Ομιλίες 

Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη με τίτλο «Το κοινωνικό κεκτημένο ως όρος ένταξης στην ΕΕ» στο συνέδριο που διοργανώθηκε από την ΟΚΕ Ελλάδος και την ΟΚΕ της Ευρώπης σε συνεργασία με τη διαδικασία Royaumont.

Θεσσαλονίκη 21/01/2000

  1. Η  διεύρυνση της Ε,Ε. αποτελεi μια ιστορική καμπή στα 2000 και πλέον χρόνια του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η νέα πολιτική της Επιτροπής με άξονα την ένταξη με διάφορες ταχύτητες αντί της κατά ομάδες ένταξης σε καθορισμένη προθεσμiα καθιστά κάθε χώρα υπεύθυνη του χρόνου που θα  επιτύχει την ένταξή της.

  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να συγκαλέσει διμερή Διακυβερνητική Διάσκεψη το Φεβρουάριο για ένταξη διαπραγματεύσεων με τη Σλοβενία, Λετονία, Λιθουανία, Βουλγαρία, Μάλτα σχετικά με τους όρουςπροσχώρησης και την προσαρμογή των χωρών αυτών στα δεδομένα της Ευρώπης. Κατά τις διαπραγματεύσεtς, κάθε υποψήφια χώρα θα κριθεί με βάση τα επιτεύγματά της. Η αρχή αυτή θα ισχύσει τόσο κατά την έναρξη του διαπραγματευτικού κεφαλαίου όσο  και κατά τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων.  Και η πρόοδος των διαπραγματεύσεων θα συνεχίζεται κατά το μέτρο που θα υπάρχει ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου τυπικά και ουσιαστικά. Από την ταχύτητα με άλλα λόγια με την οποία θα πετυχαίνει κάθε χώρα την αφομοίωση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κεκτημένου θα εξαρτάται και η πορεία προς την ένταξη. Τα τρία αυτά κεκτημένα θεωρούνται ισοδύναμα. O λόγος σε εμένα ανήκει για το κοινωνικό κεκτημένο που σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων, πρακτικών και κανόνων στον κοινωνικό τομέα. Αυτά καλύπτουν ποικίλους υποτομείς που είναι:

  α. Η υγεία και ασφάλεια στον τρόπο εργασίας που προσδιορίζεται από την οδηγία πλαίσιο και δεκάδες άλλες οδηγίες που επιβάλλουν υψηλά στάνταρ με αντίστοιχο υψηλό κόστος.

  β. Η προστασία της εργασίας και η αναγνώριση δικαιωμάτων στην εργασία με δέσμη νομοθετικών μέτρων για προστασία από τις μαζικές απολύσεις, από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, κατά την μεταβίβαση των επιχειρήσεων, για τον χρόνο εργασίας, την γονική άδεια, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας.

  γ. Οι θεσμοί συμμετοχής και  διαβουλεύσεων,

  δ. Ισότητα ευκαιριών στην απασχόληση και η καταπολέμηση κάθε διάκρισης στην απασχόληση που με τη σύγχρονη στρατηγική στο πλαίσιο τον προγράμματος equal περιλαμβάνει εκτός από την απαγόρευση διάκρισης με βάση το φύλο και κάθε άλλη διάκριση. Η απαγόρευση στο πλαίσιο του προγράμματος επεκτείνεται πέρα από το πεδίο της απασχόλησης και καλύπτει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό μεταφράζεται σε νέα πολιτική για τη μετανάστευση, για τα άτομα με ειδικές ανάγκες για τους κάθε μορφής αποκλεισμένους.

  ε. Η επαγγελματική κατάρτιση με τον ιδιαίτερο δύσκολο στόχο με την ανάδειξη νέων δεξιοτήτων που η νέα τεχνολογία επιβάλλει και που έχουν λίγη σχέση με την παραδοσιακή αντίληψη για την κατάρτιση, την εκπαίδευση.

  στ. Η κοινωνική ασφάλιση με την κατοχύρωση επιπέδου παροχών ισοδύναμη με το μέσο ευρωπαϊκό όρο.

  ζ. Η πολιτική απασχόλησης που στηρίζεται σε 4 πυλώνες, την απασχολησιμότητα, την προαγωγή του πνεύματος επιχείρησης, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα των επιχειρήσεων και την παροχή ίσων ευκαιριών. Κάθε ένας από τους πυλώνες αυτούς αναλύεται σε πακέτο μέτρων που καλείται να πάρει κάθε κράτος. Τα μέτρα αυτά απαιτούν σύνθετες δράσεις, νέους φορείς υλοποίησης και συντονισμό εισοδηματικής, νομισματικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με βάση ένα σαφές καθορισμένο σχέδιο που συνιστούν τα ε0νικά σχέδια δράσης για την απασχόληση. Αυτά συντάσσονται σε ετήσια βάση, υπόκεινται σε έλεγχο για την κατάρτιση και σε αξιολόγηση αποτελεσμάτων στο τέλος κάθε έτους. Όλα αυτά τα επιμέρους μέτρα και οι κανόνες που τα επιβάλλουν συνιστούν το περίφημο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο που στηρίζεται σε ένα συνδυασμό του μηχανισμού της αγοράς με δεσμεύσεις που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον.  Η αποδοχή όμως του κοινωνικού κεκτημένου  δεν  εξαντλείται στις αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις. Αυτές λίγο ως πολύ, οποιαδήποτε πλειοψηφία Κοινοβουλίου μπορεί να τις πραγματοποιήσει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι αλλού.  Θα περιοριστώ να επισημάνω ορισμένες πτυχές που αφορούν τις δυσχέρειες μεταφοράς του κεκτημένου όπως αυτές εντοπίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.

  2. Η πρώτη και κύρια δυσκολία είναι η αφομοίωση από το εθνικό σύστημα των μέτρων αυτών. Αυτή δεν γίνεται με επιβολή. Απαιτεί ευρεία αποδοχή που προϋποθέτει οργανωμένο διάλογο με γνήσιες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, με αντίστοtχη αντίληψη πράγμα που προϋποθέτει με τη  σειρά  του  επανεκπαίδευση  των  συνδικαλιστικών  στελεχών.  Οι δυσκολίες  που αντιμετωπίζουν οι χώρες των Βαλκανίων στη  δημιουργία των προϋποθέσεων αυτών απαιτεί διαμόρφωση  πολιτικής  των  κρατών  σε  νέα  βάση. Καμία  χρηματοδότηση  και  καμία πρωτοβουλία ή δράση του ΕΚΤ των προγραμμάτων Ρhare και Interreg κλπ, δεν πρόκειται στο μέλλον να προωθηθεί αν δεν στηρiζονται από τα κράτη ανάμεσα στα άλλα σε εταιρική σχέση και στην αποκέντρωση. Η εγκατάλειψη όμως του συγκεντρωτικού κράτος και η ανάδειξη αντιπροσωπευτικών μη κυβερνητικών οργανώσεων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που πρέπει να αντιμετωπιστεί για να επιταχυνθεί. η προσέγγιση με το κοινωνικό κεκτημένο.

  Έτσι περνάμε στο δεύτερο θέμα, στην ανάδειξη του κοινωνικού διαλόγου και του διαλόγου με τους πολίτες σε κομβικό στοιχείο της νέας πολιτικής των κρατών υπό ένταξη. Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας θέτουν το πρόβλημα της συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων. Οι συνδικαλιστικές  οργανώσεις  και  τα  οικονομικά  και  κοινωνικά  συμβούλια  πρέπει  να αποκτήσουν μεγαλύτερη απήχηση στην κοινή γνώμη για να μπορούν να μιλούν εξ ονόματος της οργανωμένης  κοινωνίας.  Όμως  ο  παραδοσιακός  αυτός  κοινωνικός  διάλογος  θεωρείται  ανεπαρκής για την προώθηση της κοινωνίας των πολιτών για αυτό θεωρείται αναγκαίο στο πλαίσιο των νέων προσεγγίσεων της Ε.Ε. η συμπλήρωσή του ή η διεύρυνσή του με διάλογο με το σύνολο των μη κυβερνητικών οργανώσεων,  τον λεγόμενο αστικό διάλογο. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη της εταιρικής σχέσης (vie associative) με πρωταγωνιστικό πλέον ρόλο των διάφορων ενώσεων, σωματείων, πολιτιστικών, αλληλοβοηθητικών κλπ, συνεταιρισμών, εκπροσώπησης καταναλωτών, περιβαλλοντολόγων κ.ο.κ, Οδεύουμε προς μια δημοκρατία των γνωμών και δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε μόνο στη δημοκρατiα του Κοινοβουλίου. Η σημερινή νέα πολιτική πραγματικότητα αποκάλυψε την αδυναμία της sξουσίασης από το έθνος κράτος των νέων προβλημάτων και σε αναζήτηση της ισορροπίας ανάμεσα στο γενικό και το τοπικό. H κοινωνία των πολιτών σημαίνει επανασυμφιλίωση του τοπικού με το γενικό προκειμένου να προσδώσουμε στην πολιτική την αποτελεσματικ6τητα της. Κανείς πλέον δεν έχει το μονοπώλιο της εκπροσώπησης. Όλα κινούνται στη λογική της διαμεσολάβησης όπως αναφέρει και o Ντελόρ. Μεσολάβηση ανάμεσα στον πολίτη και στην εξουσία, ανάμεσα στον οικονομικό παράγοντα και την κοινωνiα, ανάμεσα στην περιφέρεια και την κεντρική εξουσία ανάμεσα στην Ε.Ε. και το έθνος-κράτος.

  'Ένα τρίτο θέμα είναι οι δυσχέρειες για μιά προωθημένη κοινωνική πολιτική με τις δεσμεύσεις που επιβάλλεται από την μακροοικονομική πολιτική που προτάσσει τη σταθερ6τητα των τιμών και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί για την αξιοποίηση των πόρων.

Θα μου πείτε  προκειμένου να επιτευχθεί ο κύριος στόχος που είναι η οικονομική σύγκλιση δεν επιτρέπεται να υποβαθμιστεί η κοινωνική σύγκλιση;  Μέχρι ένα σημεiο το ερώτημα επιδέχεται καταφατική απάντηση. Όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η κοινωνική σύγκλιση είναι απαραίτητη για την ίδια την E.Ε. γιατί η είσοδος χωρών χωρίς αντίστοιχα στάνταρτ θα την υπονομεύσει. Είναι όμως αναγκαία και για τα iδνα υπό ένταξη κράτη γιατί διαφορετικά θα εiναι αδύνατη η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης χωρίς την οποία δεν μπορούν να συντηρηθούν oι άλλες παράμετροι  του κοινωνικού κεκτημένου όπως είναι ο κοινωνικός διάλογος.

  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή έχουν  πλήρη συνείδηση του μεγέθους των προσπαθειών που πρέπει να καταβληθούν καθώς και του γεγονότος ότι δεν αρκεί να βεβαιωθεί ότι υπάρχει βούληση του κοινοτικού κεκτημένου. Η μετατροπή του κεκτημένου αυτού σε πράξη προσκρούει  σε  μηχανισμούς,  θεσμούς  και  αντιλήψεις  που  δεν  μπορούν  να συγχρονιστούν εύκολα με τις απαιτήσεις που επιβάλουν οι νέες μεταρρυθμίσεις.

  Ακόμα και αν εξασφαλιστούν και οι αναγκαίες χρηματοδοτήσεις, χωρίς αναδιάρθρωση των μηχανισμών υλοποίησης δεν μπορούν να επιτευχθούν πολλά πράγματα. Αυτό είναι αναγκαίο να λέγεται γιατί η εισδοχή των υπό ένταξη χωρών πρόκειται να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που θα ληφ0ούν από κά0ε χώρα και γιατl η νέα πολιτική που εγκαινιάζει η ΕΕ της ανταγωνιστικής διαδικασίας  θα έχει ως αποτέλεσμα να προκρίνεται κάθε χώρα με τους ίδιους όρους

  Θα πρέπει μετά από αυτά να μας κυριαρχήσει η απαισιοδοξία; Το αντίθετο. Ποτέ άλλοτε οι χώρες της νοτιανατολικής  Ευρώπης δεν εiχαν  πιο  ανοιχτό ορίζοντα από σήμερα. Ανάλογες δυσκολίες πέρασε και  περνάει και η Ελλάδα. Μπορεtτε να εκμεταλλευτείτε τις εμπειρίες μας και να διδαχτείτε από τα λάθη που κάναμε ετοιμάζοντας την ένταξη σας  με πολύ πιο  αποτελεσματικό τρόπο. Αρκεί να μη ξεχνάτε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δε είναι θέμα τυπικό , δεν συνδέεται με συμφωνίες και κείμενα, αλλά εξαρτάται απ6 τη θέληση  μας για  μια  κοινωνία ανοικτή σε όλους με ένα κοινό παρονομαστή  τη συνύπαρξη της  κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποτελεί  αναπόσπαστο στοιχείο  της αντίληψης που έχει η Ευρώπη  για τη Δημοκρατία  μια αντίληψη που θεωρεί αδιαίρετη  την ελευθερία  με  την ισότητα, τον ελεύθερο ανταγωνισμό με την κοινωνική αλληλεγγύη. 

 

ΠΙΣΩ

Ομιλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη για το διεθνές συνέδριο που διοργανώθηκε από το ΙΣΤΑΜΕ –Ανδρέας Παπανδρέου με τίτλο: «Η Ευρώπη και ο κόσμος στην αρχή της νέας χιλιετίας».
Τίτλος εισήγησης: «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και κοινωνικό κράτος»

                     

Θεσσαλονίκη  25/02/2000

  Ο εικοστός αιώνας θεωρήθηκε από πολλούς ο αιώνας της ουτοπίας μέσα από το πείραμα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με την αποτυχία της ουτοπίας αυτής πολλοί συνέδεσα ν το τέλος της ιστορίας με την έννοια  ότι ένα πλέον είναι το κυρίαρχο μοντέλο :το παραδοσιακό ο μοντέλο της αγοράς. Έτσι το πρώτο ερώτημα που τίθεται για την Ευρώπη που υπήρξε και το κυρίαρχο εργαστήρι ιδεολογιών είναι αν πρέπει να αναζητήσουμε νέα ουτοπία η έστω, όπως είπε ένας συνδικαλιστής, μια εξορθολογισμένη ουτοπία για να επαναφέρουμε την Ιστορία σε νέα τροχιά η αν θα πρέπει να παραδοθεί στο κυρίαρχο μοντέλο. Γι’ αυτούς που γνωρίζουν τις συλλογικές  διαδικασίες και τους συλλογικούς αγώνες τα ουτοπιστικά στοιχεία είναι χρήσιμα για μεγαλύτερη συσπείρωση και αποτελεσματικότερη επιβολή ορισμένων στόχων. Η έλλειψη επί του παρόντος τέτοιων στοιχείων είναι  ένας από τους παράγοντες που έχουν αποδυναμώσει την πολιτική.

Όμως έχουμε το προνόμιο να ζούμε τις απαρχές μιας  επανάστασης που ανατρέπει όλα τα παραδοσιακά δεδομένα της παραδοσιακής κοινωνίας και που δημιουργεί νέες ελπίδες για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εξάρτηση. Επί του παρόντος όμως δεν γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα της και αναπόφευκτα  πρέπει να εξοικειωθούμε με το κόστος που περιέχουν οι ανατροπές που επιφέρει.

Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ορισμένες από τις πρωτόγνωρες συνθήκες εργασίας μπροστά από τις οποίες βρίσκεται ο εργαζόμενος……

Μπροστά στις νέες αυτές εξελίξεις οι νεοφιλελεύθεροι βρήκαν την εύκολη λύση για την πλήρη επάνοδο στους νόμους της αγοράς. Ορισμένες αριστερές δυνάμεις δίνουν τη μάχη για την διατήρηση ενός κοινωνικού μοντέλου που στηρίχτηκε στις εξελίξεις της βιομηχανικής κοινωνίας Οι πρώτοι ξεπερνούν πολύ εύκολα ένα κεκτημένο της ιστορίας που είναι ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν στηρίζεται μόνο στη τυπική ελευθερία αλλά είναι συνδυασμός ελευθερίας και ουσιαστικής ισότητας με αντίστοιχο άξονα τη δημιουργία παρεμβατικών νόμων ως εξισορροπητικών των αγοραίων νόμων και την επιβολή αλληλεγγύης ως συμπλήρωμα της ελλείπουσας αλληλεγγύης από την αγορά.. Οι δεύτεροι επιμένουν στη συντηρητική άποψη ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει .Οι σοσιαλδημοκρατικές  δυνάμεις ακολουθούν την οδό της μεταρρύθμισης και προσαρμογής των αρχών του κοινωνικού κράτους στα νέα δεδομένα. Μπορεί οι αναζητήσεις αυτές που παίρνουν διάφορες παραλλαγές άλλοτε ως τρίτος δρόμος, άλλοτε ως νέα κέντρο κι άλλοτε ως νεοφιλελεύθερος  σοσιαλισμός να μην είναι πάντοτε επιτυχείς. Είναι όμως οι μόνες  που μπορούν να επαναπροσδιορίσουν το κοινωνικό μοντέλο με τέτοιο τρόπο ώστε να το ενσωματώσουν στις νέες παραγωγικές σχέσεις και να το καταστήσουν ανταγωνιστικό απέναντι στο αμερικανικό μοντέλο. Η εμμονή με αρτηριοσκληρωτικό τρόπο σε ένα κοινωνικό σύστημα που δοκιμαζόμενο παράγει αδιέξοδα αποτελεί τον καλύτερο υπερασπιστή του αμερικανικού μοντέλου το οποίο υποτίθεται πρέπει να αποφύγει. Ποιο νομίζετε είναι το βασικότερο επιχείρημα της αμερικάνικής διανόησης απέναντι στους Ευρωπαίους?

Η απελευθέρωση της οικονομίας παράγει περισσότερες εγγυήσεις και δημιουργεί μεγαλύτερη απασχόληση απ’ ότι η οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτή. Η διαχείριση της κοινωνίας από τους ιδιώτες είναι πιο αποτελεσματική.

Σήμερα στην Ευρώπη όλοι παραδέχονται ότι τόσο το σύστημα της κοινωνικής ασφάλειας όσο και το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης πλήττονται από δυσλειτουργίες που το καθιστούν αναποτελεσματικά τόσο όσον αφορά την αντιμετώπιση της ανεργίας όσο και σε θέματα υγείας και γήρατος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες αναζητούνται νέες λύσεις απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει πιστή στον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ενδυνάμωση της συλλογικής δράσης των συνδικάτων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Χωρίς ρήξη των συνδικάτων με τις  εθνικές ιδιαιτερότητες, με τις παθητικές στρατηγικές διατήρησης κεκτημένων, ρήξη με τη συντεχνιακή αντίληψη του συνδικαλισμού και χωρίς τέλος ένα αγκάλιασμα των νέων θυμάτων της οικονομίας όπως είναι οι άνεργοι, οι αποκλεισμένοι και οι μετανάστες δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν τον αντιπροσωπευτικό ρόλο που θα τους δώσει τη δύναμη για επιβολή των θέσεων τους. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να γίνει κοινή αρχή είναι ότι η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη αποτελούν μέρος του συστήματος της αγοράς .Τρίτη προϋπόθεση είναι το πέρασμα στην ΕΕ της ευθύνης για την κοινωνική πολιτική -όπως έγινε και με την οικονομική-και μιας ενιαίας  ως προς τις βασικές της γραμμές κοινωνική πολιτική. Η συνθήκη του Άμστερνταμ αποτέλεσε ένα βήμα  προς την κατεύθυνση αυτή με τη δυνατότητα που έδωσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το συντονισμό των εθνικών πολιτικών στα κοινωνικά θέματα.  Όμως παραμένει ακόμα ανοικτό το θέμα του  του κοινωνικού «ντάμπινγκ» ανάμεσα στις χώρες μέλη της ΕΕ που υποθάλπεται από το γεγονός ότι διατηρείται η αρχή της επικουρικότητας Πρακτικά λοιπόν θα πρέπει να γίνει δεκτή στη νέα Διακυβερνητική η αρχή της πλειοψηφίας για όλα τα σχετικά θέματα γιατί διαφορετικά με τη δυνατότητα βέτο εμποδίζεται οποιαδήποτε προσπάθεια διαμόρφωσης κοινών κανόνων. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι δυνατόν σήμερα ένα κράτος-μέλος της ΕΕ από μόνο του να ασκήσει επιτυχώς μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική γιατί νοθεύονται οι κανόνες του ανταγωνισμού που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Ευρωπαϊκής αγοράς. Ανταγωνισμός που επιχειρείται να γίνεται με έκπτωση της κοινωνικής προστασίας πρέπει να αποκλειστεί.

Στην αυγή του 21ου αιώνα αν είναι απαραίτητο να επινοήσουμε ένα νέο κοινωνικό μοντέλο είναι για να δώσουμε νόημα στην Ευρώπη. Πως μπορεί να γίνει αυτό? Λαμβάνοντας υπόψη και εξηγώντας τις δυνατότητες που δίνει η παγκοσμιοποίηση ως μία μεγάλη ευκαιρία που θα δώσει νέα μεσολαβητικό ρόλο στην Ευρώπη. Η παγκοσμιοποίηση για την Ευρώπη δεν συνδέεται με τη φιλελευθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς αλλά με τη διαμόρφωση ρυθμιστικών κανόνων σ’ αυτή και η μόνη δύναμη που μπορεί να επιβάλει την γραμμή αυτή είναι η ΕΕ.

ΠΙΣΩ

  Ομιλία του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη  για την ημερίδα με τίτλο: «Η Ευρώπη στην αυγή του 21ου αιώνα στο πλαίσιο του προγράμματος πληροφόρησης του Ευρωπαίου πολίτη»

Τίτλος ομιλίας : Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η κοινωνική ευρώπη

   Θεσσαλονίκη 27/02/2000  

Σε ένα ακροατήριο που κυριαρχείται από εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, ίσως εκ πρώτης όψεως, θέματα όπως η κοινωνική πολιτική να μην κεντρίζουν το άμεσο ενδιαφέρον τους. Όμως, γνωρίζω καλά ότι για τον σύγχρονο επιχειρηματία, το αντίθετο ακριβώς σημαίνει. Γιατί, η πείρα έχει δείξει, ούτε ο επιχειρηματικός σχεδιασμός, ούτε οι οικονομικές επιδιώξεις δεν μπορούν σήμερα να πραγματοποιούνται χωρίς την συνεκτίμηση των δεδομένων της κοινωνικής πολιτικής.

Αποκαλυπτική για την Κοινωνική Πολιτική της Ε.Ε είναι η πρόσφατη ανακοίνωση με θέμα το συντονισμό της στρατηγικής για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας, την οποία αποδέχθηκε για το Ε.Κ με την εισήγηση Anderson, όπου διατυπώνονται βέβαια και κριτικές παρατηρήσεις.

Βέβαια, οι λέξεις «Νέα Στρατηγική» συνήθως ακούγονται με υποψία. Ωστόσο, όταν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, η αξία τους είναι αναμφισβήτητη και με άμεσες πρακτικές συνέπειες. 

Το νέο σε αυτή τη στρατηγική είναι η διατύπωση συγκεκριμένων στόχων που συνοψίζονται σε τέσσερις, και που είναι

Να καταστεί αποδοτικότερη η εργασία και να παραχθεί ασφαλές εισόδημα

Να διασφαλιστούν οι συντάξεις και να γίνουν βιώσιμα τα συνταξιοδοτικά συστήματα

Να προαχθεί η κοινωνική ένταξη

Να κατοχυρωθούν το υψηλό επίπεδο ποιότητας και βιωσιμότητας των υπηρεσιών υγείας.

Αυτοί οι στόχοι, συνοδεύονται από συγκεκριμένους προσανατολισμούς που είναι ευθυγραμμισμένοι με τους σχεδιασμούς της οικονομικής πολιτικής και που εκφράζουν μια παγιωμένη πλέον θέση της Ε.Ε. σύμφωνα με την οποία αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση είναι και το σύστημα κοινωνικής προστασίας. Αυτοί οι προσανατολισμοί είναι

α) Η επανεξέταση των συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συστημάτων υγείας σε σχέση με τη γήρανση του πληθυσμού και την ανάγκη να επηρεασθεί η μελλοντική προσφορά εργατικού δυναμικού

β) Η προσαρμογή των φορολογικών συστημάτων και των συστημάτων παροχών, ώστε αυτά να υποστηρίζουν την απασχολησιμότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

γ) Η πρόβλεψη της απαραίτητης χρηματοδότησης των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο και άλλων ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας.

Εδώ εντάσσεται και η γνωστή αναφορά στο τρίγωνο «Οικονομική Σύγκλιση-Απασχόληση-Κοινωνική Προστασία». Με αυτά, η Ε.Ε. δεσμεύεται πρακτικά για ένα συντονισμό της πολιτικής, οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης, με διαρθρωτικές αλλαγές που όμως θα συνεκτιμούν την αρχή της προστασίας. Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι οι φιλελεύθερες προσεγγίσεις έχουν εγκαταλειφθεί. Αυτό δεν ισχύει μόνον για το Συμβούλιο όπου κυριαρχούν οι Σοσιαλδημοκρατικές Κυβερνήσεις, αλλά και για το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο παρά τις διαφοροποιήσεις και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα συμφωνεί με τη στρατηγική αυτή.

Για τις εθνικές κυβερνήσεις,  μπορούμε να διατυπώσουμε τις πρακτικές συνέπειες σε δύο, μια με τρόπο αρνητικό και άλλη με τρόπο θετικό.

α) Οι κυβερνήσεις δεν υπόκεινται σε δεσμεύσεις στον ίδιο βαθμό που είχε υποβληθεί η νομισματική πολιτική,

β) υποχρεούνται όμως, σε συντονισμό της οικονομικής πολιτικής με κοινωνική πολιτική, καθώς και σε σύγκλιση με βάση τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των άλλων κρατών.

Η επικουρικότητα συνεπώς που ισχύει για την κοινωνική πολιτική αλλάζει περιεχόμενο. Μπορεί οι κατευθυντήριες γραμμές που διατυπώνονται να μην προβλέπουν άμεσες κυρώσεις. Η επιρροή τους όμως για συγκεκριμένους προσανατολισμούς των κοινωνικών πολιτικώς είναι αναμφισβήτητη. Τα κράτη καταρτίζουν σχέδια με βάση τους προσανατολισμούς αυτούς, τα υποβάλλουν σε έλεγχο, και με την ολοκλήρωση στο τέλος του έτους, τα υποβάλλουν σε αξιολόγηση. Από την ποιότητα των αποτελεσμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και οι χρηματοδοτήσεις.

Οι κατευθυντήριες γραμμές αφορούν κατά κύριο λόγο την απασχόληση με τα εθνικά σχέδια απασχόλησης. Επεκτείνονται όμως και σε άλλους τομείς της κοινωνικής προστασίας, πράγμα που αφορά άμεσα τη δράση των επιχειρήσεων. Αλλά και στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση,  κατευθύνσεις που αφορούν την ισότητα των φύλων, την πρόσβαση σε παιδική μέριμνα, τα δικαιώματα άδειας πατρότητας ή μητρότητας, και μέτρα για ευέλικτη αγορά εργασίας είναι κατευθύνσεις που αφορούν τη νέα στρατηγική για την κοινωνική προστασία.

Όλα αυτά τα δεδομένα ανοίγουν το δρόμο για λήψη νέας σειράς νομοθετικών μέτρων, για τη θέσπιση ελαχίστου ορίου εισοδήματος, με βάση το άρθρο 187 της Συνθήκης, για νέα πολιτική στην από κοινού αντιμετώπιση αθέμιτου ανταγωνισμού και κοινωνικής προστασίας, καθώς και της φορολογικής πολιτικής σε θέματα απαλλαγών ή μειώσεων. Σε πρώτη φάση, προτείνεται ένας κώδικας συμπεριφοράς των κρατών για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρησιμοποίηση της κοινωνικής πολιτικής. Ακόμη, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής, θα επανεξετασθεί η χρηματοδότηση των περιφερειακών και τοπικών σχεδίων για την κοινωνική ολοκλήρωση και η προώθηση των μεθόδων ανάλυσης κόστους-οφέλους στα πλαίσια συστημάτων υγείας και περίθαλψης. Το μεγάλο πρόβλημα που μπαίνει προς συζήτηση είναι το πρόβλημα της μείωσης των βαρών εργασίας, χωρίς να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Η εξίσωση δεν έχει βρεθεί αλλά πάντως βαίνει προς ρύθμιση.

ΠΙΣΩ

    

  Ομιλίες του Ι.Κουκιάδη στη Διεθνή Ημερίδα της Ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Ομάδας με θέμα "Κοινωνική ποιότητα της Ευρώπης"
(ενόψει του συμβουλίου της Λισσαβόνας για την απασχόληση και την κοινωνική προστασία)"Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο απέναντι στο Αμερικανικό Κοινωνικό Μοντέλο."
 

8/03/2000

κ. Ιωάννης Κουκιάδης
Μέλος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ε.Κ.
Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ

Κυρίες και κύριοι,

Καθώς μου έγινε η τιμή να ανοίξω τη συζήτηση για το σημαντικό αυτό θέμα της διεθνούς μας συνάντησης, θα προσπαθήσω να αντιπαρατάξω τα δύο μοντέλα δίνοντας συγχρόνως έμφαση και στην πολιτική διάσταση που έχει αυτή η αντιπαράθεση. Πράγματι, οι πολιτικές θέσεις για το κοινωνικό μοντέλο δεν συνιστούν ένα οποιοδήποτε πολιτικό θέμα αλλά είναι το κατεξοχήν πολιτικό θέμα. Το γνωρίζουμε ήδη αυτό από την ιστορία του αιώνα που φεύγει και ιδίως από την περίοδο του ψυχρού πολέμου όπου το βασικό διακύβευμα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι σχέσεις οικονομικού και κοινωνικού στοιχείου.

Προκειμένου να τεθεί το πρόβλημα με σαφήνεια θα ήταν σκόπιμα να το παρουσιάσω με τέσσερα βασικά ερωτήματα.

Ποιο είναι ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε σύγκριση με το φιλελεύθερο μοντέλο των ΗΠΑ;

Προφανώς αναφερόμαστε κατά πρώτο λόγο στο κοινωνικό μοντέλο των κρατών μελών της Ε.Ε. και κατά δεύτερο λόγο, ενδεχομένως, στο κοινωνικό μοντέλο σε επίπεδο Ε.Ε. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές από κράτος σε κράτος, υπάρχουν ορισμένες σταθερές που μπορούν να θεμελιώσουν την ύπαρξη ενός κοινωνικού μοντέλου. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτό. Το δύσκολο είναι να συνοψίσουμε τα κοινά σημεία. Αυτά κατά τη γνώμη μου εντοπίζονται:

α. Στην εξασφάλιση ουσιαστικών όρων στην αγορά εργασίας με ελάχιστα όρια όρων εργασίας και μισθών, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο μοντέλο όπου κυριαρχεί η πλήρης ελευθερία στη σύμβαση εργασίας.

β. Στην εξασφάλιση ουσιαστικών όρων συμμετοχής, για την πλειοψηφία της κοινωνίας, σε βασικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, κατάρτιση, πολιτισμός) και της ισότητας ευκαιριών, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο μοντέλο, όπου ποσοτικά και ποιοτικά κυριαρχούν αντίστοιχα ιδιωτικές υπηρεσίες (δημόσιο Πανεπιστήμιο στην Ευρώπη, ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ).

γ. Στην εξασφάλιση των εργαζομένων από ειδικούς κινδύνους με το γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και επικουρικά, σε περίπτωση αποτυχίας των άλλων πολιτικών, των αποκλεισμένων από την κοινωνική ασφάλεια, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο μοντέλο όπου κυριαρχούν η ιδιωτική ευθύνη και ενδεχομένως η φιλανθρωπία και η απλή βοήθεια. Η έννοια του κοινωνικού δικαιώματος είναι περιθωριοποιημένη σε αυτό το σύστημα ενώ η έννοια της νομικής αλληλεγγύης παραμένει ξένη προς την έννομη τάξη των ΗΠΑ.

Το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικοπολιτικών παρεμβάσεων στα ευρωπαϊκά κράτη αναφέρεται στη ζήτηση με τη δευτερογενή και την τριτογενή κατανομή, υπάρχουν όμως και μέτρα που αγγίζουν την προσφορά με θεσμούς και δικαιώματα που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου όπως η συμμετοχή στην επιχείρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτή ακόμα η έννοια των κοινωνικών εταίρων είναι προϊόν του κοινωνικού μοντέλου κάτι που έχει περάσει απαρατήρητο μέχρι σήμερα. Οι αμερικανοί ισχυρίζονται με περηφάνια ότι δεν γνωρίζουν την έννοια των κοινωνικών εταίρων.

Τέλος ένα από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού μοντέλου είναι η νομιμοποίηση της συλλογικής ευθύνης με παρεμβάσεις ex ante (προληπτικά) και με παρεμβάσεις ex post (αποκαταστατικά).

Το αποτέλεσμα της λειτουργίας του κοινωνικού μοντέλου εκφράζεται στην Ευρώπη με δαπάνες που καλύπτουν το 25% του ΑΕΠ ενώ στο αμερικανικό μοντέλο αγγίζει το 15%. Ακόμη, οι επιβαρύνσεις στο κόστος εργασίας αγγίζουν το 46% στην Ευρώπη έναντι του 37% στις ΗΠΑ. Μένει να διευκρινιστεί αν οι δαπάνες αυτές συνιστούν μόνο χρέος ή και κέρδος για την κοινωνία. Να σημειωθεί ότι οι στατιστικές παρουσιάζουν ένα χαμηλό δείκτη ανεργίας στις ΗΠΑ, υποβαθμίζουν όμως τους δείκτες για την ποιότητα της απασχόλησης.

Πολλοί διερωτώνται αν παράλληλα με τα επιμέρους ευρωπαϊκά μοντέλα υπάρχει και ένα αυτόνομο κοινωνικό μοντέλο σε επίπεδο της Ε.Ε.. Η απάντηση που δίνω είναι ότι παρόλο ότι ισχύει η αρχή της επικουρικότητας υπάρχουν αρκετά κοινοτικά μέτρα που εμπνέονται από το κοινωνικό μοντέλο των κρατών μελών, είτε με καθορισμό ελαχίστων ορίων, είτε με μέτρα για σκοπούς που μοιράζονται τα κράτη μέλη (ισότητα ανδρών και γυναικών, απαγόρευση διακρίσεων κλπ.), είτε με χρηματοδοτικές παρεμβάσεις ή ακόμα και θεσμικές όπως τα συμβούλια στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και η οργάνωση του κοινωνικού διαλόγου. Το ό,τι  ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα μέτρα έχουν χαρακτήρα περισσότερο συμβουλευτικό παρά επιτακτικό δεν είναι οπωσδήποτε μειονέκτημα για τη σύγχρονη αντίληψη της κοινωνικής πολιτικής. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστούν η πολιτική για την απασχόληση, που στηρίζεται στο λεγόμενο τρίγωνο μακροοικονομική πολιτική, απασχόληση, κοινωνική πολιτική, και η διαφαινόμενη χρησιμοποίηση των διαδικασιών Λουξεμβούργου, Κάρντιφ και Κολωνίας ως βάσεις για την επεξεργασία μελλοντικών κοινωνικών πολιτικών. Με λίγα λόγια η Ε.Ε. παράγει σταδιακά το δικό της κοινωνικό μοντέλο, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου στη βάση του διαλόγου μεταξύ κοινωνικών εταίρων με προέκταση στο διάλογο των πολιτών. Η πορεία για ένα πιο εκτεταμένο κοινωνικό μοντέλο στο επίπεδο της Ε.Ε. αποτελεί μια από τις προκλήσεις που πρέπει ν α φέρουν σε πέρας οι σοσιαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης.

Ποια τα βασικά στοιχεία αξιολόγηση τους;

Συνοπτικά μπορούμε να παρουσιάσουμε τρία στοιχεία: την καθολικότητα, την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου είναι η καθολικότητά του, απευθύνεται στο σύνολο των πολιτών έστω και αν διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος των αναγκών, με κύριο στόχο την ενσωμάτωση στο σύστημα όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού πολιτών. Έχει ένα αξιόλογο επίπεδο ποιότητας υπηρεσιών, που τίθεται όμως υπό αμφισβήτηση από την ποιότητα των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα. Γνωρίζει προβλήματα ως προς την αποτελεσματικότητα, αλλά αυτά συνδέονται περισσότερο με τη μη προσαρμογή του παρά με τη φύση του συστήματος.

Το αμερικανικό μοντέλο, στενά συνδεδεμένο με την αγορά, είναι πλήρως ενσωματωμένο σε αυτή, είναι όμως επιλεκτικό στην αφετηρία και άνισο ως προς τα αποτελέσματα.

Βασικό όμως ερώτημα παραμένει όχι πιο βραχυχρονίως είναι αποτελεσματικότερο, αλλά ποιο μακροχρονίως συμβάλλει στην διατήρηση της κοινωνική ισορροπίας. Η πολιτική και κοινωνική ιστορία έχουν δείξει ότι μακροχρονίως η αγορά μεγεθύνει τις ανισότητες, για αυτό και οι κοινωνίες χωρίς κοινωνικοοικονομικές παρεμβάσεις γνωρίζουν κατά διαστήματα στάσεις , εκρήξεις, επαναστάσεις.

Η μεγάλη εμπειρία από τον 20ο αιώνα στην Ευρώπη είναι η αναγνώριση της συμβολής των ρυθμιστικών κανόνων της αγοράς στη διατήρηση της δημοκρατίας. Η μάχη που δόθηκε από τον ελεύθερο κόσμο στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου δε στηρίχθηκε αποκλειστικά στα πλεονεκτήματα της ελεύθερης οικονομίας αλλά περιελάμβανε ισοδύναμα και τις αξίες της ισότητας ως έκφραση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σήμερα στην αντιπαράθεση Ευρώπης και Αμερικής, μόνη η Ευρώπη καλείται να διασφαλίσει και τα δύο αυτά κεκτημένα της ιστορίας ενώ η Αμερική μένει αποκλειστικός θιασώτης της αρχής της ελευθερίας. Ασφαλώς η Αμερική είναι μια χώρα ελευθερίας αλλά για να απολαύσει κανείς αυτή την ελευθερία πρέπει να την αγοράσει σύμφωνα με την έκφραση του Νόαμ Τσόμσκι.

Βέβαια εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς εξηγείται η ρωμαλεότητα του αμερικανικού μοντέλου που αποδεικνύεται από τη σημερινή δυναμική της αμερικανικής οικονομίας. Εδώ χρειάζεται πολύ συζήτηση. Περιορίζομαι να πω ότι ο δυναμισμός της αμερικανικής οικονομίας δε μεταφράζεται και σε καθολική κοινωνική ευημερία, όπως δείχνει ο πολλαπλάσιος αριθμός αποκλεισμένων και ο πολλαπλάσιος αριθμός των εσχατολογικώς αποκλεισμένων που είναι οι φυλακισμένοι. Κατά δεύτερο λόγο, το κοινωνικό πρόβλημα της Αμερικής επί του παρόντος δε μεταφράζεται σε πολιτικό πρόβλημα. Η αμερικανική δημοκρατία λειτουργεί με το 45% περίπου των πολιτών της, με αδυναμία του υπολοίπου να εκφραστεί με τα δικά του πολιτικά σχήματα. Με αυτούς τους όρους μοιάζει περισσότερο με ένα αριστοκρατικό πολιτικό σύστημα, μια επιλεκτική δημοκρατία, μια δημοκρατία της μειοψηφίας που συνιστά την άρνησή της. Αυτή ίσως είναι η ρωμαϊκή αντίληψη για τη δημοκρατία, δεν είναι όμως η δική μας

Μέσα από τη μετατόπιση του μεγαλύτερου μέρους της ευθύνης λειτουργίας της κοινωνίας από το συλλογικό επίπεδο στο ατομικό και με αποθέωση της ιδιωτικής εξουσίας, υποβαθμίζουμε τους ανεξέλεγκτους κινδύνους που αυτή περικλείει για την κοινωνική συνοχή και αποσιωπούμε το γεγονός ότι η δυτική εξουσία παράγει μεγαλύτερη αυταρχικότητα από την κρατική αυταρχικότητα. Έτσι, το κοινωνικό κράτος δεν είναι μόνο θέμα κοινωνικής ευαισθησίας είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής στήριξης της δημοκρατίας και της δημόσιας ασφάλειας. Ο τρόπος λειτουργίας της δημοκρατίας στην Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει τις ανισότητες της αμερικανικής κοινωνίας χωρίς τον κίνδυνο εκφυλισμού της από ακροδεξιά ή φασιστικά στοιχεία. Η δημοκρατία παράγει ανισότητες αλλά συντηρείται κατά το μέτρο που πετυχαίνει να τις αντικαθιστά. Το κοινωνικό μοντέλο δρα και ως πρόληψη των ανισοτήτων. Η Ευρώπη είναι καταδικασμένη να ακολουθήσει τον κοινωνικό της δρόμο.

Είναι ανταγωνιστικό το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο;

Μέσα σε ένα κόσμο ανταγωνιστικό δεν αρκεί να είμαστε σύμφωνοι για το τι είναι καλό αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε και τη βιωσιμότητα καταστάσεων και συστημάτων. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Πολλοί αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Αν το ερώτημα αυτό αναφέρεται στο υπάρχον κοινωνικό μοντέλο η απάντηση που δίδεται από τη μεγάλη πλειοψηφία είναι αρνητική. Έχει από πολλούς αναλυθεί η ασφυξία που περιβάλλει το μοντέλο αυτό, έχει χαρακτηριστεί, άσχετα αν είναι υπερβολή, ως πίθος των Δαναΐδων γιατί οι δαπάνες αυξάνουν χωρίς να αμβλύνουν τα προβλήματα (αύξηση της ανεργίας) και γιατί αναπαράγει παθολογίες που υποτίθεται θέλει να αποφύγει. Λέγεται ακόμη ότι είναι σε αδιέξοδο γιατί είναι δαπανηρό χωρίς αντίστοιχη αποτελεσματικότητα (δαπάνες υγείας), γιατί αποδυνάμωσε την ατομική ευθύνη χωρίς να εξασφαλίσει αντίστοιχη συλλογική ευθύνη, γιατί αποθάρρυνε την ενεργό συμμετοχή πριμοδοτώντας τους μη ενεργούς πολίτες και γιατί διαστρεβλώνει τον ανταγωνισμό της αγοράς.

Άλλο όμως η κριτική ενός συγκεκριμένου τρόπου λειτουργίας του κοινωνικού μοντέλου που οικοδομήθηκε με βάση τις παραγωγικές σχέσεις της βιομηχανικής εποχής και τις κλειστές σε σχέση με το σήμερα κοινωνίες, και άλλο αμφισβήτηση των αξιών που το θεμελιώνουν και το καθιστούν ποιοτικά ανώτερο γιατί η ανταγωνιστικότητα ενός συστήματος είναι συνάρτηση της ενεργοποίησης όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού μελών και η ασφάλεια του συστήματος συνάρτηση του βαθμού συνοχής των μελών του. Έτσι, μπαίνει το επόμενο ερώτημα που αναφέρεται στην αναγκαία μεταρρύθμιση των όρων λειτουργίας του, στον επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου της αλληλεγγύης και στον επανακαθορισμό των ορίων της ατομικής ευθύνης. Πρακτικά χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό μοντέλο. Αυτοί που υπερασπίζονται με τρόπο στατικό το υφιστάμενο κοινωνικό μοντέλο, άθελά τους γίνονται οι καλύτεροι υπερασπιστές του αμερικανικού συστήματος του οποίου οι πιέσεις είναι ήδη αφόρητες. Άλλωστε, το ευρωπαϊκό μοντέλο επιβίωσε γιατί ήταν αποτελεσματικό.

4. Ποιο είναι το νέο ανταγωνιστικό κοινωνικό μοντέλο.

Η μεταρρύθμιση, πέρα από τους λόγους που μόλις αναφέραμε, γίνεται αναγκαία προκειμένου να προσαρμοστεί το κοινωνικό μοντέλο στα νέα δεδομένα που είναι η μετατροπή της επιχείρησης από κλειστό κύκλωμα σε δίκτυο μονάδων, η μείωση της συμβολής της εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή, η αλλαγή σχέσης ενεργού και μη ενεργού βίου, η μετατροπή των βιομηχανικών σχέσεων σε σχέσεις υπηρεσίας, η μετατροπή μιας οικονομίας υλικής σε άϋλη. Πώς είναι δυνατόν να συντηρήσουμε ένα σύστημα προστασίας όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πλέγμα σχέσεων που δεν το λαμβάνει υπόψη. Ο στόχος λοιπόν αυτής της μεταρρύθμισης είναι διπλός. Να αποκαλύψει την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού απέναντι στο φιλελεύθερο και να καταστήσει το οικονομικό σύστημα που υπηρετεί εξίσου ανταγωνιστικό όπως άλλωστε ήταν και στο παρελθόν.

Έτσι,

α. Αντί να επιμένει κανείς στις ανελαστικές εργασιακές σχέσεις οφείλει να βρει τις νέες προδιαγραφές για τις ελαστικές σχέσεις, για τους όρους εργασίας, την υγεία, το μισθό. Για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Είναι δυνατόν με οποιοδήποτε τρόπο να απαγορευτεί η μερική απασχόληση από τη στιγμή που η απάντηση είναι αρνητική δε μένει παρά να βρούμε πώς θα οργανώσουμε την προστασία της. Βέβαια η ελαστικοποίηση των σχέσεων δεν ταυτίζεται με την απορύθμιση των σχέσεων.

β. Μπροστά στην αδυναμία εξασφάλισης για όλους διαρκούς και σταθεράς απασχόλησης, αντί για την κατοχύρωση συγκεκριμένης σχέσης, προτάσσεται η κατοχύρωση της εναλλαγής της σχέσης και η χρηματοδότηση για ανεύρεση νέας θέσης εργασίας. Πράγματι, όλες οι έρευνες καταδεικνύουν ότι στο μέλλον η ανάγκη αλλαγής συγκεκριμένης απασχόλησης θα αφορά όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αυτό δεν είναι θέμα πολιτικής. Θέμα κοινωνικής πολιτικής είναι η αντιμετώπιση του νέου αυτού φαινομένου με τρόπο που να καθιστά το άτομο και ικανό να εργαστεί και ικανό να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.

γ. Ενόψει της αυξημένης κινητικότητας του κεφαλαίου, προτάσσεται η αναθεώρηση των οικονομικών βαρών για την εργασία.

δ. Με βάση την παρατηρούμενη αύξηση του αριθμού των ελευθέρως απασχολουμένων, που είναι βέβαια νομικά ανεξάρτητοι, οικονομικά όμως εξαρτημένοι, οι λεγόμενοι παραμισθωτοί, το σύστημα προστασίας που αφορούσε τη μισθωτή εργασία πρέπει να εξοικειωθεί και με την προστασία της εργασίας αυτής.

 ε. Σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση δεν αμφισβητείται η καθολικότητά της αλλά ζητείται η επανεξέταση σχέσης του εισοδήματος του ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού, ο επαναπροσδιορισμός των ασφαλιστέων κινδύνων ή αναγκών,  η μεταρρύθμιση της διαχείρισης με έμφαση στην ευθύνη εκ του αποτελέσματος και η ευελιξία στην συνταξιοδότηση. Γενικά, πρέπει να δοθεί ώθηση και στις πολιτικές πρόβλεψης, επίβλεψης, ενθάρρυνσης επιθυμητών δράσεων και αποθάρρυνσης μη επιθυμητών.

στ. Όσον αφορά τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος θα πρέπει να τις αποτυπώσουμε σε ένα χάρτη, τη Χάρτα των κοινωνικών υπηρεσιών, μαζί με τους βασικούς κανόνες λειτουργίας.

Όλες αυτές οι επιμέρους μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνδυαστούν με την επανεξέταση του τρόπου εφαρμογής ορισμένων από τις αρχές που στηρίζουν το κοινωνικό κράτος όπως είναι η αρχή της αλληλεγγύης και της συλλογικής ευθύνης. Πρέπει να αναζητηθούν νέες αρχές αλληλεγγύης σε ευρύτερη βάση έτσι που να καλύπτουν από κοινού το σύνολο των πολιτών, εργαζόμενους, ανεξάρτητους, αποκλεισμένους, με περισσότερη όμως ευχέρεια στις επιλεκτικές παρεμβάσεις, και κυρίως να αναζητηθεί η αποεθνικοποίηση της αλληλεγγύης, καταρχάς στο επίπεδο της Ε.Ε. Αυτό επίσης προϋποθέτει ότι τα συνδικάτα θα επεκτείνουν την αντιπροσωπευτικοί τους βάση και σε πρόσωπα πέρα από τους παραδοσιακούς μισθωτούς. Παράλληλα όμως το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο για να επιβιώσει πρέπει να αποκτήσει συμμάχους και στον εκτός της Ευρώπης χώρο. Με λίγα λόγια πρέπει να εξαχθεί. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι η Ευρώπη θα επιβάλλει τα δικά της στάνταρτ στις χώρες του τρίτου κόσμου αλλά θα επιδιώξει τον προσεταιρισμό τους στις αρχές του κοινωνικού μοντέλου. Ένα από τα στοιχεία ρωμαλεότητας του αμερικανικού μοντέλου είναι ότι μονοπωλεί την παγκοσμιοποίηση, πείθοντας συγχρόνως ότι η παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται αποκλειστικά με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Στην Ευρώπη εναπόκειται να καταδείξει ότι χωρίς παγκοσμιοποίηση κοινωνικών αξιών το μέλλον του πλανήτη μόνο συμφορές μας επιφυλάσσει.

Γενικότερα, πρέπει  να βρεθεί τρόπος να πείσουμε τους πολίτες να συνδυάσουν τον αυξανόμενο ατομισμό με την υποχρέωση αλληλεγγύης και να αποσαφηνιστεί αν η σοσιαλιστική αντίληψη για την ευθύνη ακυρώνει την ατομική ευθύνη και απορρίπτει δεσμεύσεις για τη συλλογική ευθύνη των κοινωνικών εταίρων. Το αμερικανικό μοντέλο μπορεί να στηρίζεται εσωτερικά στη μειοψηφία αλλά αυτοί που το νομιμοποιούν το υπηρετούν με συνέπεια.

Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα πραγματικό γεγονός, δεν είναι ιδεολογία. Η σύγχυση που επιχειρείται με το να ταυτίζεται η παγκοσμιοποίηση με την ελεύθερη οικονομία πρέπει να τερματιστεί. Η μόνη περιοχή που μπορεί να προβάλει ένα διαφορετικό μοντέλο από το αμερικανικό και να περισώσει την αξία της πολιτικής είναι η Ευρώπη. Αν χάσει αυτή την ευκαιρία θα χάσει και τον δυναμισμό της για οποιοδήποτε ηγεμονικό ρόλο και θα συγχωνεύσει όλες τις αξίες του πλούσιου πολιτισμού της αποκλειστικά στην επιδίωξη του κέρδους. Σε τελευταία ανάλυση, στο διευρυμένο χωριό του πλανήτη αν δε βρούμε δεσμούς αλληλεγγύης τι άλλο μένει για να δηλώσουμε την κοινή μας μοίρα; Στην επιδίωξη αυτού του στόχου οι σοσιαλιστικές δυνάμεις καλούνται εκ των πραγμάτων να παίξουν καθοδηγητικό ρόλο. Πράγματι, οι συντηρητικές δυνάμεις, όσες δεν παρακολουθούν με φανατισμό το φιλελεύθερο σύστημα είναι υποχρεωμένες απλώς να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Οι άλλες αριστερές δυνάμεις, μη μπορώντας να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις είναι ανήμπορες για οποιοδήποτε μετασχηματισμό. Συσπειρώνοντας τις μεγάλες μάζες για το όραμα ενός νέου κοινωνικού μοντέλου η πολιτική θα βρει ξανά ένα μέρος από το χαμένο νόημά της.

 ΠΙΣΩ

Εισήγηση  του καθηγητή & μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ιωάννη Κουκιάδη σε δημόσια συζήτηση –εκδήλωση με θέμα: «Η Θεσσαλονίκη του πολιτισμού στον 21ο αιώνα» με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου «Η Θεσσαλονίκη του πολιτισμού». Λοιποί ομιλητές: κ. Παντερμαλής, κ. Βέλτσος, κ. Παπασαραντόπουλος

                 

Θεσσαλονίκη  19/03/ 2000

  Με ιδιαίτερη χαρά παρευρίσκομαι στην σημερινή μας εκδήλωση, με θέμα «Η Θεσσαλονίκη του πολιτισμού στον 21ο αιώνα ,και αυτό  όχι μόνο γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω μαζί με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους το βιβλίο του Βαγγέλη Βενιζέλου, ενός φίλου από τα παλιά, αλλά και γιατί μας δίνεται η ευκαιρία να συμμετάσχουμε σε μια συζήτηση η οποία , σε αντίθεση με τις συνήθεις πρακτικές , δεν είναι ακραιφνής πολιτική ούτε αμιγώς πολιτιστική, αλλά είναι μια συζήτηση όπου διασταυρώνεται η πολιτική με τον πολιτισμό.

Είναι μια εκδήλωση που δεν αφορά μόνο τους δημιουργούς αλλά και τους διάφορους φορείς ,τους χρήστες και την κοινωνία γενικώς.

Και δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μήνυμα που είχε εκπέμψει ο Βαγγέλης Βενιζέλος με την ανάληψη των καθηκόντων του ως Υπουργού πολιτισμού, ήταν η ανάγκη διασταύρωσης ανάμεσα στην πολιτική διάσταση του πολιτισμού και την πολιτισμική διάσταση της πολιτικής στο σύνολο της.

Στο βιβλίο που έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε σήμερα , είναι διάχυτη η αντίληψη αυτή .Με τον τρόπο αυτό, και στην πολιτική δίδεται ένα ευρύτερο νόημα  και στον πολιτισμό δίνεται η δυνατότητα για μια ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή.

Κατά ένα μεγάλο μέρος το βιβλίο του Βαγγγέλη Βενιζέλου αναφέρεται σε υποδομές  που συνδέονται με την πολιτιστική πρωτεύουσα .Είναι γνωστό ότι ο Βαγγέλης  Βενιζέλος ανέλαβε το Υπουργείο πολιτισμού στην τελευταία φάση της ΠΠ και θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα διάφορα έργα  που παρουσιάζει στο βιβλίο δεν συνδέονται άμεσα με δικές του επιλογές. Αυτό είναι αληθές κατά πως επισημαίνει και ο ίδιος. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι χωρίς  τη δική του υποβοήθηση η αποπεράτωση των έργων αυτών στο σύντομο χρονικό διάστημα που επιτεύχθηκε θα ήταν αδύνατη.

Όμως η μεγάλη συμβολή του Βαγγέλη Βενιζέλου συνδέεται με το έργο του για τη μετά το πέρας της ΠΠ περίοδο ,με την πολιτική του για την αξιοποίηση του πλούσιου πνευματικού κεφαλαίου, μέσα από μια σειρά από θεσμούς και διαδικασίες, πρωτότυπες  στη σύλληψη. Αυτή τη δυναμική προοπτική που συνδέει ο Βαγγέλης Βενιζέλος με τις υποδομές και τους νέους θεσμούς, που απεικονίζονται στο νόμο 2557 /1997 θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εν συντομία στη συνέχεια.

Βασικός του στόχος μετά την ολοκλήρωση των έργων υπήρξε η διασφάλιση της αποτελεσματικής αξιοποίησης των νέων δομών.

Θέλησε να δώσει νομική υπόσταση σε όλη τη μεγάλη δέσμη πολιτιστικών θεσμών που μας κληροδότησε η πολιτιστική πρωτεύουσα ,που όπως λέει και ο ίδιος υπήρξαν υβρίδια ή γόνοι της ΠΠ, δίνοντας σ’ αυτούς μόνιμη και ευέλικτη μορφή και συγχρόνως εντάσσοντας τους σε επιμέρους δίκτυα έτσι ώστε να επιτύχει τις ευρύτερες δυνατές συνεργασίες.

Στα εικαστικά ιδρύει το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ως ΝΠΙΔ με παράλληλη πρόβλεψη στέγασης του στη Μονή Λαζαριστών. Συγχρόνως προβλέπει ως αυτοτελή τμήματα του το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης και το Μουσείο φωτογραφίας ενώ παράλληλα  προωθεί την υπογραφή προγραμματικής σύμβασης που εντάσσει το Μουσείο design στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης τέχνης με εγκατάσταση στο χώρο του λιμανιού. Το δίκτυο ολοκληρώνεται με την πρόβλεψη στενής συνεργασίας του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης τέχνης με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης τέχνης δίνοντας έτσι ένα δείγμα δυνατών συνεργασιών ανάμεσα στην κρατική και την ιδιωτική πρωτοβουλία .

Καθιστά το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μόνιμο θεσμό με έδρα τη Θεσσαλονίκη  και με τη μορφή και πάλι του ΝΠΙΔ. Το προικοδοτεί με τους ιδιόκτητους χώρους αυτού του εκσυγχρονισμένου οικοδομήματος –το Ολύμπιον-και το εξοπλίζει με τη δυνατότητα να αναπτύσσει δραστηριότητες σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς και όχι μόνο τον μήνα Νοέμβριο. Και εδώ όπως και στην προηγούμενη περίπτωση ,αποφεύγει την απομονωτική προσέγγιση και συνδέει το φεστιβάλ με το Μουσείο κινηματογράφου που το ιδρύει ως αυτοτελές τμήμα του με στέγαση και πάλι σε ειδικό χώρο του λιμανιού. Ακόμα συνδέει το φεστιβάλ με τις διαδικασίες των ετήσιων κρατικών βραβείων κινηματογράφου.

Το Κρατικό θέατρο τροφοδοτείται με νέες αρμοδιότητες και συμπληρώνεται από την όπερα δωματίου Θεσσαλονίκης που ιδρύεται κι αυτή ως αυτοτελές τμήμα του. Αυτά γίνονται κύριοι η κατεξοχήν χρήστες μιας τεράστιας υποδομής που θα τη ζήλευαν οποιοιδήποτε άλλοι αντίστοιχοι θεατρικοί οργανισμοί .Αναφέρομαι στο νέο Βασιλικό Θέατρο, στο ανακαινισμένο Θέατρο Δάσους , στο θέατρο Εταιρίας Μακεδονικών σπουδών, στο μεγάλο και μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών στο Νταμάρι Τριανδρίας

Διαμορφώνει το πολιτικό πλαίσιο για το λογοτεχνικό αρχείο Θεσσαλονίκης για το οποίο προβλέπει την εγκατάσταση του  σε διατηρητέο κτίριο της άνω πόλης 

Υπάρχουν κι άλλες πολλές παρεμβάσεις του, που ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και σ’ αυτές.  Θα αναφερθώ μόνο στη συμβολή του για την αποπεράτωση του Μεγάρου μουσικής με την ένταξη της χρηματοδότησης του στο Β ΚΠΣ. Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι σε όλες τις παρεμβάσεις του διαβλέπουμε τη μέριμνα του να συνδυάσει σύγχρονες εγκαταστάσεις με ευέλικτους θεσμούς , εντεταγμένους σε ένα δίκτυο έτσι που να δημιουργούνται δυνατότητες για μια διασταυρωμένη συνεργασία., με δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης

Με στόχο πάντα την αποτελεσματική λειτουργία των πολιτιστικών μας θεσμών επινοεί και τα νέα διαχειριστικά σχήματα διοίκησης όπως η πρόβλεψη αστικών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εταιριών για τη διαχείριση της Μονής Λαζαριστών και του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης .Πρόκειται για σχήματα που πετυχαίνουν με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο το συνδυασμό κρατικής ευθύνης και ευελιξίας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, θέτοντας έτσι ένα φραγμό στον παραδοσιακό γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας των δημόσιων οργανισμών.

Στις επιτυχείς επινοήσεις για την πληρέστερη αξιοποίηση των νέων υποδομών θα πρέπει να εντάξουμε και την προώθηση των προγραμματικών συμφωνιών με το Υπουργείο πολιτισμού, το Υπουργείο Ανάπτυξης, τον  ΕΟΤ μέσα από τις οποίες υποστηρίζεται η λειτουργία όλου αυτού του πλούσιου πνευματικού κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται ακόμα  η συνεργασία των κεντρικών πολιτισμικών φορέων με φορείς του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος, όπως είναι το Ωδείο Δήμου Αμπελοκήπων και οι θερινοί κινηματογράφοι Πολίχνης και Πανοράματος, τα πολιτιστικά κέντρα Ευόσμου και Μενεμένης Η αποκεντρωμένη αντίληψη για τη λειτουργία των πολιτισμικών φορέων Θεσσαλονίκης δίνει τη δυνατότητα ακόμα μεγαλύτερης αποκέντρωσης με συνεργασίες με αντίστοιχους φορείς από άλλες πόλεις της Βορείου Ελλάδος Μια τέτοια διαχείριση του πολιτισμικού κεφαλαίου της πόλης μας θα επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης και να απαλλαγεί από τον ηγεμονικό ρόλο των Αθηνών που στηρίζεται σε γραφειοκρατικά και συγκεντρωτικά συστήματα.

Με τις πρωτοβουλίες και τις επινοήσεις αυτές ανοίγει ο δρόμος για μια ευρύτερη πολιτιστική αναγέννηση, δίνοντας ρυθμό και δυναμική σε μόνιμη βάση σε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης και εντάσσοντας τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στο πλαίσιο όλων των συνιστωσών μιας σύγχρονης κοινωνίας με εκθεσιακές συνεδριακές και λοιπές αναπτυξιακές εκδηλώσεις

Όλο αυτό το δίκτυο θεσμών που σας ανέφερα αποτελεί καταρχήν πολύτιμο οδηγό για όσους έχουν τον πρωταρχικό λόγο στην καλλιτεχνική δημιουργία,. αλλά δεν αφορά μόνον αυτούς .Η φιλοσοφία των νέων θεσμών είναι να αγκαλιάσουμε κι όσους αισθάνονται αποκλεισμένοι και γενικότερα όσοι αποθαρρύνονται να συμμετάσχουν  στα πολιτικά δρώμενα . Στους ορίζοντες του Βαγγέλη Βενιζέλου ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι υπόθεση ολίγων πρωτοπόρων δημιουργών ,και αποκλειστικός σκοπός της πολιτισμικής πολιτικής δεν είναι μόνο η διασφάλιση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μουσειακού είδους, αλλά και η εξοικείωση με την καλλιτεχνική δημιουργία των ευρύτερων μαζών και η διάχυση των αισθητικών προτύπων για τον καθημερινό βίο.

Μέσα από το έργο αυτό ανευρίσκουμε μια κρίσιμη υποθήκη που μας προτρέπει  να διευρύνουμε τις πολιτισμικές συνεργασίες ανάμεσα στους δημιουργούς ,τους χρήστες ,τους διάφορους φορείς και τις τοπικές κοινωνίες γενικότερα, και να θεωρήσουμε τον πολιτισμό ως τον πιο κρίσιμο ιστό για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής .Έτσι η ανάπτυξη δεν θα συνδέεται μόνο με την επιδίωξη οικονομικών στόχων και  έτσι θα αποκτήσει ταυτότητα και ποιότητα .Αυτό προϋποθέτει και μια νέα αντίληψη για τη θέση της πολιτισμικής πολιτικής στο σύνολο της πολιτικής και συγκεκριμένα τη ρητή ενσωμάτωση της πολιτισμικής διάστασης σε όλους τους τομείς της πολιτικής. Και νομίζω ότι μια από τις καινοτόμες συμβολές του Βαγγέλη Βενιζέλου υπήρξε η ρήξη με την αντίληψη  της αποκομμένης από τους λοιπούς τομείς πολιτισμικής δράσης της πολιτείας

Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η νέα προσέγγιση της ΕΕ για το μέλλον της πολιτικής δράσης στην Ευρώπη. Στις 25 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους υιοθετήθηκε το νέο πρόγραμμα για τον πολιτισμό με τίτλο «πολιτισμός 2000» Το πρόγραμμα αυτό αρχίζει να λειτουργεί από το τρέχον έτος και θα ισχύσει για μια πενταετία

Με το πρόγραμμα καταργούνται όλα τα επιμέρους μέχρι σήμερα προγράμματα για τον πολιτισμό, όπως είναι το πρόγραμμα «Καλειδοσκόπιο»(τέχνες του θεάματος), «Ραφαήλ»(πολιτισμική κληρονομιά), «Αριάδνη»(λογοτεχνία). Παρατηρούμε ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται μια ολιστική προσέγγιση στον πολιτισμό, ενώ παράλληλα, σύμφωνα με το πρόγραμμα ,η νέα πολιτιστική προσέγγιση θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα που επιδιώκει τη ρητή ενσωμάτωση της πολιτισμικής διάστασης σε όλους τους τομείς της κοινοτικής πολιτικής.. Ένα από τα σημεία διαφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Επιτροπής, γεγονός που καθυστέρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την υιοθέτηση που προγράμματος αυτού ήταν η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι το πρόγραμμα δεν πρέπει να ευνοεί τα μεγάλα υπάρχοντα πολιτιστικά δίκτυα και τις μεγάλες εμβληματικού χαρακτήρα πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το Ευρωκοινοβούλιο κέρδισε τη μάχη και πέτυχε να περιληφθεί στο πρόγραμμα ότι αυτό θα εστιάζεται στην προώθηση και προβολή δράσεων με συγκεκριμένους στόχους σε μικρά και μεσαία σχέδια που θα συνεπάγονται την άμεση συμμετοχή του Ευρωπαίου πολίτη . Ακόμα έγινε δεκτή η τομεακή προσέγγιση με ευελιξία και ελαστικότητα προκειμένου να ενθαρρύνονται οι συνέργιες μεταξύ των διαφόρων καλλιτεχνικών τομέων (θέατρο, χορός εικαστικές τέχνες, μουσική, λογοτεχνία κτλ)

. Αυτά σημαίνουν ότι το νέο πρόγραμμα της ΕΕ μπορεί να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τους πολιτισμικούς θεσμούς της πόλης μας που όπως είδαμε δημιουργήθηκαν με τους ίδιους στόχους. Παράλληλα το πρόγραμμα δίνει τη δυνατότητα για πολιτιστικές εκδηλώσεις με ευρωπαϊκή ή διεθνή διάσταση , για ευρύτερες συνεργασίες με φορείς από άλλες χώρες . Αν στο πρόγραμμα αυτό –προστεθεί και το νέο πρόγραμμα  “Intereg” που αναφέρεται σε κάθε είδους διασυνοριακές συνεργασίες ανάμεσα στις οποίες δεν αποκλείονται και οι πολιτισμικές συνεργασίες, τότε γίνονται εύκολα κατανοητοί οι μεγάλοι ορίζοντες που ανοίγονται για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα για ένα ζωντανό και δυναμικό πολιτιστικό παρόν σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Η πολιτισμική αυτή συνεργασία με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη με την οικονομική συνεργασία γιατί αυτή προσεγγίζει τους λαούς στα καθημερινή τους ζωή  Σε τελευταία ανάλυση αν η απουσία τέχνης σύμφωνα με την αριστοτελική ρήση ισοδυναμεί με περισσότερα πάθη, περισσότερο φανατισμό και περισσότερη ακοσμία, η πολιτιστική προσέγγιση είναι και ο μόνος βέβαιος δρόμος για την ειρήνη στην ταραγμένη αυτή περιοχή.

 

ΠΙΣΩ

 

Ομιλία του Καθηγητή Ιωάννη Κουκιάδη σε συνέδριο με τίτλο «Κοινωνικός  Διάλογος και Συλλογικές Διαπραγματεύσεις στην Ενωμένη Ευρώπη». Συνδιοργανώνει το ΚΔΕΟΔ ο τομέας Αστικού, Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου του ΑΠΘ και η Εταιρεία Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης(ΕΔΕΚΑ).
Τίτλος Ομιλίας: «Κοινωνικός Διάλογος και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: εξέλιξη του Νομικού Πλαισίου και το Πρακτικό του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Διαλόγου».

     Θεσσαλονίκη 21/04/2000

  Η ΕΕ με ανακοίνωση της 20/05/98 καθορίζει τα μέτρα προκειμένου να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να συναρθρωθεί πιο λειτουργικά το έργο των κοινωνικών εταίρων με την υλοποίηση των πολιτικών της ΕΕ. Αντίστοιχη είναι και η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε τέσσερις κυρίως τομείς η Επιτροπή συγκεντρώνει τις προσπάθειες της προκειμένου να προσαρμοστεί και να προωθηθεί ο κοινωνικός διάλογος. Είναι η πληροφόρηση, οι διαβουλεύσεις, η σύμπραξη για την απασχόληση και οι διαπραγματεύσεις.

  Α)Πληροφόρηση. Η πρόσβαση στις πληροφορίες θεωρείται βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου. Αυτή ενισχύθηκε μέσω διαφόρων διαύλων πληροφόρησης όπως αυτό το δελτίο ειδήσεων για τον κοινωνικό διάλογο που ενημερώνει τους κοινωνικούς εταίρους για τις διάφορες εκδηλώσεις β) η ετήσια έκθεση για τον κοινωνικό διάλογο (status report) γ) μια αμφίδρομη βάση δεδομένων με ένα ηλεκτρονικό δίκτυο με το οποίο συνδέονται άμεσα οι ευρω κοινωνικοί εταίροι και το οποίο υποστηρίζεται με την υποστήριξη της Επιτροπής. (European social dialogue on line) δ) ενημερωτικά φόρα ανά τρίμηνο μεταξύ των διαφόρων πρωταγωνιστών και κατηγοριών του διαλόγου.

Β)
Διαβουλεύσεις

Οι διαδικασίες διαβουλεύσεων έχουν ως στόχο ν βελτιώσουν την ποιότητα των κοινοτικών πολιτικών και προτάσεων Η Ε Επιτροπή διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς  εταίρους σε κλαδικό και διακυβερνητικό επίπεδο άλλοτε σε επίσημη και άλλοτε σε ανεπίσημη βάση.

1) Σε διεπαγγελματικό επίπεδο διαβουλεύεται με συμβουλευτικές επιτροπές που είναι έξι και αναφέρονται στην κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων, την ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων, το Ευρωπαϊκό  κοινωνικό ταμείο, την επαγγελματική κατάρτιση, την ασφάλεια και υγιεινή και προστασία της υγείας, την ισότητα ευκαιριών. Πρόκειται για τριμερή φόρα ο ρόλος των οποίων είναι να συμβουλεύουν την πολιτική κατά τη διατύπωση ειδικών πολιτικών. Οι επίσημες διαβουλεύσεις στηρίζονται στο άρθρο 3 της συμφωνίας κοινωνικής πολιτικής και νυν άρθρο 118 α παρ 1 των ενοποιημένων συνθηκών.

Αυτές λαμβάνουν σε δύο φάσεις                

 
η μία πρίν από την ανάληψη δράσης

η δεύτερη αφορά το περιεχόμενο της δράσης

  Οι διαβουλεύσεις καταλήγουν σε γνώμες ή συστάσεις.

  2) Σε κλαδικό επίπεδο. Οι διαβουλεύσεις σ’ αυτό το επίπεδο συνδέονται με την υλοποίηση κλαδικών πολιτικών είτε αυτές αφορούν την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας είτε αφορούν τη βελτίωση της οικονομικής και ανταγωνιστικής θέσης του αντίστοιχου κλάδου. Αναφέρονται και σε  γενικότερες πολιτικές και σε συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις.

Πρόσφατα δημιουργήθηκαν νέες επιτροπές κλαδικού διαλόγου που αντικατέστησαν παλιές, οι οποίες θα αξιοποιούνται όχι μόνο για διαβουλεύσεις αλλά για κοινή δράση και διαπραγματεύσεις. Σχετική είναι η απόφαση της Επιτροπής (20/5/1998). Αυτοσυγκροτούνται μετά από υποβολή κοινού αιτήματος και είτε γνωμοδοτούν σε κοινά θέματα, είτε προωθούν κλαδικό κοινωνικό διάλογο.  Προκειμένου ένας κλάδος να έχει τέτοια κλαδική επιτροπή θα πρέπει να είναι καλά οργανωμένος με σημαντική ευρωπαϊκή παρουσία σύμφωνα με κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας Η επιτροπή έχει δημοσιεύσει έναν κατάλογο κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις και που διαμορφώθηκε μα βάση κάποια κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας.. Και αυτές οι επιτροπές είναι τριμερείς κατά ανώτερο όριο σαράντα ατόμων και υποστηρίζονται γραμματειακά από την Ε.Ε. Και εδώ όπως και την πρώτη φορά η διάρκεια των διαβουλεύσεων είναι έξι εβδομάδες. Η διαδικασία των διαβουλεύσεων και στο επίπεδο αυτό έχει ενισχυθεί μετά την συνθήκη του Άμστερνταμ δεδομένου ότι καλύπτει όλες τις νομοθετικές προτάσεις

  Γ) Σύμπραξη για την απασχόληση :Η τριμερής συζήτηση σχετικά με την απασχόληση πραγματοποιείται σε συνεδριάσεις μεταξύ των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Σκοπός είναι κυρίως ο καθορισμός κοινών στόχων αλλά και προτεραιότητες κάθε συμμετέχοντος μέλους. Το κυριότερο όργανο συντονισμού είναι  η μόνιμη επιτροπή για την απασχόληση.(1970) Αυτή αποτελεί αντικείμενο πολλών αμφισβητήσεων και μάλλον ο τρόπος λειτουργίας της δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. που είχαν συνδεθεί με τη δημιουργία της. Το πλαίσιο τριμερούς διαλόγου έχει μεταβληθεί τελευταία. Έτσι η τριμερής προσέγγιση έγινε πιο σημαντική σε κράτη μέλη που συμμετέχουν στη σύναψη συμφώνων απασχόλησης κατά δεύτερο λόγο η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση και η παρακολούθηση της εφαρμογής τους δίδουν νέα κατεύθυνση στον τριμερή διάλογο. Οι κοινωνικοί εταίροι καλούνται να επωμιστούν την ευθύνη τους όσον αφορά τη υποστήριξη κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση.(*διαδικασία Λουξεμβούργου). Παράλληλα πρόσφατες πρωτοβουλίες για την ενθάρρυνση νέων μορφών τριμερούς διαλόγου οδήγησαν στην αύξηση των forum. Συγκεκριμένα τέτοια fora  που λαμβάνουν χώρα κατά τον χρόνο συνεδριάσεων σε υπουργικό επίπεδο. Έτσι στα πλαίσια της μόνιμης επιτροπής απασχόλησης Συμβούλιο και κοινωνικοί εταίροι συναντιούνται για να συζητήσουν θέματα απασχόλησης. Ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η πρακτική της γνωμοδότησης πριν από τα Συμβούλια. Πρακτικά η παραδοσιακή διαδικασία της μόνιμης επιτροπής αντικαθίσταται με νέες τέτοιες πρωτοβουλίες προκειμένου να έχουμε ουσιαστικότερη συμμετοχή στην επεξεργασία των κατευθυντηρίων γραμμών.(οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονται στην ελαστικότητα, την προσαρμογή, την ανάπτυξη του πνεύματος του  επιχειρείν  και την ισότητα ευκαιριών.

  Δ) Διαπραγματεύσεις:

            Εδώ, πρέπει να διακρίνουμε τις απλές διαπραγματεύσεις από τις θεσμοποιημένες διαπραγματεύσεις για υιοθέτηση Οδηγίας.

  I ) Απλές Διαπραγματεύσεις:

β) Διεπαγγελματικές Διαπραγματεύσεις

Σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε ενεργό διάλογο στην Επιτροπή Κοινωνικού Διαλόγου ανάμεσα σε τρεις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικής φύσης, την UNICE, CEEP, και ETUC. Οι οργανώσεις αυτές οργανώνουν αυτόνομο διάλογο (άτυπο διάλογο). Ουσιαστικά, ο διάλογος αυτός αποτελεί προέκταση του διαλόγου του Val Duchesse. Πρόκειται για ένα forum με το οποίο κοινοποιούν τα αποτελέσματα του διαλόγου τους στην ΕΕ. Τελευταία, δίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της απασχόλησης. Συγκροτήθηκαν ομάδες εργασίας για να εξετάσουν διεξοδικά ορισμένα θέματα. Μέσα στις ομάδες εργασίας «Εκπαίδευση και Κατάρτιση», «Αγορά Εργασίας» και «Μακροοικονομία» προετοιμάστηκαν αρκετές κοινές γνώμες, κοινές δηλώσεις και έγγραφα εργασίας. Βασικός στόχος αυτού του διαλόγου είναι να δημιουργηθούν ευρωπαϊκά πλαίσια για τη δράση των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα (απασχολησιμότητα, προσαρμοστικότητα, δια βίου μάθηση).  Ανοικτό παραμένει το άνοιγμα του διαλόγου με συμμετοχή και άλλων οργανώσεων, προκειμένου να διευρυνθούν ευρύτερα τα αποτελέσματα του διαλόγου και να γίνουν αποδεκτά από περισσότερα μέλη. Προτεραιότητα αποκτά ο διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης στις ΜΜΕ.

  β) Διαπραγματεύσεις σε κλαδικό επίπεδο

Θεμελιώδες ζήτημα αποτελεί πλέον και η ενίσχυση των διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο, με σκοπό τόσο την ανάπτυξη γενικών θεμάτων, όπως είναι η απασχόληση, οι βιομηχανικές μεταβολές, ή νέα οργάνωση της εργασίας όσο και των ειδικών μεταβαλλομένων απαιτήσεων από την αγορά εργασίας. Βέβαια, υπάρχει και εδώ το πρόβλημα της εκπροσώπησης, ή της αναγνώρισης της αντιπροσωπευτικότητας. Αυτή τη στιγμή, οι κοινωνικοί εταίροι, εικοσιτριών κλάδων, δραστηριοποιούνται σε επίπεδο ΕΕ μετά από προσαρμογή των δομών τους. Αυτοί υποβάλλουν κοινή αίτηση για δημιουργία Επιτροπών Κοινωνικού Διαλόγου, π.χ. Τομέας Ασφαλειών. Πρόκειται για τις κλαδικές Επιτροπές που ανφέραμε πιο πάνω. Γεγονός είναι ότι οι Επιτροπές Κοινωνικού Διαλόγου αυξάνουν συνεχώς. Η μορφή εργασίας τους είναι ευέλικτη. Το ζητούμενο αποτέλεσμα είναι ανάληψη κοινής δράσης, η έναρξη διαπραγματεύσεων για προαιρετικές συμφωνίες που προωθούν θεμελιώδη θέματα του κλάδου. Στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων, καταγράφονται η συμφωνία-πλαίσιο για τη βελτίωση της μισθωτής εργασίας στη γεωργία για τα κράτη-μέλη (24/7/1997), η συμφωνία συνεργασίας του 1998 ανάμεσα στη UNICE και τους εκπροσώπους των ΜΜΕ, η πρόσφατη διάσκεψη κοινωνικών εταίρων στον τομέα ιδιωτικών ασφαλίσεων που κατέληξε σε συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης και στον προσδιορισμό της ποιότητας κατά την ανάθεση δημοσίων έργων,  η συμφωνία στον τομέα των ξενοδοχειακών επαγγελμάτων της 3/5/99 για προώθηση απασχόλησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο στα εστιατόρια, κτλ, η συνεργασία στον τομέα κατασκευών που επέτρεψε διμερείς συμφωνίες στις διάφορες χώρες (επαγγελματική κατάρτιση, υγεία, ασφάλεια), κοινές διακηρύξεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, κτλ.

 

ΙΙ. Διαπραγματεύσεις νομοθετικού περιεχομένου

Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων αυτή, περιγράφεται πλήρως στα άρθρα 118α παρ. 2 κ.επ. Και αυτές μπορεί να είναι διεπαγγελματικού ή κλαδικού χαρακτήρα.

α) Στο πλαίσιο των διεπαγγελματικών διαπραγματεύσεων αυτών υιοθετήθηκαν

η οδηγία-πλαίσιο 96/34 για τη γονική άδεια που συνήφθη από τη UNICE, CEEP και ΕΤUC.

η οδηγία 97/81 για τη μερική απασχόληση

η πρόσφατη οδηγία για τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου ανάμεσα στις ίδιες οργανώσεις

Εκκρεμούν προτάσεις για προσωρινή απασχόληση, την τηλεργασία και πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση δια βίου. Αναμένεται απάντηση από τη UNICE.

Η ΕΕ τις υποστηρίζει εξίσου στο πλαίσιο της πολιτικής για διεύρυνση των συμβατικών σχέσεων που τους θεωρούν έναν πολύ αποδοτικό μηχανισμό για την υλοποίηση των σχετικών δεσμεύσεων για την κοινωνική πολιτική. Η ΕΕ δεν παρεμβαίνει στην επιλογή των διαπραγματευόμενων εταίρων. Απλούστατα, κοινό συμφέρον όλων είναι να συνάπτονται συμφωνίες με την καλύτερη δυνατόν εκπροσώπηση. Ωστόσο η Επιτροπή, προβαίνει σε αξιολόγηση του αντιπροσωπευτικού καθεστώτος των αντισυμβαλλομένων μερών προτού υποβληθεί μια νομοθετική πρόταση για την εφαρμογή μιας συμφωνίας στο Συμβούλιο. Μια ευρωπαϊκή οργάνωση, η UEAME  αμφισβήτησε τη νομιμότητα οδηγίας για τη γονική άδεια λόγω μη συμμετοχής της στη διαδικασία αυτή. Η απόφαση του Πρωτοδικείου ήταν αρνητική.

  β) Κλαδικές Συμφωνίες

Τέτοιες συμφωνίες μπορούν να πραγματοποιηθούν και σε κλαδικό επίπεδο. Κλαδικές συμφωνίες που κατέληξαν σε οδηγία είναι οι συμφωνίες για το χρόνο εργασίας των ναυτικών ανάμεσα στην Ένωση Εφοπλιστών και Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεων στις Μεταφορές (30/9/1998) για το χρόνο εργασίας ναυτικών στην αλιεία για τους σιδηροδρόμους, ενώ διεξάγονται διαπραγματεύσεις στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας. Η διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών είναι πολλές φορές μεγάλη, φτάνει και τα πέντε χρόνια.

Εξετάσαμε μέχρι τώρα, θεσμικό πλαίσιο διαλόγου, την πρακτική του διαλόγου και την τεχνική του διαλόγου. Το ερώτημα βέβαια που δεν απαντήθηκε είναι γιατί διάλογος και προς τι ό διάλογος. Ο διάλογος δεν είναι μόνον τεχνικό θέμα, είναι και πολιτικό, και ακόμη θα έλεγα και θέμα ιδεολογίας. Ο κοινωνικός διάλογος, ως μέσο επεξεργασίας κοινών θέσεων από κοινωνικούς εταίρους μας κληροδοτήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία του Βορρά στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού συμβολαίου που διαμορφώθηκε στον μεσοπόλεμο. Ήταν η απάντηση στην Μαρξιστική αντίληψη που γνώριζε μόνον την απεργία ως γυμναστική πρακτική και θεωρούσε τις συμφωνίες ως προσωρινή ανακωχή. ο διάλογος σε αυτήν την αντίληψη είχε ένα τέλος που ήταν η διαμόρφωση ενός κοινωνικού προτύπου που σήμερα το εκφράζουμε με το κοινωνικό κράτος στο πλαίσιο δημοκρατίας αστικού τύπου. Το μοντέλο αυτό ακολούθησαν και άλλες χώρες μετά τον πόλεμο, ιδίως η Γερμανία και οι συλλογικές συμβάσεις σταδιακά απέκτησαν προτεραιότητα απέναντι σε άλλα μέσα κοινωνικής προόδου. Παράλληλα ο κοινωνικός διάλογος διευρύνθηκε, πήρε διάφορες μορφές συνεργασίας, έγινε πολυεδρικός και διηύρυνε τους στόχους. Τα νέα δεδομένα, με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, δεν μπορούν να είναι άμοιρα επιρροών για την πορεία του κοινωνικού διαλόγου. Υπάρχει το θέμα της νομιμοποίησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων με την κρίση της αντιπροσωπευτικότητας. Υπάρχει ακόμη το θέμα του νέου στόχου αφού από την επιδίωξη της κοινωνικής ολοκλήρωσης, περάσαμε στη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και στην προσαρμογή του κοινωνικού μοντέλου στα νέα δεδομένα. Ο προσανατολισμός λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικός. Αυτός πλέον είναι η διαχείριση της αλλαγής με συνεργασία. Και το ερώτημα που τίθεται ποιά είναι τα όρια αυτής της αλλαγής και ποιες οι εγγυήσεις για την αμφίδρομη διάχυση των αποτελεσμάτων των αλλαγών αυτών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μια μερίδα της ριζοσπαστικής αριστεράς επιμένει στην άρνηση οποιωνδήποτε διαδικασιών διαλόγου. Όμως, από την άλλη μεριά, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, όπως των Ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη δική τους κληρονομιά οδηγεί σε ώθηση ή ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου. Και προκειμένου να περιοριστεί η αυθαιρεσία των νομοθετών, και προκειμένου με τη συμμετοχή να αντισταθμισθούν οι μονομερείς επιλογές του διεθνούς κεφαλαίου. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο αμφιλεγόμενος, για πολλούς, όρος των κοινωνικών εταίρων είναι άγνωστος στις Η.Π.Α. Ένας διάσημος του αμερικανικού κατεστημένου έλεγε ότι εμείς δεν γνωρίζουμε την έννοια των κοινωνικών εταίρων. Με αυτά τα δεδομένα, ο κοινωνικός διάλογος για να επιβιώσει πρέπει να αποεθνικοποιηθεί εν μέρει. Η διεθνοποίηση θα διαβρώσει την επιρροή των συνδικάτων αν συνεχίσουν να λειτουργούν με τη στρατηγική τους προσαρμοσμένη σε εθνικό επίπεδο.

  Και γενικότερα, μια νέα ιδεολογία διαλόγου εξυφαίνεται στην Ευρώπη με τη διεύρυνση του κοινωνικού διαλόγου στο ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας και την προώθηση του διαλόγου των πολιτών. Και μπορεί εκ πρώτης όψεως οι δύο αυτοί διάλογοι να φαίνεται ότι αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, όμως η συγγένειά τους είναι περισσότερο στενή από όσο η πρώτη ανάγνωση αφήνει να εννοηθεί.

  Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις δεν είναι καινούργιο προϊόν. Καινούργιος είναι ο ρόλος που επιφυλάσσεται σε αυτές. Στο Seattle και πρόσφατα στην Washington πρωτοστάτησαν στο σύνθημα ότι δεν είμαστε μόνο καταναλωτές. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, λόγω της εμπειρίας τους, απλώς ανέλαβαν να τις συντονίσουν. Τα νέα σύνθετα προβλήματα δεν μπορούν να επιλυθούν παρά μόνο από έναν συντονισμένο κοινωνικό διάλογο με το διάλογο της κοινωνίας των πολιτών. 

ΠΙΣΩ

Εισήγηση του καθηγητή & μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ιωάννη Κουκιάδη σε ημερίδα στην Κατερίνη  με θέμα: «Η γνωριμία των μαθητών με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης» με αφορμή το πειραματικό πρόγραμμα  «Ευρωπαϊκή Ένωση» του έργου ΣΕΠΠΕ (Σχολεία Εφαρμογής Πειραματικών Προγραμμάτων στην Εκπαίδευση)

  Θεσσαλονίκη 22/04/2000

 

Τίτλος εισήγησης: «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η Ευρώπη των πολιτών»

  Το κάθε άτομο ανήκει σ’ ένα κράτος . Ο δεσμός αυτός με το κράτος συνιστά την ιθαγένεια ή την υπηκοότητα.. Τυπικά η ιθαγένεια είναι μια ψυχρή νομική έννοια που σημαίνει απλώς το σύνολο των δικαιωμάτων του κάθε ατόμου μέσα στο κράτος αυτό. Όμως αν καθένας εμβαθύνει λίγο περισσότερο, θα δει ότι είναι μια βαρυσήμαντη έννοια διότι μέσα από την ιθαγένεια διασφαλίζεται η πολιτική συμμετοχή και επιτυγχάνει τις εγγυήσεις για τα ατομικά του δικαιώματα και σε μία ευρύτερη βάση νομιμοποιεί τις προσδοκίες του για ένα καλύτερο μέλλον μέσα απ τα δικαιώματα του για εκπαίδευση, για συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή κοκ.

 Το ζητούμενο είναι αν με τη δημιουργία της ΕΕ μπορεί το κάθε άτομο να ισχυριστεί ότι έχει αντίστοιχη την ιθαγένεια της Ένωσης , ότι είναι πολίτης της Ένωσης , και συνεπώς αν απέναντι στην ΕΕ και όχι απέναντι στο κράτος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αναφέρονται πιο πάνω. Για τους νομικούς η απάντηση θα ήταν εύκολη με βάση τις γνώσεις του παραδοσιακού δικαίου και αυτή η απάντηση προς απογοήτευση πολλών θα ήταν αρνητική. Πράγματι πως είναι δυνατόν να αναζητούμε την ιθαγένεια όταν η ΕΕ δεν έχει πετύχει την πολιτική της ολοκλήρωση , δεν αποτελεί κρατικό μόρφωμα αφού όπως είπαμε η ιθαγένεια συνδέεται με την έννοια του κράτους, της εξουσίας. Δεν μπορεί να νοηθεί ιθαγένεια σε έναν διεθνή οργανισμό. Ωστόσο, τα πράγματα ποτέ δεν είναι ευθύγραμμα , οι παραδοσιακές γνώσεις δεν αρκούν πάντοτε για να εξηγήσουν τα φαινόμενα, η ζωή τρέχει με τους δικούς της ρυθμούς και θέλει πάντοτε νέες απαντήσεις στα καινούργια προβλήματα που βάζει. Το ενδιαφέρον με την ΕΕ είναι ότι ο σχηματισμός της ως πολιτικού σχήματος, γίνεται κατ’ αντίστροφο τρόπο απ’ ότι έγινε ο σχηματισμός των κρατών. Τα κράτη δημιουργήθηκαν από τους κοινούς δεσμούς μιας ομάδας ατόμων που βιώνουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο, και στη συνέχεια όλα ήταν εύκολα αφού με τη δημιουργία της συγκεκριμένης κρατικής εξουσίας αυτόματα δημιουργείτο και η ιθαγένεια των πολιτών δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα σ’ αυτό το μόρφωμα.

Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ακολουθεί αυτή τη διαδικασία  και ευτυχώς ίσως γιατί μία επιβολή της κρατικής της υπόστασης σε μια συγκεκριμένη στιγμή , θα ήταν αυθαίρετη και τεχνητή και χωρίς προϋποθέσεις επιβίωσης. Ακολουθεί λοιπόν μια άλλη διαδικασία πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα, με πολλά εμπειρικά στοιχεία που δεικνύει και τη σοφία των Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων. Πράγματι ξεκινήσαμε με τη δημιουργία σταδιακά επιμέρους δικαιωμάτων και την διεύρυνση αυτών των δικαιωμάτων κατά το μέτρο που γινόταν αφομοίωση της προηγούμενης κατάστασης. Αυτό εξηγείται εύκολα αν θέσω το ερώτημα στον καθένα από σας για το αν αισθάνεται ότι είναι Ευρωπαίος πολίτης όπως αισθάνεται ότι είναι Έλληνας πολίτης .Η απάντηση που θα πάρω είναι ασφαλώς όχι. Οι κοινοί δεσμοί που μας συνδέουν ε την Ευρώπη δεν είναι τόσο ισχυροί ώστε να δημιουργήσουν αυτόματα την ταυτότητα  μας ως Ευρωπαίου πολίτη .

Έτσι η έννοια του Ευρωπαίου πολίτη αναφέρεται ατύπως μετά την καθιέρωση του δικαιώματος για ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στον χώρο της ΕΕ  Ως την ισχύ της ενιαίας ευρωπαϊκής πράξης το 1992 , οι πολίτες της Ευρώπης τυπικά αναφέρονται ως υπήκοοι μόνο των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή ιθαγένεια αναγνωρίζεται ρητά μόνο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992 (συνθήκη του Μάαστριχτ) με συγκεκριμένη δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 17-22).

Σύμφωνα με τη συνθήκη πολίτης της ΕΕ είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα κράτους-μέλους. Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι συμπλήρωμα της εθνικής ιθαγένειας, είναι παράγωγο δικαίωμα του δικαιώματος να είναι κάποιος ευρωπαίος, πολίτης αυτού του κράτους. Το ενδιαφέρον είναι ότι αναγνωρίζεται πλέον επίσημα ότι ο καθένας από μας έχει έναν νομικό δεσμό με την ΕΕ πάνω στον οποίο μπορεί να στηρίξει άμεσα ορισμένα δικαιώματα. Προαναγγέλλεται έτσι και η ευρύτερη συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες και τη μετατροπή της Ευρώπης από μια απλή ένωση κρατών και ένωση λαών σε ένα πολιτικό μόρφωμα που θα έχει αυτοτελή πολιτική εξουσία. Το ποιο θα είναι αυτό θα μας το απαντήσει η διακυβερνητική συνδιάσκεψη που αρχίζει τώρα .Αναφέρομαι μόνο στο ότι συγκρούονται δύο τάσεις ,η μία  στην οποία ανήκουν οι χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης και η Ελλάδα , η οποία θεωρεί την πολιτική ολοκλήρωση αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της ΕΕ  Η άλλη με υπέρμαχο την Αγγλία και εν μέρει τις Σκανδιναβικές χώρες λίγο έως πολύ θέλουν να την περιορίζουν απλώς σε ένα χώρο οικονομικής συνεργασίας. Το κυρίαρχο πάντως ρεύμα είναι αυτό που επιζητεί την πολιτική ολοκλήρωση για να επιτύχει όμως αυτή χρειάζεται μια νομιμοποίηση από τα κάτω η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού δημόσιου αισθήματος ,ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης που θα διαμορφώσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική στο λίγο χρόνο που απομένει θα σας περιγράψω τα δικαιώματα που αποτελούν πραγματικότητα σήμερα για τον Ευρωπαίο πολίτη και που είναι τα ακόλουθα:

1.      Το δικαίωμα για ελεύθερη κυκλοφορία και ελεύθερη διαμονή που συνδέεται με το δικαίωμα για αναζήτηση εργασίας σε οποιοδήποτε χώρα της ΕΕ και εγκατάσταση επιχείρησης. Αυτό το δικαίωμα ενισχύθηκε με τη συνθήκη του Σένγκεν που προσαρτήθηκε στη συνθήκη του Άμστερνταμ και με βάση την οποία η ελεύθερη κυκλοφορία στους χώρους της ΕΕ γίνεται πλέον με τον ίδιο τρόπο που γινόταν ως σήμερα στο εσωτερικό ενός κράτους. με εξαίρεση το Ηνωμένο βασίλειο την Δανία και Ιρλανδία

2.      2.Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στα κράτος μέλος της κατοικίας του ενδιαφερομένου με τους ίδιους όρους που ασκεί το δικαίωμα και ο υπήκοος του κράτους μέλους

3.      Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από οποιοδήποτε υπήκοο κράτος της ΕΕ ανεξάρτητα σε ποια χώρα διαμένει.(άρθρο 19, παρ 2)

4.      Το δικαίωμα να απολαύει στο έδαφος τρίτων χωρών (που δεν υπάγονται στη συνθήκη της ΕΕ) εγγυημένης διπλωματικής ή προξενικής προστασίας μέσω ενός άλλου κράτους –μέλους της ΕΚ , όταν η πατρίδα του δεν αντιπροσωπεύεται σ’ αυτές τις τρίτες χώρες , στον ίδιο βαθμό.

  Από το 1996 σχεδιάστηκε ένα κοινό πρόγραμμα  ενημέρωσης του Ευρωπαίου πολίτη που Παρέχει πρακτική ενημέρωση όσον αφορά τη διαμονή, την εργασία, τις σπουδές, τις αγορές, τα ταξίδια, την ισότητα ευκαιριών στην Ευρώπη μέσω φυλλαδίων και τις θέσεις του internet .http:// citizen.eu.int. Εκατομμύρια άτομα έρχονται σε  επαφή  με τις υπηρεσίες «πολίτης της Ευρώπης» χρησιμοποιώντας δωρεάν αριθμούς τηλεφώνων η το δίκτυο προκειμένου να λάβουν οδηγούς η έντυπα προκειμένου για πληροφορίες σχετικά με διαμονή, σπουδές, ισότητα ευκαιριών κοκ.

  7. Η ΕΕ προκαλεί συγκεκριμένες δράσεις για την απασχόληση, βιομηχανία, προστασία περιβάλλοντος από κοινού με τις ελληνικές αρχές άρα υπάρχει ένα ευρύτερο σχέδιο πολιτικής, για την ευημερία των πολιτών τους. Η αναγνώριση της ιθαγένειας με τα δικαιώματα που προαναφέρθηκαν δεν αντιμετωπίζεται με τρόπο στατικό αλλά περιέχει και μια δυναμική περαιτέρω εξέλιξης. Έτσι προβλέπεται ότι το Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει  διατάξεις με τη διαδικασία της συναπόφαση που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ιθαγένειας*(άρθρο 18/παρ 2) Κατά δεύτερο λόγο προβλέπεται τριετής έκθεση  μέσα από την οποία  θα προκύψει η ανάγκη για νέες διατάξεις προκειμένου να συμπληρωθούν τα δικαιώματα που προβλέπονται από τη συνθήκη. Συμπλήρωση η διευκόλυνση σημαίνει πρακτικά νέα δικαιώματα έστω συγγενή με τα παραπάνω. Κυρίως όμως με τη διακυβερνητική ανοίγει δρόμος μέσα από την πρόταση για τη θέσπιση ενός χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων του ευρωπαίου πολίτη να προικιστεί  με  ένα σύνολο δικαιωμάτων που θα προστατεύονται απευθείας από την ΕΕ με δικαίωμα σε περίπτωση προσβολής προσφυγής στο δικαστήριο ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Όταν ο χάρτης αυτός επικυρωθεί όλοι μας τότε θα ξέρουμε ότι ανήκουμε πλέον ταυτόχρονα  σε δύο πολιτικές οντότητες το εθνικό κράτος και το κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

ΠΙΣΩ