμπεράσματα που επιβεβαιώνονται και από τις αναλύσεις που θα ακολουθήσουν . Πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Σύμβαση της Γενεύης δεν αρκεί για να καλύψει τα νέα φαινόμενα προσφυγιάς όχι μόνο γιατί δεν καλύπτει νέες περιπτώσεις προσφυγιάς αλλά και γιατί οι ενδιαφερόμενοι αποφεύγουν να ζητήσουν την εφαρμογή της. Δεύτερο συμπέρασμα που συνδέεται με το πρώτο είναι ότι παρατηρήθηκε μια εθνικοποίηση της πολιτικής για τους πρόσφυγες που δημιουργεί νέα αδιέξοδα. Ωρίμασαν λοιπόν οι συνθήκες για μια ευρωπαϊκή πολιτική η οποία στην πρώτη φάση υπήρξε διστακτική. Πριν από την Συνθήκη του Άμστερνταμ, η νομική βάση των μέτρων αυτών ήταν ο έκτος τίτλος και τα μέτρα που ελήφθησαν για τα θέματα ασύλου εντάσσονταν στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα. Οι ενέργειες αυτές του Συμβουλίου έδειξαν ένα μεγάλο έλλειμμα αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας που δεν δικαιολογείται. Μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ τα ζητήματα θεωρήσεων διαβατηρίων, μετανάστευσης και ασύλου και λοιπών πολιτικών σχετιζομένων με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στηρίζονται πλέον στον τέταρτο τίτλο που αφορά τον πρώτο πυλώνα. Αυτό θα διευκολύνει την επιτάχυνση μέτρων κοινής πολιτικής τουλάχιστο μετά την πάροδο της μεταβατικής περιόδου της πενταετίας, γιατί προσφέρονται νέες και σαφώς βελτιωμένες γενικές προϋποθέσεις.

Ειδικότερα  μετά τις αποφάσεις του Τάμπερε για ενιαίο χώρο  ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας , τα προβλήματα  ασύλου  εντάσσονται σε νέα λογική και οπωσδήποτε η ρύθμιση τους με εναρμονισμένο τρόπο έχει αποκτήσει προτεραιότητα . Η θέσπιση μέτρων που αφορούν το άσυλο, τη μετανάστευση και την προστασία των δικαιωμάτων υπηκόων τρίτων χωρών (άρθρο 63, παρ 3-4) είναι συνοδευτικά μέτρα  που αφορούν την ελεύθερη μετακίνηση και σε τελευταία  ανάλυση τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Έτσι κοινή πολιτική για μετανάστευση και κοινή πολιτική για άσυλο αρχίζουν να εμπλέκονται όπως αναλυτικά αναφέρεται  και στην αιτιολογική έκθεση πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα για οικογενειακή επανένωση (πρόταση 1/10/1999 COM (1999) 638).

2. Μορφές προσωρινής προστασίας

Η συρροή μεγάλων μαζών πληθυσμού που προκάλεσε πρωτίστως γιουγκοσλαβική σύγκρουση, αλλά και οι μεγάλες κρίσεις, όπως τα κύματα μεταναστών από την Αλβανία και το Ιράκ, αλλά και το προσφυγικό κύμα των Κούρδων ανέστειλαν τις διαδικασίες προσδιορισμού της προσφυγικής ιδιότητας και κατέστησαν αναγκαία τη διαμόρφωση καθεστώτων παροχής προσωρινής προστασίας. Η Επιτροπή ανέλαβε πρωτοβουλίες το 1997 και το 1998 για να καθορίσει τα ελάχιστα δικαιώματα που πρέπει να χορηγούνται στα μετακινηθέντα άτομα σε θέματα διαμονής, στέγασης, εργασίας, ιατρικής περίθαλψης, παιδείας κλπ. καθώς επίσης και να δημιουργήσει έναν οικονομικό οργανισμό αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών που φέρουν το κύριο βάρος υποδοχής.

Το καθεστώς προσωρινής προστασίας είναι καθεστώς που αφορά καταστάσεις κρίσεων. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα ειδικό καθεστώς για έκτακτες καταστάσεις και μετακινήσεις πληθυσμών και μαζικές μετακινήσεις  δε συνιστά κατά κυριολεξία τρίτη μορφή προστασίας παράλληλη προς τη γενική προστασία της Γενεύης ή και την επικουρική προστασία. Περιέχει ελάχιστες προδιαγραφές για να μην καταρρεύσει το σύστημα παροχής ασύλου το οποίο με τις μακροχρόνιες διαδικασίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μαζικές αιτήσεις ασύλου. Βασικά  εμπνέεται από τη δίκαιη κατανομή βαρών στη βάση της αλληλεγγύης. Είναι εργαλείο στην υπηρεσία ενιαίου συστήματος ασύλου το οποίο έτσι θα αποσυμφορηθεί.

Βέβαια η Σύμβαση της Γενεύης δεν απέκλειε την αναγνώριση του πρόσφυγα αυτομάτως σε ομάδα προσφύγων αλλά υπήρχαν επιφυλάξεις από τα περισσότερα κράτη για τη χρήση της δυνατότητας αυτής. Ακόμη τα κράτη δεν έκαναν συνήθως  χρήση ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο ιγ). Αυτό δημιουργεί ορισμένα αδιέξοδα. Έτσι, επιδιώχθηκε από τα διάφορα κράτη η εκ των ενόντων και κατά περίσταση αντιμετώπιση της κατάστασης που οδήγησε στη διαμόρφωση εθνικών νομοθεσιών για προσωρινή προστασία είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη μη επαναπροώθηση των προσφύγων. Αυτά τα καθεστώτα διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο ως προς τα δικαιώματα που αναγνωρίζουν στους πρόσφυγες. Όλα αναγνωρίζουν προστασία για ορισμένη χρονική περίοδο που όμως διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ως προς τα επιμέρους δικαιώματα μόνο ορισμένες χώρες αναγνωρίζουν δικαιώματα πρόσβασης στην απασχόληση και δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

Η Επιτροπή πρότεινε την άνοιξη του 2000 ένα σχέδιο οδηγίας, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 27-3-2000, για το θέμα της παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής συρροής με βάση την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο και πάλι  μιας ευρύτερης πολιτικής για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Η  οδηγία αυτή  προβλέπει ότι η προσωρινή προστασία δεν προδικάζει την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει της Σύμβασης της Γενεύης και ότι δεν πρέπει να αποτελεί μέσο παράκαμψης των υποχρεώσεων των κρατών μελών. Προσδιορίζει τα άτομα στα οποία αναφέρεται, τη διάρκεια προστασίας  που είναι ένα έτος με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο έτη. Αναθέτει  την εκτίμηση ότι υπάρχει μαζική συρροή εκτοπισθέντων στο Συμβούλιο που λαμβάνει απόφαση με ειδική πλειοψηφία και καθορίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές ανθρωπιστικές παραδόσεις αλλά και κατά τρόπο ελκυστικό ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολικές χορηγήσεις ασύλου.

Ειδικότερα, προβλέπεται η χορήγηση άδειας διαμονής, το δικαίωμα να ασκούν μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα με τις ίδιες προϋποθέσεις που παρέχεται στους κανονικούς πρόσφυγες. Αυτή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεις μεταξύ των δικαιούχων προσωρινής προστασίας και προσφύγων εφαρμόζεται επίσης κι ως προς την αμοιβή, την κοινωνική ασφάλεια, που συνδέεται με τη μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα και τις λοιπές συνθήκες εργασίας. Περιλαμβάνει επίσης μια σειρά από άλλες διατάξεις που αναφέρονται στη στέγαση στην κοινωνική μέριμνα, στα μέσα συντήρησης, στην ιατρική περίθαλψη, στην εκπαίδευση, στην οικογενειακή επανένωση όπου εξομοιώνει τα έγγαμα ζευγάρια με την κατάσταση ζευγαριών που δεν έχουν διατελέσει γάμο. Δεν προβλέπει όμως δικαίωμα για ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ με το τέλος της προσωρινής προστασίας προβλέπεται ότι εφαρμόζει το κοινό δίκαιο που ισχύει για την προστασία, την είσοδο και την διαμονή αλλοδαπών.

3. Η αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών

Η ανάγκη κατανομής των βαρών στην υποδοχή προσφύγων, οδήγησε στην πρόταση για κοινές χρηματοδοτήσεις. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του κοινού Ευρωπαϊκού ταμείου.

Η δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες αποτελεί μια ακόμη καινοτομία της ΕΕ. Υπάρχει ήδη πρόταση από την Επιτροπή για απόφαση του Συμβουλίου που εκκρεμεί από τις 13-12-1999  για τη δημιουργία του ταμείου αυτού που εντάσσεται σε μια πολιτική συνολικής και αλληλέγγυας οικονομικής προσέγγισης  με σκοπό να ευνοήσει τις προσπάθειες των κρατών μελών στον τομέα του ασύλου.

Το θέμα της αλληλέγγυας κατανομής βαρών ξεκινά ήδη από την πρόταση Επιτροπής στο Συμβούλιο το Μάρτη του 1997. Οι συζητήσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο. Η γερμανική προεδρία υπέβαλε στο άτυπο Συμβούλιο του Βερολίνου ένα έγγραφο για την κατανομή των βαρών όσον αφορά την υποδοχή και διαμονή  εκτοπισθέντων καθώς και την ιδέα της αμοιβαίας προαίρεσης. Και αυτή η προσπάθεια δεν είχε συνέχεια. Τα γεγονότα του Κοσσυφοπεδίου οδήγησαν στη γνωστή απόφαση του Τάμπερε για μια συνολικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων της προσφυγιάς μέσα στην οποία εντάσσεται και η δημιουργία του Ευρωπαϊκού ταμείου γα τους πρόσφυγες.

Η πρόταση οδηγίας στηρίζεται στην εξής λογική: Η πολιτική ασύλου αποτελεί ένα σύνολο. Δεν θα μπορούσαμε να υποδεχθούμε τους πρόσφυγες και τους εκτοπισθέντες σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις και την κοινή μας ανθρωπιστική παράδοση χωρίς την εφαρμογή διαδικασιών επιλεξιμότητας  που να είναι αποτελεσματικές και αμερόληπτες και τη δημιουργία μηχανισμού υποδοχής που να επιτρέπει τη διασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης . Όμως το φορτίο που βαρύνει τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό διαφέρει κατά πολύ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο λόγω του άνισου προσανατολισμού των εισροών ατόμων που ζητούν προστασία. και της άνισης κατανομής των πληθυσμών των προσφύγων. Η πρόταση της Επιτροπής αποβλέπει στη δίκαιη κατανομή των βαρών των κρατών μελών στο θέμα του ασύλου με τη δημιουργία μηχανισμού ο οποίος επιτρέπει την κατανομή πόρων ανάλογα με τα βάρη που αναλαμβάνει το κάθε κράτος μέλος ενώ ενθαρρύνει τα κράτη μέλη των οποίων η υποδομή και οι υπηρεσίες που διατίθενται για το άσυλο και τους πρόσφυγες δεν είναι τόσο αναπτυγμένες να καλύψουν την καθυστέρηση τους στον τομέα αυτό. Πέρα όμως από την ανάγκη ποιοτικής βελτίωσης των όρων υποδοχής των προσφύγων, επιδιώκεται και η αποφυγή του πολλαπλασιασμού των δευτερευουσών κινήσεων, δηλαδή των μετακινήσεων των προσφύγων από χώρα σε χώρα έως ότου βρουν την καλύτερη προστασία.

Με άλλα λόγια  η πρόταση οδηγίας αποσκοπεί στο να συγκεκριμενοποιήσει την αλληλεγγύη όσον αφορά την υποδοχή των συγκεκριμένων  ατόμων υπό την έννοια της οικονομικής αλληλεγγύης.

Στις  ομάδες στόχους  του ταμείου περιλαμβάνεται  κάθε πρόσφυγας , με την έννοια που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Γενεύης και κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει αναγνωριστεί το καθεστώς προσωρινής προστασίας. Οι  ενέργειες που στηρίζονται από τις χρηματοδοτήσεις αφορούν την υποδοχή προσφύγων , την ένταξη και ενδεχομένως τον ακούσιο επαναπατρισμό των ατόμων αυτών. Έτσι μπορεί να αναληφθούν ενέργειες που αφορούν υποδομές, υπηρεσίες που προορίζονται για τη στέγαση, την παροχή υλικής ενίσχυσης , μέσα διαβίωσης , ιατρικές φροντίδες, ενέργειες που επιτρέπουν στους δικαιούχους να προσαρμοστούν στην κοινωνία του κράτους μέλους είτε αποβλέπουν στο να καταστήσουν τα εν λόγω άτομα αυτόνομα. Με την έννοια αυτή περιλαμβάνονται και ενέργειες που αφορούν την ένταξη στην αγορά εργασίας.

Η νέα πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες και μετανάστες φέρει και αυτή έκδηλα τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών προσανατολισμών που κυριαρχούν και στις λοιπές πολιτικές της.

ΠΙΣΩ

 

Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη στο Δ` στρογγυλό τραπέζι της  Διημερίδας που διοργανώνει το  ΙΣΤΑΜΕ- Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Επιτροπή ΠΑΣΟΚ Θεσσαλονίκης και το ΣΒΒΕ και θέμα την ελληνική οπτική για την παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Θέμα:
«Αναδιάρθρωση των κοινωνικών δομών στις χώρες τις νοτιοανατολικής Ευρώπης.»

Θεσσαλονίκη, 16 Δεκεμβρίου 2000

Όπως γνωρίζουμε η διεύρυνση της ΕΕ αποτελεί μια ιστορική καμπή στα 2000 και πλέον χρόνια του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Mπορεί και σε άλλες χρονικές περιόδους να έγιναν απόπειρες ενοποίησης της Ευρώπης αλλά το εγχείρημα να ενοποίηση βορρά και νότου , ανατολής και δύσης της Ευρώπης είναι πρωτόγνωρο. Αυτό μαζί με το γεγονός ότι η ΕΕ δεν συνιστά απλώς μια ενιαία αγορά αλλά μια ένωση λαών με πολιτικούς στόχους οδηγεί αναπόφευκτα σε ριζική αναθεώρηση όλων των μέχρι σήμερα αντιλήψεών μας στη διαχείριση της εξωτερικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και περαιτέρω στην αναθεώρηση των πρακτικών και συμπεριφοράς όλων των δρώντων υποκειμένων στις διάφορες χώρες, από τις επιχειρήσεις και τα συνδικάτα μέχρι το σύνολο των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Συνεπώς η διημερίδα κανονικά έπρεπε να αποτελεί έναν απολογισμό των εξελίξεων που πραγματοποιούνται στις χώρες αυτές και του βαθμού τόσο της συμμετοχής μας όσο και της αξιοποίησης των ευκαιριών χρηματοδοτήσεων που προσφέρονται για στενότερες συνεργασίες.

Οι εταιρικές σχέσεις που συνήψαν όλα τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται σε εξέλιξη. Ήδη κάθε κράτος έχει εκπονήσει εθνικό πρόγραμμα υιοθέτησης του κεκτημένου με καθορισμό των μεθόδων προσέγγισης του κεκτημένου προσδιορισμό συγκεκριμένων ημερομηνιών, διαβάθμιση προτεραιοτήτων και αξιολόγηση επιπτώσεων. Από δε το 1998, η Επιτροπή υποβάλλει περιοδικά έκθεση προόδου για κάθε υποψήφια χώρα. με τις εκθέσεις αυτές εξετάζεται η πρόοδος με βάση τα κριτήρια της Κοπεγχάγης (δημοκρατία, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, προστασία μειονοτήτων, βιώσιμη οικονομία, δυνατότητα ανταγωνιστικής οικονομίας) καθώς επίσης και ο ρυθμός αφομοίωσης του κοινωνικού κεκτημένου. Παρακολουθείται η εξοικείωση με την κοινοτική πολιτική που διαχωρίζεται σε 29 επιμέρους κεφάλαια ορισμένα από τα οποία αναφέρονται στο θέμα το οποίο θα σας αναλύσω σχετικά με τις κοινωνικές δομές στις χώρες της βαλκανικής. Εδώ εντάσσονται θέματα όπως ο εκσυγχρονισμός του δικαιοδοτικού συστήματος η προστασία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, πολιτικές και θεσμοί που αφορούν την απασχόληση και την κοινωνική προστασία, την εκπαίδευση και την κατάρτιση.

Η πρόοδος που αποτελείται στους τομείς αυτούς σε κάθε χώρα αποτελεί προϋπόθεση για την ενταξιακή τους πορεία και η παρακολούθηση τους πρέπει να ενταχθεί στα έμμεσα ενδιαφέροντα του καθενός από εμάς αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις δυνατότητες πρωτοβουλιών που μας δίνονται στο πλαίσιο των εταιρικών σχέσεων που συνήψαν οι χώρες αυτές με την ΕΕ.

Δεδομένου ότι η αποτίμηση της προόδου γίνεται όχι μόνο με βάση τις μεταρρυθμίσεις που αποφασίζονται από τις χώρες αυτές αλλά και με βάση την πραγματική ικανότητα των αντίστοιχων κοινωνιών να εφαρμόσουν  το κοινοτικό κεκτημένο, η δική μας συμβολή για να έχει προστιθέμενη αξία πρέπει ταυτόχρονα και να μπορεί να εκφράζει την ουσία του ευρωπαϊκού κεκτημένου και να μπορεί να συμβάλλει στην αφομοίωση αυτή από τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς φορείς των χωρών αυτών. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια οι εκπαιδευτικές μας μονάδες, οι μονάδες κατάρτισης, οι οργανισμοί κοινωνικής πολιτικής και κάθε μη κυβερνητική οργάνωση που θέλει να συμμετέχει σε προγράμματα μεταρρύθμισης και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που δίνονται θα πρέπει με ταχύτατο τρόπο να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές τους και να εκσυγχρονίσουν τις δομές τους.

Αν λάβουμε υπόψη για λόγους οικονομίας χρόνου τα πορίσματα από τις εκθέσεις που υποβοήθησαν από της Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2000 για δύο βαλκανικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, μπορούμε να βγάλουμε αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα για τις δυνατότητες δικής μας δράσης στον κοινωνικό τομέα.

Από τον Ιανουάριο του 2000 υφίστανται τρεις χρηματοδοτούμενοι προενταξιακοί μηχανισμοί για όλες τις χώρες, τα προγράμματα PHARE, ISPA (δομές περιβάλλοντος και μεταφορές), SAPARD (αγροτική ανάπτυξη). Για τις κοινωνικές δομές μας ενδιαφέρεται το πρόγραμμα PHARE που για τα έτη 2000-2002 προβλέπει 100εκ. ΕΥΡΩ για τη Βουλγαρία και 242εκ. για τη Ρουμανία. Η βοήθεια τού PHARE αφορά, ανάμεσα στα άλλα, θεσμούς κοινωνικής συνοχής και κανονιστικής υφής. Δίνει τη δυνατότητα για παροχή τεχνογνωσίας και αδελφοποίησης που όπως είναι αυτονόητο νομιμοποιεί τη δυνατότητα συμμετοχής κάθε υπό ένταξη χώρας ή κάθε μέλους της ΕΕ. Το 30% αφορά τη θεσμική ανανέωση και το 70% είναι σχετικό με το κεκτημένο και τη συνοχή. Για το 2000 οι προτεραιότητες ανάλογα με τη χώρα διαφέρουν. Δειγματοληπτικά αναφέρουμε ορισμένες προτεραιότητες όπως η κοινωνική συνοχή για τη Βουλγαρία με χρηματοδότηση 15 εκατ. (σχέδια για ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματικής κατάρτισης σε διάφορες περιοχές κλπ.), η προστασία ευάλωτων προσώπων με 22 εκατ. (έλεγχος συνόρων, καταπολέμηση ναρκωτικών), ενώ για την Ρουμανία, η κοινωνία των πολιτών με χρηματοδότηση  13εκ. και οι περιφέρειες και αποκέντρωση 88 εκατ. Αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις ισχύουν και για δράσεις στις άλλες χώρες.

Οι υπό ένταξη χώρες μετέχουν στα προγράμματα SIDA, SAVE II, Leonardo da Vinci II, Socrates, Jeunese και ορισμένες έκαναν αίτηση να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα Πολιτισμός 2000 και LIFE III. Επίσης συνήφθησαν συμφωνίες για συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για το περιβάλλον. Με τα χρήματα αυτά πραγματοποιήθηκαν σχέδια εναρμόνισης πολιτικών θεσμών, δικαιϊκού συστήματος, μηχανισμός εφαρμογής κοινοτικού κεκτημένου και θεσμών κοινωνικής συνοχής και προστασία δικαιωμάτων του ανθρώπου. 250 προγράμματα αδελφοποιήσεως μεταξύ των υποψηφίων μελών και των χωρών μελών είναι σήμερα σε εξέλιξη για όλες τις υπό ένταξη χώρες.

Μια από τις προτεραιότητες είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των δικαστών και της αποτελεσματικότητας του δικαιϊκού συστήματος. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν με πρόσφατους νόμους, απαιτείται ένας σημαντικός αριθμός μεταρρυθμίσεων γιατί παρουσιάζονται ακόμα αδυναμίες στο διοικητικό και στο δικαιοδοτικό σύστημα. Μεγάλες ανάγκες υπάρχουν στην εκπαίδευση των δικαστών και για αυτό βρίσκονται σε ανάπτυξη τα κέντρα επιμόρφωσης δικαστών ιδιαίτερα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εξάρουμε το ρόλο του Κέντρου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου. Ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανώσεων αρχίζει να βαίνει αυξανόμενος. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση στο νομικό καθεστώς δεν έχει τελειώσει και η ανάγκη τεχνογνωσίας για τον τρόπο δράσης τους είναι εμφανής. Αυτό δίνει μεγάλα περιθώρια συμμετοχής των δικών μας μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα προγράμματα προστασίας μειονοτήτων, τα προγράμματα ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών, προγράμματα κατά των διακρίσεων με συμμετοχή εκπροσώπων διοίκησης συνδικάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Σε εξέλιξη βρίσκονται επίσης η πολιτική για την ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες και προστασίας παιδικής εργασίας. Η ανάπτυξη τελευταία σε εμάς των δραστηριοτήτων ατόμων με ειδικές ανάγκες που ήδη συμμετέχουν σε αρκετά ευρωπαϊκά προγράμματα τους ανοίγει τις προοπτικές για ευρεία συνεργασία στην περιοχή. Όσων αφορά τα συνδικάτα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι υπάρχουσες ρυθμίσεις απέχουν πολύ από το να αποκρυσταλλώσουν το ρόλο τους και τη συμβολή τους στην κοινωνική συνοχή. Ενδιαφέρουσα είναι η πολιτική των μειονοτήτων κυρίως που αφορά τους RΟΜ με 5%, και των Τούρκων με 9%. Mέτρα έχουν ληφθεί όσων αφορά την τουρκική μειονότητα για τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα σχολεία και της συμμετοχής τους στους πολιτικούς θεσμούς. Ήδη στο βουλγαρικό κοινοβούλιο συμμετέχουν 15 τουρκικής καταγωγής βουλευτές.  Ωστόσο υπάρχει η εκκρεμότητα της συνταγματικής απαγόρευσης ιδρύσεως πολιτικών κομμάτων σε βάση εθνική, φυλετική και θρησκευτική, που σύμφωνα με την έκθεση θεωρείται ασυμβίβαστη με τις διεθνείς δεσμεύσεις. Μέτρα για τις μειονότητες έχουν προταθεί και στη Ρουμανία όπου εκτός από την μειονότητα των ROM έχουμε και την Ουγγρική μειονότητα.

Όσον αφορά τον τομείς της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του 2000 παρατηρούνται τα εξής:

1. Στα θέματα εργατικού δικαίου, σύστασης και λειτουργίας συνδικάτων και οργάνωσης των συλλογικών εργασιακών σχέσεων δεν υπάρχει πρόοδος στη υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου.

2. Στο θέμα της ισότητας των ευκαιριών οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται και επίκεινται νέοι νόμοι, ένας από τους οποίους προβλέπει και τη δημιουργία εθνικού συμβουλίου ισότητας.

3. Στα θέματα υγιεινής και ασφάλειας έχουν γίνει βελτιώσεις για ελάχιστα στάνταρ αλλά επισημαίνεται ότι είναι αναγκαία η συμπληρωματική νομοθεσία και κυρίως η μεταφορά των αντίστοιχων οδηγιών της ΕΕ. Για τη Ρουμανία ιδιαίτερα η πρόοδος στην υγιεινή και ασφάλεια χαρακτηρίζεται υποτυπώδης. Για αυτό θεωρώ ότι μπορούν να παίξουν αυξημένο ρόλο για το σύνολο των περιοχών οι εθνικοί μας φορεί όπως το ΕΛΙΝΥΑΕ, που είναι οργανωμένο σε σύγχρονες βάσεις, το Ινστιτούτο Εργασίας, ο ΟΜΕΔ και η ΟΚΕ. Ειδικά ο ΟΜΕΔ και η ΟΚΕ έχουν μεγάλες δυνατότητες συνεργασίας όχι μόνο γιατί η συλλογική διαπραγμάτευση στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθεί να είναι υποτυπώδης αλλά και γιατί οι λύσεις που δίνονται στο ελληνικό σύστημα κοινωνικού διαλόγου είναι πολύ πιο κοντά στις ιδιαιτερότητες των χωρών αυτών από τις λύσεις των λοιπών ευρωπαϊκών συστημάτων. Η Ρουμανία που υιοθέτησε πρόσφατα ένα νόμο για τις απεργίες, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τη συμφιλίωση και τη διαιτησία, μπορεί ειδικά για τα θέματα συμφιλίωσης και διαιτησίας να συνεργαστεί αποτελεσματικά με τον ελληνικό ΟΜΕΔ.

4. Στον τομέα της υγείας έχουμε μια ευρεία μεταρρύθμιση με την εισαγωγή γενικών γιατρών για την πρωτοβάθμια περίθαλψη, μείωση του αριθμού των αναγκαίων κλινών στα νοσοκομεία, ενώ τέθηκε σε εφαρμογή ένα εθνικό σύστημα υγείας για το οποίο πρέπει να υπάρξει ενδιαφέρον από τις δικές μας αρχές δεδομένου του προβλήματος που δημιουργεί η αθρόα εισαγωγή ασθενών από τις γειτονικές χώρες.

Όσον αφορά την πολιτική απασχόλησης, ήδη άρχισε σταδιακά να εισχωρεί η πρακτική των εθνικών σχεδίων που εμπνέεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ στα κράτη μέλη. Στη Βουλγαρία δημιουργήθηκαν τοπικά συμβούλια για την απασχόληση που επιτρέπουν την αποκέντρωση στην πολιτική απασχόλησης και είναι καιρός να ανταλλαχθούν εμπειρίες στο σημείο αυτό. Πάντως το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι υψηλό στις υπό ένταξη χώρες. 

Όσον αφορά την κοινωνική προστασία στην αρχή του έτους τέθηκε σε εφαρμογή μια ριζική μεταρρύθμιση στη βάση της γνωστής διάκρισης που είναι το υποχρεωτικό κρατικό σύστημα συνταξιοδότησης, το σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης που ποικίλει ανάλογα με τις εισφορές και σύστημα προαιρετικής. Ο κώδικας της κοινωνικής ασφάλισης του 2000 προβλέπει τη διοικητική ενοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τομέας εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τον Αύγουστο του 2000 το Συμβούλιο σύνδεσης υιοθέτησε μια απόφαση που επιτρέπει τη συμμετοχή μια χώρας στη δεύτερη φάση (2000-2006) στα προγράμματα Leonardo da Vinci II και Socrates. Επίσης προβλέπεται από το 2000 η συμμετοχή στο πρόγραμμα νεότητα που ενσωματώνει υπηρεσίες εθελοντικού χαρακτήρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα προγράμματα αυτά αποτελούν χρυσή ευκαιρία για τη σύνδεση της νεολαίας της χώρας μας με τις νεολαίες των γειτονικών χωρών.

Ιδιαίτερα θα πρέπει να αξιοποιηθεί το πρόγραμμα Πολιτισμός 2000. Ως γνωστό, το πρόγραμμα αυτό κατήργησε άλλα επιμέρους προγράμματα και μετά από παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έπαψε να ευνοεί τα μεγάλα υπάρχοντα πολιτιστικά δίκτυα και εστιάζει τη δράση του και σε στόχους με μικρά και μεσαία σχέδια, που θα συνεπάγονται την άμεση συμμετοχή του ευρωπαίου πολίτη. Ακόμα έγινε δεκτή η προσέγγιση με ευελιξία και ελαστικότητα προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι συνέργιες, μεταξύ των διαφόρων καλλιτεχνικών τομέων (θέατρο, χορός, εικαστικές τέχνες, μουσική, λογοτεχνία κλπ.). Αυτά σημαίνουν ότι το νέο πρόγραμμα της ΕΕ μπορεί να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τους πολιτιστικούς θεσμούς της πόλης μας. Αν στο πρόγραμμα αυτό προστεθεί και το νέο πρόγραμμα INTEREG που αναφέρεται σε κάθε είδους διασυνοριακές συνεργασίες ανάμεσα στις οποίες δεν αποκλείονται και πολιτιστικές συνεργασίες τότε γίνονται εύκολα κατανοητοί οι μεγάλοι ορίζοντες που ανοίγονται για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα για ένα ζωντανό πολιτιστικό παρών στην ευρύτερη περιοχή. Η πολιτιστική αυτή συνεργασία με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη με την οικονομική συνεργασία γιατί αυτή προσεγγίζει τους λαούς στην καθημερινή τους ζωή. Σε τελευταία ανάλυση αν η απουσία τέχνης σύμφωνα με την αριστοτελική ρήση ισοδυναμεί με περισσότερα πάθη και περισσότερο φανατισμό, η πολιτιστική προσέγγιση είναι ο μόνος βέβαιος δρόμος για την ειρήνη στην περιοχή αυτή.

ΠΙΣΩ